Μάρω Βαμβουνάκη, Τηλεφωνήματα και ενοχές, Αθήνα 1999, Φιλιππότης, σελ. 179.
Κρητικά Επίκαιρα, Ιούνης 1999
Τα «Τηλεφωνήματα και ενοχές» είναι το τελευταίο έργο της Μάρως Βαμβουνάκη, το οποίο κατά τη γνώμη μας χαρακτηρίζεται λαθεμένα στον τίτλο του εσώφυλλου ως «μυθιστόρημα». Στην πραγματικότητα πρόκειται για μια σειρά διηγημάτων, τα πρόσωπα των οποίων σχετίζονται μεταξύ τους ποικιλότροπα. Κάποια απ’ αυτά συνδέονται σε ένα ερωτικό γαϊτανάκι.
Μια παρόμοια σειρά διηγημάτων με τίτλο «Η μυρουδιά τους με κάνει να κλαίω» έγραψε και ο Μένης Κουμανταρέας, με συνδετικό πρόσωπο έναν κουρέα στον οποίο οι πελάτες του διηγούνται τις ιστορίες τους, έργο με το οποίο κέρδισε το κρατικό βραβείο μυθιστορήματος πρόπερσι. Μήπως η Μάρω Βαμβουνάκη, τιμημένη ήδη με κρατικό βραβείο μυθιστορήματος (όπως και ο Κουμανταρέας άλλωστε), έχασε μια ευκαιρία να διεκδικήσει και κρατικό βραβείο διηγήματος;
Το λέμε αυτό, γιατί θεωρούμε τα «Τηλεφωνήματα και ενοχές» ως ένα από τα καλύτερα έργα της, κάνοντας τη διαπίστωση ότι η προβληματική της ταιριάζει περισσότερο στη φόρμα του διηγήματος.
Τα έργα της Βαμβουνάκη είναι σχόλια πάνω στις σχέσεις των δύο φύλων. Η διεισδυτικά ευαίσθητη ματιά της εντοπίζει σημεία, παραμέτρους και πτυχές στις σχέσεις αυτές που δύσκολα θα μπορούσαν να εντοπιστούν με τα κλασικά εργαλεία ανάλυσης οποιασδήποτε ψυχολογικής σχολής. Ο πολυσημικός λυρισμός της αγγίζει πλευρές που δύσκολα θα μπορούσαν να περιγραφούν με τον καταδηλωτικό τρόπο της καθαρής δοκιμιακής πρόζας. Οι διαπιστώσεις της, παρακάμπτοντας τα μονοπάτια του λόγου, δονούν τις συναισθηματικές χορδές του αναγνώστη. Διαβάζοντας το έργο της νιώθεις την πληρότητα ενός νοήματος το οποίο όμως δύσκολα θα μπορούσες να ανασυνθέσεις λεκτικά. Το συγκριτικό πλεονέκτημα του κριτικού σε σχέση με τον αναγνώστη είναι ελάχιστο. Μελετώντας το έργο της Βαμβουνάκη νιώθω αυτό που ειπώθηκε για την ποίηση, ότι η μαγεία της χάνεται όταν προσπαθείς να την αναλύσεις. Θα ριψοκινδυνεύαμε να το χαρακτηρίσουμε «λυρικά δοκιμιακό», χρησιμοποιώντας το σχήμα του οξύμωρου, μια και αυτό εκφράζει επίσης οριακές περιοχές νοήματος.
Οι ιστορίες που καταγράφει η Μάρω στα μυθιστορήματά της είναι απλές, προσχηματικές, ένας απλός σκελετός που πάνω θα χυθεί ο δοκιμιακός λυρισμός της. Έτσι τα μυθιστορήματά της είναι ολιγοπρόσωπα και αναγκαστικά οι καταστάσεις, καθώς και η γκάμα των σχέσεων που μπορούν να χωρέσουν σ’ αυτές, είναι περιορισμένες. Η επινόηση που κάνει στο έργο αυτό είναι η παράθεση ξεχωριστών ιστοριών, που φωτίζουν πρόσωπα που κουβαλάνε διαφορετικό ψυχισμό, και αναπτύσσουν επομένως μια διαφορετική ποιότητα σχέσεων.
Η «Έλσα και ο Κοσμάς» είναι ένα ζευγάρι όμοιο μ’ εκείνο που είδαμε στις «Σκηνές από ένα γάμο» του Μπέργκμαν. Η ουσία της σχέσης τους περικλείεται ίσως στη φράση «Κι ύστερα υπάρχουν ζευγάρια που κρατιούνται μαζί, ακριβώς επειδή τσακώνονται» (σελ. 27).
Ο «Λεόντιος και η Ισμήνη» ζουν μια τσεχωφική ματαίωση, όπως εύστοχα υπαινίσσεται διακειμενικά η Βαμβουνάκη, γιατί δεν αντέχουν την προοπτική μιας πιθανής απόρριψης.
Στο διήγημα «Λεόντιος και Λαλούλα» υπάρχει ο εύγλωττος υπότιτλος «Για να σε θέλω πρέπει να μη με θες». Ο νοηματικός πυρήνας του περικλείεται στη φράση «Με τη γνώμη που έχουμε για τον εαυτό μας, πώς να συνεχίσουμε να θαυμάζουμε έναν που καταντά να ερωτευτεί κάποιον σαν κι εμάς;» (σελ. 69).
Τα «Τηλεφωνήματα από τη Μάρω» είναι ένα ιντερμέτζο, αυτοβιογραφικό όπως φαντάζομαι, που δείχνει με ποιο τρόπο η ποιητική φαντασία μπορεί να εξωραΐσει την πραγματικότητα.
Στο «Βασίλης και Αστρίκ» η Βαμβουνάκη παρουσιάζει την αποκαθήλωση του εξιδανικευμένου συντρόφου, όταν κάποια γεγονότα τον επαναφέρουν στα μάτια της ερωτευμένης γυναίκας στις πραγματικές του διαστάσεις.
Το «Σύζυγος - Μύρτα - Εραστής» είναι ένα δοκίμιο για τη ζήλια, με τον απαραίτητο φόνο ζηλοτυπίας. Μόνο που εδώ υπάρχει η αντιστροφή: Σκοτώνει ο ερωτευμένος εραστής, ζηλεύοντας τον σύζυγο, μια αντιστροφή που παρατηρείται σήμερα και στη ζωή, αν κρίνουμε από τις περιπτώσεις που ακούμε στα δελτία ειδήσεων. Ο απατημένοι σύζυγοι σκοτώνουν όλο και λιγότερο στην εποχή μας.
Ο «Μιχάλης» είναι και αυτό ένα σύντομο ιντερμέτζο που αναφέρεται στον παρία που απασχόλησε πριν μερικούς μήνες τα ΜΜΕ, τον Ματέι Σορίν.
Το «Η Τίνα δεν τηλεφώνησε» αναφέρεται στις εξωσυζυγικές σχέσεις, τα κίνητρα που σπρώχνουν σ’ αυτές, πολλές φορές άγνωστα στα ίδια τα εμπλεκόμενα πρόσωπα, και που συχνά δεν έχουν να κάνουν με το πρόσωπο του Άλλου, του οποίου συχνά επέρχεται η αποκαθήλωση.
Το δεύτερο μέρος του βιβλίου το καταλαμβάνει «Το γράμμα της Έλλης», μια λυρική σε πρώτο πρόσωπο εξομολόγηση μιας ερωτευμένης γυναίκας. Η αφηγήτρια εγκαταλείπει τον αγαπημένο της, από φόβο μήπως με τη δημιουργία σχέσης φθαρεί ο έρωτας που νιώθει γι αυτόν.
Εδώ φαίνεται ολοφάνερα το στίγμα της Βαμβουνάκη μέσα στην τρικυμισμένη θάλασσα του έρωτα. Η εξιδανίκευσή του φωτίζει την πλοκή όλων σχεδόν των ιστοριών της. Σε αντίθεση με το Σολωμό, που υμνεί γυναίκες ιδανικές και απρόσιτες, αυτή υμνεί τον ίδιο τον Έρωτα ως αίσθημα, του οποίου το αναφερόμενο, το πραγματικό πρόσωπο δηλαδή, δεν εξιδανικεύεται ποτέ.
Για να αποκτήσει κανείς μια ιδέα για το τι είναι Πλατωνικός έρωτας δεν έχει παρά να διαβάσει τα έργα της Βαμβουνάκη. Δεν είναι απλά η αποχή από τη σαρκική σχέση. Είναι η εξιδανίκευση του έρωτα, μια εξιδανίκευση η οποία συντελείται με την απολίθωσή του μέσα στο χρόνο ως ανάμνηση, σε απόλυτη έλλειψη επαφής από το αγαπημένο πρόσωπο. Έτσι προσεγγίζει περισσότερο την πλατωνική Ιδέα, της οποίας αποτελεί όχι χλωμή, αλλά ζωηρή αντανάκλαση.
Το ερωτικό αίσθημα έχει την τάση να εξιδανικεύει το αγαπημένο πρόσωπο, και όπως έδειξε η συγγραφέας και σε κάποια από τα διηγήματα αυτής της συλλογής, η αποκαθήλωση του αγαπημένου προσώπου συντελείται σχεδόν απαρέγκλιτα. Κάθε κίνησή του κινδυνεύει να το κάνει να χάσει την ισορροπία του και να γκρεμιστεί από το βάθρο πάνω στο οποίο το έστησε ο ερωτευμένος σύντροφός του. Η πιο συγκλονιστική μυθοπλασία αυτής της αντίληψης βρίσκεται ασφαλώς στο «νεκροφιλικό» μυθιστόρημά της «Τα κλειστά μάτια» (1990). Το ότι η «απουσία της παρουσίας» του αγαπημένου προσώπου τρέφει τον έρωτα πηγάζει ακριβώς από το ίδιο φαινόμενο. Ο απών αγαπημένος-η δεν απογοητεύει, καμιά ενέργειά του δεν κινδυνεύει να αμαυρώσει την εξιδανικευμένη εικόνα που έχουμε γι αυτόν.
«Το γράμμα της Έλλης» υπογραμμίζει μια φράση που έγραψε σε κάποιο άλλο έργο της η Μάρω: «Τελικά είμαστε ερωτευμένοι με τον έρωτα». Αν προσθέσουμε, κατά το Σολωμικό πρότυπο, «ή ότι άλλο υψηλό», σχηματίζεται αμέσως η εικόνα του εξαιρετικού ατόμου που, αιρόμενο πάνω από τα καθημερινά, προσφέρεται στον έρωτα του υψηλού, του εξαιρετικού, του ιδανικού.
Από άλλα μονοπάτια η Βαμβουνάκη συναντάει τον μεγάλο κρητικό: «Φτάσε όπου δεν μπορείς».
Μ’ αυτό θέλω να πω ότι σε τελευταία ανάλυση από τον ίδιο κρητικό σπόρο έχει βλαστήσει και το έργο της Μάρως Βαμβουνάκη.
No comments:
Post a Comment