Tuesday, April 27, 2010

Εύα Ομηρόλη, Οι αναλφάβητοι του έρωτα


Εύα Ομηρόλη, Οι αναλφάβητοι του έρωτα

 Κρητικά Επίκαιρα, Οκτώβρης 1993 

Για την Εύα Ομηρόλη, την 23χρονη κοπέλα από την Κρήτη, στο πρώτο της βιβλίο με τίτλο "Οι αναλφάβητοι του έρωτα" (Νέα Σύνορα 1992), το "μέγιστο" της αναμονής μιας ουτοπίας συστέλλεται στο "ελάχιστο" της απόλαυσης της ευτυχισμένης στιγμής: "μόνοι γεννιόμαστε, μόνοι πεθαίνουμε, και τίποτα δεν μας μένει πέρα από τις στιγμές που ζήσαμε. Τις όμορφες. Όλες εκείνες που ξεπέρασαν για λίγο τη μιζέρια και τη θλίψη, όλες εκείνες που ταυτίστηκαν μαζί μας, που ανήκουν πια μόνο σε μας". (σελ.219).Και οι ευτυχισμένες αυτές στιγμές είναι άρρηκτα δεμένες με το σώμα μας." Το σώμα μας είναι δώρο, ή, καλύτερα, μια παρηγοριά της φύσης. Μαζί μ' αυτό γνωρίζουμε όλες τις δυστυχίες και τους πόνους, αλλά μέσα του πάλι ψάχνουμε να βρούμε όλες τις ηδονές και τις απολαύσεις...το σώμα μας είναι το μόνο που μας ανήκει. Είναι ασυγχώρητο να το προδίδουμε και να μην του αποδίδουμε την ευγνωμοσύνη που του αξίζει".(σελ.39)."Όχι, δεν έχω ενοχές. Η απόλυτη ευτυχία και η γνώση εκείνου που ζητάς δεν σου αφήνει ποτέ ενοχές. Ενοχές σου αφήνουν όλα εκείνα που δεν έζησες, όχι γιατί δεν μπόρεσες, αλλά γιατί φοβήθηκες τη δύναμή τους, τη μαγεία τους" (σελ.219)."Οι δυστυχίες που έρχονται παλεύονται. Οι ευτυχίες που δεν λένε να φανούν είναι εκείνες που γίνονται οι εφιάλτες μιας ζωής. Όλες εκείνες οι μικρές σπίθες που μας δίνονται έτοιμες, ολοζώντανες κάθε μέρα και τις αφήνουμε να χαθούν σαν να μην υπήρξαν, είναι τα απωθημένα που δεν θα μας αφήσουν να γεράσουμε μ' αξιοπρέπεια". (σελ.219).   

  Αυτή είναι η φιλοσοφία μιας γριάς 98χρονης Ζορμπάδαινας, που αφηγείται τη ζωή της. Στα πενήντα της ρίχνεται στην περιπέτεια της μεγάλης Φυγής, συντρίβοντας τους συμβιβασμούς της. Πέφτει σε νεανικές αγκαλιές, και μπεκρουλιάζει μαζί με τη φτωχή, μοναχική και ταλαιπωρημένη φίλη της, την Παναγιώτα, διαδοχικά σε ένα ψαροχώρι και σε ένα νησί. Αφού αποθησαυρίσει σαν ό, τι πιο πολύτιμο της ζωής της αυτές τις εμπειρίες, ξαναγυρνάει μετά το θάνατο της φίλης της στην αγκαλιά του άντρα της, ο οποίος την περίμενε όλα αυτά τα χρόνια γεμάτος κατανόηση. 

  Η φυγή της Ελένης, της ηρωίδας της Ομηρόλη, γίνεται μέσα από μιαν "αυλή", την ίδια αυλή που αποτελεί το χώρο που διεκτραγωδείται η μεταπολεμική μιζέρια στο νεοελληνικό θέατρο, που διαδραματίζονται οι ιστορίες με τα happy end στον ασπρόμαυρο κινηματογράφο. Η διαφορά αυτής της φυγής από τις άλλες φυγές στη μεταδικτατορική λογοτεχνία (πεζογραφία και θέατρο), μόνιμα καταδικασμένες στην αποτυχία, είναι ότι αυτή πετυχαίνει. Και η διαφορά της μετάβασης στο "ελάχιστο" των συγγραφέων αυτών σε σχέση με την Ομηρόλη, είναι ότι ξεκινάνε από το "μέγιστο" μιας πολιτικής ουτοπίας που συντρίφτηκε, και η απαισιοδοξία που γεννά η συντριβή εκτρέφει τόσο το όνειρο για τη φυγή, όσο και τη ματαίωση ή συντριπτική κατάληξή της. 

  Στην Ομηρόλη αντίθετα, η φυγή ξεκινάει από την νεανική αισιοδοξία των εικοσιτριών της χρόνων, αλώβητη από ματαιωμένες ουτοπίες, που ορμάει να κατακτήσει το άπειρο, και γι' αυτό έχει αυτή την ευτυχή κατάληξη. Αισιοδοξία που εκφράζεται σε μια αντίληψη, περισσότερο από μια φορά διατυπωμένη, ότι οι επόμενες γενιές θα ζήσουν καλύτερα από μας, επανασυνδέοντάς μας έτσι με το νήμα της αναγεννησιακής, αστικής και μαρξιστικής αντίληψης της συνεχούς προόδου, στην οποία ο υπαρκτός σοσιαλισμός και η μετεμφυλιακή πραγματικότητα στην Ελλάδα είχαν βάλει τέρμα, στη συνείδηση τουλάχιστον των προοδευτικών συγγραφέων και των αναγνωστών τους. 

  Το ύφος της Ομηρόλη διακρίνεται από μια ακραία πεζολογία στο αφηγηματικό της μέρος, που διανθίζεται με έξοχα δοκιμιακά αποσπάσματα για τον έρωτα, το σώμα, το παρελθόν, τα μυστικά, κ.λπ. και όμορφα λυρικά, ποιητικά κείμενα, ανάμεσα στα οποία ξεχωρίζουν δυο παράγραφοι στο ύφος του "Άσματος ασμάτων": "Σ' αγαπώ και είσαι για μένα σαν ταξίδι μεσ' στη θάλασσα. Γίνομαι όστρακο που ανοίγω στα κρυφά και μόνο για το χατήρι σου. Τα χείλη μου είναι ερμητικά κλειστά και αρνούνται την κάθε λέξη στους αναλφάβητους της ηδονής" (σελ.100). (Από την τελευταία φράση φαίνεται ότι αυτός ήταν μάλλον ο αρχικός τίτλος του έργου, και έγινε πιο ρωμαντικός και "κόσμιος" μάλλον με παρέμβαση του εκδότη). 

  Η Ομηρόλη είναι μια ταλαντούχος συγγραφέας. Έχει βέβαια κάποιες αδυναμίες στο γράψιμό της (Αυτά τα εμφατικά κεφαλαία συχνά μου θυμίζουν εκθέσεις των μαθητών μου. Υπάρχουν επίσης ασυνέπειες, όπως π.χ. όταν η αφηγήτρια λέει ότι βρήκαν "θάλασσα μπροστά, θάλασσα πίσω, θάλασσα στα δεξιά και στ' αριστερά", ενώ δεν βρίσκονται σε νησί, οπότε τουλάχιστον από τη μια πλευρά δεν θα έπρεπε να υπάρχει θάλασσα. Κάποιες άλλες ασυνέπειες, όπως π.χ η ολιγωρία να επισκεφτούν γιατρό για την Παναγιώτα παρά μόνο όταν βρίσκεται πια στο χείλος του θανάτου, στην ουσία είναι απιθανότητες για ένα 43χρονο κριτικό, όχι όμως για μια 23χρονη συγγραφέα. Όμως αρχίζω να νιώθω ότι είναι πια καιρός να πάψω να βάζω τα έργα που παρουσιάζω στον προκρούστη του ρεαλισμού). Παρ' όλα αυτά, αναμένουμε ότι θα εξελιχθεί σε μια από τις σημαντικές συγγραφείς της γενιάς της. Και ακόμη πιστεύουμε ότι οριοθετεί μια στροφή αισιοδοξίας, η οποία αντλείται από μια πίστη στο μέλλον και όχι από την καταφυγή στις ειδυλλιακές εικόνες του παρελθόντος, όπως συμβαίνει με άλλους συγγραφείς, όπως π.χ. τον επίσης Κρητικό Άρη Σφακιανάκη. Το ζήτημα βέβαια είναι αν η γενικότερες πολιτικοκοινωνικές συνθήκες θα επιτρέψουν να ολοκληρωθεί αυτή η στροφή.

No comments:

Post a Comment