Ελένη Γκίκα, Αιώνια επιστροφή, Ψυχογιός 2010, σελ. 448
Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε και στο Λέξημα
Μια ερωτική ιστορία που διαχέεται μέσα σε λογοτεχνικά διαβάσματα.
Η πολυγραφότατη Ελένη άφησε αυτή τη φορά δυο χρόνια να περάσουν πριν εκδώσει το επόμενο μυθιστόρημά της, που έχει σαν τίτλο την νιτσεϊκή ιδέα της αιώνιας επιστροφής. Από το 2006 που εξέδωσε το μυθιστόρημά της «Αν μ’ αγαπάς μη μ’ αγαπάς» την παρακολουθούμε σταθερά.
Αυτό που ξεχωρίζει στη γραφή της Γκίκα είναι ο ελλειπτικός λόγος, η κοφτή φράση με συχνή απουσία ρήματος, η συνειρμική γραφή, σε μια υστερο-μοντερνιστική ροή συνείδησης (stream of consciousness). Αυτό ήταν περίπου το υφολογικό της στίγμα και στα προηγούμενα έργα της.
Σε επίπεδο περιεχομένου βλέπουμε κάποιες εξελίξεις. Όπως και στα προηγούμενα έργα, θεματικό κέντρο είναι ο έρωτας, που όμως εδώ εξακτινώνεται και σε σύγχρονες κοινωνικοπολιτικές καταστάσεις.
«Κάηκε η Αθήνα! Της είπε χθες.
Κι εγώ σε περίμενα. Καιγόμουν κι εγώ-ήθελε, αλλά ντράπηκε να του πει.
Θυμήθηκε, εξάλλου, ότι κι εκείνη αυτό την έκοφτε κάποτε∙ το ότι καιγόταν η Αθήνα. Λες και είχε κυλήσει αιώνας-ούτε ειδήσεις δεν άκουγε πια» (σε. 188).
Τώρα πια την κόφτει – την Ελένη – και στα μυθιστορήματά της, γιατί σίγουρα την κόφτει στη ζωή. Χωράνε εδώ σελίδες για τον δολοφονημένο δεκαπεντάχρονο μαθητή, τον νεκρό νεαρό Αφγανό, τον Γλέζο με τα δακρυγόνα στα μάτια. Χωράνε σελίδες για διαδηλώσεις που δεν καταλήγουν ποτέ σε εξεγέρσεις και σε νεκρούς (η Μαρίλη απλά τραυματίστηκε, έστω και σοβαρά), αντίθετα από ό, τι συμβαίνει στις αραβικές χώρες τώρα, γιατί εδώ ο κόσμος κάνει υπομονή, τέσσερα χρόνια είναι, θα περάσουν, και όταν περάσουν αυτά τα τέσσερα χρόνια θα περιμένει να περάσουν άλλα τέσσερα. Εμείς μπορούμε να επιλέγουμε αυτούς που θα μας κλέβουν, οι Άραβες όχι (και, διάβολε, κάποιοι φαγώθηκαν γιατί να είναι μόνο δυο, θα έπρεπε να είναι λέει περισσότεροι, λες και δυο δεν είναι αρκετοί). Δεν είμαστε καλύτερα εμείς, που τουλάχιστον δεν θρηνούμε νεκρούς;
«Κατακερματισμένη εποχή, κατακερματισμένο εγώ, κατακερματισμένη και η εικόνα του κόσμου. Μονάχα κατακερματισμένη μπορεί να κοιτάζει η σύγχρονη λογοτεχνία πια τη ζωή-πέθανε, πάει, μας τελείωσε το παλιό κλασικό μυθιστόρημα. Ανούσια η παλιά βατή φόρμα. Μονάχα η αλήθεια της μιας πλευράς, αυτό που απ’ εδώ δύναμαι κάθε φορά να βλέπω», η Όλγα επιμένει. «Μονάχα θραύσματα αλήθειας, εκλάμψεις μονάχα της στιγμής, σαν θεϊκό πρόσωπο που αγαπά να φανερώνεται πάντα την πιο κρίσιμη και επώδυνη στιγμή» (σελ. 251).
Πιστεύουμε ότι η Γκίκα προσυπογράφει τα λόγια της ηρωίδας της. Και αυτή βρήκε έναν έξυπνο τρόπο για να ξεπεράσει την κατακερματισμένη εικόνα του κόσμου: βλέποντάς τη μέσα από την τέχνη. Μέσα από τη λογοτεχνία κυρίως – πεζογραφία και ποίηση- αλλά και μέσα από τον κινηματογράφο. Ο κόσμος είναι κατακερματισμένος γιατί τον βλέπουμε από μια μόνο οπτική, την προσωπική οπτική. Βλέποντάς τον μέσα από την τέχνη τον ενοποιούμε μέσα από τις διαφορετικές οπτικές των μεγάλων δημιουργών. Η Ελένη, με τις άφθονες αναφορές της σε πεζογράφους, ποιητές και σκηνοθέτες δεν κάνει επίδειξη γνώσεων, ή καλύτερα εύρους κουλτούρας, αλλά μας καταθέτει τις οφειλές της. Έτσι στις σελίδες του μυθιστορήματος αυτού, όπως και στα προηγούμενα άλλωστε, παρελαύνουν συγγραφείς όπως ο Καμύ, ο Φλωμπέρ, ο Κέσλερ: «Αλλά σκέφτηκα πως όχι, από το «Οι ρίζες της σύμπτωσης» θα πρέπει να αρχίσουμε» (σελ. 156). Έχω κλέψει αυτόν τον τίτλο για ένα δικό μου de profundis κείμενο. Παρελαύνουν ποιητές με εκτεταμένα αποσπάσματα όπως ο Πούσκιν, ο Ουίτμαν, και η Σύλβια Πλαθ για την οποία γράφει:
«Το πρόσωπό σου κοιτά συλλογισμένο απ’ το τραπέζι μου, Αυτοκτονία.
Η δύναμή σου ξεχύθηκε σαν χείμαρρος κατά το τέλος της αγωνίας και της οργής.
Στην αρχή σε βάφτισαν Σύλβια Πλαθ κι έπειτα άλλαξαν το όνομα σε κυρία Χιούζ και γέννησες κι άρχισες να παλαβώνεις» (σελ. 110)
Με τον Ταρκόφσκι φαίνεται να έχει μια εμμονή, και πιο συγκεκριμένα με τα έργα του «Στάλκερ» και «Θυσία».
Η Γκίκα βλέπει τους ήρωές της μέσα από μυθιστορηματικούς ή κινηματογραφικούς ήρωες, ταυτίζοντάς τους ή διαφοροποιώντας τους. «Ο Στάλκερ-Ορέστης» (σελ. 243), «Αλλά ο μπαμπάς της ποτέ δεν υπήρξε ο Κάρλος Μποβερί» (σελ. 222). Και φυσικά δεν χάνει ευκαιρία για διακειμενικές, έμμεσες αναφορές: «Και η Όλγα αναζητούσε τον χαμένο της χρόνο» (σελ. 252).
Όπως έκανε και στα προηγούμενα έργα της, η Γκίκα παρεμβάλει κριτικές από βιβλία που έχει διαβάσει. Όμως εδώ κάνει μια καινοτομία, που όπως μας λέει, έγινε κατ΄ απαίτηση δική της στην εφημερίδα της: υπάρχουν και κριτικές για κλασικά αριστουργήματα. Έτσι «ξαναδιαβάσαμε» με τη φρέσκια ματιά της την «Μαντάμ Μποβαρί», τον «Φύλακα στη σίκαλη» και την «Πτώση».
Δεν είναι η μόνη καινοτομία στο μυθιστόρημα αυτό. Η Ελένη μιλώντας για το σεξ γίνεται πιο τολμηρή, όχι τόσο στην περιγραφή όσο στο λεξιλόγιο. Για να καταλάβετε τι εννοώ, σας λέω μόνο ότι δεν τολμώ να παραθέσω σχετικό απόσπασμα, σε μια βιβλιοκριτική που θα αναρτηθεί όχι μόνο στο Λέξημα αλλά και στο blog μου, πράγμα που, μια και δεν είμαι ακόμη συνταξιούχος, πιθανόν να μου δημιουργούσε προβλήματα, παρόμοια με αυτά που είχα στο παρελθόν για κάτι σόκιν ανέκδοτα.
Περιέργως η Γκίκα δεν αναφέρεται στα blog (το δικό της blog είναι πλουσιότατο σε βιβλιοκριτικές), κάνει όμως αναφορά στο facebook. Το facebook αποτελεί σήμερα μια εξαιρετική μορφή επικοινωνίας. Βρήκα σ’ αυτό φίλους ξεχασμένους από χρόνια, με βρήκαν φίλοι που γι αυτούς ήμουν μια θολή ανάμνηση. Και αυτή την βιβλιοκριτική θα την αναρτήσω στον τοίχο της, από εκεί θα την διαβάσει.
Σε ένα σημείο στο βιβλίο της η Ελένη κάνει ένα ορθογραφικό λάθος, που ξέφυγε και στην επιμέλεια. Γράφει «συγκρητική λογοτεχνία» (σελ. 231). Σαν κρητικός που είμαι, πολύ μου άρεσε αυτό το λάθος.
Κλείνοντας θα ήθελα να πω ότι η Ελένη δεν είναι μόνο μια εξαιρετική συγγραφέας με ευρύτατη κουλτούρα, αλλά και εξαιρετικός άνθρωπος. Και αυτά τα πράγματα δεν πάνε πάντα μαζί.
Μπάμπης Δερμιτζάκης
This comment has been removed by the author.
ReplyDeleteThis comment has been removed by the author.
ReplyDeleteThis comment has been removed by the author.
ReplyDeleteThis comment has been removed by the author.
ReplyDelete