Στέλλα Πιτσιδιανάκη-Στρατάκη, Το μάτι του διαβόλου, Καλέντης 2004
Κρητικά Επίκαιρα, Σεπτέμβρης 2005
Με το πρώτο της βιβλίο Το μάτι του διαβόλου η Στέλλα Πιτσιδιανάκη-Στρατάκη κατέκτησε το αναγνωστικό κοινό. Το είδαμε στα top του Διαβάζω.
Πρόκειται για ένα βιβλίο ιδιόρρυθμο. Έχει μια τόσο συναρπαστική πλοκή, που μόνο σε παραλογοτεχνικά αναγνώσματα και σε κινηματογραφικά έργα μπορεί να τη συναντήσει κανείς. Εν τούτοις το happy end είναι ιδιόμορφο. Πρέπει να πατήσει επί πτωμάτων η συγγραφέας (δυο αυτοκτονίες, μια δολοφονία, ένας θάνατος σε ατύχημα) για να οδηγήσει τους ήρωές της στην ευτυχία, μια ευτυχία στυφή. Οι παραδηλώσεις της λέξης «διάβολος» που υπάρχει στον τίτλο προεικάζουν το κλίμα μέσα στο οποίο κινείται το βιβλίο.
Το μοτίβο της σταχτοπούτας είναι το κυρίαρχο μοτίβο, όπως και σε ένα σωρό παραλογοτεχνικά έργα άλλωστε. Τη φτωχιά κοπέλα την ερωτεύεται ο πλούσιος νέος. Όμως ο έρωτάς τους δεν θα ευοδωθεί πριν αυτή αποκτήσει την περιουσία του πρώτου άντρα της που αυτοκτόνησε, ώστε να γίνει αποδεκτή από την οικογένεια του αγαπημένου της.
Το μίσος και η επιθετικότητα ανάμεσα στους ήρωες θυμίζει νατουραλισμό. Οι κακίες τους είναι καθορισμένες από τις προσωπικές δυστυχίες και την κοινωνική απόρριψη, ενώ η τρέλα που κουβαλούν φαίνεται ότι είναι κληρονομική. Η Κρινιώ που αποβάλει όταν μαθαίνει το θάνατο του πρώτου άντρα της από πνιγμό, θα γίνει μέγαιρα στο δεύτερό της γάμο όταν διαπιστώνει ότι η αποβολή αυτή την έχει κάνει στείρα. Θα χύσει όλο το δηλητήριό της στην προγονή της, σε σκηνές που θυμίζουν παραμύθια με την κακιά μητριά. (Γράφοντας τη λέξη «παραμύθια» μου ήλθε η παρακάτω σκέψη στο μυαλό. Ενώ η λέξη παραλογοτεχνία, με πρώτο συνθετικό το «παρά», έχει αρνητικές συνδηλώσεις, τέτοιες συνδηλώσεις δεν τις έχει η λέξη «παραμύθι», κι ας εκφράζει κάτι υποδεέστερο του μύθου. Ο Πέτρος Μαρτινίδης πάντως συνηγορεί για την παραλογοτεχνία).
Όμως υπάρχει και μια μεγάλη διαφορά σε σχέση με τον νατουραλισμό: οι ήρωες δεν είναι απόλυτα κακοί. Δίπλα στον Χάυντ υπάρχει και ο Δόκτορ Τζέκυλ. Στον Πέτρο σχεδόν ταυτόχρονα, στην Κρινιώ ετεροχρονισμένα. Η κακιά Κρινιώ γίνεται η καλή Μαρίτσα στα γεράματά της, η πιο στενή φίλη της Άννας, που υπήρξε ένα από τα θύματά της. Το μεγαλύτερο θύμα της βέβαια υπήρξε ο Πέτρος. Στα βάσανα της παιδικής του ηλικίας οφείλεται το ότι πάτησε επί πτωμάτων για να γίνει πλούσιος και να ανέβει κοινωνικά (έγινε προδότης στην κατοχή), αλλά και το ότι μετά, ως πλούσιος, έγινε ο μεγαλύτερος φιλάνθρωπος της περιοχής.
Η παραλογοτεχνία έχει οικειοποιηθεί τα καλύτερα μοτίβα της λογοτεχνίας. Το μοτίβο της αναγνώρισης, από τα κύρια της αρχαίας τραγωδίας, είναι κυρίαρχο. Το βρήκαμε σε αφθονία στον ελληνικό κινηματογράφο της δεκαετίας του 60 (όχι εσείς, αλλά εγώ, που έκανα προπόνηση στα ισπανικά και τα πορτογαλικά μου) και σε λατινοαμερικάνικα σήριαλ πριν μια δεκαετία, για τα οποία μάλιστα έγραψα και ένα άρθρο στο περιοδικό Διαβάζω με τον τίτλο «Κοινοί τόποι σε δέκα λατινοαμερικάνικα σήριαλ» (σήμερα δεν ξέρω τι γίνεται, είναι μεταγλωττισμένα και δεν τα παρακολουθώ πια. Το βρήκα όμως στο «To οικογενειακό μας δένδρο», το κινέζικο σήριαλ που βλέπω τώρα προπονώντας τα κινέζικά μου.). Στο μυθιστόρημα της Πιτσιδιανάκη έχουμε την αναγνώριση ανάμεσα σε μητέρα και γιο, και ανάμεσα σε αδελφό και αδελφή. Μπορεί η αιμομιξία να μη διαπράχτηκε, όμως ο Πέτρος και η Άννα, ετεροθαλή αδέλφια, παντρεύτηκαν, και στα χριστιανικά μάτια αυτό είναι αποτρόπαιο. Ο Οιδίποδας, που διέπραξε αιμομιξία, απλώς έβγαλε τα μάτια του. Ο Πέτρος όμως θα αυτοκτονήσει. Το ίδιο και η μητέρα του, όταν μαθαίνει το μυστικό. Μητέρα και γιος ξετυλίγουν μαζί το κουβάρι του αινίγματος, που θα τους οδηγήσει στην αυτοκτονία και τους δυο.
Το μοτίβο της τρέλας δεν είναι κυρίαρχο στην αρχαία τραγωδία (ένας Αίαντας και ένας Ηρακλής μαινόμενος, αν θυμάμαι καλά), είναι όμως στα σαιξπηρικά έργα. Η Οφηλία και ο βασιλιάς Ληρ είναι οι πιο διάσημοι τρελοί του. Είναι επίσης ένα από τα αγαπημένα μοτίβα στο γιαπωνέζικο θέατρο Νο. Όχι ο τρελός άντρας αλλά η τρελή γυναίκα. Και όχι η τελική τρέλα, αλλά η πορεία που προοδευτικά την οδηγούν σ’ αυτήν. Εδώ έχουμε την τρελή αδελφή της Άννας, που αργότερα θα συνέλθει, και τη μητέρα της, που ο βιασμός της την έκανε να χάσει σιγά σιγά τα λογικά της. Ο άντρας της θα καταντήσει μέθυσος από την απελπισία, για να συνέλθει όμως μετά τον ευτυχισμένο γάμο της κόρης του.
Το βιβλίο, παρά την αστυνομική πλοκή του (ξεκινάει με τη δολοφονία της Μαρίτσας και το ερωτηματικό για το ποιος είναι ο δολοφόνος της), αρχικά φαίνεται να κινείται στα πλαίσια μιας επαρχιακής (ή επαρχιώτικης, αν θέλετε) νεοηθογραφίας. Αυτό σημαίνει προσχηματική πλοκή, εικόνες από τη ζωή της υπαίθρου που ανήκουν πια στο παρελθόν, και ιδιωματική γλώσσα στα χείλια των ηρώων, ώστε να φαίνονται πειστικοί.
Οι εικόνες μένουν ανολοκλήρωτες. Μας δίνονται μόνο σύντομες αναφορές και περιγραφές μιας μεγάλης φτώχιας ενός μικρού χωριού. Όσο για τη γλώσσα, σύντομα η Πιτσιδιανάκη εγκαταλείπει – αν και όχι εξ ολοκλήρου – το κρητικό ιδίωμα για χάρη της νεοελληνικής κοινής. Λέξεις όμως κρητικές υπάρχουν άφθονες, και η συγγραφέας ένιωσε υποχρεωμένη να παραθέσει στο τέλος του βιβλίου γλωσσάρι.
Πρέπει να κλείσουμε με μια αποτίμηση για το έργο. Σε όσους αρέσει ο Τζόυς και ο Προυστ θα το περιφρονήσουν. Όσοι αγαπούν όμως τη συναρπαστική πλοκή θα το αγαπήσουν. Εγώ ανήκω μάλλον στη δεύτερη κατηγορία.
No comments:
Post a Comment