Αγγέλα Καστρινάκη, Τα όρια της ζεστασιάς, Πόλις 1999, σελ. 126
Κρητικά Επίκαιρα, Ιούνης 2000
Παρόλο που υφολογικά υπάρχει μια μικρή μετατόπιση στην τελευταία συλλογή διηγημάτων της Αγγέλας Καστρινάκη που φέρει τον τίτλο Τα όρια της μοναξιάς από τις δυο προηγούμενες συλλογές της, Φιλοξενουμένη 1990 και Εκδρομές με φίλες 1993, η θεματική παραμένει η ίδια, κάτι που μάλλον είναι ο κανόνας και όχι η εξαίρεση στους συγγραφείς. Η θεματική αυτή είναι η ματαίωση της επικοινωνίας, η δυσκολία ή η ένταση στις διαπροσωπικές σχέσεις.
Ο Ζαν Πωλ Σαρτρ στο Κεκλεισμένων των θυρών είχε πει ότι οι κόλαση είναι οι άλλοι. Για την Καστρινάκη η κόλαση αυτή δεν είναι τόσο ζοφερή. Οι ηρωίδες της στο Εκδρομές με φίλες είναι σαν να λένε «αυτή είναι η κατάσταση, αλλά τι να κάνουμε, θα την ανεχθούμε».
Για τον Στρίνμπεργκ η κόλαση είναι πάντα το έτερο ήμισυ. Ο Ντύρρενματ συνόψισε τη θεματική του μεγάλου Νορβηγού δραματουργού στο έργο του Play Strinberg. Η Καστρινάκη γράφει μια αντιστροφή του στο τελευταίο διήγημα της συλλογής με τον τίτλο «Αναγγελία». Το ζευγάρι τσακώνεται μπροστά σε φίλους, για να συμφιλιωθούν στην αναγγελία της γυναίκας ότι είναι έγκυος.
O τίτλος του διηγήματος «Στα όρια της ζεστασιάς» θα μπορούσε να τιτλοφορήσει όχι μόνο την τρίτη συλλογή, αλλά και όλο το έργο της. Με τη διευκρίνιση ότι αυτά τα όρια δεν υπερβαίνονται, ότι οι ήρωες συχνά τα προσεγγίζουν, όμως είτε δεν τολμούν, όπως στην «τριγωνομετρία», είτε δεν μπορούν, όπως στο «Νασρόμπια», να τα διαβούν. Τα αγγίζουν στα «Τριζόνια», με το ερωτικό χάδι στο γόνατο.
Η ανάδειξη αυτής της θεματικής είναι κάτι το εξαιρετικά δύσκολο. Κι αυτό γιατί, αν επενδυθεί με «σπουδαίες», δηλαδή ασυνήθιστες, ιστορίες, κατά το πρότυπο των αρχαίων τραγωδιών, υποβαθμίζεται, περιοριζόμενη ως μια εξαιρετική και ασυνήθιστη κατάσταση. Αν είναι να προβληθεί όμως ως η κατεξοχήν ανθρώπινη κατάσταση, αυτό θα πρέπει να γίνει μέσα από καθημερινές ιστορίες που έχουν ελάχιστο αφηγηματικό ενδιαφέρον. Τον δύσβατο αυτό δρόμο επιλέγει η Καστρινάκη, την ανάδειξη της δυσκολίας στις διαπροσωπικές σχέσεις μέσα από τετριμμένες, καθημερινές καταστάσεις.
Δεν είναι εύκολο επίτευγμα. Στην πρώτη της συλλογή μόλις τα καταφέρνει. Η απουσία διαλόγου που θα έδινε δραματικότητα στην πλοκή κάνει να ατονήσει, αντί να διεγείρει, ένα αφηγηματικό ενδιαφέρον που οι ιστορίες της ελάχιστα διαθέτουν. Στο «Εκδρομές με φίλες» ο διάλογος θα διεισδύσει σταδιακά, για να καταλάβει μια πιο περίοπτη θέση στην τελευταία της συλλογή.
Κάνει και άλλες επινοήσεις. Προσφέρει το εφέ του απροσδόκητου ως εφέ τέλους, κερδίζοντας έτσι το διήγημα την τελευταία εντύπωση. Στο «Διάβασέ το ξανά» αποκαλύπτεται στο τέλος ο κενόδοξος χαρακτήρας του συγγραφέα που ενδιαφέρει την αφηγήτρια, και στην «Τριγωνομετρία» η φιλενάδα που υποδέχεται τον νέο με τον οποίο η αφηγήτρια φλέρταρε στο τρένο εντείνει την αίσθηση της ματαίωσης της επικοινωνίας με τον συνταξιδιώτη εκείνο που την ενδιέφερε πραγματικά.
Όμως η πιο πρωτότυπη επινόησή της είναι η διαπλοκή του πραγματικού με το μυθιστορηματικό, που αναδεικνύει το πραγματικό ως την κύρια διάσταση του μυθιστορηματικού. Το διήγημα «Τριγωνομετρία» εμφανίζεται ως εγκιβωτισμένο μέσα σε ένα πραγματικό γεγονός, με την υπόσχεση της αφηγήτριας στον νεαρό συνταξιδιώτη της ότι θα του στείλει «μια εντελώς καθημερινή και ασήμαντη ιστορία». Στο «Μαγειρεύοντας ένα διήγημα» φαίνεται η συγγραφέας «σαν να» (μπορεί και να) διηγηματοποιεί ένα πραγματικό γεγονός. Η υπογράμμιση του μυθοπλαστικού στοιχείου («Η γυναίκα του Γιώργου, η Αμαλία, αμίλητη ως τώρα (μπορεί να είναι αληθοφανές ένα διήγημα, όταν όλοι σε μια παρέα σαραντάρηδων είναι μόνοι ή εργένηδες;)») (σελ. 121) υπογραμμίζει μια διάσταση πραγματικού γεγονότος.
Το διήγημα κλείνει με ένα εφέ ανοιχτού τέλους:
«Τι έγινε μετά (ανάμεσα στον Ξενοφώντα και τη Λίνα), ο συγγραφέας δεν θα το πει, αφήνοντας τον αναγνώστη να προσθέσει στην τούρτα το κερασάκι».
Ένα τέτοιο τέλος προβάλλει κάποια ζητήματα της θεωρίας της πρόσληψης. Ένα ερωτηματολόγιο σε μια σειρά αναγνώστες θα έδινε ίσως ενδιαφέροντα αποτελέσματα. Χωρίς να μπορώ να φανταστώ ποσοστά, νομίζω ότι υπάρχουν τρεις κατηγορίες απαντήσεων.
Στην πρώτη η απάντηση είναι ότι κοιμήθηκαν μαζί. Την δίνουν οι αναγνώστες που διαβάζουν ρομάντζα, και θέλουν ένα happy end.
Στη δεύτερη η απάντηση είναι ότι δεν κοιμήθηκαν μαζί. Γιατί όμως αυτή η απάντηση;
Και εδώ οι αναγνώστες θα χωριστούν σε δυο κατηγορίες. Αυτοί που χλευάζουν τα ρομαντικά happy end, και αυτοί που, γνωρίζοντας τους αφηγηματικούς κώδικες της συγγραφέως, ξέρουν ότι έτσι θα το τέλειωνε, αν ήθελε η ίδια να το τελειώσει. Η τρίτη κατηγορία είναι οι απρόβλεπτες απαντήσεις. Μια απ’ αυτές θα μπορούσε να είναι ότι η συγγραφέας χλευάζει το αριστοτελικό «τελείας». Γιατί άραγε θα πρέπει το ενδιαφέρον σε μια αφήγηση να εστιάζεται αναγκαστικά στην έκβαση; Η αντίληψη αυτή βλέπει την πεζογραφία «εικαστικά», ως μια πινακοθήκη με πρόσωπα και χώρους της σύγχρονης πραγματικότητας, και το σασπένς της αφήγησης υπονομεύει την πρόσληψη αυτών των εικόνων. Η Καστρινάκη με το έργο της φαίνεται ως η πιο χαρακτηριστική εκπρόσωπος μιας τέτοιας αντίληψης.
No comments:
Post a Comment