Thursday, August 12, 2010

Χίλιες και μια νύχτες

Χίλιες και μια νύχτες, εκδοτικός οίκος Φοίνιξ, Βενετία, μετ. ***, μετά το 1790

Πλάκα κάνω, δεν βρήκα συλλεκτικό αντίτυπο αυτής της έκδοσης, και να ’βρισκα δηλαδή δεν θα το αγόραζα, θα ήταν πανάκριβο, απλά στο παζάρι του βιβλίου που γίνεται στην πλατεία Κλαυθμώνος βρήκα φέτος το μοναδικό αντίτυπο που είχε μείνει με τίτλο «Χαλιμά, χίλιες και μια νύχτες», εκδόσεις ΣΑΚΚΑΛΗΣ, χωρίς ημερομηνία έκδοσης, αλλά με διεύθυνση Κωλλέτη 4 και με επταψήφιο αριθμό τηλεφώνου (άρα μπορούμε να έχουμε terminus post quem. Νομίζω μετά το 1980 οι εξαψήφιοι αριθμοί έγιναν επταψήφιοι) και κάτω από τη λέξη «μετάφραση» γράφεται: «Υπό***», έτσι, με αστεράκια. Όταν ξεκίνησα να το διαβάζω, κατάλαβα τόσο από τη γλώσσα όσο και από την εικονογράφηση ότι πρόκειται για μια φωτογραφική αναπαραγωγή της έκδοσης της Βενετίας.
Για τα παραμύθια της Χαλιμάς είχα ακούσει από τη γιαγιά μου. Περιέργως όμως δεν θυμάμαι να μου είπε κανένα από αυτά, ενώ θυμάμαι μερικές ιστορίες με τον «Ναστρατίνη Χότζα». Έτσι, Ναστρατίνη. Ήξερα όμως την ιστορία-πλαίσιο, για τον βασιλιά που επειδή τον απάτησε η γυναίκα του την σκότωσε, και μετά άρχισε να εκδικείται ολόκληρο το γυναικείο φύλο με το να παίρνει κάθε βράδυ μια γυναίκα στο κρεβάτι του και το πρωί να τη σκοτώνει. Η Χαλιμά όμως κατάφερε με τα παραμύθια της και τον μάγεψε: την αυγή το παραμύθι δεν είχε φτάσει ακόμη στο τέλος του, και καθώς ο βασιλιάς ήθελε να μάθει τη συνέχεια ανέβαλε την εκτέλεσή της για το επόμενο πρωί. Όμως και το επόμενο πρωί ένα εξίσου ενδιαφέρον παραμύθι είχε μείνει ατέλειωτο, και έτσι η εκτέλεση έπαιρνε και άλλη αναβολή, μέχρι που, μετά από χίλιες και μια νύχτες, ο βασιλιάς της χάρισε τη ζωή. Φαντάζομαι την αγωνία της Χαλιμάς μέχρι να πάρει την τελειωτική απόφαση ο βασιλιάς.
Άραγε αν η Χαλιμά ήταν μια πανέμορφη κοπέλα, σαν την Αφροδίτη ας πούμε, ή σαν… (αφήστε το καλύτερα) θα την είχε γλυτώσει; Αμφιβάλλουμε. Μπορεί ο βασιλιάς να άλλαζε γνώμη, να της χάριζε τη ζωή για μερικές μέρες, εβδομάδες ίσως, μπορεί και μήνες, να πούμε πέντε χρόνια; Κάποια στιγμή θα την είχε βαρεθεί και θα την είχε σκοτώσει.
Ποιο είναι το ηθικό δίδαγμα της εγκιβωτίζουσας ιστορίας; Ότι στο σεξ, και γενικά στις υλικές απολαύσεις, μπορεί να επέλθει κάποτε ο κορεσμός, όμως στην απόλαυση της λογοτεχνίας, και γενικά της τέχνης, δεν υπάρχει κορεσμός. «Και μες στην τέχνη πάλι ξεκουράζομαι από την δούλεψή της» μας λέει ο Καβάφης, και επαναλαμβάνει καθημερινά στην εκπομπή του ένας παρουσιαστής στο Τρίτο Πρόγραμμα.
Είχα δει στο σινε-Αστέρια, το θερινό κινηματογράφο του χωριού μου, όταν ήμουν μαθητής, το «Ο Αλή Μπαμπά και οι σαράντα κλέφτες», μια ιστορία που, όπως διάβασα, εγκιβωτίστηκε αργότερα στα παραμύθια της Χαλιμάς, όπως και η ιστορία του Σεβάχ Θαλασσινού. Η Σεχεραζάτ (η ιστορία είναι περσική, και οι άραβες που την πήραν της άλλαξαν το όνομα σε Χαλιμά), το θαυμάσιο αυτό συμφωνικό ποίημα του Ρίμσκι Κόρσακοφ είναι από τα αγαπημένα μου κομμάτια. Όταν βρήκα σε κασέτα, σε παιδικό παραμύθι, τον Σεβάχ Θαλασσινό με μουσική το έργο αυτό του Ρίμσκι Κόρσακοφ, το αγόρασα αμέσως για το γιο μου. Ήθελα να τον κάνω να αγαπήσει την κλασική μουσική. Όπως αγόρασα βέβαια και την «Φαντασία» του Ντίσνεϋ. (Παρεμπιπτόντως, θα μπορούσαν να βάλουν στον «Μαθητευόμενο μάγο» που είδαμε πρόσφατα στους κινηματογράφους με τον Νίκολας Κέητζ την αυθεντική μουσική του Πωλ Ντυκά -υπάρχει στην «Φαντασία»-, όπως έκανε με τον Βάγκνερ ο Κόπολα στο «Αποκάλυψη τώρα» όπου ακούμε τον «Καλπασμό των Βαλκυριών», και όχι να πάρουν απλώς το θέμα του και να το κάνουν πιο εύπεπτο. Βέβαια, άλλο Κόπολα και άλλο… πώς τον λένε τον σκηνοθέτη αυτής της ταινίας;).
Όταν, πρόπερσι νομίζω, διάβασα ότι ισλαμιστές στην Αλγερία άναψαν μια μεγάλη φωτιά σε κάποια πλατεία και έκαψαν αντίτυπα από το «Χίλιες και μια νύχτες» είπα ότι αυτό το βιβλίο θα το διαβάσω οπωσδήποτε. Λίγο πιο πριν ο φίλος μου ο Μιχάλης Κωστάκης μου είχε εκφράσει τον ενθουσιασμό του για το βιβλίο (το είχε βρει στα αγγλικά) και την πρόθεσή του να το μεταφράσει. Το σχέδιο ναυάγησε γιατί ασχολήθηκε με μουσικές παραγωγές.
Πέρυσι βρήκα την ταινία Il fiore delle mille e una notte του Παζολίνι και την είδα. Και τότε κατάλαβα γιατί έκαψαν το βιβλίο οι ισλαμιστές. Την ξαναείδα και χθες βράδυ, μια και σκόπευα να γράψω σήμερα για το έργο.
Έψαξα στο διαδίκτυο για σχετικές πληροφορίες. Βρήκα κάμποσα πράγματα. Κατ’ αρχήν ότι η μετάφραση της Βενετίας έγινε από τη γαλλική μετάφραση του Antoine Galland. Όμως καλύτερα να παραπέμψω στο κείμενο της Χριστίνας Παππά, ισλαμολόγου, με τίτλο «Χίλιες και μια νύχτες» που βρήκα στο διαδίκτυο http://www.esoterica.gr/articles/contributions/eastern/1001nhts/1001nhts.htm
Ο Κ. Τρικογλίδης είναι ο επόμενος μεταφραστής του έργου στα ελληνικά, όπως μας πληροφορεί και πάλι η Χριστίνα Παππά, που κυκλοφόρησε σε μια επτάτομη έκδοση από τις εκδόσεις Ηριδανός γύρω στη δεκαετία του ’70.
Στο διαδίκτυο βρίσκω επίσης ότι το έργο κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Νάρκισσος το 2006 σε μετάφραση της φίλης μου της Πέρσας Κουμούτση. Η Πέρσα, σημειωτέον, μεταφράζει από αραβικά, άρα πρόκειται για αραβική έκδοση. Ακόμη βρήκαμε στο skroutz και τρεις παιδικές διασκευές. Τέλος από τις εκδόσεις Ενάλιος εκδόθηκε φέτος (2010) σε μετάφραση της Τζένης Γαβαλάκη η γαλλική μετάφραση του Galland.
Για τη μετάφραση του Galland διαβάζουμε στη Βικιπαίδεια ότι «δέχτηκε έντονη κριτική επειδή παρέφρασε (σχεδόν διασκεύασε) το έργο και μάλιστα μέρος μόνο του πρωτοτύπου, παραλείποντας τμήματα που θεωρήθηκαν άσεμνα, αλλοιώνοντας πολλά ονόματα και προσθέτοντας πολλές λεπτομέρειες δικής του επινόησης».
Τώρα για τη μετάφραση της μετάφρασης, η Παππά γράφει ότι «η φιλολογική αξία της πρώτης αυτής ελληνικής εκδοχής αμφισβητείται έντονα», ενώ στη Βικιπαίδεια πάλι διαβάζουμε ότι τη μετάφραση αυτή «τη χαρακτηρίζει γλωσσική ακαταστασία και αυθαιρεσίες στην απόδοση των ονομάτων».
Η φιλολογική αξία μπορεί να αμφισβητείται, όμως έχει μεγάλη αξία για τη γλωσσολογία. Αυτό που ο συντάκτης της Βικιπαίδειας θεωρεί ως γλωσσική ακαταστασία, στην πραγματικότητα δεν είναι παρά το κρητικό γλωσσικό ιδίωμα ανακατεμένο, όπως είναι φυσικό, με λόγια στοιχεία. Η κριτική που δέχτηκε ο Γκαλάν ισχύει σχεδόν απόλυτα και για τον κρητικό μεταφραστή. Μπόρεσα και βρήκα στο Gutenberg project τον πρώτο τόμο της μετάφρασης του Galland, και έκανα αντιπαραβολή σε κάποια σημεία. Διαπίστωσα λοιπόν ότι ο κρητικός μεταφραστής παραλείπει αλλά και συμπτύσσει, και συχνά διασκευάζει το έργο σε κάποια τμήματά του. Επίσης η επιμέλεια είναι κάκιστη, με πλήθος λαθών, ιδιαίτερα προς το τέλος του βιβλίου.
Ας μιλήσουμε κατ’ αρχήν για τη γλώσσα.
Α. Λέξεις.
Διαβάζοντας το βιβλίο συγκινήθηκα συναντώντας λέξεις που είχα να τις ακούσω από τότε που ήμουν μαθητής (από το χωριό μου έφυγα στα δεκαοχτώ, φοιτητής). Συνάντησα ακόμη και λέξεις που ήδη η χρήση τους ήταν περιορισμένη εκείνη την εποχή (δεκαετίες του ’50 και του ’60), όπως π.χ. η λέξη «κερατιά» αντί για «χαρουπιά». Καθώς το διάβαζα ήταν σαν να άκουγα τη μητέρα μου να μου διηγείται ιστορίες, ιστορίες που τις κατέγραψα σε δυο κασέτες, ένα χρόνο πριν πεθάνει (1979).
Η πρώτη χαρακτηριστική λέξη που συνάντησα είναι το «μερτζουβί» (λιβάνι). Επίσης τη λέξη «άνοστο» και τα παράγωγα με μια μεταφορική σημασία που δεν την έχουν σήμερα. Διαβάζουμε: «Όπως είνε άνοστο πράγμα μια συντροφιά όλο από άντρες χωρίς γυναίκες, την ίδιαν ανοστιά έχει και η γυναικεία συντροφιά χωρίς άντρα» (σελ. 66). Ακόμη: «όταν είδε την ασχημάδα και την ανοστιά του Πέρση» (σελ. 482). Άλλες τέτοιες λέξεις που συνάντησα, σήμερα σχεδόν ολότελα σε αχρηστία στην Κρήτη, είναι το «κρυμπάτσι» αντί για μαστίγιο (το λέγαμε και «καμουτσί»), «ετουλόγου τους» αντί για «αυτοί», «μαγερειό» αντί για «κουζίνα», και «μαγερειά» αντί «φαγητό» και γενικότερα μαγειρική, «μαγέρικο» αντί «ταβέρνα», «θυγατέρα» αντί «κόρη», «σκοτίδι» αντί «σκοτάδι», «αναπνοιά» (τη συναντάμε και στον Ερωτόκριτο») αντί «αναπνοή», «νέφελα» (μάλλον είναι λαθεμένη γραφή του «νέφαλα») αντί «σύννεφα», «ανεγυριστικά», δηλαδή με έμμεσο τρόπο, «της ταχινής του γάμου» (σελ. 285) αντί «το πρωί της μέρας του γάμου». «Έπειτα εκάθησε σιμά του και εχοράτεψε μαζή του ολίγην ώραν» (σελ. 290). Το «εχοράτεψε» με τη σημασία φαντάζομαι του έκανε μια ευχάριστη συζήτηση. Αργότερα το «χορατεύω», όπως τουλάχιστον το θυμάμαι εγώ, σημαίνει «αστειεύομαι», ενώ «χορατάδες» (σελ. 418) και χορατά είναι τα αστεία. «είμαι τόσο πεινασμένος που δεν έχω νέκαρα να σε διασκεδάσω» (σελ. 294), δηλαδή δεν έχω δυνάμεις. «αμόλαρε τα πανιά» (σελ. 445), άφησε τα πανιά να ανοιχτούν. Σαν μεταβατικό το ρήμα σημαίνει «αφήνω», ενώ σαν αμετάβατο σημαίνει «φεύγω», και μάλιστα κρυφά.
Συζήτηση ανάμεσα στους γονείς μου:
Ο πατέρας μου: -πού ντονε, εδιάβασε;
Η μητέρα μου: -εμόλαρε.
Τη λέξη «καλεστός» με τη σημασία του «καλεσμένος» που απαντάται κάμποσες φορές στο βιβλίο τη συναντάω εδώ για πρώτη φορά, όπως επίσης και την έκφραση «κατά πολλά», με τη σημασία του «πάρα πολύ». «Εβαστάξετε την υπόσχεσή σας» (σελ. 472), εκρατήσατε την υπόσχεσή σας. «Ο πατέρας μου με πρόσταξε να σας χαλάσω» (σελ. 449), δηλαδή να τους σκοτώσει. Αυτή τη σημασία της λέξης δεν την πρόλαβα στην Κρήτη, τη συνάντησα όμως σε κάποια κείμενα για το ’21, νομίζω απομνημονεύματα.
«Διέταξα και μου έψησαν ένα αρνί». Θυμάμαι με έκπληξη τη μητέρα μου στο Ηράκλειο, όταν πήγαμε να μου βγάλουν τις αμυγδαλές, σε ένα εστιατόριο, που φώναξε τον σερβιτόρο για να «διατάξουμε», με τη σημασία του «να παραγγείλουμε». Να ήταν μια κατά λέξη μετάφραση του αγγλικού order, που έχει και τις δυο σημασίες; Τη λέξη όμως «επαραδέχθηκα» με τη σημασία του «δέχθηκα, συμφώνησα» δεν την θυμάμαι καθόλου. Μήπως όμως υπήρχε ακόμη αυτή η σημασία στη δυτική Κρήτη; Θα ήταν ενδιαφέρον να μαθαίναμε από πού καταγόταν ο μεταφραστής. Ξέρουμε ότι τα κρητικά του στειακού Κορνάρου είναι ελαφρώς διαφορετικά από του ρεθεμιώτη Χορτάτζη.
«Σαν νύφη διωρθωμένη», εννοεί μάλλον σαν νύφη στολισμένη. «έλεγα με το νου μου μήπως είναι καμιά κανονιέρισσα και θέλει να μου καθίσει μπρόκα» (σελ. 232), δηλαδή απατεώνισσα και θέλει να τον εξαπατήσει.
Διαβάζουμε: «τους έκοψε μισθό» (σελ. 151). Όχι, δεν πέρασαν καμιά κρίση σαν τη σημερινή για να τους περικόψουν το μισθό. Τη σημασία αυτή του «έκοψε» τη θυμάμαι, σημαίνει εντελώς το αντίθετο, τους έδινε στο εξής μισθό.
Διαβάζουμε ακόμη: «Αυτά τα φιρμάνια έστειλε κατόπιν με άνθρωπόν του εις το Μοσούλ και μου ξεμπέρδεψεν όλην μου την περιουσίαν» (σελ. 249). Τη λέξη «ξεμπερδεύω» με αυτή τη σημασία την είχα ακούσει πολλές φορές, γιατί και ο πατέρα μου «ξεμπέρδεψε» την περιουσία των ανιψιών του, μετά τον θάνατο του πατέρα τους, άντρα της αδελφής του. Επειδή δεν ήταν «γραμμένη» από τον παππού, οι θείοι και οι θείες θέλησαν να τους τη φάνε. Ο πατέρας μου κατέφυγε στα δικαστήρια, και έτσι την «ξεμπέρδεψε». «Μην πειράξετε τα ορφανά», είχε πει τότε ο δικαστής.
«Και πάει λέοντας» (σελ. 157). Για καιρό νόμιζα ότι η φράση αυτή αναφερόταν σε κάποιο λιοντάρι. Θυμάμαι τώρα τον πατέρα μου που έλεγε τη φράση «βρέξει-λιάσει», όμορφη μεταφορά του «οπωσδήποτε», που την άκουγα σαν «βρε ξυλιάσει», και μου ήταν ακατανόητη.
Β. Γραμματικοί τύποι.
Διαβάζουμε «τους Δερβισάδες» αντί για «τους Δερβίσηδες». Αυτή η κατάληξη πληθυντικού σε «-άδες» έχει προ πολλού εκλείψει στην Κρήτη.
Και θυμήθηκα τώρα την εξής αστεία ιστορία. Ένας γραφικός γεραπετρίτης είχε το παρατσούκλι «δυόμισι». Οι μαθητές τον κορόιδευαν φωνάζοντάς τον με το παρατσούκλι του. Μια μέρα πηγαίνει να παραπονεθεί σε ένα καθηγητή μας, τον κύριο Λουλάκη, μαθηματικό. –Και τι σας λένε ακριβώς κύριε δυόμισι; τον ρωτάει αυτός. Όλη την ημέρα μετά γύριζε τους δρόμους και τις πλατείες της Ιεράπετρας ωρυόμενος:
«Ό, τι σκατά είναι οι μαθητάδες, είναι και οι καθηγητάδες».
Πιο κάτω συναντώ τις λέξεις « τες αδελφάδες», παλιότερο ενός μεταβατικού «τις αδερφίδες». Παρακάτω όμως διαβάζουμε «Είξευρα λοιπόν τι της είχαν καμωμένα η αδελφές της» (σελ. 149). Πιο πριν διαβάσαμε «Δεν την είχα ιδωμένα» (σελ. 99). «Το βασιλόπουλο κατάλαβε ευθύς πως την είχε παρμένα» (σελ. 482). Αυτός ο τύπος του υπερσυντέλικου με το «είχα» σπανίζει πια, όπως και του παρακειμένου, ενώ χρησιμοποιείται επίσης σπάνια ο τύπος με το «είμαι»: είμαι φαωμένος, είμαι παωμένος, αντί «έχω φαωμένα» και «έχω παωμένα». «Δεν ήτο καλά φτασμένος» (σελ. 332), il n’ etait pas arrivé, σύνταξη γαλλική που τώρα έχει εγκαταλειφθεί.
«Η ιδέα σου είναι λαμπρά» (σελ. 164) αντί «λαμπρή», όπου στο θηλυκό, όταν ο χαρακτήρας είναι «ρ», η κατάληξη γίνεται «α» αντί «η».
«Μαγέρεψα» αντί «μαγείρεψα», «θα το δικιμάση» αντί «θα το δοκιμάσει», «του μαγέρου» αντί «του μάγειρα», «κλάυματα» αντί «κλάματα», «ήτονε» αντί «ήταν».
«Μια πολλά μεγάλη πολιτεία» (σελ. 105). Αυτή η χρήση του «πολλά» αντί του «πολύ» με ξένιζε ήδη όταν ήμουν μικρός. Θυμάμαι ακόμη τη μητέρα μου που, μιλώντας για μια γυναίκα σε μια γυναικεία συντροφιά, είπε πως είναι «πολλά εγωίστρια». Το «πολλά» με τη σημασία του «πολύ» συναντάται πάρα πολλές φορές στο βιβλίο.
«Τα χέρια μου και τους νώμους μου», αντί «ώμους μου».
Γ. Η ορθογραφία είναι επίσης χαρακτηριστική. Το «είναι» γράφεται πάντοτε με έψιλον, «είνε», «η αδελφάδες», ήτα αντί όμικρον γιώτα στη θέση του άρθρου.
Ο τρόπος γραφής ορισμένων λέξεων ή φράσεων είναι ο μεταβατικός από μια αρχαία γραφή. Διαβάζουμε για παράδειγμα «’ς το σπίτι» αντί «στο σπίτι», , «εν ω μιλούσε», αντί «ενώ μιλούσε», «ως τόσον» αντί «ωστόσο», «προ του να διαλέξω» αντί «προτού να διαλέξω», «ως που τα ξόδεψα» (σελ. 242) αντί «ώσπου τα ξόδεψα».
Κάποιοι γλωσσικοί τύποι είναι επίσης μεταβατικοί, όπως «έδιδα» αντί «έδινα». Στην Κρήτη λέμε ακόμη «ο πόδας» αντί «το πόδι», «η χέρα» αντί «το χέρι», «η κεφαλή» αντί «το κεφάλι», αλλά δεν νομίζω ότι λέμε πια «ο δάκτυλος» (σελ. 230) αντί «το δάχτυλο» ή «το δαχτύλι». «τραγωδούν» και «τραγωδίστριες» αντί τραγουδούν και τραγουδίστριες. «Πλεια», από το «πλέον», που έγινε «πια». Το «του υιού του» θα μας φαινόταν λόγιος τύπος αν δεν συναντούσαμε στην επόμενη σειρά «τες μυίγες» (σελ. 424). «έγεινεν άλλος εξ άλλου από τον θυμόν» (σελ. 174) αντί έξαλλος.
Κάποιοι τύποι έχουν επίσης εγκαταλειφθεί, όπως «το Βαγδάτι» με γενική «του Βαγδατιού» αντί «Η Βαγδάτη» και «το περίπολο» αντί «η περίπολος».
Δεν είμαι γλωσσολόγος και δεν έχω ασχοληθεί με την κρητική διάλεκτο, απλά είμαι κρητικός. Έτσι το «ειπέ» δεν ξέρω αν είναι λόγιος τύπος ή ένας προγενέστερος του «πε» λαϊκός τύπος. Ο τύπος βέβαια που επικράτησε πανελλαδικά είναι το «πες» αντί «πε», σε τέτοιο σημείο ώστε η Ζυράννα Ζατέλη στο ωραίο της μυθιστόρημα «Και με το φως του λύκου επανέρχονται» μιλάει για μια γυναίκα που είχε το παρατσούκλι «πέτου», που της κόλλησαν γιατί χρησιμοποιούσε τη φράση «πε του» αντί «πες του». Επίσης δεν ξέρω αν εκείνη την εποχή οι λέξεις «εύμορφος» και «ευμορφιά» ήταν λόγιοι τύποι όπως είναι σήμερα ή λαϊκοί. Πάντως τείνω να πιστέψω το δεύτερο. Την ίδια αμφιβολία έχω και για τη φράση «εκ δευτέρου». Όμως το αναβρυτήριον πρέπει να είναι λόγια λέξη, που όμως δεν καθιερώθηκε.
Και μια έκπληξη: Όταν μιλάνε για τη «μέση οδό» του Κοραή, αναφέρουν το παρακάτω παράδειγμά του: Να μη λέμε ούτε ψάρι ούτε ιχθύν, αλλά οψάριον. Εδώ βρίσκω τη λέξη «οψάρια» (σελ. 224). Να την πήρε άραγε από εδώ ο Κοραής;
Δ. Τρόπος γραφής: Ενώ διαβάζουμε «ιασεμιά» αντί «γιασεμιά» και «άμα ιατρευθή» αντί «άμα γιατρευτεί», διαβάζουμε αλλού «γιερός» αντί «γερός» και «χέργια» αντί «χέρια». Εμείς στην Κρήτη διαβάζουμε «χέρια» αλλά προφέρουμε «χέργια», όπως όταν διαβάζουμε «κιμάς» προφέρουμε «chιμάς». Αυτό έγινε αργότερα, γιατί όταν ο κιμάς πρωτοήλθε από την Αθήνα προφερόταν κιμάς, όχι chιμάς. Όταν ρώτησα κάποτε τη μάνα μου τι θα μαγειρέψει μου είπε «κιμαλίδικα μακαρούνια». Κιμαλίδικα, όχι chιμαλίδικα, και το θυμάμαι γιατί ξένισε το γλωσσικό μου αισθητήριο. Τώρα πια όμως στην Κρήτη λέμε chιμάς, όχι κιμάς.
Και μια ακόμη ανάμνηση. Μόλις είχαμε παρουσιαστεί φαντάροι στην Κόρινθο, και ένας λοχίας διατάζει έναν κοντοχωριανό μου να αναφερθεί. Αυτός αναφέρθηκε και είπε το όνομά του: Κυμάκης. Ο λοχίας βέβαια άκουσε Chιμάchης και για να τον ειρωνευτεί τον ρώτησε: -Τσιμάτσης το τς πώς γράφεται; -Με κάπα, απαντάει ο κοντοχωριανός μου.
Το «Χίλιες και μια νύχτες» είναι έργο κλασικό, έχουν γραφεί αρκετές σελίδες γι' αυτό. Στο διαδίκτυο έψαξα βέβαια και βρήκα κάποια πράγματα, τα οποία όμως δεν σκοπεύω να αναμασήσω. Εδώ απλώς θα καταγράψω τις εντυπώσεις μου από την ανάγνωση του βιβλίου.
Η ιστορία του βασιλιά Σαχριάρ και της Σεχεραζάτ είναι περσικής και πιθανότατα προϊσλαμικής προέλευσης. Μέσα στην ιστορία-πλαίσιο που αναφέραμε προηγούμενα ενσωματώθηκαν μεταγενέστερα πολλές ιστορίες, κάποιες μάλιστα από τον μεταφραστή Galland. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα ορισμένες διαφοροποιήσεις, τόσο υφολογικές όσο και περιεχομένου. Βέβαια όσον αφορά το ύφος η μεταφραστική δουλειά οδηγεί συχνά σε μια υφολογική ομογενοποίηση, που όμως δεν μπορεί να είναι απόλυτη. Για παράδειγμα, στα μεταγενέστερα κείμενα υπάρχουν συχνότερες ενσωματώσεις αποσπασμάτων από ποιήματα, συνήθως υμνητικών της ομορφιάς των ηρώων, ενώ απουσιάζει σχεδόν σε όλα το παραμυθο-εξωπραγματικό στοιχείο με τα τελώνια και τα τζίνια, που αφθονεί στα αρχικά.
Σε ποιο βαθμό τα παραμύθια αυτά έχουν τον χαρακτήρα της προφορικότητας; Μήπως ήδη η αρχική τους εκδοχή ήταν γραπτή; Μπορεί ο λαϊκός παραμυθάς να θυμάται αυτά τα εξαίσια ποιητικά αποσπάσματα και να τα αναπαράγει στον προφορικό του λόγο; Ξέρουμε ότι οι προφορικές διασκευές της Ερωφίλης και κάποιων άλλων έργων της Κρητικής Αναγέννησης που δεν θυμάμαι τώρα οδήγησαν σε συντόμευση και σε αρκετή έκπτωση της λογοτεχνικότητάς του. Όμως τα αριστουργήματα της κλασικής μας γραμματείας, τα ομηρικά έπη, προφορικά μεταδίδονταν.
Πιθανόν οι μελετητές των παραμυθιών αυτών να έχουν απαντήσει στο ερώτημα, όμως τώρα κάθου γύρευε, δεν κάνουμε και καμιά διατριβή, κάποιες σκέψεις καταθέτουμε.
Μια άλλη σκέψη που κάνω είμαι μήπως το αρχικό corpus των παραμυθιών είναι προϊσλαμικής προέλευσης. Πώς αλλιώς να εξηγήσουμε, αφενός τα τολμηρά παραμύθια, που κάποια από αυτά μετέφερε στον κινηματογράφο ο Παζολίνι και που ο Galland παρέλειψε στη μετάφρασή του, και αφετέρου το άφθονο κρασί που ρέει σχεδόν σε όλα τα παραμύθια, παρά την απαγόρευση του Κορανίου (για την απαγόρευση αυτή γίνεται μια σχετική αναφορά σε κάποιο παραμύθι); Και μάλιστα δεν πίνουν μόνο οι άνδρες, αλλά και οι γυναίκες, και όχι λίγο αλλά πολύ, σε σημείο που καμιά φορά γίνονται σταφίδα στο μεθύσι. Διαβάζουμε: «εκεί που γύριζα από μια μου φιλενάδα και ήμουν καλά πιωμένη, με έπιασαν αυτοί οι άνθρωποι…» (σελ. 343). Και θυμάμαι τώρα σε ένα συνέδριο το 2000 στο Κάιρο, με ένα συνάδελφο από μια αφρικανική χώρα, που οργώσαμε την πόλη για να βρει μπύρα να πιει. Τελικά δεν βρήκε, ισλάμ γαρ, και εγώ έχασα την εισήγηση του Τέρι Ήγκλετον. Ας όψετε.
Ξέρω ακόμη ότι στην προϊσλαμική Αραβία είχε ακμάσει μια ερωτική ποίηση εξαιρετικότατη, που με το Ισλάμ παρήκμασε. Ίσως αυτά τα εξαίρετα αποσπάσματα που αναφέρονται στην ομορφιά των ηρώων να προέρχονται από αυτή την ποίηση. Οπωσδήποτε θα παραθέσουμε κάποιο:
Κοίτα να δεις, ψάχνω να βρω κάποιο, και πέφτω σε αποσπάσματα που αναφέρονται στην ομορφιά των νεαρών ηρώων. Η ομοφυλοφιλία στο Ισλάμ είναι ένα άλλο κεφάλαιο, έχω γράψει σχετικά κάποια πράγματα αλλού. Σε μας σήμερα υπάρχουν ένα σωρό γλαφυρές περιγραφές της γυναικείας ομορφιάς, αλλά για τους άνδρες ελάχιστες (αν υπάρχουν).
Τελικά βρήκα ένα που αναφέρεται σε γυναίκα. «Έχει μαλλιά μακρυά σαν την ουράν του αλόγου και τόσον πολλά ώστε όταν κυματίζουν κάτω μοιάζουν με σταφύλια πλεγμένα το ένα με τάλλο· αποκάτω από τα μαλλιά αυτά προβαίνει ένα μέτωπο λείον σαν καθρέφτης και λαμπρό σαν η ακτίνες του ήλιου. Μάτια έχει σαν ναρκίσσους, το ασπράδι των ’μοιάζει με τον αέρα της αυγής και το μαύρο με το σκοτάδι της νυκτός· η μύτη της λεπτή και σουβλερή σαν λεπίδα μαχαιρού δεν είνε ούτε πολύ μακρυά ούτε πολύ κοντή. Κοντά σ’ αυτά έχει δυο μάγουλα που έχουν το κοκκινάδι κερασιού και ασπράδα μαρμάρου· το στοματάκι της είνε μικρό και κόκκινο σαν τον ανθό της ροϊδιάς· τα δόντια της μοιάζουν με σειρά μαργαριτάρια· όταν κινή την γλώσσα της για να μιλήση, αφίνει μια γλυκειά και νόστιμη φωνή και ό,τι λέγει, αποδεικνύει την εξυπνάδα και την ζωηρότητα που έχει το πνεύμα της· τα χείλια της μοιάζουν με κοράλλια βρεμένα με μέλι· το κεφάλι της ζυγίζεται επάνω σε ένα λαιμό που μοιάζει με κανάτι ασημένιο επάνω σε μαρμαρένια λεκάνην. Έχει ένα στήθος γερό που παρακινά εις την απόλαυσιν. Τα μπράτσα της είνε σαν χρυσάφι και ασήμι· τα βυζά της μοιάζουν με ρόϊδια, το ανάστημά της είνε τόσον λιγερόν, ώστε θαρρεί κανείς πως θέλει να πετάξη και τα στρογγυλά και ωραία της μηριά και η κνήμες της βαστάζονται από κομψά ποδαράκια οπού, όσο μικρά και αν είνε, τα έκαμεν ο Θεός να βαστούν όλα τάλλα με πολλήν ευκολίαν» (σελ. 403-404).
Μια παρατήρηση: στην Κρήτη λέμε «μεριά», εδώ γράφει μηριά. Πιθανώς είναι το μακρό «η» που ακούγεται σαν «ε» με προσωδιακή προφορά, πράγμα που οδήγησε τους ρωμαίους να μεταγράψουν τα ελληνικά ονόματα σε «ης» σε «es», όπως Socrates, Aristoteles κ.λπ.
Και θυμάμαι τώρα στα ΠΕΚ (επιμόρφωση εκπαιδευτικών), το 1993, που μας έλεγε ο συγχωρεμένος ο Ανδρέας ο Παναγόπουλος για τις «φαινομηρίδες», νομίζω τις σπαρτιάτισσες κοπέλες που φορούσαν φορέματα σκιστά και φαινόταν οι μηροί τους. Και θυμήθηκε τότε μια συναδέλφισσα τη μητέρα της, που όταν φορούσε μίνι που ήταν μόδα την εποχή που ήμασταν νέοι, της φώναζε επιτιμητικά: «μωρή φαινομερίδα». Φαινομερίδα, και όχι φαινομηρίδα.
Σε σχέση με την ομορφιά των νέων να σημειώσουμε ακόμη ότι στις παρομοιώσεις τους οι ανώνυμοι συγγραφείς των παραμυθιών αυτών χρησιμοποιούν συχνά τον ήλιο, τον φεγγάρι και τα άστρα. «Κι ήλαμπε ως λάμπει ο αυγερινός και φέγγει ο αποσπερίτης», μας λέει ο Κορνάρος στον Ερωτόκριτο για το ρηγόπουλο τση Κύπρου, τον Πετρίτη.
Μια ακόμη παρατήρηση, ανθρωπολογικού χαρακτήρα. Στα απολυταρχικά καθεστώτα της εποχής εκείνης, το να χάσει κανείς το κεφάλι του δεν ήταν και τόσο δύσκολο. Έτσι η φράση «θα χάσεις το κεφάλι σου» και τα παρόμοια αφθονεί στο βιβλίο. Συνήθως ήταν το τίμημα της αποτυχίας. Σε ένα παραμύθι ο βασιλιάς νομίζει ότι η κόρη του είναι άρρωστη, ενώ στην πραγματικότητα αυτή είναι ερωτοκτυπημένη, lovesick. -Όποιος θελήσει να την θεραπεύσει θα την πάρει γυναίκα του και θα κληρονομήσει το βασίλειό μου, αλλά αν δεν την θεραπεύσει θα χάσει το κεφάλι του. Πριν εμφανιστεί ο νέος που αγαπούσε η βασιλοπούλα και τη «θεραπεύσει», έφτασε να στολίζουν την ταράτσα του παλατιού του 120 κεφάλια. Αν αυτό γινόταν σήμερα, η βασιλοπούλα θα είχε μείνει γεροντοκόρη, χωρίς να υπάρχει κανένα κεφάλι κομμένο στην ταράτσα.
Και άλλη μια, επίσης ανθρωπολογική:
Διαβάζουμε το παρακάτω απόσπασμα: «…Αυτή εξύπνησεν ευθύς και όταν άνοιξε τα μάτια της είδε το βασιλόπουλο να στέκη μπροστά της. –Γιατί λυπάσαι και κλαις; Την ερώτησε το βασιλόπουλο. Σαν τον εγνώρισεν η βασιλοπούλα, επήδηξεν επάνω, τον αγκάλιασε και τον εφίλησε και του είπε: -Για σένα κλαίω, που σ’ αποχωρίσθηκα. –Άφες τα τώρα αυτά, της είπε το βασιλόπουλο· εγώ πεινώ πολύ και διψώ. Και η βασιλοπούλα επρόσταξεν ευθύς και έφεραν φαγητά και πιοτά και συνωμίλησε μαζή του ως που επέρασε πολλή νύκτα. Τα ξημερώματα εσηκώθηκε να την αποχαιρετίση πριν ξυπνήση ο αράπης» (σελ. 481). Είχε να τη δει χρόνια, και ο νους του στο φαΐ! Σαν τον δικό μας Καραγκιόζη. Προφανώς για το φτωχό και πεινασμένο ακροατήριο εκείνης της εποχής το φαγητό είχε μεγαλύτερη προτεραιότητα από το σεξ. Τουλάχιστον για τους άνδρες.
Αν είχα και τον δεύτερο τόμο του Galland θα έκανα αντιπαραβολή, για να ξέρω αν είναι μεταφραστικό ατόπημα του κρητικού μεταφραστή. Μπορεί και να είναι του ίδιου του Γκαλάν. Μπορεί όντως έτσι να είναι και στο αραβικό κείμενο. Αλλά ήδη έχω τελειώσει το «Πάρτι και αερομαχίες» του Κανέτι, θέλω να γράψω και γι' αυτό, για το «Χίλιες και μια νύχτες» γράψαμε ήδη πάρα πολλά.
Και μια και αναφερθήκαμε στον Κανέτι, θυμάμαι που γράφει κάπου ότι οι άγγλοι δεν εκφράζουν τα συναισθήματά τους. Εμείς οι νότιοι είμαστε πιο εκδηλωτικοί στην έκφραση των συναισθημάτων μας. Στο ντοκιμαντέρ για τον Κεμάλ που είδα πρόσφατα αναφέρεται πως κάποιες φορές έκλαψε. Και οι ήρωες στο «Χίλιες και μια νύχτες», και όχι μόνο οι γυναίκες, κλαίνε αρκετά συχνά.Το ίδιο και στον Όμηρο.
Και μια τελευταία παρατήρηση στην μεγαλύτερη βιβλιοπαρουσίαση που έγραψα ποτέ.
Αν δεν ήξερα πως είναι γενικό χαρακτηριστικό των παραμυθιών και των λαϊκών αφηγήσεων θα έλεγα ότι πρόκειται για επιρροή της περσικής ζωροαστρικής και μανιχαϊστικής παράδοσης, με την αντίληψη της αέναης πάλης του καλού με το κακό. Οι ήρωες στα παραμύθια της Χαλιμάς είναι είτε κακοί είτε καλοί, ενδιάμεσες αποχρώσεις δεν υπάρχουν. Και, όπως συμβαίνει πάντα στα παραμύθια αλλά λίγες φορές στην πραγματική ζωή, οι καλοί στο τέλος θριαμβεύουν ενώ οι κακοί τιμωρούνται.
Να μην το ξεχάσουμε, αν κάποιοι γεραπετρίτες διαβάσουν αυτές τις γραμμές. Την Πέμπτη 19 Αυγούστου η θεατρική ομάδα του δήμου Ιεράπετρας παρουσιάζει, σε σκηνοθεσία Αλέξανδρου Μαχαιρά το έργο «Κισμέτ. Η Σεχραζάτ και ο χαλίφης Σαχριάρ», ώρα 9.30 στο 3ο δημοτικό σχολείο. Είσοδος 7 ευρώ.

No comments:

Post a Comment