Μίμης Ανδρουλάκης, «Το χαμένο μπλουζ», Καστανιώτης 1997.
Κρητικά Επίκαιρα, Ιούλιος-Αύγουστος 1998
Ο Μίμης Ανδρουλάκης μας εντυπωσίαζε κάποτε ως άριστος χειριστής του λόγου από το βήμα της βουλής και άλλα βήματα, ως ηγετικό στέλεχος της αριστεράς. Έχοντας αποτραβηχτεί τα τελευταία χρόνια από την πολιτική, απογοητευμένος από μια κάθαρση που δεν έγινε, περισσότερο ίσως γιατί ο λαός δεν φάνηκε να πολυενδιαφέρεται γι αυτή, βάλθηκε πάλι να μας γοητεύσει με το λόγο του, τον γραπτό αυτή τη φορά, με δυο αφηγηματικά δοκίμια και δυο μυθιστορήματα, το μέχρι στιγμής λογοτεχνικό έργο του.
Το πρώτο του έργο με τίτλο «Dream, Σκιές στην Αθήνα» (Καστανιώτης 1994) είναι ένας διάλογος ανάμεσα σε τρεις κορυφαίους διανοητές, τον Μαρξ, τον Νίτσε και τον Φρόιντ. Ο ιδεοψυχαναγκασμός ενός εφέ του ομοιοτέλευτου είναι υφολογικά κυρίαρχος, όπως και στα μεταγενέστερα έργα του («Ο ίδιος ο Οδυσσέας μετάνιωσε σκληρά. Εκεί στον Άδη παραμιλά: Ποτέ πια κερί στ’ αυτιά! Όλα θα ’ναι ακουστά και επιτρεπτά! Από κει, κρυφά...», σελ. 13, σταχυολογούμε ένα δείγμα).
Στο επόμενο έργο του «Ο σωσίας και οι δαίμονες του πάθους» (Καστανιώτης 1995) ο Ανδρουλάκης κάνει ένα ακόμη βήμα προς την καθαρή λογοτεχνία, μυθοποιώντας κυρίαρχες αντιλήψεις των προηγούμενων διανοητών, προσθέτοντας όμως και τον Ντοστογιέφσκι, ο οποίος φαίνεται να τον έχει επηρεάσει αρκετά. Έτσι δεν προσπαθεί να κρύψει τα διακείμενά του. Στο «Ημερολόγιο της Σόφι» για παράδειγμα, μια ιστορία δομημένη στο πρότυπο της Ορέστειας, καταδεικνύει συνεχώς την ομοιότητα, όπως και με το έργο του Ο’ Νηλ «Το πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα».
Οι επαναστατικές εμμονές διαπνέουν και τα δυο του μυθιστορήματα που θα ακολουθήσουν. Έχοντας ζήσει την έκπτωση του επαναστατικού οράματος στο κοινοβουλευτικό παιχνίδι θα το αναζητήσει φαντασιακά στον πλαστό κόσμο των μυθιστορημάτων του. Παράνομοι εκτελεστές θα αποκαθιστούν τον νόμο αποδίδοντας δικαιοσύνη. Βασανιστές της χούντας, μεγαλέμποροι ναρκωτικών, κ.λπ. θα βρίσκονται στο στόχαστρό τους.
Στον «Μυστικό Νοέμβρη» ο Ντοστογιεφσκικός ήρωας-συγγραφέας που ζει ως Ρασκόλνικοφ ένα μονήρη βίο, θα εμπνεύσει ως Ιβάν Καραμαζώφ τους Σβιντριγκάιλοφ εκδικητές - εκτελεστές. Όμως εδώ το τελευταίο επαναστατικό όραμα του Ανδρουλάκη θα διαβρωθεί από τον πανίσχυρο κόσμο των media, πράγμα που θα αποκαλυφθεί όμως πολύ αργότερα στον αναγνώστη, ως εφέ απροσδόκητου. Αντίθετα, στο «Χαμένο μπλουζ» το επαναστατικό όραμα θα διατηρηθεί ακέραιο και αλώβητο, αν και στις παρυφές της κύριας ιστορίας.
Ο Μίμης Ανδρουλάκης επιβεβαιώνει μια αντίληψη που διαμορφώσαμε έχοντας υπόψη μας το έργο δυο συγγραφέων, του Τσέχου Μίλαν Κούντερα και του δικού μας Χρόνη Μίσσιου, και ενός σκηνοθέτη, του Ντουσάν Μακαβέγιεφ («Sweet Movie»). Οι στρατευμένοι αριστεροί, εγκαταλείποντας τον αγώνα, έχουν μια σχεδόν ιδεοψυχαναγκαστική εμμονή με το σεξ. Οι σελίδες των βιβλίων τους είναι μουσκεμένες στο σπέρμα πάμπολλων οργασμών, που συντελούνται στα πιο διαφορετικά περιβάλλοντα, από τα καπό αυτοκινήτων μέχρι τα καθίσματα ενός τζάμπο. Στην ίδια χορεία θα κατατάσσαμε και τον Κώστα Μουρσελά με τα «Βαμμένα κόκκινα μαλλιά», αν δεν ήταν πιο συνεσταλμένα λιτός σε περιγραφές ανάλογων επεισοδίων που αφθονούν στο έργο του.
Ο Ανδρουλάκης έχει αντιληφθεί ότι πέρα από την υφολογική ποιότητα του λόγου, εκείνο που θα καταστήσει ενδιαφέρουσα την αφήγηση είναι η μυθοπλασία και η αφηγηματική της τεχνική. Έτσι αφθονούν στο έργο του τα σασπένς (που ενισχύονται συχνά με προσημάνσεις, όπως για την ταυτότητα του Μάικλ στο «Χαμένο μπλουζ») και οι ανατροπές των αφηγηματικών αναμονών (όπως σ’ αυτή στην οποία αναφερθήκαμε, σε σχέση με την τρομοκρατική οργάνωση του «Μυστικού Νοέμβρη»), που είναι οι πιο σημαντικές αφηγηματικές τεχνικές.
Οι τεχνικές αυτές αυξάνονται στο «Χαμένο μπλουζ». Στις σελίδες του εισάγονται καταστάσεις αρχαίας τραγωδίας, με μυθοπλαστικό (αν και όχι αφηγηματικό) επίκεντρο μια τραγική αναγνώριση: Ο Μάικλ σκοτώνει τον χουντικό βασανιστή της μητέρας του, για να συνειδητοποιήσει, βλέποντας τη φυσιογνωμική τους ομοιότητα, ότι πρόκειται για τον πατέρα του.
Το σημαντικό αυτό στοιχείο του έργου δεν αξιοποιείται όσο θα έπρεπε εξαιτίας της ιδιομορφίας του τριτοπρόσωπου αφηγητή του, ο οποίος, εστιάζοντας στους κύριους ήρωες, αποποιείται την οπτική του παντογνώστη αφηγητή.
Στο «Χαμένο μπλουζ» υπάρχουν θεματικά μοτίβα που έχουμε ανιχνεύσει και αλλού. Οι φαιδρές ή μη αναμνήσεις από τον στρατό (θυμόμαστε το «Μετά την αποψίλωση» του Νίκου Σαραντάκου, το «Άγημα τιμών» του Νίκου Βασιλειάδη και το «Τέλος της άνοιξης» του Γιώργου Βοϊκλή), το μοτίβο της φανταστικής σχέσης με έναν άντρα μιας γεροντο-κόρης, στο οποίο εμπεριέχεται το εφέ του απροσδόκητου («Η ερωμένη του γάλλου ανθυποπλοιάρχου» του Τζων Φάουλς και η Ραραού στη «Μητέρα του σκύλου» του Παύλου Μάτεσι), το μοτίβο των δυο ερωτευμένων νέων που ο ένας νομίζει ότι είναι αδέλφια (το βρήκαμε κυρίαρχο σε ένα λατινοαμερικάνικο σήριαλ, το Celeste).
Στο υφολογικό επίπεδο του μικροκειμένου ο Ανδρουλάκης αποδεικνύεται πολύ πλούσιος. Αναφέρουμε ενδεικτικά:
Εφέ υπερβολής: «Έτσι, πέρασαν πέντε μήνες με απόλυτη αποχή της Ρόζας που ξαναστένευε και κινδύνευε να ξαναγίνει παρθένα, όπως διαμαρτυρόταν» (σελ. 321).
Εφέ μετάληψης (σύμφυρση του εσωτερικού με το εξωτερικό επίπεδο επικοινωνίας): «Κι όλοι εμείς θα μένουμε με την ίδια τρομάρα και απορία: ‘Πώς μπόρεσες, παλικάρι μου, να ζήσεις μ’ ένα τέτοιο μυστικό, δίχως να πεις ποτέ τίποτα σε κανέναν, μήτε σε κείνη που σε γέννησε και σου ’δωσε το γάλα;» (σελ. 370).
Εφέ αντίθεσης, ανάμεσα σε μια «νεκρή» μεταφορά καθημερινού λόγου και σε μια ανοίκεια μεταφορά: «Για να ρίξει μιαν απόρθητη γυναίκα δεν θα κουνούσε μήτε το δαχτυλάκι του, εκεί που εμείς οι άλλοι θα έπρεπε να κάνουμε τελετές μαύρης μαγείας» (σελ. 301).
Διακειμενικό εφέ: «...αλλά δεν γνώριζε... αν θα ’βγαζε μόνος τα μάτια του κι έτσι σαν ένα τυφλό και τρελό στοιχειό θα περιφέρει στον κόσμο την ύπαρξή του...» (Αναφέρεται στον Μάικλ, αφού σκότωσε τον βιαστή πατέρα του, σελ. 347).
Αξίζει τέλος να σημειώσουμε την πρωτότυπη εναλλαγή τριτοπρόσωπης και πρωτοπρόσωπης αφήγηση. Στους αντίποδες του ελεύθερου πλάγιου λόγου, όπου ο λόγος του αφηγητή και ο λόγος του προσώπου συμφύρονται, ο Ανδρουλάκης χρησιμοποιεί πλάγια γράμματα για να δηλώσει το λόγο του προσώπου, στο οποίο είναι εστιασμένος ο τριτοπρόσωπος αφηγητής.
Σε πρόσφατο συνέδριο στη Σάμο για τη σαμιακή λογοτεχνία (9 και 10-5-98) μιλήσαμε για το πραγματικό και το φανταστικό στη λογοτεχνία. Τον Ανδρουλάκη θα τον χαρακτηρίζαμε, αν μας επιτρέπεται η έκφραση, συγγραφέα του πραγματικού, όπως τον Κώστα Καλατζή και τον Γιώργο Βοϊκλή. Όπου μπορεί βάζει αληθινά πρόσωπα στην μυθοπλασία του. Εξαρτάται από την «πρόσληψη», τον αναγνώστη δηλαδή, αν θα αναγνωριστούν. Εκτός από τον εύκολα αναγνωρίσιμο εκδότη Θανάση, εμείς αναγνωρίσαμε και τον Γιάννη τον κρητικό. Διαβάσαμε πριν λίγα χρόνια στις εφημερίδες για κάτι «πρότυπους οικισμούς αγροτουρισμού». Η περίπτωση μας θύμισε το «Αναζητώντας το χαμένο χρόνο» του Προυστ, έργο στο οποίο ο Ανδρουλάκης αναφέρεται συχνά. Υποπτευόμαστε επίσης ότι ένα σωρό επεισόδια στο έργο είναι πραγματικά.
Κλείνοντας το σημείωμά μας θα παραθέσουμε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα, που εκφράζει το συναισθηματικό στίγμα μιας γενιάς:
«Πρωταγωνιστές και κομπάρσοι τότε, πετυχημένοι και αποτυχημένοι σήμερα με τα συμβατικά κριτήρια, στο κέντρο ή στο περιθώριο της ζωής, διασημότητες κι ασημότητες, όλοι τους θα νικηθούν από τη νοσταλγία. Ό, τι έζησαν θα τους ακολουθεί και θα διατηρούν εκείνη τη λεπτή απόχρωση της περιφρόνησης στην κανονική ζωή» (σελ. 310).
No comments:
Post a Comment