Γιώργης Γιατρομανωλάκης: Ανωφελές διήγημα, Κέδρος 1993
Το «Ανωφελές διήγημα» του Γ. Γιατρομανωλάκη, το τέταρτό του μέχρι στιγμής μυθιστόρημα, αποτελεί ένα ακόμη παράδειγμα της τάσης μυθιστορηματοποίησης ενός πραγματικού γεγονότος που χαρακτηρίζει τη σύγχρονη ελληνική πεζογραφία, τάση που ο συγγραφέας ακολούθησε και στο τρίτο μυθιστόρημά του, την «Ιστορία», που του χάρισε και το κρατικό βραβείο λογοτεχνίας (βλέπε σχετικό βιβλιοκριτικό μας σημείωμα στα Κ. Ε., Δεκέμβρης 1991). Το «Ανωφελές διήγημα» αναφέρεται στο επεισόδιο εκείνο του μεταπτυχιακού φοιτητή που με την καραμπίνα του σκόρπισε το θάνατο στο Πανεπιστήμιο του Ηρακλείου, πριν μερικά χρόνια.
Όμως τα έργα αυτά θα λέγαμε ότι αποκλίνουν αρκετά από τα περισσότερα έργα που υλοποιούν την τάση αυτή, πιο διάσημο και εκπροσωπευτικό από τα οποία είναι το «Ζ» του Β. Βασιλικού. Αυτό που δημιουργεί αυτή την απόκλιση είναι η ιδιότυπη γραφή του Γ.Γ.
Το κύριο χαρακτηριστικό της γραφής αυτής, που διέπει και τα προηγούμενα έργα του, είναι ο σχεδόν παντελής εξοβελισμός της δράσης και η κυριαρχία της περιγραφής. Αν η πεζογραφία ταυτίζεται με τον κινηματογράφο ως προς το περιεχόμενο (αφήγηση μιας ιστορίας) και διαφέρει μόνο ως προς τα μέσα πραγμάτωσης (λέξεις από τη μια, κινούμενες εικόνες από την άλλη), η πεζογραφία του Γ.Γ είναι περισσότερο εικαστική, σαν ζωγραφικός πίνακας, κύριο χαρακτηριστικό της οποίας είναι μια καλβική τάση μνημειακότητας των εικόνων, τόσο ως προς την έλλειψη κίνησης όσο και ως προς την μπαρόκ διάσταση των περιγραφομένων αντικειμένων (πόλεις, βουνά, και στοιχεία ενός αστρικού σύμπαντος), ιδιαίτερα έντονη και στο δεύτερο μυθιστόρημά του, την «Αρραβωνιαστικιά». Αν από τις περιγραφές αυτές έλλειπαν τα πρόσωπα, θα χαρακτηρίζαμε τον Γιατρομανωλάκη ως τον κύριο Έλληνα εκπρόσωπο του nouveau roman. Στα λίγα σημεία που υπάρχει κάποια κίνηση, η κίνηση αυτή δίνεται από την οπτική γωνία ενός παρατηρητή/φαντάσματος που παρατηρεί από μια γωνιά τα γεγονότα, δίνοντας έτσι την κινηματογραφική ή θεατρική αίσθηση της ψευδοσυγχρονικότητας. Οι κινούμενες εικόνες του Γ.Γ. κινούνται στο «τώρα».
Ο εξοβελισμός της δράσης, στοιχείο sine qua non μιας επιτυχούς αφήγησης, θα καθιστούσε ολότελα κουραστικές τις εκτενείς αυτές περιγραφές αν δεν παρενέβαινε το σχολιαστικό στοιχείο, μέσα στο οποίο ξεχωρίζουν καίριες σατιρικές ατάκες. Η σάτιρα μπορούμε να πούμε ότι αποτελεί μια από τις κύριες προθέσεις του συγγραφέα σε όλα τα έργα του. Στην «Αρραβωνιαστικιά», χρησιμοποιώντας την αλληγορία ως προς τον μυθιστορηματικό ιστό, και εφέ δισημίας (κόλπος της Αρραβωνιαστικιάς και κόλποι της Ελλάδας) και κυριολεξίας («Ήδη από την ώρα της σαρκικής συνουσίας του νόμιμου ζευγαριού, λέει το κεφάλαιο, ο αγέννητος Έλλην παίρνει το βασικό του χρωματισμό, όπου τον ακολουθεί σε όλη του τη ζωή» σελ. 114) ο Γιατρομανωλάκης σατιρίζει τη σύγχρονη Ελλάδα. Την «Ιστορία», για την οποία μιλήσαμε εκτενώς στο βιβλιοκριτικό σημείωμα που αναφέραμε, την χαρακτηρίσαμε ως «μέρες του 32», παραφράζοντας το έργο του Θόδωρου Αγγελόπουλου «Μέρες του 36». Στο «Ανωφελές διήγημα», κύριο αντικείμενο της σάτιρας αποτελεί η πανεπιστημιακή κοινότητα, με τις μικροφιλοδοξίες της και τον καριερισμό της.
Το «πνεύμα της απόλυτης και ψυχρής περιγραφής» (σελ. 87) που κατά την ομολογία του συγγραφέα χαρακτηρίζει τη γραφή του (εξαντλητική περιγραφή των νομισμάτων που βρέθηκαν στα χέρια του αυτόχειρα φοιτητή, συχνές αναφορές στο χρόνο ανατολής και δύσης της σελήνης, υψόμετρα διαφόρων βουνοκορφών, πλήρης περιγραφή της χλωρίδας, που φτάνει μέχρι την παράθεση των λατινικών όρων, κ. ά), σε συνδυασμό με μια γλώσσα επιστημονικοφανή (λόγιοι τύποι, υπερβατά σχήματα, και μια τάση του ρήματος να μπαίνει στο τέλος), στην πραγματικότητα είναι το πνεύμα της παρωδίας της. Στην «Αρραβωνιαστικιά» π.χ. διαβάζουμε: «Χωρίζεται... σε τέσσερα βιλαέτια...στερεά Ελλάδα (διότι εδώ σταθεροποιείται η γη)...και νήσους. Τα νησιά όμως, καθώς γνωρίζουμε, είναι τόποι ασταθείς και λόγω της θαλάσσης και διότι βυθισμένα ως είναι μέσα στην ελληνική ποίηση έχουν υποστεί μεγάλη διάβρωση» (σελ. 26). Στο «Ανωφελές διήγημα» διαβάζουμε επίσης εξαντλητικές περιγραφές ενός αστρικού χώρου που υποτίθεται ότι κατέφυγαν οι ψυχές των θυμάτων του εκτελεστή-φοιτητή. Η παρωδία του ύφους σε τέτοιου είδους αποσπάσματα δείχνει ότι χρησιμοποιείται καθαρά υφολογικά, και όχι για να προσφέρει μια ακριβή πληροφόρηση στον αναγνώστη, ο οποίος παρόλα αυτά έχει την αίσθηση ενός ανεπίτρεπτου πλατειασμού.
Το επιστημονικοφανές αυτό ύφος της «απόλυτης και ψυχρής περιγραφής» υπονομεύεται από νησίδες ενός ποιητικού ύφους, ιδιαίτερα σε εντός παρενθέσεως αποσπάσματα όπου ο κύριος αποδέκτης της αφήγησης (ο κοσμήτορας της σχολής) αντικαθίσταται από πλασματικούς αποδέκτες σε εφέ αποστροφής. Οι ποιητικές αυτές νησίδες αλώνουν συχνά και το εκτός παρενθέσεων κείμενο, με διακειμενικές αναφορές στον Κάλβο, το Σολωμό (κυρίαρχες στην «Αρραβωνιαστικιά»), τον Ελύτη, τον Σεφέρη («Ω, Διονύσιε Σολωμέ, ω Ανδρέα Κάλβε, χαίρετε, ποιητές της μητρικής μου γλώσσας. Ταπεινά και με ευλάβεια το χέρι σας ασπάζομαι (μέσα στην καλή και γλυκιά ώρα) και περνώ απέναντι στο Αιγαίο, να μην ενοχλώ την ιερή σκιά σας»).
Το αδιέξοδο της κυριαρχίας της περιγραφής φάνηκε καθαρά στο nouveau roman. Ίσως το αδιέξοδο αυτό να το συνειδητοποιεί και ο ίδιος ο συγγραφέας, και γι αυτό μάλλον εμφανίζεται τόσο αραιά στο πεζογραφικό προσκήνιο, και όχι τόσο γιατί αφιερώνει τη γραφίδα του και στην Επιστήμη (είναι αναπληρωτής καθηγητής κλασικής φιλολογίας, με έντονο όμως ενδιαφέρον και για την νεοελληνική γραμματεία). Η γραφή του βρίσκεται σε απόκλιση από την σύγχρονη πεζογραφία, όπου επικρατεί η έντονη μυθοπλασία. Αποτελεί όμως έναν ενδιαφέροντα πειραματισμό ως προς τα όρια και τις δυνατότητες της περιγραφής.
No comments:
Post a Comment