Νίκος Καζαντζάκης, Ο τελευταίος πειρασμός
Όπως διαβάζοντας την «Επιστροφή» της Victoria Hislop μπήκα στον πειρασμό να ξαναδιαβάσω το «Για ποιον κτυπά η καμπάνα», έτσι και τώρα, μετά από ένα μόλις μήνα, διαβάζοντας το «Κατά Ιησού ευαγγέλιο» του Σαραμάγκου μπήκα στον πειρασμό να ξαναδιαβάσω τον «Τελευταίο πειρασμό». Αν και ο πειρασμός αυτός να τον ξαναδιαβάσω μπορεί να μην είναι ο τελευταίος, μπορεί στα γεράματα (αν φτάσουμε) να τον ξαναδιαβάσω για τέταρτη; ή πέμπτη; φορά, δεν θυμάμαι. Αν και τελικά αυτό δεν ήταν παρά μια ευκαιρία να εκπληρώσω την υπόσχεση που έχω δώσει, εδώ και είκοσι χρόνια, στον εαυτό μου, να ξαναδιαβάσω τα μυθιστορήματα του Καζαντζάκη. Μόνο τον Αλέξη Ζορμπά διάβασα, και το κείμενο που έγραψα δημοσιεύτηκε στα Κρητικά Επίκαιρα τον Φλεβάρη του 1992.
Ο Καζαντζάκης με τα μυθιστορήματά του εγκαταλείπει τις ιστορικές προσωπικότητες που πρωταγωνιστούν στις τραγωδίες του. Τώρα οι ήρωες των έργων του δεν είναι «ήρωες», είναι καθημερινοί άνθρωποι, με ξεχωριστά όμως χαρακτηριστικά. Μπορεί στον «Αλέξη Ζορμπά» να έχει ένα ζωντανό πρότυπο, τον Γιώργη Ζορμπά, και στον «Καπετάν Μιχάλη» τον παππού του τον Καπετάνιο, όμως στο «Χριστός ξανασταυρώνεται» για τον ήρωά του, τον Μανωλιό, μάλλον δεν έχει συγκεκριμένο πρότυπο.
Όμως δεν ικανοποιείται. Στα δυο τελευταία του μυθιστορήματα καταφεύγει πάλι στις ιστορικές προσωπικότητες, τον Ιησού στον «Τελευταίο πειρασμό» και τον άγιο Φραγκίσκο στον «Φτωχούλη του θεού». Στην «Αναφορά στον Γκρέκο» γράφει: «Σ’ όλη μου τη ζωή ήμουν κυριεμένος από τις μεγάλες ηρωικές ψυχές» (σελ. 190).
Οι καθημερινοί άνθρωποι τον Καζαντζάκη τον απωθούν. «Τα μουντά, αγελαδίσια πρόσωπα των δυο μουζίκων» (394) γράφει στην Αναφορά. Με ανάλογες λέξεις, με αρνητικές συνδηλώσεις, περιγράφει τους καθημερινούς ανθρώπους. Εξαίρεση αποτελούν οι κρητικοί, και μάλιστα οι ορεσίβιοι βοσκοί. Για τους υπόλοιπους είναι συνήθως αμείλικτος.
Ο Σαραμάγκου σαρκάζει γενικά τη θρησκεία, ενώ ο Καζαντζάκης σαρκάζει τον καθημερινό άνθρωπο που ακόμη και στις πιο υψηλές του πράξεις δεν κινείται από ένα όραμα αλλά από το συμφέρον. Τους καθημερινούς ανθρώπους σατιρίζει ο Καζαντζάκης στο πρόσωπο των μαθητών του Χριστού. «…κι ο πονηρός Θωμάς, που καμώθηκε κι αυτός το μαθητή, για να φάει» (σελ. 207). Αργότερα βέβαια έγινε και ο Θωμάς μαθητής του. Γιατί όμως;
«Κι ο Θωμάς είχε σηκώσει τη ζυγαριά στο νου του, ζύγιαζε∙ στο ένα παλάγγι έβαλε τις πραμάτειες του, στο άλλο τη βασιλεία των ουρανών∙ έπαιξαν κάμποση ώρα τα παλάγγια, τέλος σταμάτησαν∙ πιο βαριά η βασιλεία των ουρανών, συφερτικιά δουλειά, δίνω πέντε, μπορεί να κερδίσω χίλια, ομπρός λοιπόν, στ’ όνομα του θεού!» (σελ. 337).
Παρακάτω μιλάει ο Φίλιππος, που προσπαθεί να πείσει τον Ναθαναήλ να ακολουθήσει κι αυτός τον Ιησού.
«Γρήγορα θα καθίσει στο θρόνο της Οικουμένης, κι εμείς, όσοι είχαμε την εξυπνάδα να πάμε μαζί του, θα μοιραστούμε τ’ αξιώματα κα τα πλούτη» (σελ. 349).
Και η γριά Σαλώμη:
«Τώρα που θ’ ανέβεις στο θρόνο, παιδί μου, να βάλεις δεξά σου τον Ιωάννη, ζερβά σου τον Ιάκωβο, τους γιους μου» (σελ. 407).
Πιο κάτω, ο Θωμάς τα λέει όξω από τα δόντια στους υπόλοιπους μαθητές:
«…κάναμε μιαν επιχείρηση, βάλαμε τα καπιτάλια μας όλα∙ ναι, εμπόριο, τι με αγριοκοιτάτε; Εμπόριο μαθές κάναμε, δίνε μου να σου δίνω∙ εγώ έδωκα τις πραμάτειες μου, τα χτένια, τις κουβαρίστρες, τα καθρεφτάκια, για να πάρω τη βασιλεία των ουρανών∙ το ίδιο κι εσείς∙ άλλος τη βάρκα του, άλλος τα πρόβατα, άλλος το χουζούρι του∙ και τώρα πήγε η δουλειά κατά διαόλου, μουφλουσέψαμε, παν στο διάολο τα καπιτάλια μας, βάρδα μη χάσουμε και τη ζωή μας∙ Τι συμβουλή δίνω λοιπόν; που φύγει φύγει!» (σελ. 456).
Με περιφρόνηση αντιμετωπίζει λοιπόν ο Καζαντζάκης τον καθημερινό άνθρωπο, ενώ τον ήρωα με θαυμασμό.
Όμως οι ήρωες ιστορικά ήταν στρατευμένοι. Αγωνίζουνταν για μια μεγάλη ιδέα. Ο Καζαντζάκης δεν στρατεύτηκε σε καμιάν ιδέα, παρόλο που φλερτάρισε με αρκετές. Όπως θα ’λεγε και ο Καβάφης, δεν έχει σημασία η Ιθάκη, σημασία έχει ο αγώνας να φτάσει κανείς σ’ αυτήν. Αγώνας λοιπόν, όχι παραίτηση. Έτσι ο αγώνας γίνεται αυτοσκοπός. Όταν κατακτήσεις ένα στόχο, να βάζεις αμέσως έναν άλλο. Την ιδέα αυτή την εικονογραφεί με τη μεταφορά της συνεχώς μετακινούμενης κορφής.
Ο Καζαντζάκης στην «Αναφορά στον Γκρέκο» (την ξαναδιαβάζουμε κι αυτή, τώρα που πήραμε φόρα) λέει ότι προσπαθεί να συμφιλιώσει μέσα του τις δυο πλευρές των προγόνων του, του καπετάνιου παππού του από την πλευρά του πατέρα του, του φιλόπονου αγρότη παππού από τη μεριά της μητέρας του. Υπάρχουν κι άλλες αντιθέσεις που προσπαθεί να συμφιλιώσει μέσα του, που εμείς θα τις τοποθετούσαμε στο παραδειγματικό δίπολο συμβιβασμός/ μη συμβιβασμός, στη βάση του οποίου πραγματευτήκαμε τα έργα κάποιων συγγραφέων στο διδακτορικό μας. Στο παραδειγματικό άξονα του συμβιβασμού τοποθετούμε τον απλό άνθρωπο, στον παραδειγματικό άξονα του μη συμβιβασμού τον ήρωα. Στον παραδειγματικό άξονα του συμβιβασμού τοποθετούμε τη σάρκα, στον παραδειγματικό άξονα του μη συμβιβασμού το πνεύμα. Η προσπάθεια που κάνει στον Ζορμπά να τα φιλιώσει αποτυγχάνει, αναδεικνύοντας όμως το μυθιστόρημα που γνώρισε παγκόσμια επιτυχία. Για πρώτη – και τελευταία - φορά θα θαυμάσει τον γυναικά, ενώ οι περισσότεροι από τους άλλους ήρωές του, αν δεν είναι παρθένοι, κάποια στιγμή, σαν ερημίτες, απομακρύνονται από τις σαρκικές ηδονές. Στον «Τελευταίο πειρασμό» ο Καζαντζάκης δεν κάνει έρωτα με την Μαγδαληνή, η οποία τον αγαπά και σύρθηκε στην πορνεία επειδή δεν βρήκε ανταπόκριση στον έρωτά της, ενώ ο Ιησούς του Σαραμάγκου ζει με τη Μαρία τη Μαγδαληνή σαν ζευγάρι. Ο «καλαμαράς», στα υπόλοιπα έργα του, γυρίζει την πλάτη στον Ζορμπά.
Αφηγηματικά το έργο είναι πολύ ευρηματικό. Το δίπολο συμβιβασμού/ μη συμβιβασμού προβάλλει χαρακτηριστικά στο όραμα που είδε στο σταυρό ο Ιησούς πριν ξεψυχήσει, ότι δηλαδή είχε εγκαταλείψει τον αγώνα του να σώσει τον κόσμο, είχε παντρευτεί την Μαγδαληνή και είχε κάνει παιδιά, όραμα που εκτείνεται σε αρκετές σελίδες. Στο τέλος του οράματος μαζεύονται οι παλιοί μαθητές του και τον κατηγορούν για την προδοσία.
Όπως έκανα και με το «Για πιο κτυπά η καμπάνα», ξαναείδα, τουλάχιστον για τρίτη φορά, το έργο του Σκορσέζε. Δεν συμβαίνει συχνά μια κινηματογραφική μεταφορά να συναγωνιστεί επάξια το μυθιστόρημα, όμως ο Σκορσέζε το κατάφερε.
Και, οι ρίζες της σύμπτωσης πάλι. Έχω μόλις τελειώσει το μυθιστόρημα και ψάχνω στο διαδίκτυο κάτι για τον Μάρκες. Βρίσκω ένα άρθρο που μου φάνηκε ενδιαφέρον και άρχισα να το διαβάζω. Ήδη μετά από λίγες γραμμές πέφτω στο παρακάτω:
«…the three of us (ο δημοσιογράφος και το ζευγάρι Μάρκες) sat around talking in a corner of their vast living room. Several dozen videotapes -- Martin Scorsese's The Last Temptation of Christ was on top of the pile -- were stacked next to a TV».
Στις τελευταίες σκηνές ο Σκορσέζε ήταν υπέροχος. Βλέποντάς τις ένοιωθα τα μάτια μου να βουρκώνουν. Όπως γίνεται και με τις εθνικές εορτές, η τελετουργική αναπαράσταση κάθε χρόνο των παθών του Χριστού έχει αμβλύνει την αίσθηση του πόσο πραγματικά πρέπει να υπόφερε ο Ιησούς πάνω στον σταυρό ώστε να φτάσει στο σημείο να πει -Θεέ μου, θεέ μου, γιατί με εγκατέλειψες; Στο έργο όμως πραγματικά το νοιώθεις.
Το 1988, όταν παίχτηκε το έργο, ήμουν στο 61ο Λύκειο στην Γκράβα. Συγκλονισμένος ακόμη από την ταινία, πήρα το βιβλίο στο σχολείο και διάβασα τις δυο τελευταίες σελίδες στους μαθητές μου. Ένοιωθα να μου κόβεται η αναπνοή, από λυγμούς που ήταν έτοιμοι να βγουν από το λαιμό μου. Με φοβερή προσπάθεια κατάφερα να τελειώσω το κείμενο.
Ο Σκορσέζε σε γενικές γραμμές είναι πιστός στο κείμενο, αν και ο σεναριογράφος του, ο Paul Schrader, έγραψε και δικούς του διαλόγους. Η μεταφορά στον κινηματογράφο έχει ανάλογα προβλήματα με τη δραματοποίηση στο θέατρο. Δεν μπορεί να είναι απόλυτα πιστή, κυρίως για λόγους καθαρά τεχνικούς, που δημιουργεί πρώτα απ’ όλα η έκταση του έργου, οπότε πρέπει να γίνουν αναγκαστικά περικοπές για να χωρέσει η ταινία ή το θεατρικό έργο στο δίωρο που διαρκεί συνήθως μια παράσταση. Σε ένα από τα σημεία που ο Σκορσέζε δεν έμεινε πιστός στο έργο του Καζαντζάκη ήταν στο πρόσωπο του πειρασμού. Ο Σκορσέζε αντικατέστησε το αραπόπουλο που εκπροσωπεί τον πειρασμό με ένα χαριτωμένο κοριτσάκι, χωρίς εμφανή λόγο. Μπορεί να σκέφτηκε ότι αυτό θα άρεσε περισσότερο στο κοινό. Ο Παζολίνι στο «Χίλιες και μια νύχτες» έβαλε σαν πρωταγωνιστή ένα αραπόπουλο, χωρίς να υποχρεώνεται από το κείμενο. Ίσως γιατί έκανε το έργο πιο εξωτικό.
Η γλώσσα του Καζαντζάκη μπορεί να θεωρηθεί εξεζητημένη, αλλά δεν είναι. Διαβάζοντας το έργο με τις κρητικές λέξεις ήταν σαν να άκουγα τον πατέρα μου και τη μητέρα μου να μιλούν. Βρήκα περισσότερες κρητικές λέξεις εδώ από ό, τι στο «Χίλιες και μια νύχτες», στην ενετική έκδοση του 1790 που την έκανε ένας κρητικός και που παρουσιάσαμε στο blog μας το καλοκαίρι. Ο Καζαντζάκης δεν έχει πάθος με τη γλώσσα (σε αυτό διαφέρει από τους νεοηθογράφους κρητικούς που προσπαθούν να αναπαραστήσουν ακριβώς το κρητικό ιδίωμα στην προφορά του) αλλά με τις λέξεις. Λέξεις που είναι φορτισμένες με νοήματα και συναισθήματα, λέξεις που άκουγε και έλεγε στην παιδική του ηλικία. Αλλιώς δεν θα είχε νόημα να γράφει κάθε τρεις και μια τη λέξη «μαθές», που εγώ δεν την άκουσα ποτέ μου παιδί και ρώτησα τους γονείς μου για τη σημασία της, όταν την συνάντησα στον Καζαντζάκη. Μου είπαν ότι σημαίνει κάτι σαν βέβαια, σίγουρα, αλλά δεν μου κόλλαγε ιδιαίτερα. Ό, τι και να σημαίνει πάντως την χρησιμοποιούσαν όπως σήμερα κάποιοι χρησιμοποιούν το «που λες» ή το «να πούμε».
Ο Καζαντζάκης αρέσκεται επίσης στη χρήση σύνθετων λέξεων, όπως συνηθίζεται στην κρητική λαϊκή παράδοση.
Ας παραθέσουμε μια χαρακτηριστική παράγραφο, όπου βρίσκονται σε πυκνότητα.
«Προσδιάβηκε βιαστικός τις μανταλωμένες πόρτες, βγήκε στα κηποπέρβολα, κινούσαν κιόλα να τιτυβίζουν τα πρώτα πρώτα κελαηδοπούλια∙» (σελ. 73).
Με συγκίνηση συνάντησα λέξεις και φράσεις που τις είχα από χρόνια ξεχασμένες, όπως «παρακατσεύω» (παραφυλάσσω), μοσκοκούζουλο, έχει το χάζι του, πανωλαδιά («όταν βγήκα από τον Ιορδάνη, το νερό είχε κάνει ένα δάκτυλο πανωλαδιά», σελ. 239), κ.ά. Συνάντησα επίσης πολλές φορές τη λέξη «πολλά» με τη σημασία του «πολύ», όπως και στις «Χίλιες και μια νύχτες».
Διαβάζουμε:
«Τι θα πει αλήθεια; Τι θα πει ψευτιά; Αλήθεια είναι ό, τι δίνει φτερά στον άνθρωπο, ό, τι γεννάει μεγάλα έργα και μεγάλες ψυχές και μας σηκώνει ένα μπόι απάνω από τη γης∙ ψευτιά, ό, τι ψαλιδίζει τα φτερά του ανθρώπου» (σελ. 498).
Ο Ουίλιαμ Τζέημς δεν θα μπορούσε να φανταστεί καλύτερο ορισμό για την αλήθεια. Στον «Πραγματισμό» του έδωσε έναν πιο απλό ορισμό. Από ότι θυμάμαι είπε περίπου «Αλήθεια είναι ότι οδηγεί στην αποτελεσματικότητα της πράξης».
Μου έκαναν εντύπωση κάποια, ελάχιστα, λαθάκια επιμέλειας. Σε ξενίζουν σε ένα αριστούργημα. Όμως αυτό που μου έκανε μεγαλύτερη εντύπωση είναι ότι το 1964 το βιβλίο, από τις εκδόσεις Ελένη Καζαντζάκη, ήταν μόλις στην 4η έκδοση. Ο συγγραφέας πέθανε το 1957. Και να σκεφτεί κανείς ότι συγγραφείς που δεν τον φτάνουν ούτε κατά διάνοια κάνουν σήμερα φοβερά τιράζ.
Το βιβλίο το δανείστηκα από τον παιδικό μου φίλο, τον Αντώνη τον Μουστακάκη, για να το διαβάσω, και ξέμεινε στα βιβλία μου. Δεν μου το ζήτησε ποτέ, κι εγώ δεν του το επέστρεψα, περιμένοντας να μου το ζητήσει, γιατί κάποια στιγμή θα το ξαναδιάβαζα, όπως και το έκανα. Ο πατέρας του Αντώνη ήταν ο πιο πλούσιος του χωριού εκείνη την εποχή, μεγάλος κτηματίας. Έτσι είχε την άνεση να του αγοράζει βιβλία που οι γονείς μου δεν την είχαν. Hard copy, ήταν πανάκριβο για την εποχή, και σίγουρα δεν υπήρχε στην Ιεράπετρα. Νομίζω του το αγόρασε, όπως και άλλα βιβλία του Καζαντζάκη, από το Ηράκλειο. Πεθαμένος από χρόνια, ας είναι ελαφρό το χώμα που τον σκεπάζει. Εδώ επιβεβαιώνεται για μια ακόμη φορά η παροιμία που λέει πως «μαζί με τον βασιλικό ποτίζεται και η γλάστρα».
Την «Αναφορά στον Γκρέκο» που διαβάζω τώρα την αγόρασα νομίζω πρόπερσι, αποφασισμένος οπωσδήποτε να την διαβάσω σύντομα. Τώρα δόθηκε η ευκαιρία. Λέω να κάνω τις αναρτήσεις και των τριών βιβλίων, μια και η ανάγνωσή τους έγινε περίπου σαν καραμπόλα, διαδοχικά σε τρεις μέρες. Ή μάλλον σε τέσσερις, για να διαβάσω και το «Συμπόσιο», όπου ένα από τα επιλογικά κείμενα, το «Η γλώσσα και το ύφος του Συμποσίου του Νίκου Καζαντζάκη» είναι του φίλου μου του Χρήστου του Χαραλαμπάκη. Και έτσι μου φαίνεται δεν θα προλάβω να διαβάσω τον «Άνθρωπο χωρίς ιδιότητες» του Ρόμπερτ Μούσιλ, σίγουρα όχι πριν τελειώσει η αναρρωτική μου άδεια.
No comments:
Post a Comment