Μάρω Βαμβουνάκη, Οι παλιές αγάπες πάνε στον παράδεισο, αδημοσίευτο, γράφτηκε γύρω στο 92.
«Οι παλιές αγάπες πάνε στον παράδεισο» είναι το δέκατο βιβλίο της Μάρως Βαμβουνάκη. Ξεφεύγοντας ως προς την έκταση από τα προηγούμενα έργα της (πλησιάζει τις 200 σελίδες) πραγματοποιεί μ’ αυτό και μια υφολογική στροφή – ή μάλλον το μέχρι τώρα ύφος της φτάνει στη φυσιολογική του κατάληξη, που θα την έλεγα σαν κατάληξη σε συμβιβασμό.
Το κύριο χαρακτηριστικό του μέχρι τώρα ύφους της Βαμβουνάκη είναι η ξέφρενη ορμή και η αγχωτική υφή του εσωτερικού μονόλογου. Εδώ η συγγραφέας βρίσκεται κυριολεκτικά στο στοιχείο της. Δέσμια αρχικά του μύθου, που αποτελεί το αδύνατο σημείο του έργου της, όπως το επικό στοιχείο σε ένα επικολυρικό ποίημα (βλέπε το σημείωμα μας για το "Χρόνια πολλά γλυκεία μου") θα τον ξεφορτωθεί μερικά στον "Αντίπαλο εραστή" και σχεδόν ολοκληρωτικά στο "Η μοναξιά είναι από χώμα". Σ’ αυτό το δεύτερο έργο, ο εσωτερικός μονόλογος είναι πλήρης, καμιά υποχώρηση στις μυθοπλαστικές συμβάσεις δε τον σκιάζει, και δεν είναι περίεργο που κατακτά τη κριτική επιτροπή και κερδίζει το πρώτο κρατικό βραβείο μυθιστορήματος το 1988 ,και, μαζί με τον "Αντίπαλο εραστή" θεωρούνται τα καλύτερα έργα της.
Όμως τα έργα αυτά πιστεύω ότι ήσαν ένα όριο, και το πείραμα δεν θα μπορούσε να επαναληφθεί, έστω και μόνο γιατί κανείς καλός συγγραφέας δεν επαναλαμβάνει τον εαυτό του. Στο επόμενο βιβλίο της, το "Ιστορίες με καλό τέλος", η Βαμβουνάκη, σε κάποιες απ' αυτές, θα πειραματι¬σθεί πάλι λέγοντας ιστορίες, και, όπως είπαμε, τα κατάφερε πολύ καλά. Όμως, κλείνοντας εκείνο το βιβλίο, στο μυαλό μου έμεινε "η έρημος, σε σχήμα τριγώνου", τρεις εσωτερικοί μονόλογοι τριών πρόσωπων που σχηματίζουν ένα ερωτικό τρίγωνο.
"Οι παλιές αγάπες πάνε στον παράδεισο" αποτελούν όχι απλά μια επιστροφή στο μύθο, αλλά σχεδόν μια επι¬τομή των κύριων αφηγηματικών τρόπων στο μυθιστόρημα.
Και πρώτα πρώτα, ο μύθος: Διαθέτει το, κατά τη γνώμη μας, εκ των ων ουκ άνευ στοιχείο ενός καλού μύθου, το σασπένς. Η ηρωίδα, μετά από είκοσι χρόνια, κουρασμένη από το γάμο της, επιστρέφει στο νησί που γεννήθηκε και μεγάλωσε για να συναντήσει την πρώτη της αγάπη, που έχει να τη δει από εκείνη την εποχή. Η φίλη της η Μέλα είχε προσπαθήσει να την μεταπείσει.
Άδικος κόπος. "Όχι, όχι, δεν θα λογικευθώ... τη μισώ τη λογική, τη μισώ. Η λογική με σκότωσε, η λογική με στραγγάλισε, και τώρα να, βλέπεις το ξετρελαμένο φάντασμα μου".
Ποια κατάληξη θα έχει αυτή η απόπειρα επανασύνδεσης; Περιμένουμε με αγωνία.
Παταγώδης αποτυχία. Ο Παύλος είναι αχνή σκιά του παλιού εαυτού του. "Κάτω από τι εκβιασμούς παραδόθηκε τόσο αναξιοπρεπώς; -Και το χειρότερο: ίσως χωρίς συναίσθηση". Το γνωστό μοτίβο της Βαμβουνάκη: "Ο έρωτας είναι για το άπιαστο, ο πόθος είναι προς το ανέφικτο... η παρουσία φωλιάζει σε απουσίες. Ο ωραιότερος εραστής είναι ο αναμενόμενος, και ο γλυκύτερος σύντροφος ο ερχόμενος". Θα μπορούσε να ήταν και ο πρώτος, αν οι παλιές αγάπες δεν πήγαιναν στον παράδεισο, "καθαγιασμένες, εξωραϊσμένες, καταξιωμένες, μέσα σε σύννεφα νοσταλγίας που ακούραστα μνημονεύει τη δόξα τους και την ανεπανάληπτη ομορφιά τους. Οι παλιές αγάπες πάνε στον παράδεισο και δεν ανασταίνονται πια..."
Μετά την διάψευση των προσδοκιών της επανέρχεται στην Αθήνα. Απ’ εδώ και έπειτα το αφηγηματικό ενδιαφέρον ατονεί. Η Βαμβουνάκη δεν φροντίζει να το συντηρήσει. Η απόφασή της είναι ειλημμένη, τον άντρα της θα τον παρατήσει. Θα ζήσει στο εξής μόνη, κυριευμένη από την έξαρση μυστικιστικών εμπειριών.
"Ένας μυστικός ενθουσιασμός, ανεξιχνίαστος, την διαπερνά και διαισθάνεται πως τούτος ο ανεξιχνίαστος ενθουσιασμό είναι γιατί μέσα στο σύμπαν δεν είναι μόνη. Κάποια μυστική σοφία σχεδιάζει με αγαθότητα το κάθε τι και παρακολουθεί από κοντά ακόμη και την τρίχα που πέφτει από τα μαλλιά της".
"Προσβάλλει το θαύμα της πίστης και της ελπίδας που, ενώ χτίζει κόσμους από υλικά ονείρου, μπορεί να στεγάσει τον άνθρωπο στερεότερα και ασφαλέστερα από τα υλικά των οικοδομών.
Χαρακτήρισα κάποτε τους ήρωες της Βαμβουνάκη τσεχωφικούς. Δειλοί και άτολμοι, κατατρυχόμενοι από τύψεις και αναστολές, δεν προβαίνουν στο μεγάλο βήμα. Και όσοι το τολμούν, πέφτουν πάνω στο τοίχος των αναστολών ή της άρνησης του άλλου. Εδώ η Ελβίρα θα τολμήσει, και τον πρώτο της έρωτα θα αναζητήσει, και τον άντρα της θα χωρίσει. Όμως και πάλι το τέλος είναι τυπικά τσεχωφικό. "Θα σε παρηγορώ, θα με παρηγορείς", λέει στη φίλη της τη Μέλα, που ο εραστής της σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα -ένα από τα πολλά ερωτικά τρίγωνα της Βαμβουνάκη, στις παρυφές της κυρίως ιστορίας. "Θα σου δίνω κουράγιο, θα. μου δίνεις κουράγιο, θα μαλώνουμε, θα φιλιώνουμε, θα γελάμε και θα κλαίμε, και θα περνούν οι μέρες μας. Μαζί Μέλα, μέχρι να τελειώσει η ζωή μας". Παρόμοια λόγια λέγει και η ανιψιά του θείου Βάνια, στο τέλος του έργου.
Όσο κι αν η Ελβίρα "τώρα που βρήκε το κουράγιο να ξεφύγει από ένα είδωλο γάμου και να εισχωρήσει σε μια θαρραλέα μοναξιά, νομίζει πως θα 'ρθει η μέρα που θα ερωτευθεί τον έρωτα πάλι", η εντύπωση που αποκομίζουμε με το τέλος του έργου είναι ότι η μέρα αυτή δεν θα έλθει, πράγμα για το οποίο μας προϊδεάζει εκείνο το "νομίζει". Αυτή ήταν μια ιστορία με πραγματικά κακό τέλος.
Στο πρώτο μέρος του έργου, όπως ακριβώς και στο "Χρόνια πολλά γλυκιά μου", η Βαμβουνάκη είναι πλατιά αφηγηματική. Ενώ στο δεύτερο μέρος η αφήγηση εστιάζεται αποκλειστικά στην ηρωίδα και στις στενοχώριες της, στο πρώτο μέρος δίνεται μια πλατειά εικόνα του περιβάλλοντός της, καθώς και των γενικότερων σκέψεων και αντιλήψεών της. Διαγράφεται η σχέση με την κόρη της, οι αντιλήψεις της για την τέχνη, εικονογραφούνται τα θεατρικά παρασκήνια με τις μικροκακίες και τις διαφθορές τους, και δίνεται μια εικόνα της Αθήνας, απάνθρωπης πόλης, με ένα σωρό "μοναξιασμένους" (παλιός νεολογισμός της") και σαλεμένους που κυκλοφορούν σ' αυτήν. Ακόμη η Βαμβουνάκη, περιγράφοντας τι άντρα της Ελβίρας και τους φίλους του, δίνει ένα ειρωνικό πορτραίτο της γενιάς μας.
"Από τους παλιούς συντρόφους οι περισσότεροι κάνουν πως δεν μιλούν για ιδέες μια και πλούτισαν κι άλλαξαν ιδέες. Κάποιοι δηλώνουν πως η λύση δεν είναι η πολιτική και ασχολούνται με τη μεταφυσική με λογιών λογιών τρόπους, Γίνανε Νεορθόδοξοι (παρένθεση δική μου: η Μάρω) ή χορτοφάγοι, ταξίδεψαν στις Ινδίες, ή κατέληξαν οικολόγοι (παρένθεση δική μου: εγώ). Και δυο τρεις, σαν τον Αλέκο, μαζεύονται κάθε τόσο και αναμασούν τα ίδια και τα ίδια. Η Ελβίρα δεν ξέρει πια ποιοι απ' όλους τους είναι σε χειρότερη κατάσταση".
Αξίζει επ’ ευκαιρία να σημειώσουμε ότι το στοιχείο της ειρωνείας είναι ένα από τα κυρίαρχα του ύφους της Βαμβουνάκη, και αρκετών άλλων σύγχρονων πεζογράφων. Αυτό το στοιχείο κάνει το έργο τους ιδιαίτερα απολαυστικό, καθώς προκαλεί αισθήματα ανάλογα με της κωμωδίας, που εδώ μάλιστα λειτουργούν αντικλιμακωτικά (anticlimax), σαν εκτόνωση.
Η αφήγηση γίνεται κυρίως σε τρίτο πρόσωπο, όμως πολλές φορές έχουμε και πρωτοπρόσωπη αφήγηση με τη μορφή των γραμμάτων της Ελβίρας προς τη Μέλα. Ακόμη, υπάρχει μια ισορροπία ανάμεσα στην περιγραφή του μέσα και την περι¬γραφή του έξω, την περιγραφή αισθημάτων και σκέψεων και στην περιγραφή εξωτερικών καταστάσεων και σκηνών. Ο διάλογος σχεδόν ανύπαρκτος στα προηγούμενα έργα της Βαμβουνάκη, κάνει εδώ έντονη την εμφάνιση του (θα εξαφανισθεί όμως και πάλι στο επόμενο έργο της). Αν θα μου επιτρεπόταν μια σύγκριση, θα έλεγα ότι το μυθιστόρημα αυτό, σε σχέση με τα άλλα έργα της Βαμβουνάκη, είναι ένα piece bien fait, ένα κλασικιστικά ισορροπημένο έργο.
No comments:
Post a Comment