Thursday, May 19, 2011

Γκυστάβ Φλωμπέρ, Η αισθηματική αγωγή

Γκυστάβ Φλωμπέρ, Η αισθηματική αγωγή (μετ. Παναγιώτη Μουλλά), Οδυσσέας 1981, σελ. 470

Κάθε φορά που ξεκινούσα να διαβάζω ένα βιβλίο, εδώ και χρόνια, με έπιανε τύψη να διαβάζω αυτό το βιβλίο χωρίς να έχω διαβάσει την «Αισθηματική αγωγή». Αυτό μέχρι το Πάσχα που μας πέρασε, γιατί τότε αποφάσισα επί τέλους να διαβάσω το μυθιστόρημα αυτό του Φλωμπέρ. Το ξεκίνησα στην Κρήτη, το τέλειωσα εδώ.
Το ότι έχουν γραφεί αριστουργηματικές σελίδες γι' αυτό δεν με αποθαρρύνει. Εγώ εδώ απλά θα καταγράψω τις εντυπώσεις μου, που μπορεί κάποιες να ταυτίζονται με εντυπώσεις πιο ικανών μελετητών που όμως τις αγνοώ.
Ο Παναγιώτης Μουλλάς έχει γράψει μια εκτενή κατατοπιστική εισαγωγή όπου διαβάζουμε πολλά ενδιαφέροντα. Για παράδειγμα διαβάζουμε ένα παράθεμα από τον Gerard Genette: «Ο ίδιος (ο Φλωμπέρ) έβρισκε την Αισθηματική Αγωγή αισθητικά αποτυχημένη από έλλειψη δράσης, προοπτικής, σύνθεσης. Δεν έβλεπε πως το βιβλίο αυτό ήταν το πρώτο που πραγματοποιούσε την αποδραματοποίηση, θα μπορούσαμε να πούμε την απομυθιστοριοποίηση του μυθιστορήματος απ’ όπου έμελλε να ξεκινήσει όλη η σύγχρονη λογοτεχνία. Με άλλα λόγια, θεωρούσε ως ελάττωμα ό, τι για μας είναι το μεγαλύτερο προτέρημα» (σελ. 36).
Να ξεκαθαρίσουμε: Αν βάλουμε στην άκρη το οξύμωρο ότι η απομυθιστοριοποίηση του μυθιστορήματος είναι για μας το μεγαλύτερο προτέρημα (τότε δεν μιλάμε για μυθιστόρημα, αλλά για άλλο είδος), δεν έχουμε εδώ να κάνουμε παρά με μια διαφορά στην πρόσληψη. Το κοινό της εποχής που πρωτοεκδόθηκε το βιβλίο δεν το καλοδέχτηκε, ούτε και η κριτική, με πρώτο και καλύτερο τον Σαιντ Μπεβ. Να υποθέσουμε ότι ενστάλαξαν τόσο έντονα την κριτική τους στάση στον Φλωμπέρ ώστε να τον κάνουν να νοιώσει ο ίδιος άβολα με το ίδιο του το μυθιστόρημα, να θεωρήσει την «Αισθηματική αγωγή» αισθητικά αποτυχημένη; Όπως και να έχει, δεν θα κουραστώ να επαναλαμβάνω ότι μπορεί να υπάρχουν καλά και κακά μυθιστορήματα, αλλά υπάρχει και το ζήτημα του γούστου. Η έλλειψη δράσης στην πραγματικότητα είναι η έλλειψη, ή καλύτερα η σπάνις, πυρηνικών επεισοδίων, επεισοδίων δηλαδή που πυροδοτούν τα επόμενα επεισόδια, και όχι επεισοδίων γενικότερα. Το ότι ο Φλωμπέρ αρέσκεται στην περιγραφή είναι σίγουρο, υπάρχουν εξαιρετικές περιγραφές στο βιβλίο, όμως υπάρχει και δράση, μια δράση που θα χαρακτηρίζαμε κινηματογραφική. Διαβάζοντας το έργο θα μπορούσαμε να πούμε ότι στο μεγαλύτερο μέρος του είναι κάτι σαν περιγραφή κινηματογραφικής ταινίας που την κάνει κάποιος σε ένα τυφλό φίλο του. Σήμερα οι συγγραφείς δεν γράφουν έτσι, απλά γιατί δεν μπορούν να συναγωνιστούν τον κινηματογράφο, που εμφανίστηκε μετά τον θάνατο του Φλωμπέρ. Αντιγράφω:
«-Αποδείξτε μου πως η γυναίκα μου είναι λογική, είπε ο Φρεντερίκ.
Την τράβηξε απαλά προς την πόρτα.
Ο πλειστηριαστής συνέχιζε:
-Εμπρός κύριοι, εννιακόσια τριάντα! Υπάρχει αγοραστής για εννιακόσια τριάντα φράγκα;
Η κ. Νταμπρέζ, που είχε φτάσει στο κατώφλι, σταμάτησε∙ και με δυνατή φωνή:
-Χίλια φράγκα!
Ένα ρίγος διαπέρασε το κοινό, μια σιωπή.
-Χίλια φράγκα κύριοι, χίλια φράγκα! Κανείς δεν λέει τίποτε! Το είδατε καλά; Χίλια φράγκα! Κατεκυρώθη!
Το φιλντισένιο σφυρί κατέβηκε.
Εκείνη έδωσε την κάρτα της και πήρε την κασετίνα. Την έχωσε στο μανσόν της.
Ο Φρεντερίκ ένοιωσε μια δυνατή κρυάδα να του διαπερνά την καρδιά» (σελ. 448).
Είναι όπως η περιγραφή ενός ποδοσφαιρικού αγώνα από το ραδιόφωνο, που θα μπορούσε να την παραθέσει κανείς παράλληλα με την προβολή μιας βιντεοσκόπησής του. Όμως εδώ υπάρχει η λογοτεχνία, που στην προκειμένη περίπτωση εκφράζεται με την παντογνωσία του τριτοπρόσωπου αφηγητή (σε άλλα σημεία με το σχόλιο, και βέβαια με την ποιητική χρήση της μεταφοράς). Κανείς εκφωνητής δεν θα μπορούσε ποτέ να πει ότι ο τάδε παίκτης ένοιωσε ρίγος ή κρυάδα. Αυτό το telling των αισθημάτων που δεν άρεσε στον Henry James και το αντικατέστησε στα δικά του έργα με το showing της δράσης είναι τελικά η λογοτεχνία. Το showing δεν είναι παρά κινηματογράφος, και γι' αυτό δεν τον ακολούθησε νομίζω κανείς λογοτέχνης σ’ αυτό το στυλ γραφής.
Ας πάμε τώρα σε ένα άλλο ζήτημα, που έχει επίσης σχέση με την πρόσληψη. Γράφει κάπου ο Φλωμπέρ: «Φοβάμαι μήπως τα φόντα εξαφανίσουν τα πρώτα πλάνα». Εγώ είμαι ένας αναγνώστης που ενδιαφέρεται εξίσου, αν όχι περισσότερο, για τα φόντα, ιδιαίτερα στον κινηματογράφο. Είχα ελάχιστες γνώσεις για τις εξεγέρσεις του 1848 (με τις οποίες παρομοιάζουν τώρα τις αραβικές εξεγέρσεις). Μαθαίνω τελικά ότι η γαλλική εξέγερση είχε τη δική της Κροστάνδη. Διαβάζω: «Τώρα που είχαν ξεφορτωθεί τους νικημένους (τους εργάτες στην Ιουλιανή εξέγερση) εύχονταν να ξεφορτωθούν και τους νικητές» (σελ. 382). Με τον Ναπολέοντα τον μικρό το κατάφεραν.
Από τους μαρξιστές θεωρητικούς ο ρεαλισμός των τριών μεγάλων της γαλλικής λογοτεχνίας του 19ου αιώνα, του Σταντάλ, του Μπαλζάκ και του Φλωμπέρ χαρακτηρίστηκε ως κριτικός ρεαλισμός, και όχι μόνο για να τον διαφορίσουν πιο ριζικά από τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό: ο ρεαλισμός αυτός πίστευαν ότι κριτίκαρε την αστική κοινωνία.
Προσωπικά δεν έχω αυτή την αίσθηση. Ο ρεαλισμός αυτός δεν νομίζω ότι είχε τον κριτικό στόχο που του απέδωσαν αργότερα οι μαρξιστές, και τον οποίο είχε ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός. Οι ήρωες των έργων τους δεν βρίσκονται στον μανιχαϊστικό άξονα των ηρώων του σοσιαλιστικού ρεαλισμού-από τη μια οι κακοί χαρακτήρες τους οποίους κριτικάρουμε, από την άλλη οι θετικοί ήρωες τους οποίους πρέπει να μιμούμαστε. Ο Φλωμπέρ περιγράφει με καταπληκτική ακρίβεια τις αρετές και τις κακίες των ίδιων ανθρώπων. Ο Αρνού δεν παρουσιάζεται μόνο σαν ένας καιροσκόπος και εκμεταλλευτής αλλά και σαν άνθρωπος με μια καλοκάγαθη καρδιά. Όσο για τον ίδιο τον Φρεντερίκ, την περσόνα του Φλωμπέρ, αυτός πια και αν περιγράφεται με ένα φοβερό ρεαλισμό, με τις φωτεινές και τις σκοτεινές πλευρές του. Είμαι σίγουρος ότι ο Νίτσε θα μπορούσε να πει για όλα αυτά ότι είναι «ανθρώπινα, πολύ ανθρώπινα».
Η «Αισθηματική αγωγή» είναι ένα έργο κατά κάποιο τρόπο αυτοβιογραφικό. Η κυρία Αρνού είναι η περσόνα της Ελίζας Σλέσινγκερ, μιας γυναίκας παντρεμένης, δέκα χρόνια μεγαλύτερης του Φλωμπέρ με την οποία ήταν ερωτευμένος (πέθανε χρόνια μετά τον Φλωμπέρ τρελή σε ψυχιατρείο). Ένας λατινοαμερικάνικος νεορομαντισμός α λα Μάρκες θα παρουσίαζε ένα μεγαλειώδη έρωτα που φουντώνει με την προσμονή της πλήρωσής του. Και έχει όλα τα στοιχεία. Και πρώτα πρώτα το στοιχείο του κεραυνοβόλου έρωτα. Με το που βλέπει την κυρία Αρνού ο Φρεντερίκ την ερωτεύεται. Έπειτα το στοιχείο της επιμονής. Ήταν ολόκληρη περιπέτεια το να τη συναντήσει ξανά και να σχετισθεί με την οικογένειά της. Καθώς είναι παντρεμένη δεν τολμά να της εξομολογηθεί τα αισθήματά του, μη αντέχοντας να αντιμετωπίσει την άρνησή της. Έχει ερωμένη τη στρατηγίνα, ίσως να παντρευτεί τη Λουίζα, όμως η καρδιά του είναι δοσμένη για πάντα στην αθάνατη αγαπημένη. Και να πως αφηγείται ο Φλωμπέρ την σκηνή, μετά από μήνες – ή ίσως χρόνια; πάντως στη σελίδα 378 του μυθιστορήματος - όπου τολμά να της εξομολογηθεί επί τέλους τον έρωτά του:
«…της ορκίστηκε πως δεν πέρασε ούτε μέρα δίχως να τον βασανίσει η ανάμνησή της.
-Δεν πιστεύω απολύτως τίποτε, κύριε.
-Κι όμως ξέρετε πως σας αγαπώ!
Εκείνη δεν απάντησε.
-Ξέρετε πως σας αγαπώ
Εκείνη πάντοτε τσιμουδιά.
Άντε πήγαινε κουρέψου, είπε μέσα του ο Φρεντερίκ. Και, σηκώνοντας τα μάτια του, είδε στην άλλη άκρη του τραπεζιού τη δεσποινίδα Ροκ (τη Λουίζα)».
Μήπως δεν την αγαπούσε αρκετά; Αντίθετα, την αγαπούσε τόσο πολύ ώστε ο Φλωμπέρ περιγράφει τον έρωτα αυτό του Φρεντερίκ με αρκετή δόση ειρωνείας χρησιμοποιώντας το εφέ της υπερβολής∙ και μια και ξέρουμε πως αυτοβιογραφείται, πρόκειται τελικά για αυτοειρωνεία.
«Τέλος σήμανε η ώρα δύο.
‘Α, τώρα’, είπε μέσα του, ‘βγαίνει απ’ το σπίτι της, πλησιάζει’. Κι ένα λεπτό αργότερα: ‘Θα μπορούσε να είχε έρθει’. Ως τις τρεις πάσχισε να μείνει ήρεμος. ‘Όχι, δεν είναι αργοπορημένη∙ λίγη υπομονή’.
Και μη έχοντας τι να κάνει, περιεργαζόταν τα αραιά μαγαζιά: ένα βιβλιοπωλείο, ένα σελάδικο, ένα κατάστημα με είδη πένθους. Σε λίγο ήξερε όλους τους τίτλους των βιβλίων, όλα τα χάμουρα, όλα τα υφάσματα. Οι καταστηματάρχες, βλέποντάς τον να περνάει και να ξαναπερνάει συνεχώς, στην αρχή ξαφνιάστηκαν, ύστερα φοβήθηκαν κι έκλεισαν τις βιτρίνες τους (σελ. 314).
Θα τα φτιάξει μαζί της, θα χωρίσουν όμως κάποια στιγμή. Στο τέλος του έργου, μετά από χρόνια, την βλέπει με ασπρισμένα τα μαλλιά της. Οποία απογοήτευση!!! Και το ελάχιστο ίχνος του έρωτα που του είχε απομείνει εξατμίστηκε. Τελικά φαίνεται ερωτευόμαστε όχι τον εσωτερικό κόσμο αλλά τα εξωτερικά κάλλη.
θυμήθηκα τώρα ένα ανέκδοτο, δεν μπορώ να μην το γράψω.
Μια γυναίκα αφηγείται σε μια φίλη της την επίσκεψή της σε έναν οδοντογιατρό. Ήταν ένας συμμαθητής της, θα τον έβλεπε για πρώτη φορά μετά από δεκαετίες. Ανοίγει την πόρτα, και τι βλέπει! Έναν χοντρό, κοιλαρά, φαλακρό, κακάσχημο. Και θυμάται τον όμορφο νεαρό που όλες οι συμμαθήτριές της τον χαλβάδιαζαν, όπως άλλωστε και η ίδια. Πώς κατάντησε αλήθεια έτσι!!! Ξέρεις, του λέει, ήμασταν στο ίδιο σχολείο, στο (τάδε)Λύκειο. Και συνεχίζει την αφήγηση η γυναίκα αυτή στη φίλη της. –Και ο άθλιος, ο πανάθλιος, που να τον πάρει και να τον σηκώσει, τι γυρνάει και μου λέει; «Και τι μάθημα μας κάνατε;»
Εγώ φοιτητής κάνω μάθημα σε φροντιστήριο αγγλικών, αυτή μια πολύ όμορφη μαθήτρια. Παίρνει την αίτησή μου, διαβάζει το όνομα, «Ο Μπάμπης ο Δερμιτζάκης είσαι;». «Εσύ είσαι Μαρία»; Άστα να πάνε, πώς περνούν τα χρόνια. Πέρυσι το καλοκαίρι αυτό.
Κλείνει η παρένθεση.
Ο Φλωμπέρ αρέσκεται είπαμε στις περιγραφές. Αυτό που μου έκανε όμως εντύπωση είναι πώς ηδονίζεται κυριολεκτικά με τις περιγραφές φαγητών. Περιγράφει με καταπληκτικές λεπτομέρειες τα πάντα που βρίσκονται στο τραπέζι, όπου υπάρχει ακόμη και του πουλιού το γάλα (που λέει ο λόγος). Δεν συνιστώ να διαβάσει κανείς αναγνώστης αυτό το βιβλίο αν βρίσκεται σε δίαιτα – ή μάλλον αναγνώστρια, αφού οι γυναίκες είναι που κάνουν συνήθως δίαιτα.
Κάτι που μου έκανε επίσης μεγάλη εντύπωση: όπως και στα μυθιστορήματα του Σταντάλ και του Μπαλζάκ, οι ήρωες έχουν φοβερές φιλοδοξίες. Θέλουν να γίνουν πάμπλουτοι, θέλουν να γίνουν πολιτικοί (παρεμπιπτόντως, να ένας καλός τρόπος για να πλουτίσεις). Οι ήρωες, στα ελληνικά τουλάχιστον μυθιστορήματα, δεν βλέπω να έχουν τόσες φιλοδοξίες, αντανακλώντας το περιορισμένο των προσδοκιών της σημερινής μας νεολαίας: μια επιτυχία στον ΑΣΕΠ, μια θεσούλα στο Δημόσιο, να μας πάρουν με 18μηνη σύμβαση και βλέπουμε… Ίσως γι' αυτό πάει χάλια η Ελλάδα, παύουμε να έχουμε μεγάλες φιλοδοξίες.
Η μετάφραση είναι καλή αν και αρκετά παρωχημένη. Βλέπω τις λέξεις «σύσταση» αντί για διεύθυνση, τη λέξη «κουμάρι» αντί για χαρτοπαίγνιο ή ζάρια, «προγύμναση» αντί για ιδιαίτερα μαθήματα ή φροντιστήριο, και επίσης το εντελώς αδόκιμο «κάμνω» αντί κάνω, αρκετές φορές σε διάφορους χρόνους, πρόσωπα και αριθμούς. Και ένα λάθος, που το κάνουν κάποιες φορές οι μαθητές μου: «Υποπτεύοντας στο γράμμα της δεσποινίδας Βατνάζ κάποια γυναικοδουλειά…» (σελ. 126). Μικρά ατοπήματα μπροστά σε μια πολυσέλιδη και εξαίρετη εισαγωγή.
Πω πω, περάσαμε τις τρεις σελίδες!!! Αλλά η μια δεν πιάνει, είναι το ανέκδοτο. Πήρα μαζί μου από την Κρήτη και τη «Σαλαμπώ», θα γράψω ελπίζω γρήγορα και γι αυτήν.

No comments:

Post a Comment