Γιάννη Ζουγλάκη, Βαϊνιά, νοσταλγική διαδρομή στο χρόνο, Αθήνα 2004.
Παρουσίαση του βιβλίου στην Παγκρήτια Ένωση την Δευτέρα 21 Μαρτίου 2005.
Κρητικά Επίκαιρα, Απρίλης 2005
Πριν μιλήσουμε για τη «Βαϊνιά» του Γιάννη Ζουγλάκη, θα ήθελα να σταθώ λίγο στον υπότιτλο του βιβλίου: «Νοσταλγική διαδρομή στο χρόνο». Ο υπότιτλος αυτός τοποθετεί το γενικότερο συγκείμενο μέσα στο οποίο γράφηκε το έργο, ένα συγκείμενο ίδιο για πάρα πολλά έργα με ανάλογο περιεχόμενο που γράφονται απανταχού της Ελλάδος.
Ποιο είναι αυτό το συγκείμενο:
Είναι οι γρήγορες εξελίξεις που συντελέσθηκαν στις τελευταίες δεκαετίες στον ελλαδικό χώρο, που δημιούργησαν μια μίνι παγκοσμιοποίηση σε ελλαδική κλίμακα. Η αστυφιλία γίνεται πιο έντονη, σε μια χώρα με απίστευτο υδροκεφαλισμό, όπου η πρωτεύουσα συγκεντρώνει σχεδόν το μισό του πληθυσμού της. Η τηλεόραση παίζει ένα καταλυτικό ρόλο στην πολιτισμική ομογενοποίηση, και οι ιδιαιτερότητες της επαρχίας σε λίγες δεκαετίες θα έχουν γίνει μουσειακό φολκλόρ. Η Κρήτη αντιστέκεται γενναία. Όμως δεν ξέρουμε πόσο θα κρατήσει. Η μουσική και ο χορός καλά κρατούν, τι γίνεται όμως με έθιμα όπως ο Κλύδωνας ή τα κάλαντα; Αναρωτιέμαι, τραγουδιούνται ακόμη τα κάλαντα της μεγάλης Παρασκευής, των φώτων ή του Λαζάρου, κάλαντα που είπα πολλές φορές όταν ήμουν μικρός, και τα βρήκα με μεγάλη συγκίνηση στο βιβλίο αυτό του Ζουγλάκη; Στην Αθήνα, όλοι μας το ξέρουμε, τα μόνα κάλαντα που λένε τα παιδιά είναι των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς. Φαντάζομαι το ίδιο θα γίνεται και στην Κρήτη. Είναι αρκετά χρόνια που κατεβαίνω στην Κρήτη το Πάσχα και τα παραπάνω κάλαντα δεν τα άκουσα ποτέ.
Είμαστε στην Αθήνα, αλλά όλοι μας έχουμε την αίσθηση του εξόριστου, νιώθουμε σαν Κρητικοί της διασποράς, με το αίσθημα της νοσταλγίας όλο και πιο έντονο μέσα μας. Όλοι μας κάνουμε όνειρα επιστροφής όταν γίνουμε συνταξιούχοι, και εν τω μεταξύ ονειρευόμαστε τις καλοκαιρινές μας διακοπές.
Θα μου επιτρέψετε να σας πω το παρακάτω πραγματικό ανέκδοτο. Τα κρητικά ανέκδοτα, το ξέρετε άλλωστε, δεν είναι αποκυήματα φαντασίας, είναι γεγονότα. Συνέβη πρόπερσι.
Ρωτάει κάποιος ένα κρητικό, πού πήγε διακοπές.
-Άστα μωρέ, δεν έκανα διακοπές φέτος.
-Καλά, όλο το καλοκαίρι στην Αθήνα την έβγαλες;
-Όχι, πήγα στη Χαλκιδική, έχω εκεί ένα κολλητό μου που με κάλεσε γι δυο βδομάδες. Περάσαμε υπέροχα.
-Αλλού πήγες;
-Πήγαμε και στη Ζάκυνθο από όπου είναι ο κουμπάρος μου, κάτσαμε δέκα μέρες, καλά περάσαμε.
-Καλά ρε συ, πήγες Χαλκιδική, πήγες Ζάκυνθο, και ύστερα μου λες ότι δεν έκανες διακοπές;
-Να μωρέ, δεν πήγα στην Κρήτη.
Και ενώ η νοσταλγία στο χώρο πάντα βρίσκει ικανοποίηση, η νοσταλγία στο χρόνο είναι καταδικασμένη να ικανοποιείται με υποκατάστατα, όπως με το να συζητάμε με τους φίλους μας για τα παιδικά μας χρόνια. Οι παιδικές αναμνήσεις βρίσκονται πάντα στα γιορταστικά τραπέζια. Και κάποιοι, που το μεράκι μας ταλανίζει περισσότερο, πιάνουμε χαρτί και μολύβι και καθόμαστε και γράφουμε.
Είμαστε πολλοί. Το δικό μου βιβλίο για το χωριό μου, το Κάτω Χωριό, το έγραψα πριν 15 χρόνια. Είχε μια κοινωνιο-ανθρωπολογική οπτική. Στα Κρητικά Επίκαιρα όπου κρατάω μια στήλη βιβλιοκριτικής καταφτάνουν συνεχώς ανάλογα βιβλία. Μπορώ να το πω με το χέρι στην καρδιά, το βιβλίο του Γιάννη Ζουγλάκη είναι η πιο εμπεριστατωμένη μελέτη που έχω διαβάσει ποτέ για κάποιο τόπο.
Ας κάνουμε κι εμείς μια σύντομη διαδρομή μέσα στις σελίδες του.
Στο πρώτο κεφάλαιο παρουσιάζονται οι διαδοχικές ονομασίες. Το όνομα Γιαννίτσι το θυμάμαι κι εγώ στα παιδικά μου χρόνια. Με έκπληξη διάβασα ότι δεν προέρχεται από το Γενίτσαρος αλλά είναι ενετικό τοπωνύμιο, Gianizi. Όταν το διάβασα θυμήθηκα έναν από τους αστέρες της ροκ στα εφηβικά μου χρόνια, τον Giani Morandi.
Στη συνέχεια έχουμε γεωγραφικές και δημογραφικές πληροφορίες. Και είδα με χαρά την ανοδική τάση του πληθυσμού, σε αντίθεση με το δικό μου, το Κάτω Χωριό, που έχει πάρει κανονικά την πληθυσμιακή κατηφόρα. Μου έκανε εντύπωση και ο πίνακας με τις οικογένειες που έμεναν στη Βαϊνιά την περίοδο 1945-1955, όπου αναγράφεται το όνομα του άντρα, το όνομα της συζύγου, το γένος της, ο τόπος γέννησης και των δυο, ο αριθμός των παιδιών και η θέση κατοικίας σε χάρτη του χωριού.
Με βάση τις επαγγελματικές δραστηριότητες παρατίθενται πολύτιμα λαογραφικά στοιχεία, ονόματα εργαλείων που σήμερα είναι σε αχρηστία όπως ο χερόμυλος, το χαβάνι, ο αργαλειός, κλπ. Πιο κάτω παρατίθενται και άλλα σύνεργα που τώρα μόνο στο λαογραφικό μουσείο της Βαϊνιάς μπορεί να τα βρει κανείς. Ας είναι καλά η φίλη μου η Ελένη η Ροβυθάκη, και όλα βέβαια τα μέλη και των δύο συλλόγων που βοήθησαν στη δημιουργία του, και προπαντός βέβαια οι ίδιοι οι βαϊνιώτες και οι βαϊνιώτισες, που δεν τα πούλησαν στους γύφτους αλλά τα δώρισαν στο μουσείο. Για τη φάμπρικα και το ασβεστοκάμινο ο Ζουγλάκης κάνει λεπτομερείς περιγραφές, και δίνει επίσης ακριβή συνταγή για το πώς γινόταν το σαπούνι.
Ο Ζουγλάκης γράφει ότι οι Βαϊνιώτισες ήταν καλές μαγείρισσες, και φέρνει μάλιστα σαν παράδειγμα τη μαντινάδα
«Γιαννιτσανή μαγείρεψε,
Κεντριανή μου στρώσε
Και συ Γεραπετρίτισα
Στς αγκάλες σου με χώσε»
Εδώ ο φίλτατος Ζουγλάκης θα μου επιτρέψει να διαφωνήσω με το νόημα της μαντινάδας. Ο δημιουργός της ήθελε μάλλον να παινέψει τις αγκάλες της γεραπετρίτισας και όχι τόσο τη μαγειρική της γιαννιτσανής. Αυτό βέβαια δεν αναιρεί το γεγονός ότι για να το γράψει, σημαίνει ότι σίγουρα οι γιαννιτσανές είχαν τη φήμη ότι ήταν καλές μαγείρισσες.
Η περιδιάβαση στα πέριξ του χωριού και μέσα στο χωριό είναι εξονυχιστική, με ένα σωρό τοπωνύμια να παρελαύνουν στις σελίδες του βιβλίου.
Με συγκίνηση διάβασα για την Αφροδίτη, την πρώτη φεμινίστρια όπως την αποκαλεί, πράγματα που αγνοούσα. Τη θυμάμαι πολύ καλά, γιατί η γιαγιά μου ήταν από το Κεντρί. Όταν τη γνώρισα, ήταν ήδη σταφυδιασμένη γριά. Και δεν μπορούσα να το χωνέψω, αργότερα στο σχολειό, όταν έμαθα ότι η Αφροδίτη ήταν η θεά της ομορφιάς. Κάθε φορά που διάβαζα το όνομα Αφροδίτη σε βιβλία της ιστορίας ή της μυθολογίας το μυαλό μου πήγαινε σ’ αυτήν. Να ήταν άραγε όμορφη στα νιάτα της, όπως η Αφροδίτη της Μήλου;
Από τις πιο ενδιαφέρουσες σελίδες είναι αυτές που αναφέρονται στα ξωκλήσια. Και εμείς οι μη βαϊνιώτες έχουμε αναμνήσεις κάποιων απ’ αυτά.
Το ίδιο ενδιαφέρουσες είναι και οι σελίδες που αναφέρονται σε διάφορες εκδηλώσεις του χωριού όπως ο γάμος. Στην αμοιβαία έλξη ο Ζουγλάκης αφιερώνει λίγες μόνο γραμμές, στο προξενιό περισσότερες και στη κλεψά πάρα πολλές. Αναφέρεται επίσης και για τα τεχνάσματα παγίδευσης του αρσενικού. «Αν δεν κάνω λάθος», γράφει, «η μέθοδος αυτή λεγόταν ‘μάντρωμα’ του γαμπρού και ήταν αλάνθαστη. Ίσως πράγματι να κάνει λάθος, εγώ την ξέρω σαν «μάντρισμα». Θυμάμαι τη μάνα μου που μου έλεγε συχνά όταν ήμουν φοιτητής: «Το νου σου κακομοίρη μου μη σε μαντρίσουνε». Ένας συμμαθητής μου, θεός σχωρέστον, μας έφυγε νωρίς, παντρεύτηκε μ’ αυτό τον τρόπο.
Ο Ζουγλάκης παραθέτει επίσης τραγούδια του γαμπρού και της νύφης. Εδώ θα ήθελα να προσθέσω ότι λαογραφικό ενδιαφέρον έχουν και τα άσεμνα, που όμως για ευνόητους λόγους δεν παρατίθενται, προς μεγάλη λύπη των λαογράφων του μέλλοντος που θα εντρυφήσουν στο βιβλίο του προσπαθώντας να ανασυνθέσουν την εικόνα μιας εποχής. Το ίδιο θα έλεγα και για τις άσεμνες παραλλαγές και προσθήκες που κάναμε πιτσιρικάδες στα εκκλησιαστικά άσματα, τα οποία παραθέτει πιο κάτω.
Το δωδέκατο κεφάλαιο που αναφέρεται στις λαϊκές ιατροφαρμακευτικές φροντίδες είναι ένας θησαυρός λαϊκής ιατρικής. Θα πρέπει να αποθησαυριστεί σύντομα από τους ειδικούς, σήμερα κυρίως που έχει διαπιστωθεί ότι η πολυφαρμακία και τα φαρμακευτικά σκευάσματα των φαρμακευτικών εταιρειών έχουν αρκετές παρενέργειες. Πολλοί είναι εκείνοι που αρχίζουν να ενδιαφέρονται για εναλλακτικές μορφές θεραπείας, και κυρίως αυτές της παραδοσιακής ιατρικής της υπαίθρου, που στηρίζεται κατά βάση στη βοτανοθεραπεία.
Από τις πιο συγκινητικές σελίδες για όλους μας είναι αυτές που αναφέρονται στα παιδικά παιχνίδια. Η παιδική μας ηλικία που την περάσαμε στην Κρήτη είναι συνυφασμένη μ’ αυτά. Κάποτε θα πρέπει να συγκεντρωθεί όλο το σχετικό υλικό και να εκδοθεί συλλογικά. Ένα από τα πρώτα κείμενα που έχει γράψει ο συμπατριώτης μας καθηγητής γλωσσολογίας Χριστόφορος Χαραλαμπάκης αναφέρεται στα παιδικά παιχνίδια. Και εμένα ένα μεγάλο μέρος μιας αυτοβιογραφίας μου που την έγραψα όταν ήμουν 20 χρονών αναφέρεται επίσης στα παιδικά παιχνίδια.
Συγκινητικές είναι οι σελίδες οι αφιερωμένες στους Αξέχαστους, σε εκείνους που έδωσαν τη ζωή τους για τη λευτεριά μας. Και δεν είναι και λίγοι.
Το βιβλίο κλείνει με λαϊκές παροιμίες, 38 ολόκληρες σελίδες, χαρακτηριστικές φράσεις, άλλες 30, κάλαντα, 14 σελίδες, και καταλήγει με καταρολόγια, ευχολόγια, μοιρολόγια, 5 σελίδες. Πριν τον επίλογο παραθέτει ένα σατιρικό, που αξίζει να το διαβάσουμε.
Άνθρωπος όταν γεννάται
Σαν το πωρικό λογάται
Εις τα 10 μεγαλώνει
Και τον κόσμο καμαρώνει
Στα 20 είναι γλεντιστής
Και καλός τραγουδιστής.
Στα 30 ανδρειωμένος
Και στον κόσμο ξακουσμένος
Στα 40 ανθεί και δένει
Και το σπίτι κατασταίνει
Στα 50 για βουλή,
Αν έχει κεφαλή καλή
Στα 60 καμπουρώνει
Και τη βέργα ανεμαζώνει.
Στα 70 σύρνεται
Και ορνιθομυαλίζεται.
Στα 80 δε φελά,
Μόνο το ψωμί χαλά.
Στα 90 κι οι δικοί του
Ξεβαριούνται τη ζωή του.
Θέ μου μην τονε φτάξεις στα 100
Γιατί δεν τονε νταγιαντούμε μπλιο.
Αν αληθεύει αυτό το τελευταίο, πρέπει να πούμε ότι δεν φταίει ο εκατοχρονίτης αλλά οι δικοί του που κάθε φορά στη γιορτή του του ευχόντουσαν «να τα εκατοστήσεις». Ε, λοιπόν τα εκατόστησε, τι παραπονούνται τώρα.
Θα κλείσω την παρουσίαση αυτή δίνοντας το λόγο στον ίδιο το Ζουγλάκη, σε μια από τις ωραιότερες σελίδες του βιβλίου:
Φίλε πεζοπόρε ή φυσιολάτρη, κάλεσε τους φίλους και τις φίλες σου, σε μέρες που σας ενδιαφέρουν. Φορέσετε τα τρακτερωτά σας άρβυλα, πάρετε καλού κακού και από μια κατσούνα (γκλίτσα), ίσως σας χρειαστεί και ανηφορίσετε, με φιλικά αισθήματα, όχι σαν εχθροί, στις πλαγιές του τόπου μας και τόπου σας. Μην πάρετε τον δρόμο μονορούφι. Ανηφορίζοντας να κοντοστέκεστε, να κοιτάζετε πίσω και να αγναντεύετε με ηρεμία και θαυμασμό την απεραντοσύνη. Αναπνεύσετε βαθιά το μυροβόλο αεράκι, γιατί μην ξεχνάτε ότι βρίσκεστε στο σταυροδρόμι του βουνίσιου, του θαλασσινού και του καμπίσιου αέρα. Αφουκραστείτε τα παράπονα της φύσης για αδιαφορία, περιφρόνηση, εγκατάλειψη και αστοργία. Αξίζει τον κόπο να στέκεστε που και που κάτω από κάποιο ημερόδενδρο ή αγριόδενδρο ή και κάτω από κάποιο φυσικό υπόστεγο κάποιου βράχου. Στο διάβα σας ίσως συναντήσετε καμιά χαρουπιά, που πρόσχαρα θα σας φιλοξενήσει στο μικρό φυσικό ζαχαροπλαστείο της. Δοκιμάστε το μελωμένο ξερακιανό καρπό της, αν είναι η εποχή. Μην την περιφρονήσετε. Πάρετε στα σοβαρά το μήνυμά της, ότι άμα θέλουμε, μπορούμε όπως αυτή, να προσφέρουμε χωρίς να μας προσφέρουν. Αν βρεθείτε στου Παπλινού, καθίστε στη μικρή αυτή όαση για να ξαποστάσετε. Κολατσίσετε το λιτό φαγητό σας παρέα με τα αγριοπούλια και τα άλλα δημιουργήματα και προσοχή! ΣΕΒΑΣΜΟΣ! Μην ξεχνάτε πως είστε φιλοξενούμενοι.
Το έργο του Ζουγλάκη είναι έργο ζωής. Δεν ήταν ανάγκη να μου το πει ο φίλτατος ο Νίκος ο Σπυριδάκης, φαίνεται από το βιβλίο. Η συλλογή αυτού του υλικού μέσα στις 368 σελίδες του είναι προϊόν μακράς, υπομονετικής και εξαντλητικής έρευνας. Αποτελεί ένα πλούσιο υλικό για τον λαογράφο και τον ιστορικό του μέλλοντος, αλλά προπαντός ένα οδοιπορικό στο χρόνο που κάνει γλυκιά τη νοσταλγία μας για μια εποχή που πέρασε τόσο γρήγορα. Τη νοσταλγία αυτή τη νιώθουν οι σημερινές γενιές πιο έντονα από ότι οι προηγούμενες, γιατί στα τελευταία πενήντα χρόνια οι αλλαγές που συντελέστηκαν ήταν τόσο μεγάλης έκτασης, όσο ποτέ άλλωστε στην ιστορία μας. Οι πατεράδες μας χρησιμοποιούσαν για παράδειγμα το γαϊδούρι για τις μεταφορές τους όπως και οι παππούδες, οι προπαππούδες και ούτω καθεξής μέχρι τα βάθη της ιστορίας. Τα παιδιά τους χρησιμοποιούν τα αγροτικά. Οι πατεράδες μας χρησιμοποιούσαν το αλέτρι και τα ζώα για το όργωμα, όπως και οι δικοί τους πατεράδες. Σήμερα έχουμε τα τρακτέρ. Αναφέρω μόνο αυτά τα δυο χαρακτηριστικά παραδείγματα για να υπογραμμίσω το μέγεθος των αλλαγών. Έτσι είναι φυσικό η νοσταλγία μας για ένα κόσμο που πέρασε ανεπιστρεπτί να είναι πιο έντονη. Και πρέπει ένα μεγάλο εύγε στον Ζουγλάκη που μας τον παρουσιάζει τόσο ανάγλυφα στο εξαίρετο αυτό βιβλίο του.
Μπάμπης Δερμιτζάκης
Υστερόγραφο: Αυτά που είπε από τη μεριά του ο συγγραφέας στην παρουσίαση του βιβλίου του ήταν εξαίρετα. Θα σημειώσω μόνο δυο ανέκδοτα που μου έκαναν μεγάλη εντύπωση, και πρέπει να μείνουν σαν παρακαταθήκη για τους νέους.
Το πρώτο: ένας Βαϊνιώτης έλεγε το εξής. «Και το γάιδαρό σου να μάθεις γράμματα, έχει διαφορά».
Το δεύτερο: Μια αγράμματη Βαϊνιώτισα έβαζε τους γείτονές της να της διαβάζουν τα γράμματα του γιου της που ήταν στο στρατό. Κάποτε αρρώστησε και της το έγραψε, ο γείτονας όμως που της διάβασε το γράμμα το απέκρυψε. Τελικά βέβαια το έμαθε και καταστενοχωρήθηκε. Και έδωσε βαριά κατάρα σε όσους γονιούς δεν στέλνουν τα παιδιά τους να μάθουν γράμματα.
No comments:
Post a Comment