Μάρω Βαμβουνάκη, Ο πιανίστας και ο θάνατος, Δόμος 1996, σελ. 142.
Σαμιζντάτ, τ. ΧΧΙΧ, και Κρητικά Επίκαιρα, Μάης 1997
Μετά από τέσσερα χρόνια επανεκδίδεται ο «Πιανίστας και ο θάνατος», όχι πια με το ψευδώνυμο Βίργκο Βολάνη, αλλά με το πραγματικό όνομα της συγγραφέως, Μάρω Βαμβουνάκη, για να καταλάβει τη θέση του στα μπεστ σέλλερ.
Η περίπτωση του «Πιανίστα» δείχνει ότι η πιο καλή διαφήμιση ενός βιβλίου είναι ο συγγραφέας του. Το όνομα του παραγωγού προσφέρει την εγγύηση του προϊόντος. Ενας άγνωστος παραγωγός, όσο καλό προϊόν κι αν διαθέτει στην αγορά, θα δυσκολευθεί στην προώθησή του, γιατί θα χαθεί μέσα στον κυκεώνα των προϊόντων - στη συγκεκριμένη περίπτωση των βιβλίων - που κατακλύζουν καθημερινά την αγορά.
Υπάρχει και η αντίστροφη όψη. Ένας νέος συγγραφέας αντιμετωπίζεται, αν όχι με επιείκεια, τουλάχιστον χωρίς προκαταλήψεις. Έτσι δεν είναι περίεργο που, όπως μαρτυρεί η συγγραφέας, ένας βιβλιοκριτικός επαίνεσε την Βίργκο Βολάνη, πράγμα που είχε να κάνει χρόνια για τη Μάρω Βαμβουνάκη.
Ένας ψυχικά άρρωστος ψυχαναλυτής, που νοσηλεύεται μετά από απόπειρα αυτοκτονίας, η γυναίκα του η Λήδα, και ο Κριστόφ, ο πολωνός καθηγητής, αποτελούν το καινούριο ιψενικό τρίγωνο της Μάρως Βαμβουνάκη. Η ιστορία της νουβέλας αυτής, που εκτείνεται στο διάστημα μιας περίπου εβδομάδας, δίνεται μέσα από την προοπτική της Λήδας. Αυτή βλέπει τα γεγονότα, και ο τριτοπρόσωπος αφηγητής εστιάζει εσωτερικά στον τρόπο που τα προσλαμβάνει.
Η νεοελληνική πεζογραφία γίνεται όλο και πιο κοσμοπολίτικη. Ένα μεγάλο μέρος της δράσης στο έργο αυτό συντελείται στην Πολωνία. Στην «Πτώση του Νάρκισσου» του Τάκη Θεοδωρόπουλου, στα «Ημερονύχτια» της Ελένης Σμπώκου, έχουμε επίσης εξωελλαδικούς χώρους δράσης.
Στην Πολωνία πλέκεται το ειδύλλιο της Λήδας με τον Κριστόφ, κατά την 5ήμερη παραμονή της εκεί. Ο Κριστόφ θα της ζητήσει να ζήσουν μαζί, είτε στην Ελλάδα είτε στην Πολωνία. Αυτή όμως θα γυρίσει στον άρρωστο άντρα της.
«Τώρα είναι σε θέση να προσφέρει τη θυσία που αξίζει στη δικιά τους βαριά περίπτωση. Τώρα που έχει μια τέτοια επιλογή, τον ανοιχτό έρωτα ενός άντρα σαν τον Κριστόφ, μπορεί να μετρήσει το μέγεθος της αφοσίωσής της στον Παύλο. Αρνιέται την ομορφιά, τη χαρά, τον πόθο, την απόλαυση κι επιστρέφει ξανά στο γαμήλιό τους μαρτύριο» (σελ. 140).
Η εξήγηση αυτή κατά πόσο είναι πειστική;
Η στάση αυτή της αυτοθυσίας επιδέχεται ψυχολογικές ερμηνείες, τις οποίες διευκολύνει άλλωστε όχι μόνο η ίδια η μυθοπλασία, αλλά και τα σχόλια που τη συνοδεύουν, όπως το υφάδι πάνω στο στημόνι. Οι ηρωίδες της Βαμβουνάκη άλλωστε συνεχώς αυτοαναλύονται, περνούν κάτω από το μικροσκόπιο κάθε τους αίσθημα και συναίσθημα συγκρατώντας και την παραμικρή του απόχρωση. Προσπαθούν να ερμηνεύσουν στάσεις και συμπεριφορές βυθομετρώντας τα πιο σκοτεινά και ανεξιχνίαστα κίνητρα, αναρωτιούμενες και αμφιβάλλοντας πάντα.
Κάθε σοβαρός ψυχαναλυτής θα είχε τις επιφυλάξεις του απέναντι σε μια τέτοια ερμηνεία. Κάθε αιτιολόγηση μιας στάσης του ασθενή από τον ίδιο, εκλαμβάνεται συνήθως ως απλή εκλογίκευση, κάθε του δήλωση ανιχνεύεται κάτω από το πρίσμα μιας κρυμμένης λογοκρισίας που διαστρεβλώνει αυτό που θα ήθελε πραγματικά να πει.
Ήταν ο φόβος της άγνωστης έκβασης, της αβέβαιης προοπτικής, που τελικά έκανε τη Λήδα να δειλιάσει; Ήταν ο φόβος της κατακραυγής, όχι τόσο από το φιλικό της περιβάλλον, όσο από την κόρη της; Η μήπως ήταν ένα ανεξιχνίαστο αίσθημα ενοχής που απαλυνόταν με τη «θυσία», τώρα μάλιστα περισσότερο που η θυσία ήταν πολύ μεγαλύτερη, η θυσία της προοπτικής μιας ευτυχισμένης ζωής με ένα σύντροφο που φαινόταν να την αγαπά;
Όλες αυτές είναι θεμιτές εικασίες, που δεν μπορούν να λυθούν, όχι τόσο γιατί η ηρωίδα είναι «χάρτινη», όσο γιατί το κείμενο δεν προσφέρει τα στοιχεία εκείνα που θα μας οδηγούσαν στα αντίστοιχα συμπεράσματα.
Μια τέτοιου είδους ψυχαναλυτική προσέγγιση δεν σταματάει βέβαια στους μυθιστορηματικούς ήρωες, αγκαλιάζει, πολύ περισσότερο μάλιστα, την ίδια τη συγγραφέα. Μήπως η πριν πέντε χρόνια θυσία της Λήδας (χρόνος συγγραφής του έργου) εκδραματίζει μια δική της, προσωπική θυσία, που πρέπει να ανιχνευθεί σε ασυνείδητες ενοχές;
¨ Γι αυτό είναι πολύ δύσκολο να αποφανθεί, όχι μόνο ο βιβλιοκριτικός, που έχει μπροστά του μόνο το φαντασιακό υλικό της μυθοπλασίας (είναι σαν τον ψυχαναλυτή που έχει στη διάθεσή του τα όνειρα του ψυχαναλυόμενου, όχι όμως και τους ελεύθερους συνειρμούς του, ή ένα περισσότερο λεπτομερές βιογραφικό ιστορικό), αλλά και η ίδια η συγγραφέας, εκτός πια κι αν έχει κατακτήσει τεχνικές αυτοανάλυσης a la Karen Horney, ώστε ο εσωτερικός της κόσμος να της είναι ολότελα διάφανος.
Μήπως μια κοινωνιολογική προσέγγιση θα ήταν περισσότερο πρόσφορη; Στη διδακτορική μας διατριβή επισημάναμε το φαινόμενο της αδυναμίας «φυγής», που όσο πιο πολύ αδυνατεί να πραγματοποιηθεί, τόσο πιο πολύ κατατρύχει, ως ματαιωμένη επιθυμία, τον φαντασιακό ορίζοντα (φαντασίωση και μυθοπλασία) του σύγχρονου μικροαστού.
Υπάρχει και μια άλλη ερμηνεία, εντασσόμενη σε μια κοινωνιοβιολογική προσέγγιση. Η μυθοπλασία, πέρα από την εκδραμάτιση ή την φαντασιακή ικανοποίηση, εκπληρώνει και μια άλλη λειτουργία, «αξιοθετική» (κατά το νομοθετική). Αξιώνει ή απαξιώνει στάσεις και συμπεριφορές, προβάλλει πρότυπα αξιών, τα οποία έχουν μια ομοιοστατική λειτουργία μέσα στην κοινωνία, μια λειτουργία που τίθεται στην υπηρεσία της συνοχής της και της ευημερίας των μελών της, και της προστασίας των λιγότερων ευνοημένων. Στην συγκεκριμένη περίπτωση αξιώνεται η παραμονή πλάι στον αδύνατο, τον άβουλο, αυτόν που έχει την ανάγκη της προστασίας μας και της στοργής μας. Τι θα γινόταν η κοινωνία μας αν κάθε άνθρωπος παρατούσε τον άρρωστο σύντροφό του για τον πρώτο περιστασιακό δεσμό; Και ποια θα ήταν η ψυχολογική κατάσταση αυτού του δυστυχισμένου, αν μια τέτοιου είδους γενικευμένη πρακτική την έκανε αναμενόμενο γεγονός;
Και τι να πούμε για τους γονείς που παρατάνε τα άρρωστα παιδιά τους σε ιδρύματα και νοσηλευτήρια; Γενικεύοντας παρά πέρα την αξιοθέτηση της συγκεκριμένης μυθοπλασίας, καλύπτεται νομίζουμε και αυτή η περίπτωση.
Οι πολλές και διαφορετικές γωνίες προσέγγισης ενός λογοτεχνικού έργου, ακόμη και αν αλληλοαναιρούνται, το φωτίζουν κατά την αντίληψή μας περισσότερο. Η θέαση από διαφορετικές οπτικές όχι μόνο πλουτίζει την κατανόηση, αλλά και αυξάνει την «απόλαυση του κειμένου».
Διαβάζοντας το έργο αυτό με την ευθύγραμμη κίνηση, με τις συμπεριλήψεις (παρουσιάσεις γενικών καταστάσεων) να υποχωρούν μπροστά στην εισβολή μοναδικών γεγονότων που δημιουργούν μια γνήσια αφηγηματική προσδοκία, με ελάφρωμα του ύφους από την αγωνιώδη συσσώρευση ενδοσκοπικών προτάσεων χωρίς να θίγεται το ήθος, πιστεύουμε ότι η Βαμβουνάκη βαδίζει σε ένα δρόμο ώριμης λιτότητας, αποκαθαίροντας τα γραφτά της από κάθε υποψία περιττού.
No comments:
Post a Comment