Σώτη Τριανταφύλλου, Μέρες που έμοιαζαν με μανταρίνι
H Σώτη Τριανταφύλλου γεννήθηκε το 1957.Ταξίδεψε πολύ στο εξωτερικό
και εργάστηκε ως δημοσιογράφος. Όπως δηλώνει στο βιογραφικό της, ζει
από το γράψιμο.
Οι "Μέρες που έμοιαζαν με μανταρίνι" είναι το πρώτο της
βιβλίο, εκδομένο από τις εκδόσεις "Αιγόκερος", το 1991. Όπως λέει στο
άτιτλο μικρό εισαγωγικό κείμενο, το Μάιο του '83 αγόρασε καινούριο
τετράδιο, και "μερικές απ' τις σημειώσεις του, βρίσκονται
αντιγραμμένες εδώ". Οι σημειώσεις αυτές είναι καθαρά
ημερολογιακές, χωρίς να έχουν κανένα αποδέκτη, πράγμα που τους δίνει
ένα έντονο αυτοβιογραφικό χαρακτήρα, που μας επιτρέπει να
συμπεράνουμε ότι εν πολλοίς είναι πράγματι αυτοβιογραφικές.
Ο ημερολογιακός τους χαρακτήρας φαίνεται πολύ καθαρά από τα
παρακάτω χαρακτηριστικά. Καταρχήν, τα κείμενα αυτά είναι αρκετά
σύντομα, έκτασης μικρότερης από δυο σελίδες. Έπειτα, έχουν ένα έντονα
αφαιρετικό χαρακτήρα, μια εξαιρετική πυκνότητα στην πληροφόρηση, με
ελάχιστη redundancy (περισσότητα), προορισμένα να λειτουργήσουν
συνειρμικά, σε μια μελλοντική ανάγνωση από τη συγγραφέα, ανακαλώντας
αυτά που δεν ειπώθηκαν. Τέλος, διακρίνονται από μια φαινομενική
αφροντισιά, από μια απροθυμία να σβηστούν λέξεις ή φράσεις που έχουν
πια καταγραφεί, και η αναίρεσή τους γίνεται μέσα στο ίδιο το
κείμενο, όπως για παράδειγμα. "Έκανα δυο διαδρομές. Η τρεις...". Είναι
η αφροντισιά του ελεύθερου συνειρμού ενός εσωτερικού μονόλογου.
Κάθε απόσπασμα τιτλοφορείται. Όμως ο τίτλος του μοιάζει περισσότερο
με τίτλο σύγχρονου πίνακα ζωγραφικής, μια συμβατική ονομασία απλά
για την ταυτοποίησή του. Δεν είναι όμως απόλυτα αυθαίρετος, αφού
πάντα είναι μια λέξη ή φράση μέσα από το κείμενο.
Κείμενα που δεν αφηγούνται ιστορίες με την αριστοτελική έννοια,
που δεν έχουν δηλαδή αρχή, μέση και τέλος, που η επίδρασή τους
στον αναγνώστη δεν στηρίζεται δηλαδή σ' αυτό που θα ονομάζαμε
αφηγηματικότητα, σε ένα ενδιαφέροντα μύθο και μια συναρπαστική
πλοκή, αλλά που περιγράφουν μεμονωμένα επεισόδια και καταστάσεις,
πρέπει να διαθέτουν κάποιες άλλες αρετές. Οι αρετές αυτές
αναγκαστικά θα είναι υφολογικές, εννοώντας μ' αυτό μια
ποιητική, "ανοίκεια" χρήση των λέξεων και ανάπτυξη "ρητορικών
σχημάτων". Όμως, δεν θα κατακτηθούν αμέσως από την αρχή από τη
συγγραφέα. Η εμφάνισή τους θα κλιμακώνεται προοδευτικά στο
κείμενο, πράγμα που μας επιτρέπει να υποθέσουμε ότι τα κείμενα αυτά
γράφηκαν με τη σειρά που εμφανίζονται και στο βιβλίο.
Ένα πρώτο χαρακτηριστικό της "ποιητικής" της συγγραφέως είναι η
αξιοποίηση της δισημίας των λέξεων για την πρόκληση συγκεκριμένων
εντυπώσεων. "Σκεφτόμουν, αυτός που βάζει τη μουσική, είναι σαν
εμένα. Είμαστε στην ίδια ζώνη. Σε μια ζώνη, διακεκαυμένη" (σελ.99). Έπειτα υπάρχει μια χαρακτηριστική χρήση
οξύμωρων σχημάτων. "Ο ύπνος είναι ανώφελος, απώλεια χρόνου για να
κερδίζω χρόνο" (στην ίδια σελίδα)."...Για να θεραπευτώ, ώστε να
μπορέσω να ζήσω ανάμεσα στους αρρώστους"(σελ.89).Υπάρχουν ακόμη
"διάφωνες" συζεύξεις, όπως "Ήμουν άρρωστη σαν τη Νικόλ και έρημη σαν
μια στέπα" (σελ.86). Ενώ οι λέξεις "άρρωστη" και "έρημη" είναι
σύμφωνες, οι λέξεις "Νικόλ" και "στέπα" είναι διάφωνες. Και οι
σύμφωνες συζεύξεις δημιουργούν επίσης χαρακτηριστικές
εντυπώσεις. "Κάθε πρωί μετρούσα τη δύναμη. Παλιά, μετρούσα το
βάρος. Ζυγιζόμουν"(σελ.94).Η αυτοειρωνική εντύπωση απ' αυτές τις δυο
δηλώσεις αυξάνεται καθώς επιδρούν συνεργιστικά. Τέλος, φράσεις όπως
"κοίταζα τα πράγματα να εκρήγνυνται" και "πρόσωπα μεταχειρισμένα"
είναι ελαφρά μεταχειρισμένες, όμως φράσεις όπως "φυτεμένες ομπρέλες
της καλοκαιρινής ταλαιπωρίας" και "Αυτά τα πόδια...φύτρωσαν γύρω
απ' τις ζαριές", είναι υπέροχα πρωτότυπες.
Το λάιτ μοτίβ σε όλα αυτά κείμενα είναι το θέμα της φυγής, ένα
θέμα που, για τη συγγραφέα τουλάχιστον, έχει μια υπαρξιακή
θεμελίωση. "Ταξιδεύοντας, φεύγοντας, γυρνώντας, ματαιώνοντας,
αναβάλλοντας επιβεβαιώνοντας τη θέση μου στα συγκοινωνιακά
μέσα, σκεφτόμουν. Υπάρχω. Με σημειώνουν, με γράφουν, με
σβήνουν" (σελ.106). Και όχι μόνο. "Όταν θα γύριζα, σκεφτόμουν, θα 'ξερα
κάτι, που οι άλλοι θ' αγνοούσαν. Κάτι, που θα έκανε πιο απρόσιτη την
ανεπάρκεια. Εκείνη που, οι άλλοι, έλεγαν αυτάρκεια"(σελ.97). Προς το
παρόν σπουδάζει "οδολογία" (σελ.42).Οι δρόμοι που θα
ακολουθήσει, κάνοντας ωτοστόπ σε φορτηγά, ταξιδεύοντας με τρένα ή
αεροπορικώς με εισιτήρια πολυτελείας, θα την οδηγήσουν στα πιο
διαφορετικά μέρη της γης, δίπλα στους πιο διαφορετικούς
συντρόφους, ερχόμενη πρόσωπο με πρόσωπο με την εξαθλίωση και τον
ξεπεσμό. Στο Παρίσι πέρασε δυο χρόνια, "συναντώντας χέρια που εξείχαν
απ' το νερό" (σελ.24) ενώ στη Νίκαια σχεδίαζε την αυτοκτονία της την
οποία όμως, όπως λέει, "δεν την πραγματοποίησα, γιατί δεν βρήκα
φιλοθεάμον κοινό"(σελ.86). Έφταιγε και ο τρόπος που ταξίδευε, λέει η
ίδια. "Σαν κορμός στην επιφάνεια του νερού"(σελ.93).
Όμως τα ταξίδια θα συνεχιστούν και στο επόμενο βιβλίο της.
Γεια σας!
ReplyDeleteΔιάβασα μόλις πριν λίγο τη κριτική σας, και επειδή θαυμάζω (και αγαπώ) τη κυρία Τριανταφύλλου. Έχοντας διαβάσει όλο της το έργο, πάντα μου έλειπε αυτό το μικρό βιβλιαράκι. Αν υπάρχει κάπου χωμένο σε εσάς και είνια εύκολο μια φωτοτυπία - πολύ θα το ήθελα. Και πληρωμένα όλα από μένα.
Σας ευχαριστώ πολύ
Κ.Α
(apostoliskoutsioukis@yahoo.gr)
Τα είπαμε ήδη, ελπίζω να το βρω
ReplyDelete