Χριστίνα Χονδρογιάννη, Είναι που δε χωρώ σε ξένα όνειρα, Λιβάνης 1999, σελ. 253.
Κρητικά Επίκαιρα, Σεπτέμβρης 2000
Το Είναι που δε χωρώ σε ξένα όνειρα είναι το πρώτο βιβλίο της Χριστίνας Χονδρογιάννη. Μήνυμα του έργου είναι το φεμινιστικό αξίωμα του αυτοκαθορισμού, της μη υποταγής στο λόγο του άνδρα, το οποίο μόλις στο τέλος θα επιχειρήσει να ακολουθήσει η ηρωίδα. Ως τότε «ζούσε σε ξένα όνειρα», δηλαδή η ζωή της καθοριζόταν από τις προσδοκίες και τις αναμονές των άλλων, από τους δικούς τους στόχους, τις δικές τους αξίες, τις δικές τους επιδιώξεις στη ζωή. Και οι πρώτοι απ’ αυτούς τους άλλους δεν ήταν παρά οι γονείς της, που της επέβαλλαν τις δικές τους επιλογές. Στη συνέχεια έρχονται οι ερωτικοί σύντροφοι, που αποδεικνύονται το ίδιο κτητικοί. Στο τελευταίο συμβολικό επεισόδιο του έργου, η ηρωίδα θα αρνηθεί την επιστροφή στην Αθήνα, χάνοντας το αεροπλάνο, μη θέλοντας να επιστρέψει στα όνειρα των άλλων, γιατί δε χωρά πια σ’ αυτά. Η άρνηση επιστροφής στην Αθήνα είναι η αποφασιστική επιλογή της ρήξης, μετά από μια επώδυνη συνειδητοποίηση, όπως είναι και η φυγή από το σπίτι της Νόρας του Ίψεν, που συνειδητοποιεί και αυτή ότι δεν χωρά στους τέσσερις τοίχους του κουκλόσπιτου που έχτισε ο άνδρας της για να τη φυλακίσει. Για την ηρωίδα της Χονδρογιάννη στα αδιέξοδα του έρωτα υπάρχει πάντα η διέξοδος της φιλίας: Μόνο οι φίλοι, οι αληθινοί φίλοι, όπως ο Στέλιος και ο Ιάσονας, δεν είναι κτητικοί.
Κοντά σ’ αυτούς ανακάλυψα το μεγαλείο της λέξης «φιλία». ..Αυτής της λέξης που σημαίνει πολύ περισσότερα από το περνάω καλά και πίνω τον καφέ μου με κάποιον. Που ’ναι παίρνω το χρόνο ν’ ακούσω την ψυχή του άλλου και να του τη διαβάσω φωναχτά. Που ’ναι ψάχνω τον πόνο του και σκύβω να τον γιατρέψω. Που ’ναι μαντεύω τη χαρά του για να τη στολίσω γιορτινά για να τη χαρεί ακόμα περισσότερο. Που είναι, τελικά, ό,τι είναι κι η ίδια η αγάπη (σελ. 190)
Η αφήγηση της ηρωίδας μεταμορφώνεται συχνά σε ένα ασθματικό εσωτερικό μονόλογο, αποκαλυπτικό της έντασης με την οποία βιώνει τις εμπειρίες της. Λόγος απλός, χωρίς εκζήτηση, αποπνέει μια αίσθηση αυθεντικότητας που κατακτάει αμέσως τον αναγνώστη.
Στο βιογραφικό της συγγραφέως διαβάσαμε ότι η Χριστίνα Χονδρογιάννη γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη και μεγάλωσε στην Αθήνα. Εσείς οι αναγνώστες της στήλης μας, ξέροντας την αρχή των «βιβλιοκρητικών» να παρουσιάζουν κρήτες συγγραφείς, θα αναρωτιέστε πώς και ξεφύγαμε απ’ αυτήν, παρουσιάζοντας μια μη κρητικιά συγγραφέα. Θα καταλάβετε, διαβάζοντας το παρακάτω απόσπασμα.
...από τότε η Κρήτη είναι το «εγώ» πριν από μένα, είναι ο τόπος που πατώ και κλαίω ευτυχισμένη, είναι ό,τι θέλω να είναι η ζωή: φορτωμένή ιστορίες και μύθους, λουσμένη θάλασσα, φως και μύρωδιές, άγρια και μυστήρια, αγνή και ακατανόητη, γεμάτη κρυμμένα ξωκλήσια και ιστορίες παθιασμένες, μ’ ανθρώπους μυστήριους, κουζουλούς, έτοιμους να σ’ αγαπήσούν αν νιώσουν πως βλέπεις κι εσύ τους ίσκιους τους, παθιάζεσαι και κλαις και ψάχνεις, πριν ξανασηκωθείς για να φωνάξεις «ναι ρε, μπορώ!» (σελ. 111).
Η Κρήτη, στην οποία η ηρωίδα καταφεύγει τα σαββατοκύριακα για να πάρει ανάσες ζωής, γίνεται στη συνείδησή της η πραγματική πατρίδα της, και γι αυτό αρνιέται στο τέλος του έργου να πάρει το αεροπλάνο για την Αθήνα και να την εγκαταλείψει.
Γυρνάω, πατρίδα μου, δε φεύγω. Γυρνάω, ψυχή μου, δε σ’ αφήνω πίσω. Μαζί να πίνουμε κρασί στα ταβερνάκια πάνω απ’ τη θάλασσα, μαζί να μας φυσάει ο αέρας του πελάγου στις βόλτες μας στο Κάστρο, μαζί να τριγυρνάμε στα βουνά και να γυρεύουμε τα μυστικά ξωκλήσια, μαζί να ερωτευόμαστε (σελ. 252-3).
Ως βιβλιοκρητικός ένιωσα βαθιά υποχρεωμένος να παρουσιάσω αυτό το βιβλίο που τόσο υμνεί την Κρήτη. Κι εσείς οι αναγνώστες νομίζω δεν έχετε αντίρρηση.
Μας γδέρνουν με τις τιμές των εισιτηρίων, ας είναι τουλάχιστον συνεπείς
Από τους χωριανούς μου είμαι ίσως ο μόνος που «επιμένω λασιθιώτικα», που σημαίνει ταξιδεύω με ΛΑΝΕ. Όλοι σχεδόν προτιμούν τα ηρακλειώτικα πλοία. Όμως θα εκφράσω τα παράπονά μου.
Στο εισιτήριο αναχώρησης γράφει 6.30 από Άγιο Νικόλαο. Εγώ, έχοντας μια επιφύλαξη, επειδή μέχρι τώρα η αναχώρηση ήταν στις 6.00, φεύγω λίγο νωρίτερα, και παρά το ότι πολλές φορές το πλοίο έρχεται με καθυστέρηση από τη Σητεία. Φτάνω με την άνεσή μου 6 παρά πέντε, και στις 6 ακούω από τα μεγάφωνα ότι το πλοίο αναχωρεί αμέσως. Με έλουσε κρύος ιδρώτας. Σκέψου να ξεκινούσα πιο ύστερα και να έχανα το πλοίο.
Ρωτάω στο αμπάρι όπου έχω πάει με το αμάξι μου, πώς να ανέβω για τη ρεσεψιόν. «Από εκείνη την πόρτα», μου λέει ένας του πληρώματος. Πλησιάζω, πού να περάσω. Έστεκε μπροστά όχι ένας κέρβερος, αλλά δυο, θέλω να μπω δυο μεγάλα λυκόσκυλα. «Εγώ δεν το ρισκάρω», λέει ένας μπροστά μου. Κάνω μεταβολή και ψάχνω για άλλη έξοδο. «Από εδώ αλλά γρήγορα, γιατί απαγορεύεται», μου λέει ένα άλλο μέλος του πληρώματος. Ευτυχώς.
Πηγαίνω στη ρεσεψιόν. Τους δείχνω την ώρα στο εισιτήριο. «Πήραν τηλέφωνο από τα πρακτορεία για να ενημερώσουν για την αλλαγή». «Μα εμένα δεν με πήραν», απαντάω. «Τότε να ζητήσεις ευθύνες από το πρακτορείο». «Μα ήταν το κεντρικό». «Για να δω». Δείχνω το εισιτήριο. «Εδώ δεν γράφει ΛΑΝΕ, αλλά Sealines». «Πώς γίνεται, αφού η διεύθυνση είναι η ίδια;». «Ξέρω εγώ;» «Τέλος πάντων, μια και σίγουρα δεν θα πήραν και άλλους να τους ενημερώσουν, δεν το καθυστερείτε μέχρι τις 6.30;»
Το πλοίο έφυγε τελικά στις 6 και τέταρτο. Σίγουρα θα υπήρξαν κάποιοι που ήλθαν αργότερα. Το να τους επιστρέψουν τα χρήματα νομίζω είναι πολύ μικρή αποζημίωση. Και το να καταφύγεις στη δικαιοσύνη έχει αμφίβολα αποτελέσματα, μια και έχουν φροντίσει να «κρατήσουν πισινή», γράφοντας στο εισιτήριο ότι το αυτοκίνητο πρέπει να βρίσκεται στο λιμάνι μια ώρα πριν τον απόπλου, και οι επιβάτες μισή, και που βέβαια η οδηγία αυτή στόχο έχει να αποφευχθεί ο συνωστισμός της τελευταίας στιγμής, και όχι για να μπορεί να φεύγει το πλοίο οπότε του καπνίσει. Πάντως ένα τέτοιο ακόμη επεισόδιο και θα το ξανασκεφτώ, αν πρέπει να «σκέφτομαι λασιθιώτικα».
No comments:
Post a Comment