Tuesday, July 5, 2011

Μάρω Βαμβουνάκη, Ο ερωτευμένος Πολωνός

Μάρω Βαμβουνάκη, Ο ερωτευμένος Πολωνός, Ψυχογιός 2011, σελ. 218

Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα

Ένα ακόμη συναρπαστικό ερωτικό μυθιστόρημα της πολυδιαβασμένης συγγραφέως

Μετά από πέντε χρόνια η Μάρω Βαμβουνάκη επιστρέφει στο μυθιστόρημα, αφού μεσολάβησε η μεταγραφή της στις εκδόσεις Ψυχογιός από τις εκδόσεις Φιλιππότη, καθώς και τέσσερα βιβλία δοκιμιακού χαρακτήρα. Είναι η γνωστή μας Βαμβουνάκη, η Βαμβουνάκη που αγαπήσαμε με τα τόσα μυθιστορήματά της που έχουν όλα ως θέμα τον έρωτα, θέμα ανεξάντλητο το οποίο πραγματεύεται πάντα εντυπωσιακά.
Έχουμε γράψει για όλα της τα βιβλία (με εξαίρεση ένα), και έχουμε πει πως η πλοκή στα έργα της είναι προσχηματική. Αυτό που την ενδιαφέρει είναι να σχολιάσει τον έρωτα και να περιγράψει την πλατιά γκάμα των συναισθημάτων που νοιώθουν οι ερωτευμένοι ήρωές της. Εδώ όμως βρισκόμαστε μπροστά σε κάτι καινούριο: Το σασπένς βρίσκεται σε πρώτο πλάνο και το τέλος είναι happy. Ακόμη η Βαμβουνάκη θίγει ένα πρόβλημα της αφηγηματικής πεζογραφίας, παρεμβαίνοντας κάποια στιγμή ως συγγραφέας.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με τη σειρά.
Ο ερωτευμένος Πολωνός δημιουργεί το πρώτο σασπένς, που είναι σαν αυτό του «Περιμένοντας τον Γκοντό». Φτάνουμε σχεδόν στη μέση του έργου και ο Πολωνός δεν εμφανίζεται. Αναρωτιόμαστε: Λες να μην εμφανιστεί και αυτός καθόλου, όπως ο Γκοντό; Όμως για τον Γκοντό μιλάνε οι δυο ήρωες του έργου από την αρχή, αυτόν περιμένουν. Για τον Πολωνό όμως δεν βλέπουμε ούτε την ελάχιστη αναφορά, παρά μόνο στον τίτλο. Τι συμβαίνει;
Και το δεύτερο σασπένς:
Η ηρωίδα, μια επιτυχημένη ηθοποιός, εξαφανίζεται μυστηριωδώς. Τι συνέβη; Την απήγαγαν, τη δολοφόνησαν και εξαφάνισαν το πτώμα της; Βούτηξε με το αυτοκίνητό της στα παγωμένα νερά ενός λιμανιού; Ή τι;
Δεν συνέβη τίποτα από όλα αυτά. Η Ρωξάνη Δανηλάτου ερωτεύτηκε. Αφού την εγκατέλειψε ο άντρας της και πέθανε το ανάπηρο παιδί της βρισκόταν σε συνεχή κατάθλιψη. Ήταν έτοιμη να αυτοκτονήσει. Ένας Πολωνός που ήλθε να φτιάξει τα υδραυλικά στο καμαρίνι της την έσωσε. Ήταν η σανίδα σωτηρίας που εμφανίστηκε στην κατάλληλη στιγμή.
Η Ρωξάνη έχει βαρεθεί τα φώτα της ράμπας, η αγάπη του κοινού βαραίνει ασφυκτικά πάνω της. Έτσι κάποια στιγμή εξαφανίζεται με τον Πολωνό της, χωρίς να αφήσει πίσω της ίχνη. Πηγαίνουν στην Πολωνία, παντρεύονται. Ο Πολωνός της ασκεί το επάγγελμα που ασκούσε στη χώρα του, το επάγγελμα του γιατρού, πριν η πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού με το ταρακούνημα που επέφερε τον αναγκάσει να έλθει στην Ελλάδα και να εργαστεί ως υδραυλικός για να βοηθήσει οικονομικά την αδελφή του.
Εδώ παρεμβαίνει η συγγραφέας με ένα δοκιμιακό απόσπασμα 10 σελίδων, και ξεκινάει λέγοντας:
«Η περιγραφή της ευτυχίας στα μυθιστορήματα είναι από τα πιο δύσκολα θέματα που μπορεί να σου ζητηθούν ή αποφασίζεις ο ίδιος να δουλέψεις. Σπανιότατα θα συναντήσεις ένα μυθιστόρημα που διεξοδικά αφηγείται μια ευτυχισμένη κατάσταση ή ζωγραφίζει το πορτρέτο ενός ευτυχισμένου ανθρώπου. Μονάχα ως πινελιές, ως βιαστικά περάσματα πάνω σε σκούρο φόντο εμφανίζονται οι ευδαίμονες στιγμές-σχεδόν πάντα κατ’ εξαίρεση» (σελ. 175).
Η Βαμβουνάκη θα αρνηθεί να εγκαταλείψει τους ήρωές της στην ευτυχία τους με ένα «και έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα». Και καταλήγει, σχεδόν προκλητικά θα έλεγα: «Εγώ πάντως θα τολμήσω να τους ακολουθήσω αυτούς τους δυο στο ξύλινο σπίτι τους, στα χιονισμένα βουνά και στα ανθισμένα δάση της άνοιξης, κι όποιος δε θέλει, ας σταματήσει το βιβλίο στο προηγούμενο κεφάλαιο» (σελ. 184). Ακολουθεί την ηρωίδα της στην ευτυχισμένη ζωή της άλλες 34 σελίδες. Ένα σημαντικό μέρος από αυτές τις σελίδες είναι λυρικές περιγραφές της ειδυλλιακής φύσης όπου ζουν οι ήρωές της –χιονισμένα βουνά, ανθισμένα δάση- που υποδηλώνουν την ευτυχία που τους πλημυρίζει, όπως οι περιγραφές τοπίων στην συμβολιστική ποίηση υποδηλώνουν την ψυχική κατάσταση του ποιητή.
Και μια κριτική παρατήρηση: γράφει η Βαμβουνάκη ότι η ηρωίδα της ήταν έτοιμη να πάρει τριάντα χάπια και να αυτοκτονήσει.
Ούτε τα δεκαπλάσια δεν θα ήταν αρκετά. Έχω υπόψη μου δυο περιπτώσεις. Ο πρώτος ξύπνησε μετά από ένα βαθύ ύπνο τριών ημερών, αφού είχε πάρει κάπου τριακόσια χάπια. Η δεύτερη, αφού κι εκείνη πήρε κάπου τριακόσια χάπια, μετά από πλύσεις στομάχου και παραμονή κάποιες μέρες στην εντατική, συνήλθε χωρίς να της έχει προκληθεί καμιά βλάβη μη αντιστρεπτή.
Και θυμήθηκα τώρα μια ιστορία από τα μαθητικά μου χρόνια. Κάποια κοπέλα, περνώντας μια εφηβική ερωτική απογοήτευση, αποφάσισε να αυτοκτονήσει. Πήρε τρεις ασπιρίνες. Φοβήθηκε μάλλον ότι αν έπαιρνε τέσσερις μπορεί να πέθαινε πραγματικά. Το μόνο που κατάφερε ήταν να της περάσει ο πονοκέφαλος.
Διαβάζουμε:
«Υπάρχει ένα ποίημα που διάβασε κάποτε σε ραδιοφωνική εκπομπή: το πρώτο πράγμα που έκανε ο Θεός είναι η αγάπη-έπειτα έρχεται το αίμα» (σελ. 135).
«Και η δίψα για το αίμα», θα συμπληρώσω εγώ ως επαρκής αναγνώστης. Τόσο επαρκής ώστε να ξέρω ότι είναι του Σεφέρη, όχι όμως και τόσο επαρκής ώστε να ξέρω ποιο είναι το ποίημα. Ξέρω όμως ότι το μελοποίησε ο Γιάννης Μαρκόπουλος στη συλλογή που φέρνει τον τίτλο «Ο Στρατής Θαλασσινός ανάμεσα στους αγάπανθους» (συμπληρώνω εκ των υστέρων: μπορεί εγώ να μην είμαι τόσο επαρκής, είναι όμως επαρκές το διαδίκτυο: βάζοντας ένα μέρος από το παραπάνω απόσπασμα στο google βρήκα ότι είναι από τον Στρατή Θαλασσινό).
Οι εκδόσεις Ψυχογιός κυκλοφόρησαν την πρώτη έκδοση του βιβλίου σε 30.000 αντίτυπα. Ήταν σίγουροι για την εκδοτική επιτυχία του μυθιστορήματος. Το ίδιο είμαστε κι εμείς.

Μπάμπης Δερμιτζάκης

No comments:

Post a Comment