Αντώνης Δεσύλλας, Σαν παλιό σινεμά, Εκδόσεις ΑΛΔΕ 2010, σειρά «metroαναγνώσματα», σελ. 38
Η παρακάτω βιβλιοκριτική παρουσιάστηκε στο Λέξημα
Θαυμάσια διηγήματα νοσταλγίας περιέχονται σ’ αυτή τη συλλογή
Και η καινούρια συλλογή διηγημάτων του Αντώνη Δεσύλλα που έχει τον τίτλο «Σαν παλιό σινεμά», όπως και η προηγούμενή του που είχε τίτλο «Μελωδία κρυστάλλων» (την έχουμε παρουσιάσει στο Λέξημα) εντάσσεται στην «ποιητική της νοσταλγίας». Με μια διαφορά: στη «Μελωδία κρυστάλλων» πρωταγωνιστούν αντικείμενα, ενώ στη συλλογή αυτή άνθρωποι.
Ο τίτλος «Το παλιό σινεμά» ανακαλεί συνειρμικά ένα πασίγνωστο κινηματογραφικό έργο που έχει κι αυτό σαν θέμα τη νοσταλγία του παρελθόντος, το «Σινεμά ο παράδεισος» του Γκιουζέπε Τορνατόρε. Η νοσταλγία του ασπρόμαυρου σινεμά είναι σχεδόν κυρίαρχη στα άτομα της γενιάς μας (παρεμπιπτόντως βλέπω ότι το cine+, που παρουσιάζει έργα κυρίως σινεφίλ, με την καινούρια χρονιά αρχίζει να βάζει και ασπρόμαυρες ταινίες της δεκαετίας του ’60, ταινίες που τόσο αγαπήσαμε).
Το πρώτο διήγημα της συλλογής έχει τίτλο «Κράτα γερά Καραβάγγο», και αναφέρεται στην μεταπολεμική εποχή της ανοικοδόμησης και της αντιπαροχής. Γίνεται αναφορά σε κινηματογραφικά έργα και ο τίτλος είναι κινηματογραφική ατάκα. Και το διήγημα τελειώνει: «Η Ελλάδα αλλάζει εποχή. Μια εποχή κατεδαφίζεται και μαζί της η εποχή του ασπρόμαυρου κινηματογράφου» (σελ. 10).
Το επόμενο διήγημα, «Ο δικολάβος», αναφέρεται σε έναν αυτοδίδακτο δικηγόρο που, ρίχνοντας τις τιμές, εύρισκε πελατεία. Ήταν η εποχή που η συντεχνία άφηνε ακόμη ανοιχτές τις πόρτες για τέτοιους τύπους. Ανθρώπους σαν τον κυρ Σίμο Πετράκη δεν θα ξανασυναντήσουμε ποτέ πια.
Το «Μαράκες» αναφέρεται στον Μάριο, έναν χαρακτηριστικό εκπρόσωπο μιας γενιάς μουσικών που προσάρμοζαν ξενόφερτη μουσική στα ελληνικά δεδομένα, βολεύοντάς την όπως όπως με τους στίχους, βάζοντας και ξένες λέξεις για να βγαίνει το μέτρο. Ήταν η εποχή της ρούμπας και του μάμπο: «και σερά, σερά, ας γίνει ό, τι είναι γραφτό/ Απόφαση πάρτο αυτό, και σερά σερά». Παρεμπιπτόντως φαίνεται πως και οι εγγλέζοι έλυναν το πρόβλημα με παρόμοιο τρόπο. Θυμάμαι ακόμη το στίχο «Que sera, sera, whatever will be, will be…».
Ο «Λούλης ο Κοκοράκιας» μου θύμισε τον Μπέλο των παιδικών μου χρόνων, που με ξεψυχισμένη φωνή (ήταν ήδη γέρος και πολύ άρρωστος), διαλαλούσε την πραμάτεια του έξω από την αυλή του σχολείου μας: κοκόριααααα!!! Κοκόριαααα!. Είχε και μαλλί της γριάς, που απαρέγκλιτα αγοράζω όταν καμιά φορά το συναντώ σε κανένα πανηγύρι. Από νοσταλγία.
Ο Πίπος στο «Βαρύ γλυκός σε χοντρό φλιτζάνι» προσωπογραφείται ατομικά σε αντίθεση με τους υπόλοιπους τύπους στους οποίους δίνεται το γενικό περίγραμμα σε σχέση με το επάγγελμα που ασκούν.
Παραπλανητικός ο τίτλος. Ο Δεσύλλας περιγράφει λεπτομερώς την παρασκευή του βαρύ γλυκού όχι από έναν καφετζή, αλλά από έναν ποτοπαραγωγό. Τα ηδύποτα παρασκευάζονταν τότε σε βιοτεχνική βάση. Ο Πίπης είχε μια τέτοια βιοτεχνία. Καταπιάστηκε μ’ αυτήν αφού δεν τα κατάφερε στις σπουδές του στην Ιταλία. Στο τέλος τη βιοτεχνία του την έκλεισε η χούντα όταν αρνήθηκε να κάνει δήλωση.
Υπάρχουν άραγε ακόμη τέτοιες βιοτεχνίες στην Κέρκυρα; Πάντως στην Κρήτη το καζάνισμα της ρακής καλά κρατεί.
Θα παραθέσουμε στο σημείο αυτό ένα δείγμα γραφής, μια γλαφυρή περιγραφή της παρασκευής του «βαρύ γλυκού», σε μια αφήγηση συμπερίληψης (iteration):
«Όλα θα ακολουθούσαν το ίδιο τελετουργικό. Το αργό βράσιμο του νερού στο μπακιρένιο μπρίκι πάνω στο καμινέτο, η αυστηρά μετρημένη ποσότητα στις αναλογίες νερού, καφέ, ζάχαρη, το ανακάτεμα με ειδικό χάλκινο κουταλάκι κι απαιτούμενες στιγμές που το χαρμάνι αυτό θα σήκωνε καϊμάκι και θα ήταν έτοιμο αχνιστό για το φλιτζάνι, όλα με την ίδια σειρά, με τις ίδιες κινήσεις και στην ίδια ώρα. Κι αμέσως η επόμενη φάση του αδειάσματος του αχνιστού καφέ από το μπρίκι στο χοντρό φλιτζάνι με ανεβοκατέβασμα του χεριού σε ύψος τόσο πάντα, που να ελέγχεται ότι δε θα χυθεί απ’ έξω η παραμικρή ποσότητα και να είναι σίγουρο ότι με τον τρόπο αυτόν θα δημιουργηθούν στο φλιτζάνι μία χοντρή κι ίσως μια δυο μικρότερες φουσκάλες» (σελ. 25-26).
Το επόμενο διήγημα είναι το «Ατελιέ» της Μπεμπέκας. Οι ράφτρες σήμερα ασχολούνται με τα ραψίδια της ανώτερης τάξης. Οι φτωχός λαός ψωνίζει ετοιματζήδικα, από τα μαγαζιά. Ο φτωχότερος στις εκπτώσεις και ο ακόμη πιο φτωχός από τα καλάθια και τις λαϊκές. (Οι πλούσιοι ψωνίζουν κι αυτοί από τα μαγαζιά, αλλά μάρκες). Όμως εκείνη την εποχή που δεν υπήρχαν τα ετοιματζήδικα όλες οι γυναίκες ράφτονταν στις ράφτρες, και οι άντρες στους ράφτες, ή, όπως τους έλεγαν στην Κρήτη, φραγκοράφτες. Στο χωριό μου είχαμε δυο. Με αυτό το όνομα ξεχώριζαν οι ράφτες που έφτιαχναν «φράγκικα» από τους ράφτες που έφτιαχναν τις κρητικές βράκες και τα γιλέκα. Η Μαρίκα, η συγχωρεμένη η ξαδέλφη μου, όταν πια τα ετοιματζήδικα άρχισαν να κατακτούν και το χωριό μας, ανέβηκε στην Αθήνα όπου υπήρχαν ακόμη λαϊκές οικογένειες που ράβονταν στις ράφτρες.
Ο «Χελώνας» ήταν ο τύπος που μετέφερε τις πομπίνες από τον ένα σινεμά στον άλλο. Τρεις είχε η Κέρκυρα, και έπρεπε να υπάρχει τέλειος συγχρονισμός. Και η τρεις έπαιζαν την ίδια ταινία, και ξεκινούσαν με χρονική απόσταση ο ένας από τον άλλο όση ήταν η διάρκεια της πομπίνας. Και φυσικά υπήρχαν πάντα καθυστερήσεις, γι αυτό και ο γραφικός τύπος που μετέφερε τις πομπίνες πήρε το παρατσούκλι «Χελώνας».
Στο χωριό μου τα πράγματα ήταν πιο δύσκολα. Η πομπίνα έπρεπε να έλθει από την Ιεράπετρα ή από τον Άγιο Νικόλαο, και οι καθυστερήσεις καμιά φορά ήταν πολύ μεγάλες. Συνέβαινε κάποιες φορές να γίνει λάθος, να ανακατωθούνε οι πομπίνες, με αποτέλεσμα να δούμε πρώτα το τέλος και μετά τη μέση της ταινίας.
Με αυτό το διήγημα κλείνει θεματικά η συλλογή η οποία ξεκινάει με ένα διήγημα που, αν και δεν έχει σαν θέμα το σινεμά, έχει άφθονες αναφορές σ’ αυτόν. Έτσι δικαιολογείται και ο τίτλος.
Για την αφηγηματική ικανότητα του Αντώνη Δεσύλλα έχουμε ήδη μιλήσει. Την θεματική του πρωτοτυπία την είδαμε και στο «Αντιβαντού», ένα μυθιστόρημα που παρουσιάσαμε στο blog μας. Και στα δυο τελευταία του έργα, παρόλο που έχουν ίδιο θέμα, υπάρχει διαφορά στην πραγμάτευσή του όπως είπαμε. Φαίνεται πως με κάθε καινούριο έργο του Δεσύλλα θα έχουμε ένα εφέ έκπληξης.
Τελειώνοντας να πούμε δυο λόγια για τη σειρά metroαναγνώσματα. Είναι μια σειρά με μικρά φτηνά βιβλιαράκια, που θα μπορεί κανείς να τα κουβαλάει εύκολα στο μετρό, και να τα διαβάζει πηγαίνοντας ή γυρίζοντας από τη δουλειά του. Και όχι μόνο στο μετρό. Έτσι ο χαμένος χρόνος που ξοδεύουμε στα μέσα μαζικής μεταφοράς δεν θα είναι και τόσο χαμένος.
No comments:
Post a Comment