Χόρχε Λουίς Μπόρχες, Δοκίμια (μετ. Αχιλλέας Κυριακίδης), Ελληνικά Γράμματα 2007, σελ. 630
Να σημειώσουμε κατ’ αρχάς ότι στη σελίδα 630 τελειώνει το κείμενο, γιατί μετά ακολουθούν άλλες 168 σελίδες με σημειώσεις του μεταφραστή, ένα εγκυκλοπαιδικό λεξικό, δύο ευρετήρια, ένα μικρό βιβλιογραφικό σημείωμα και ένα εργοβιογραφικό σημείωμα.
Την επιλογή των δοκιμίων από το σύνολο του έργου του την έκανε ο μεταφραστής και επιμελητής Αχιλλέας Κυριακίδης ο οποίος, αν θυμάμαι καλά την ειδησεογραφία της εποχής, εντόπισε τυχαία τον Μπόρχες σε κάποιο κεντρικό δρόμο της Αθήνας και τον έφερε στο φως της ελληνικής δημοσιότητας. Ο Μπόρχες είχε έλθει incognito, αφού, όπως γράφει, «Έχω κουραστεί απ’ τον εαυτό μου, τ’ όνομά μου και τη φήμη μου, και θέλω να απελευθερωθώ απ’ όλα αυτά» (σελ. 423). Νομίζω τότε ήταν που αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας του Πανεπιστημίου του Ρεθύμνου. Η φωτογραφία του Μπόρχες με τον Κυριακίδη που υπάρχει στο αυτί του βιβλίου έχει χρονολογική ένδειξη Μάιος 1984.
Ο Χάρολντ Μπλουμ έχει γράψει ένα βιβλίο με τίτλο «Η αγωνία της επίδρασης», και αναφέρεται στην αγωνία (πραγματική ή υποθετική) που νοιώθουν οι συγγραφείς να μην «αντιγράψουν», ηθελημένα ή αθέλητα, παλιούς ή σύγχρονους συναδέλφους τους. Εγώ αντίθετα έχω το άγχος της επανάληψης, να μην επαναλάβω στις βιβλιοκριτικές μου πράγματα που έχω ξαναπεί, ιδιαίτερα για συγγραφείς των οποίων έχω πάρει εργολαβικά την παρουσίασή τους. Και αναρωτιέμαι: ένοιωθε ανάλογη αγωνία ο Μπόρχες; Γιατί διαβάζοντας τα δοκίμια αυτά βλέπω να επαναλαμβάνεται. Βέβαια μια επανάληψη που συμβαίνει σε βάθος χρόνου περνάει απαρατήρητη, όμως σε συγκεντρωτικές εκδόσεις αυτή γίνεται εμφανής.
Μίλησα για επανάληψη, σαν κάτι αρνητικό, στην πραγματικότητα όμως πρόκειται για εμμονές, εμμονές που χαρακτηρίζουν κάθε συγγραφέα, και συνιστούν λίγο πολύ τη θεματική του. Ο Μπόρχες δηλώνει απερίφραστα ότι η έννοια του χρόνου είναι κάτι που τον απασχολεί, και μιλάει γι’ αυτήν κάμποσες φορές, ενώ της αφιερώνει και δυο ξεχωριστά δοκίμια. Το ίδιο τον απασχολούν και οι «Χίλιες και μια νύχτες», το ίδιο και η «Θεία κωμωδία» του Δάντη. Το ίδιο και η Αγία Γραφή, το ίδιο και ο Βουδισμός, το ίδιο και ο γνωστικισμός. Όμως και ξεχωριστά ανέκδοτα, αποσπάσματα ή επεισόδια που τον εντυπωσιάζουν τα επαναλαμβάνει. Διάβασα πάνω από μια φορά για το παράδοξο του Ζήνωνα, την αρχή του «Δον Κιχώτη», το γεγονός ότι ο Μέγας Αλέξανδρος κοιμόταν έχοντας κάτω από το μαξιλάρι του ένα ξίφος και την Ιλιάδα και το ότι το "κλασικός" βγαίνει από το λατινικό classis που σημαίνει στόλος. Ο Μπόρχες θαυμάζει το mise en abyme και γενικά τις εγκιβωτισμένες ιστορίες, χωρίς να χρησιμοποιεί αυτούς τους όρους που χρησιμοποίησε αργότερα η θεωρία της αφήγησης. Μας μιλάει ακόμη για τους δυο εφιάλτες του που θεματοποιούνται σε κάποια διηγήματά του, τους λαβύρινθους και τους καθρέπτες.
Η δοκιμιακή πρόζα του Μπόρχες είναι διαφανής και κρυστάλλινη, απολαυστική, καρυκευμένη κατά διαστήματα με ένα λεπτό χιούμορ. Ο Μπόρχες γράφει: «…φοβάμαι πως, καμιά φορά, ο άλλος φαίνεται βαθύς επειδή είναι σκοτεινός» (σελ. 379). Δεν είναι η περίπτωσή του. Είναι σπουδαίος γιατί είναι διαυγής. Πουθενά δεν νοιώθεις νοηματική ασάφεια.
Ο Μπόρχες παθιάζεται με τα λογικά παράδοξα και με την κομψότητα των αποδείξεων. Παραθέτει πάνω από μια φορά τα επιχειρήματα του υποκειμενικού ιδεαλισμού των Μπέρκλεϊ και Χιουμ, όπως και το παράδοξο του Ζήνωνα, ότι ο Αχιλλέας δεν μπορεί να φτάσει ποτέ τη χελώνα. Το παρακάτω παράθεμα από τον Τζον Νταν ισχύει σε μεγάλο βαθμό και για τον ίδιο τον Μπόρχες: «Δεν συμφωνώ με τη θεωρία του, αλλά είναι τόσο όμορφη που αξίζει να μνημονευτεί» (σελ. 482). Αυτοσαρκαζόμενος, στο πρώτο δοκίμιο για το χρόνο γράφει: «Στη διάρκεια μιας ζωής αφιερωμένης στα γράμματα και (κατά καιρούς) στη μεταφυσική σύγχυση…» (σελ. 341).
Η ενασχόληση με την έννοια του χρόνου, σαν μεταφυσική έννοια, εμένα προσωπικά μου προκαλεί αποστροφή. Αυτός είναι ο λόγος που παρέλειψα το δεύτερο δοκίμιο. Γενικά έχω πάψει να τρέφω εκτίμηση για τη φιλοσοφία, σαν κάποιον που παράτησε έναν παράφορο έρωτα της νιότης του. Γιατί σαν έφηβος διάβασα πολύ φιλοσοφία, και φυσικά τα έργα του Μπέρκλεϊ και του Χιουμ. Όταν τέλειωσα το Τμήμα Αγγλικών Σπουδών γράφηκα στο Φιλοσοφικό Τμήμα (τότε ήταν αμιγώς φιλοσοφικό, όχι ΦΠΨ). Καθώς δεν είχα και σε μεγάλη εκτίμηση τους καθηγητές μου της φιλοσοφίας τότε, έλεγα στους φίλους μου ότι γράφηκα στο τμήμα για κατοχύρωση γνώσεων. Ούτε μια φορά δεν πάτησα σε αίθουσα παραδόσεων, κυρίως όμως γιατί τότε ήμουν φαντάρος (για την ακρίβεια έφεδρος αξιωματικός).
Ο Νίτσε ήταν ο αγαπημένος μου φιλόσοφος στα μαθητικά μου χρόνια. Όμως, αν αναφερθώ κι εγώ όπως κάνει ο Καζαντζάκης στους δασκάλους μου στους οποίους χρωστώ την κοσμοαντίληψή μου (Weltanschauung), δεν θα παραθέσω κανένα φιλόσοφο. Αυτοί είναι ο Μαρξ και ο Έγκελς (θα έλεγα καλύτερα ο Έγκελς και ο Μάρξ), ο Φρόιντ και ο Κόνραντ Λόρεντς (νομπελίστας ηθολόγος). Έχουν πάψει προ πολλού να με μαγεύουν τα κομψά συστήματα, προτιμώ την άκομψη γνώση.
Όμως να κλείσω αυτή την αυτοβιογραφική παρένθεση και να συνεχίσω με τον Μπόρχες. Στα δοκίμιά του αναφέρεται πάρα πολύ σε ποιητές, κυρίως άγγλους. Υπήρξε εξάλλου για αρκετά χρόνια καθηγητής αγγλικής λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο του Μπουένος Άυρες. Ο Δάντης είναι ένας από αυτούς, στον οποίο αφιερώνει μάλιστα ένα τόμο με ξεχωριστά δοκίμια. Χωρίς να ενδιαφέρομαι ιδιαίτερα για την ποίηση απόλαυσα τις αναλύσεις που έκανε σε ποιητικά έργα καθώς και τον σχολιασμό ξεχωριστών στίχων. Ακόμη απόκτησα πολύτιμες βιογραφικές πληροφορίες για αρκετούς ποιητές αλλά και άλλους διανοούμενους, όπως για τον Καρλάιλ που τον ήξερα ελάχιστα και τον Σβέντενμποργκ που μου ήταν εντελώς άγνωστος. Περιττό να πω ότι οι βιογραφικές αυτές πληροφορίες δεν έχουν καμιά σχέση με τα στεγνά λήμματα των εγκυκλοπαιδειών, γι’ αυτό πιστεύω ότι θα μείνουν για αρκετό χρόνο χαραγμένες στη μνήμη μου.
Και ενώ οι θεωρητικές εμμονές και οι περισσότερες θεματικές του Μπόρχες δεν με ενδιαφέρουν ιδιαίτερα – αλλά, να το επαναλάβω, η λαμπρή του πρόζα μου επέτρεψε να τις απολαύσω – με άφησε κυριολεκτικά έκπληκτο η ταυτότητα αντιλήψεων σε πάρα πολλά θέματα. Συμμερίζομαι κι εγώ, όπως και αυτός, την αντίληψη του Μονταίνιου, για τον οποίο γράφει: «Ο Μονταίνιος αφήνει να εννοηθεί ότι η έννοια της καταναγκαστικής ανάγνωσης είναι εσφαλμένη. Λέει πως, όταν διαβάζει ένα βιβλίο και πέφτει πάνω σ’ ένα δύσκολο απόσπασμα, το αφήνει∙ γιατί, γι’ αυτόν, η ανάγνωση είναι μια μορφή ευτυχίας» για να συνεχίσει πιο κάτω: «Αν διαβάζουμε κάτι μετά δυσκολίας, ο συγγραφέας έχει αποτύχει. Γι’ αυτό και θεωρώ πως ένας συγγραφέας σαν τον Τζόυς έχει κατά βάθος αποτύχει, αφού το έργο του απαιτεί προσπάθεια» (σελ. 415-6). Ξέρω ότι έχει δίκιο ο Μονταίνιος, όμως εγώ, μαζοχιστικά, εξακολουθώ να διαβάζω, ακόμη και αν δεν απολαμβάνω το κείμενο. Για πιο λόγο; Υπάρχει ένα απόσπασμα που δικαιολογεί τη στάση μου: «(η ομορφιά)… καραδοκεί στις τυχαίες σελίδες μιας μετριότητας ή σε μια κουβέντα του δρόμου». Γιατί να μην καραδοκεί και μέσα σε κάποιες σελίδες που δεν μου αρέσουν; Πάντως κάτι ανάλογο έχω σκεφτεί και για το χιούμορ. Ένα καλό ανέκδοτο μπορεί να είναι πολύ καλύτερο από την πιο επιτυχημένη χιουμοριστική ατάκα μιας κωμωδίας.
Στους μαθητές του έλεγε: «Ξεχάστε τη βιβλιογραφία… Δεν μελετάτε καλύτερα τα ίδια τα κείμενα;… Αν σας αρέσει το βιβλίο, καλώς• αν όχι, μη το διαβάζετε. Η ιδέα της καταναγκαστικής ανάγνωσης είναι εντελώς παράλογη: πώς μπορούμε να μιλάμε για καταναγκαστική ευτυχία; …αν η ιστορία δε σε κάνει να θέλεις να μάθεις τι έγινε παρακάτω, τότε ο συγγραφέας δεν έγραψε για σένα. Βάλ’ το στη μπάντα. Είναι τόσο πλούσια η λογοτεχνία, που σίγουρα ένας άλλος συγγραφέας θα βρεθεί να σου τραβήξει την προσοχή-αν όχι σήμερα, μπορεί αύριο, μεθαύριο» (σελ. 532-533).
Συμμερίζομαι απόλυτα τις παραπάνω αντιλήψεις. Τότε που μελετούσα φιλοσοφία, προτιμούσα τα πρωτότυπα έργα από τις μελέτες πάνω στα έργα. Τώρα που γράφω τις βιβλιοκριτικές μου, ποτέ δεν κοιτάζω τι έχει γράψει κάποιος άλλος για το βιβλίο που έχω διαβάσει. Εδώ και το που γράφω τις δικές μου εντυπώσεις μου φαίνεται καμιά φορά ότι δεν έχει νόημα, ότι είναι χάσιμο χρόνου, πολύ περισσότερο βέβαια να αντιγράφω ή να παραθέτω άλλους. Όμως θέλω πάντα να διαβάσω τουλάχιστον ένα έργο καταξιωμένου συγγραφέα, να πάρω μια ιδέα πώς γράφει. Αν δεν μου αρέσει, εδώ δεν θα κάνω όπως συμβουλεύει ο Μπόρχες, θα το διαβάσω μέχρι τέλους, απλά δεν θα διαβάσω άλλο του έργο.
Διαβάζουμε: «Όσο ένας συγγραφέας περιορίζεται στην αφήγηση γεγονότων ή στην ανίχνευση των αδιόρατων παρεκκλίσεων μιας συνείδησης, μπορούμε να τον φανταζόμαστε παντογνώστη, μπορούμε να τον συγχέουμε με τον σύμπαν ή το Θεό∙ μόλις ξεπέσει στην επιχειρηματολογία, καταλαβαίνουμε ότι είναι τρωτός» (σελ. 271-272). Αυτό το απόσπασμα νοιώθω να με δικαιώνει για όσα έγραψα στην προηγούμενη ανάρτησή μου, στην παρουσίαση του βιβλίου του Ρόμπερτ Μούσιλ «Ο άνθρωπος χωρίς ιδιότητες».
Είχα διαβάσει παλιά, αν δεν κάνω λάθος στην «Κοινωνική ιστορία της τέχνης» του Άρνολντ Χάουζερ, ότι ο «Δον Κιχώτης» είναι μια παρωδία του ιπποτικού μυθιστορήματος. Στον Μπόρχες διαβάζω ότι «Ο Δον Κιχώτης δεν είναι τόσο ένα αντίδοτο αυτών των μύθων (της ιπποσύνης), όσο ένας κρυφός αποχαιρετισμός» (σελ. 253). Το θεωρητικό πρόβλημα είναι αν όντως τον θεωρούσε έτσι ο Θερβάντες ή αν έτσι τον προσλαμβάνουμε εμείς σήμερα.
Στο βιβλίο διαβάζουμε για τον «Μοκτεζούμα». Τον ήξερα σαν Μοντεζούμα. Ψάχοντας στο google βρήκα 637.000 λήμματα για το Μοντεζούμα, και μόλις 134.000 για το Μοκτεζούμα.
Διαβάζουμε: «(Όλοι οι φοιτητές μου περνούν. Σε δέκα χρόνια, δεν έκοψα κανένα, παρά μόνο τρεις φοιτητές που επέμεναν φορτικά να κοπούν)» (σελ. 559-560).
Το ίδιο έκανα κι εγώ για τους μαθητές μου. Πρόπερσι μόνο μου ξέφυγε ένας, που έγραψε τόσο χάλια που ήταν αδύνατο να τον περάσω. Τον πέρασα βέβαια τον Σεπτέμβρη, αλλά τον έκοψαν άλλοι. Φέτος, τελευταία μου χρονιά, μια μαθήτρια πέρασε την τάξη χάρις στον καλό βαθμό που της είχα.
Ο Μπόρχες μιλάει για φιλίες ανάμεσα σε διαφορετικά άτομα. Αναφέρει τον Δον Κιχώτη και τον Σάντσο, τον Κιμ και το λάμα, και δυο άλλα ζευγάρια λατινοαμερικάνικα που δεν τα ξέρω. Θα ήθελα να προσθέσω τον Ρώσο αξιωματικό Αρσένιεφ και το γερο-κυνηγό Ντερσού που ανήκει σε μιαν ανατολική τοπική μειονότητα, στο θαυμάσιο έργο του Κουροσάβα «Ντερσού Ουζάλα».
Έχουμε όμως και μια ένσταση. Σε κάποιο σημείο γράφει ο Μπόρχες: «Ο Νίτσε έχει πει, ψευδέστατα, πως ο Δάντης είναι μια ύαινα που στιχουργεί ανάμεσα στους τάφους. Ήδη η ύαινα που στιχουργεί είναι μια αντίφαση» (σελ. 477).
Μπορεί όντως ο Νίτσε να ψεύδεται, όμως αυτό που είπε δεν είναι μια αντίφαση. Είναι μια μεταφορά.
Ο Μπόρχες γράφει ότι ο Θερβάντες «διάβαζε μέχρι τα παλιόχαρτα απ’ το δρόμο» (σελ. 288). Και θυμήθηκα ότι και εγώ έκανα το ίδιο. Το έκανα ασυνείδητα όταν ήμουν μικρός, αλλά μου το θύμισε ένας χωριανός μου, ο Νικολής ο Τωμάδος, που με κάποιον άλλο, νομίζω με τον Κωστή τον Χατζάκη, μου έκαναν την εξής πλάκα: προπορεύονταν κάπου διακόσια μέτρα στον κεντρικό δρόμο του χωριού, κρατώντας μια εφημερίδα. Έσκιζαν κατά διαστήματα και από ένα φύλλο. Εγώ, χωρίς να αντιλαμβάνομαι ότι το έριχναν οι προπορευόμενοι εξεπίτηδες, το ίσιωνα με το πόδι μου και το διάβαζα (προφανώς τους τίτλους μια και η απόσταση του ματιού από το δρόμο δεν επέτρεπε να διαβάζω και τα ψιλά). Ο Νικολής μου διηγήθηκε την ιστορία χρόνια μετά, σκασμένος στα γέλια. Εγώ θυμήθηκα την κίνηση που έκανα, και άλλες φορές που συναντούσα παλιόχαρτα στο δρόμο: Να τα ισιώνω με το πόδι μου.
Θα τελειώσω παραθέτοντας μια πρόταση από το σύντομο βιογραφικό στο αυτί του βιβλίου: «Δεν τιμήθηκε με το Νόμπελ λογοτεχνίας». Το ίδιο θα μπορούσαμε να γράψουμε και σε μια βιογραφία του Καζαντζάκη. Τι μεγάλη τιμή γι’ αυτούς, όταν ένα σωρό νομπελίστες λογοτέχνες έχουν περιπέσει σήμερα στη λήθη.
(Να μην το ξεχάσω: Ο Μπόρχες, παθιασμένος με τις «Χίλιες και μια νύχτες», γράφει εκτενώς για τις μεταφράσεις του έργου στη Δύση. Μιλάει για τις αγγλικές, τις γαλλικές, τις ιταλικές, τις γερμανικές και για τις ισπανικές. Για τις ελληνικές δεν γράφει, μια και δεν ξέρει ελληνικά. Έγραψα όμως εγώ πέρυσι το καλοκαίρι, για την πρώτη ελληνική μετάφραση από έναν κρητικό, τυπωμένη στη Βενετία, στη δεκαετία του 1790. Βρίσκεται αναρτημένη στο blog μου, για όποιον ενδιαφέρεται).
Να σημειώσουμε κατ’ αρχάς ότι στη σελίδα 630 τελειώνει το κείμενο, γιατί μετά ακολουθούν άλλες 168 σελίδες με σημειώσεις του μεταφραστή, ένα εγκυκλοπαιδικό λεξικό, δύο ευρετήρια, ένα μικρό βιβλιογραφικό σημείωμα και ένα εργοβιογραφικό σημείωμα.
Την επιλογή των δοκιμίων από το σύνολο του έργου του την έκανε ο μεταφραστής και επιμελητής Αχιλλέας Κυριακίδης ο οποίος, αν θυμάμαι καλά την ειδησεογραφία της εποχής, εντόπισε τυχαία τον Μπόρχες σε κάποιο κεντρικό δρόμο της Αθήνας και τον έφερε στο φως της ελληνικής δημοσιότητας. Ο Μπόρχες είχε έλθει incognito, αφού, όπως γράφει, «Έχω κουραστεί απ’ τον εαυτό μου, τ’ όνομά μου και τη φήμη μου, και θέλω να απελευθερωθώ απ’ όλα αυτά» (σελ. 423). Νομίζω τότε ήταν που αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας του Πανεπιστημίου του Ρεθύμνου. Η φωτογραφία του Μπόρχες με τον Κυριακίδη που υπάρχει στο αυτί του βιβλίου έχει χρονολογική ένδειξη Μάιος 1984.
Ο Χάρολντ Μπλουμ έχει γράψει ένα βιβλίο με τίτλο «Η αγωνία της επίδρασης», και αναφέρεται στην αγωνία (πραγματική ή υποθετική) που νοιώθουν οι συγγραφείς να μην «αντιγράψουν», ηθελημένα ή αθέλητα, παλιούς ή σύγχρονους συναδέλφους τους. Εγώ αντίθετα έχω το άγχος της επανάληψης, να μην επαναλάβω στις βιβλιοκριτικές μου πράγματα που έχω ξαναπεί, ιδιαίτερα για συγγραφείς των οποίων έχω πάρει εργολαβικά την παρουσίασή τους. Και αναρωτιέμαι: ένοιωθε ανάλογη αγωνία ο Μπόρχες; Γιατί διαβάζοντας τα δοκίμια αυτά βλέπω να επαναλαμβάνεται. Βέβαια μια επανάληψη που συμβαίνει σε βάθος χρόνου περνάει απαρατήρητη, όμως σε συγκεντρωτικές εκδόσεις αυτή γίνεται εμφανής.
Μίλησα για επανάληψη, σαν κάτι αρνητικό, στην πραγματικότητα όμως πρόκειται για εμμονές, εμμονές που χαρακτηρίζουν κάθε συγγραφέα, και συνιστούν λίγο πολύ τη θεματική του. Ο Μπόρχες δηλώνει απερίφραστα ότι η έννοια του χρόνου είναι κάτι που τον απασχολεί, και μιλάει γι’ αυτήν κάμποσες φορές, ενώ της αφιερώνει και δυο ξεχωριστά δοκίμια. Το ίδιο τον απασχολούν και οι «Χίλιες και μια νύχτες», το ίδιο και η «Θεία κωμωδία» του Δάντη. Το ίδιο και η Αγία Γραφή, το ίδιο και ο Βουδισμός, το ίδιο και ο γνωστικισμός. Όμως και ξεχωριστά ανέκδοτα, αποσπάσματα ή επεισόδια που τον εντυπωσιάζουν τα επαναλαμβάνει. Διάβασα πάνω από μια φορά για το παράδοξο του Ζήνωνα, την αρχή του «Δον Κιχώτη», το γεγονός ότι ο Μέγας Αλέξανδρος κοιμόταν έχοντας κάτω από το μαξιλάρι του ένα ξίφος και την Ιλιάδα και το ότι το "κλασικός" βγαίνει από το λατινικό classis που σημαίνει στόλος. Ο Μπόρχες θαυμάζει το mise en abyme και γενικά τις εγκιβωτισμένες ιστορίες, χωρίς να χρησιμοποιεί αυτούς τους όρους που χρησιμοποίησε αργότερα η θεωρία της αφήγησης. Μας μιλάει ακόμη για τους δυο εφιάλτες του που θεματοποιούνται σε κάποια διηγήματά του, τους λαβύρινθους και τους καθρέπτες.
Η δοκιμιακή πρόζα του Μπόρχες είναι διαφανής και κρυστάλλινη, απολαυστική, καρυκευμένη κατά διαστήματα με ένα λεπτό χιούμορ. Ο Μπόρχες γράφει: «…φοβάμαι πως, καμιά φορά, ο άλλος φαίνεται βαθύς επειδή είναι σκοτεινός» (σελ. 379). Δεν είναι η περίπτωσή του. Είναι σπουδαίος γιατί είναι διαυγής. Πουθενά δεν νοιώθεις νοηματική ασάφεια.
Ο Μπόρχες παθιάζεται με τα λογικά παράδοξα και με την κομψότητα των αποδείξεων. Παραθέτει πάνω από μια φορά τα επιχειρήματα του υποκειμενικού ιδεαλισμού των Μπέρκλεϊ και Χιουμ, όπως και το παράδοξο του Ζήνωνα, ότι ο Αχιλλέας δεν μπορεί να φτάσει ποτέ τη χελώνα. Το παρακάτω παράθεμα από τον Τζον Νταν ισχύει σε μεγάλο βαθμό και για τον ίδιο τον Μπόρχες: «Δεν συμφωνώ με τη θεωρία του, αλλά είναι τόσο όμορφη που αξίζει να μνημονευτεί» (σελ. 482). Αυτοσαρκαζόμενος, στο πρώτο δοκίμιο για το χρόνο γράφει: «Στη διάρκεια μιας ζωής αφιερωμένης στα γράμματα και (κατά καιρούς) στη μεταφυσική σύγχυση…» (σελ. 341).
Η ενασχόληση με την έννοια του χρόνου, σαν μεταφυσική έννοια, εμένα προσωπικά μου προκαλεί αποστροφή. Αυτός είναι ο λόγος που παρέλειψα το δεύτερο δοκίμιο. Γενικά έχω πάψει να τρέφω εκτίμηση για τη φιλοσοφία, σαν κάποιον που παράτησε έναν παράφορο έρωτα της νιότης του. Γιατί σαν έφηβος διάβασα πολύ φιλοσοφία, και φυσικά τα έργα του Μπέρκλεϊ και του Χιουμ. Όταν τέλειωσα το Τμήμα Αγγλικών Σπουδών γράφηκα στο Φιλοσοφικό Τμήμα (τότε ήταν αμιγώς φιλοσοφικό, όχι ΦΠΨ). Καθώς δεν είχα και σε μεγάλη εκτίμηση τους καθηγητές μου της φιλοσοφίας τότε, έλεγα στους φίλους μου ότι γράφηκα στο τμήμα για κατοχύρωση γνώσεων. Ούτε μια φορά δεν πάτησα σε αίθουσα παραδόσεων, κυρίως όμως γιατί τότε ήμουν φαντάρος (για την ακρίβεια έφεδρος αξιωματικός).
Ο Νίτσε ήταν ο αγαπημένος μου φιλόσοφος στα μαθητικά μου χρόνια. Όμως, αν αναφερθώ κι εγώ όπως κάνει ο Καζαντζάκης στους δασκάλους μου στους οποίους χρωστώ την κοσμοαντίληψή μου (Weltanschauung), δεν θα παραθέσω κανένα φιλόσοφο. Αυτοί είναι ο Μαρξ και ο Έγκελς (θα έλεγα καλύτερα ο Έγκελς και ο Μάρξ), ο Φρόιντ και ο Κόνραντ Λόρεντς (νομπελίστας ηθολόγος). Έχουν πάψει προ πολλού να με μαγεύουν τα κομψά συστήματα, προτιμώ την άκομψη γνώση.
Όμως να κλείσω αυτή την αυτοβιογραφική παρένθεση και να συνεχίσω με τον Μπόρχες. Στα δοκίμιά του αναφέρεται πάρα πολύ σε ποιητές, κυρίως άγγλους. Υπήρξε εξάλλου για αρκετά χρόνια καθηγητής αγγλικής λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο του Μπουένος Άυρες. Ο Δάντης είναι ένας από αυτούς, στον οποίο αφιερώνει μάλιστα ένα τόμο με ξεχωριστά δοκίμια. Χωρίς να ενδιαφέρομαι ιδιαίτερα για την ποίηση απόλαυσα τις αναλύσεις που έκανε σε ποιητικά έργα καθώς και τον σχολιασμό ξεχωριστών στίχων. Ακόμη απόκτησα πολύτιμες βιογραφικές πληροφορίες για αρκετούς ποιητές αλλά και άλλους διανοούμενους, όπως για τον Καρλάιλ που τον ήξερα ελάχιστα και τον Σβέντενμποργκ που μου ήταν εντελώς άγνωστος. Περιττό να πω ότι οι βιογραφικές αυτές πληροφορίες δεν έχουν καμιά σχέση με τα στεγνά λήμματα των εγκυκλοπαιδειών, γι’ αυτό πιστεύω ότι θα μείνουν για αρκετό χρόνο χαραγμένες στη μνήμη μου.
Και ενώ οι θεωρητικές εμμονές και οι περισσότερες θεματικές του Μπόρχες δεν με ενδιαφέρουν ιδιαίτερα – αλλά, να το επαναλάβω, η λαμπρή του πρόζα μου επέτρεψε να τις απολαύσω – με άφησε κυριολεκτικά έκπληκτο η ταυτότητα αντιλήψεων σε πάρα πολλά θέματα. Συμμερίζομαι κι εγώ, όπως και αυτός, την αντίληψη του Μονταίνιου, για τον οποίο γράφει: «Ο Μονταίνιος αφήνει να εννοηθεί ότι η έννοια της καταναγκαστικής ανάγνωσης είναι εσφαλμένη. Λέει πως, όταν διαβάζει ένα βιβλίο και πέφτει πάνω σ’ ένα δύσκολο απόσπασμα, το αφήνει∙ γιατί, γι’ αυτόν, η ανάγνωση είναι μια μορφή ευτυχίας» για να συνεχίσει πιο κάτω: «Αν διαβάζουμε κάτι μετά δυσκολίας, ο συγγραφέας έχει αποτύχει. Γι’ αυτό και θεωρώ πως ένας συγγραφέας σαν τον Τζόυς έχει κατά βάθος αποτύχει, αφού το έργο του απαιτεί προσπάθεια» (σελ. 415-6). Ξέρω ότι έχει δίκιο ο Μονταίνιος, όμως εγώ, μαζοχιστικά, εξακολουθώ να διαβάζω, ακόμη και αν δεν απολαμβάνω το κείμενο. Για πιο λόγο; Υπάρχει ένα απόσπασμα που δικαιολογεί τη στάση μου: «(η ομορφιά)… καραδοκεί στις τυχαίες σελίδες μιας μετριότητας ή σε μια κουβέντα του δρόμου». Γιατί να μην καραδοκεί και μέσα σε κάποιες σελίδες που δεν μου αρέσουν; Πάντως κάτι ανάλογο έχω σκεφτεί και για το χιούμορ. Ένα καλό ανέκδοτο μπορεί να είναι πολύ καλύτερο από την πιο επιτυχημένη χιουμοριστική ατάκα μιας κωμωδίας.
Στους μαθητές του έλεγε: «Ξεχάστε τη βιβλιογραφία… Δεν μελετάτε καλύτερα τα ίδια τα κείμενα;… Αν σας αρέσει το βιβλίο, καλώς• αν όχι, μη το διαβάζετε. Η ιδέα της καταναγκαστικής ανάγνωσης είναι εντελώς παράλογη: πώς μπορούμε να μιλάμε για καταναγκαστική ευτυχία; …αν η ιστορία δε σε κάνει να θέλεις να μάθεις τι έγινε παρακάτω, τότε ο συγγραφέας δεν έγραψε για σένα. Βάλ’ το στη μπάντα. Είναι τόσο πλούσια η λογοτεχνία, που σίγουρα ένας άλλος συγγραφέας θα βρεθεί να σου τραβήξει την προσοχή-αν όχι σήμερα, μπορεί αύριο, μεθαύριο» (σελ. 532-533).
Συμμερίζομαι απόλυτα τις παραπάνω αντιλήψεις. Τότε που μελετούσα φιλοσοφία, προτιμούσα τα πρωτότυπα έργα από τις μελέτες πάνω στα έργα. Τώρα που γράφω τις βιβλιοκριτικές μου, ποτέ δεν κοιτάζω τι έχει γράψει κάποιος άλλος για το βιβλίο που έχω διαβάσει. Εδώ και το που γράφω τις δικές μου εντυπώσεις μου φαίνεται καμιά φορά ότι δεν έχει νόημα, ότι είναι χάσιμο χρόνου, πολύ περισσότερο βέβαια να αντιγράφω ή να παραθέτω άλλους. Όμως θέλω πάντα να διαβάσω τουλάχιστον ένα έργο καταξιωμένου συγγραφέα, να πάρω μια ιδέα πώς γράφει. Αν δεν μου αρέσει, εδώ δεν θα κάνω όπως συμβουλεύει ο Μπόρχες, θα το διαβάσω μέχρι τέλους, απλά δεν θα διαβάσω άλλο του έργο.
Διαβάζουμε: «Όσο ένας συγγραφέας περιορίζεται στην αφήγηση γεγονότων ή στην ανίχνευση των αδιόρατων παρεκκλίσεων μιας συνείδησης, μπορούμε να τον φανταζόμαστε παντογνώστη, μπορούμε να τον συγχέουμε με τον σύμπαν ή το Θεό∙ μόλις ξεπέσει στην επιχειρηματολογία, καταλαβαίνουμε ότι είναι τρωτός» (σελ. 271-272). Αυτό το απόσπασμα νοιώθω να με δικαιώνει για όσα έγραψα στην προηγούμενη ανάρτησή μου, στην παρουσίαση του βιβλίου του Ρόμπερτ Μούσιλ «Ο άνθρωπος χωρίς ιδιότητες».
Είχα διαβάσει παλιά, αν δεν κάνω λάθος στην «Κοινωνική ιστορία της τέχνης» του Άρνολντ Χάουζερ, ότι ο «Δον Κιχώτης» είναι μια παρωδία του ιπποτικού μυθιστορήματος. Στον Μπόρχες διαβάζω ότι «Ο Δον Κιχώτης δεν είναι τόσο ένα αντίδοτο αυτών των μύθων (της ιπποσύνης), όσο ένας κρυφός αποχαιρετισμός» (σελ. 253). Το θεωρητικό πρόβλημα είναι αν όντως τον θεωρούσε έτσι ο Θερβάντες ή αν έτσι τον προσλαμβάνουμε εμείς σήμερα.
Στο βιβλίο διαβάζουμε για τον «Μοκτεζούμα». Τον ήξερα σαν Μοντεζούμα. Ψάχοντας στο google βρήκα 637.000 λήμματα για το Μοντεζούμα, και μόλις 134.000 για το Μοκτεζούμα.
Διαβάζουμε: «(Όλοι οι φοιτητές μου περνούν. Σε δέκα χρόνια, δεν έκοψα κανένα, παρά μόνο τρεις φοιτητές που επέμεναν φορτικά να κοπούν)» (σελ. 559-560).
Το ίδιο έκανα κι εγώ για τους μαθητές μου. Πρόπερσι μόνο μου ξέφυγε ένας, που έγραψε τόσο χάλια που ήταν αδύνατο να τον περάσω. Τον πέρασα βέβαια τον Σεπτέμβρη, αλλά τον έκοψαν άλλοι. Φέτος, τελευταία μου χρονιά, μια μαθήτρια πέρασε την τάξη χάρις στον καλό βαθμό που της είχα.
Ο Μπόρχες μιλάει για φιλίες ανάμεσα σε διαφορετικά άτομα. Αναφέρει τον Δον Κιχώτη και τον Σάντσο, τον Κιμ και το λάμα, και δυο άλλα ζευγάρια λατινοαμερικάνικα που δεν τα ξέρω. Θα ήθελα να προσθέσω τον Ρώσο αξιωματικό Αρσένιεφ και το γερο-κυνηγό Ντερσού που ανήκει σε μιαν ανατολική τοπική μειονότητα, στο θαυμάσιο έργο του Κουροσάβα «Ντερσού Ουζάλα».
Έχουμε όμως και μια ένσταση. Σε κάποιο σημείο γράφει ο Μπόρχες: «Ο Νίτσε έχει πει, ψευδέστατα, πως ο Δάντης είναι μια ύαινα που στιχουργεί ανάμεσα στους τάφους. Ήδη η ύαινα που στιχουργεί είναι μια αντίφαση» (σελ. 477).
Μπορεί όντως ο Νίτσε να ψεύδεται, όμως αυτό που είπε δεν είναι μια αντίφαση. Είναι μια μεταφορά.
Ο Μπόρχες γράφει ότι ο Θερβάντες «διάβαζε μέχρι τα παλιόχαρτα απ’ το δρόμο» (σελ. 288). Και θυμήθηκα ότι και εγώ έκανα το ίδιο. Το έκανα ασυνείδητα όταν ήμουν μικρός, αλλά μου το θύμισε ένας χωριανός μου, ο Νικολής ο Τωμάδος, που με κάποιον άλλο, νομίζω με τον Κωστή τον Χατζάκη, μου έκαναν την εξής πλάκα: προπορεύονταν κάπου διακόσια μέτρα στον κεντρικό δρόμο του χωριού, κρατώντας μια εφημερίδα. Έσκιζαν κατά διαστήματα και από ένα φύλλο. Εγώ, χωρίς να αντιλαμβάνομαι ότι το έριχναν οι προπορευόμενοι εξεπίτηδες, το ίσιωνα με το πόδι μου και το διάβαζα (προφανώς τους τίτλους μια και η απόσταση του ματιού από το δρόμο δεν επέτρεπε να διαβάζω και τα ψιλά). Ο Νικολής μου διηγήθηκε την ιστορία χρόνια μετά, σκασμένος στα γέλια. Εγώ θυμήθηκα την κίνηση που έκανα, και άλλες φορές που συναντούσα παλιόχαρτα στο δρόμο: Να τα ισιώνω με το πόδι μου.
Θα τελειώσω παραθέτοντας μια πρόταση από το σύντομο βιογραφικό στο αυτί του βιβλίου: «Δεν τιμήθηκε με το Νόμπελ λογοτεχνίας». Το ίδιο θα μπορούσαμε να γράψουμε και σε μια βιογραφία του Καζαντζάκη. Τι μεγάλη τιμή γι’ αυτούς, όταν ένα σωρό νομπελίστες λογοτέχνες έχουν περιπέσει σήμερα στη λήθη.
(Να μην το ξεχάσω: Ο Μπόρχες, παθιασμένος με τις «Χίλιες και μια νύχτες», γράφει εκτενώς για τις μεταφράσεις του έργου στη Δύση. Μιλάει για τις αγγλικές, τις γαλλικές, τις ιταλικές, τις γερμανικές και για τις ισπανικές. Για τις ελληνικές δεν γράφει, μια και δεν ξέρει ελληνικά. Έγραψα όμως εγώ πέρυσι το καλοκαίρι, για την πρώτη ελληνική μετάφραση από έναν κρητικό, τυπωμένη στη Βενετία, στη δεκαετία του 1790. Βρίσκεται αναρτημένη στο blog μου, για όποιον ενδιαφέρεται).
No comments:
Post a Comment