Είναι αυτός που μου αρέσει περισσότερο απ' όλους τους λυράρηδες. Τον χάρηκα ζωντανά σε ένα πανηγύρι στο Πάνω Χωριό, πριν μερικά χρόνια. Λεωνίδα, ας είναι ελαφρό το χώμα που σε σκεπάζει.
Το παρακάτω κείμενο το αντέγραψα από την εφημερίδα Ιεράπετρα 21ος αιών, Πέμπτη 18 Νοεμβρίου 2010. Δεν φέρεται το όνομα του συντάκτη.
Στις 12 Νοεμβρίου, έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 86 ετών, ένας από τους μεγαλύτερους λυράρηδες της Κρήτης, ο Λεωνίδας Κλάδος. Ο Λεωνίδας Κλάδος γεννήθηκε στις 17 Ιανουαρίου 1925 στα Πλατάνια Αμαρίου.Ήταν γιος του Δημήτρη Κλάδου, κτηνοτρόφου από τα Λειβάδια Μυλοποτάμου. Μητέρα του ήταν η Χρυσή Ανδρέου Λίτινα. Έμειναν και έζησαν στα Πλατάνια αποκτώντας 8 παιδιά εκ των οποίων το δεύτερο ήταν ο Λεωνίδας. Σαν παιδί βοηθούσε στην εκκλησία και ήταν δίπλα στον παππού του από τις Λαμπιώτες Παπα-Γιάννη Σιγανό, ο οποίος διέκρινε από πολύ νωρίς τις μουσικές και φωνητικές ικανότητες του Λεωνίδα και τον προώθησε στο ψαλτήρι, Έτσι λοιπόν η εκκλησία υπήρξε ένα από τα πρώτα του βιώματα, όσον αφορά το χώρο της μουσικής. Ένας άλλος μεγάλος δάσκαλος στη μουσική για το Λεωνίδα ήταν ο θρυλικός Κουρούπης από το γειτονικό Μέρωνα που τον βοήθησε στα πρώτα του βήματα. Το 1941, όταν κατέκτησαν οι Γερμανοί την Κρήτη, τον βρίσκει με πολλές άλλες οικογένειες στις σπηλιές του Ψηλορείτη. Εκεί ο θείος του Μανώλης Λίτινας ασχολείται με διάφορα ξυλόγλυπτα και μεταξύ αυτών φτιάχνει και μία λύρα από ασφένταμο. Τα παιδιά την περιεργαζόταν και την άφηναν, όμως ο Λεωνίδας ανυπομονούσε να ακούσει τους πρώτους ήχους. "σε 17 ημέρες έμαθα να κουρδίζω και σε 28 ακούστηκαν οι πρώτοι σκοποί στις κορυφές του Ψηλορείτη. Έπαιζα και τραγουδούσα συνέχεια". Στα πρώτα του βήματα σημαντικό ρόλο έπαιζαν οι λυράρηδες της περιοχής, ιδιαιτέρως ο Κουρούπης από το Μέρωνα και ο Καπαρός ο Λευτέρης από το Ανω Μέρος οι οποίοι κατά τον Κλάδο έπαιζαν σωστά και μελετημένα. Παράλληλα στο χώρο της Κρητικής μουσικής έκανε τα πρώτα του βήματα και ένας άλλος μεγάλος Αμαριώτης καλλιτέχνης ο Ροδάμανθος Ανδρουλάκης. Συχνά βρισκόντουσαν στον Οψυγιά οπού μαζί "τελειοποιούσαν" το παίξιμο τους γι' αυτό και παρατηρεί κανείς κοινά στοιχεία. Παρά την αντίδραση των γονιών του να γίνει επαγγελματίας λυράρης εκείνος είχε ήδη πάρει το βάπτισμα, τίποτα δεν μπορούσε να τον σταματήσει από τη λύρα του. Όπου γλέντι, γάμος, βαπτίσεις νάσου και ο Λεωνίδας να μαγεύει τους πάντες με τις κοντιλιές του. Από το 1945 έως το 1947 παίζει στο Ρέθυμνο κάθε βράδυ στο ζαχαροπλαστείο του Κλαψινού, όπου προωθείται από το πασίγνωστο λαγουτιέρη Μπαξεβάνη και πλέον γίνεται γνωστός σε όλο το νομό. Το 1947 κατατάσσεται στο στρατό, όπου υπηρετεί για 29 μήνες. Επιστρέφοντας συνεχίζει και συνεργάζεται πάντα με κορυφαίους λαγουτιέρηδες Μαρκογιαννάκη, Κοτσιφό, Παχουντάκη και τον Στ.Φουσταλιέρη.Ταυτόχρονα γνωρίζεταιμε τους κορυφαίους λυράρηδες Λαγό,Καρεκλά, Σκορδαλό,Καλογρίδη. Η φήμη του γρήγορα ξεπερνά τα όρια του νομού. Το Φεβρουάριο του 1951 βρίσκεται στη Μεσσαρά, όπου γίνεται δεκτός με ενθουσιασμό και αγάπη στις διάφορες εκδηλώσεις της περιοχής. Συχνά έπαιζε στο καφενείο του Μιχάλη Τζωρτζάκη στη πλατεία των Μοιρών, όπου γνωρίστηκε με την κόρη του την Κλειώ. Παντρεύονται το 1953 και αποκτούν 2 γιους και 2 κόρες. Σήμερα έχουν 8 εγγόνια. Από τη χρονική περίοδο αυτή γίνεται μόνιμος κάτοικος Μοιρών, όπου ο κόσμος τον αγκαλιάζει ως γνήσιο Μεσσαρίτη και ο ίδιος ανταποκρίνεται. Το 1957 δημιούργησε το πρώτο του έργο στίχοι, μουσική, εκτέλεση δική του, το συρτό "Όταν κοιμάται ο δυστυχής". Από το 1961 διακόπτει την καλλιτεχνική του ενασχόληση για λόγους υγείας. Ύστερα από επίμονη παρότρυνση φίλων ξαναρχίζει να παίζει και ταυτόχρονα επιστρέφει στις ζωντανές εμφανίσεις και δισκογραφία. Μεγάλες στιγμές δισκογραφικά οι συνεργασίες του με τον Μανιά, Κακλή, Κρασαδάκη, Σκουλά, Σταματογιαννάκη, Αγγελάκη, όλοι τους μεγάλες φωνές. Στην καλλιτεχνική του πορεία είχε να παρουσιάσει πλούσια δραστηριότητα στην διάρκεια της οποίας προσπάθησε να εξελίξει και να αναπτύξει την τεχνική του με τελικό αποτέλεσμα την δημιουργία της δικιάς του "σχολής" στο παίξιμο της κρητικής λύρας. Συνολικά είχε ηχογραφήσει πάνω από 30 δίσκους. Η τεχνική του χαρακτηριζόταν από ποικίλες και γρήγορες εναλλαγές ενώ η ποιότητα του ήχου είχε μια έντονη γλυκύτητα που σε συναρπάζει. Πολλοί λένε σήμερα, ότι με τη λύρα του Κλάδου μερακλώνουν, ενθουσιάζονται, είναι η λύρα που τους αρέσει και τους ταξιδεύει σε κόσμους παραμυθένιους και παραδεισένιους. Ο Κλάδος ταξίδεψε πολλές φορές στο εξωτερικό και ενθουσιάστηκε με τη διατήρηση της παράδοσης και των εθίμων τη Κρήτης στην ομογένεια. Είχε τιμηθεί πάμπολλες φορές για την προσφορά του από διάφορους δήμους-κοινότητες- συλλόγους. Στη λύρα του βρίσκουν την λεβεντιά, την περηφάνια και το μεγαλείο του Κρητικού λαού. Επίσης είχε εκλεχτεί αντιδήμαρχος Μοιρών και δύο φορές Δημοτικός Σύμβουλος. Παράλληλα είχε δημιουργήσει βιοτεχνία παγωτών "Λύρα" και εργοστάσιο ζαχαροπλαστικής στις Μοίρες. Παρά τα 86 του χρόνια το πάθος και το μεράκι για τη λύρα υπήρχε και τον βλέπαμε τακτικά σε δημόσιες εμφανίσεις. Ζούσε στις Μοίρες. Επιθυμία του ήταν να γυρνούσε στο χωριό του, για να ξαναπερπατούσε στον Ψηλορείτη και τη Σάμιτο.
No comments:
Post a Comment