Γεώργιος Ν. Δρόσος, Πιότρ Ιλίτς Τσαϊκόσφσκι, Η ζωή, το έργο, η εποχή του, Ζαχαρόπουλος 1993, σελ. 582
Το έχω ξαναγράψει, η βιογραφία είναι ένα από τα αγαπημένα μου είδη. Έτσι όταν ο φίλος μου ο «Αντώνης» του διηγήματος «Όνειρο εαρινής νύχτας» από τη συλλογή διηγημάτων μου «Το Φραγκιό» μου έκανε δώρο μια πίστωση 200 ευρώ στο βιβλιοπωλείο της Εστίας, ένα από τα βιβλία που πήρα με αυτή την πίστωση ήταν η βιογραφία του Τσαϊκόφσκι.
Ο Τσαϊκόσφκι είναι ένας από τους πιο αγαπημένους μου συνθέτες. Αν έκανα ένα κατάλογο με τα αγαπημένα μου κομμάτια και τα έβαζα κάτω από το όνομα του συνθέτη τους, σίγουρα τα περισσότερα θα βρίσκονταν κάτω από το όνομα Τσαϊκόφσκι.
Με ενόχλησε που από το εξώφυλλο του βιβλίου απουσίαζε ο συγγραφέας του. Ίσως να μην έκανε καμιά ερευνητική δουλειά, ίσως απλά να αντέγραψε από τις τόσες βιογραφίες του Τσαϊκόφσκι που έχουν εκδοθεί μέχρι σήμερα, όμως η δουλειά του ήταν απόλυτα ευσυνείδητη, και προπαντός το έργο του έχει την κύρια αρετή που πρέπει να έχει κάθε πεζογράφημα: είναι ευχάριστο στην ανάγνωση. Έκανα πολύ καλά που το επέλεξα για να το διαβάσω στο πλοίο πηγαίνοντας στην Κρήτη. Έτσι μια ανιαρή διαδρομή πέρασε χωρίς να το καταλάβω. Το τέλειωσα βέβαια στο χωριό μου, οι 550 σελίδες του ήταν αδύνατο να διαβαστούν στην επτάωρη διαδρομή.
Και αυτό το ξανάγραψα: ξέρεις αρκετά πράγματα για μια διασημότητα, διαβάζοντας όμως τη βιογραφία της σε βιβλίο και όχι σε λήμμα εγκυκλοπαίδειας μαθαίνεις και άλλα ενδιαφέροντα πράγματα, όχι απλές λεπτομέρειες. Αλλά και οι λεπτομέρειες καμιά φορά μπορεί να είναι πολύ ενδιαφέρουσες. Ήξερα για παράδειγμα ότι ο μέγας Τολστόι δεν είχε σε μεγάλη υπόληψη τον Ντοστογιέφσκι. Δεν μου έκανε εντύπωση, είναι συνηθισμένο να υποτιμά κανείς τους ομοτέχνους του, όμως το να θεωρεί τον Μπετόβεν σαν «άνθρωπο χωρίς κανένα ταλέντο (σελ. 241) πάει πολύ. Ο Τσαϊκόφσκι – που ο Τολστόι όταν άκουσε ένα κουαρτέτο του τα μάτια του γέμισαν δάκρυα – ήταν πολύ πιο σωστός στις κρίσεις του για τους ομοτέχνους του. Αναγνώριζε σε κάποιους τη μουσική τους ιδιοφυία, και περιοριζόταν να πει ότι τα έργα τους απλά δεν τον άγγιζαν. Ανάμεσα σ’ αυτούς ήταν ο Βάγκνερ και ο Μπραμς. Από τη «Φανταστική συμφωνία» του Μπερλιόζ έβρισκε ενδιαφέρον το εμβατήριο και δεν θυμάμαι πιο άλλο κομμάτι.
Παρεμπιπτόντως, διαβάζοντας μια βιογραφία, αναπόφευκτα μαθαίνεις βιογραφικά στοιχεία ομότεχνων του βιογραφούμενου. Έτσι έμαθα ότι ο Μπερλιόζ βυθίστηκε σε μαύρη απελπισία όταν πέθανε ο μοναχογιός του.
Ένα βιογραφικό στοιχείο του Τσαϊκόφσκι αξίζει γενικότερο σχολιασμό. Το ότι ήταν ομοφυλόφιλος το ήξερα από παλιά, όμως μόλις τελευταία έμαθα από κάποιο φίλο, και το επιβεβαίωσα στο βιβλίο, ότι ο Τσαϊκόφσκι αναγκάστηκε να αυτοκτονήσει για να αποφευχθεί το σκάνδαλο της ομοφυλοφιλίας του.
Η Ευρώπη έχει εξελιχθεί μέσα στον ενάμιση αιώνα που μας πέρασε. Τώρα πια οι ομοφυλόφιλοι δεν διώκονται, μπορούν ακόμη και να παντρευτούν. Όμως έπρεπε πρώτα να θυσιαστούν στον πουριτανισμό εκείνης της εποχής ο Τσαϊκόφσκι και ο Όσκαρ Ουάιλντ. Ο δεύτερος έκανε στη φυλακή, και, ατιμασμένος, πέθανε μερικά χρόνια αργότερα, αποτραβηγμένος από τους λογοτεχνικούς κύκλους, χωρίς να γράψει τίποτα πια. Ο Τσαϊκόφσκι αντιμετώπιζε, εκτός από τον διασυρμό, και το φάσμα της ισόβιας εξορίας στη Σιβηρία, ποινή που επιβαλλόταν τότε στους ομοφυλόφιλους. Έχοντας υπόψη τις περιπτώσεις τους δεν μπορούμε παρά να πούμε ότι ο Καβάφης στάθηκε τυχερός, ευτυχώς γι’ αυτόν και για την ποίηση.
Διάβασα πόσο συχνά οι μουσικοκριτικοί αδίκησαν τα έργα του Τσαϊκόφσκι. Σε μια περίπτωση μάλιστα, ομόφωνα οι κριτικοί καταδίκασαν ένα έργο (δυστυχώς δεν τσεκάρισα το απόσπασμα για να δω, τώρα που γράφω την βιβλιοκριτική, ποιο ήταν αυτό), ενώ το κοινό το είχε αποθεώσει. Κριτικός βιβλίου και εγώ, θα αποδομήσω το ρόλο μας: Μη μας έχετε εμπιστοσύνη. Κάθε φορά που γράφουμε «αυτό το βιβλίο είναι καλό ή κακό» εσείς να διαβάζετε «αυτό το βιβλίο μας αρέσει ή δεν μας αρέσει». Εσείς, διαβάζοντάς το, μπορεί να σχηματίσετε μια εντελώς διαφορετική άποψη. Και, ευτυχώς, ο αναγνώστης από ό, τι φαίνεται εμπιστεύεται περισσότερο τον φίλο του που του λέει: «διάβασα το βιβλίο και μου άρεσε πολύ», και τρέχει τότε και ο ίδιος να το αγοράσει.
Πριν λίγες βδομάδες, ακούγοντας μια εκπομπή στο Τρίτο πρόγραμμα, ο παρουσιαστής, μιλώντας για τη σύνθεση του Τσαϊκόφσκι που επρόκειτο να ακούσουμε, είπε ότι ένας από την ομάδα των πέντε την έθαψε σε μια κριτική του. Δεν συγκράτησα το όνομά του γιατί απλούστατα δεν έχω ακούσει να παίζονται έργα του. Τους υπόλοιπους από την ομάδα τούς θυμόμουνα βέβαια: Ρίμσκι Κόρσακοφ, Μουσόργκσκι, Μποροντίν και Μπαλακίρεφ. Διαβάζοντας το βιβλίο έμαθα επί τέλους το όνομά τουΚιουί. Με ελάχιστες εξαιρέσεις, όταν ο Τσαϊκόφσκι βρισκόταν στο μέσο της καριέρας του, το έργο του το θεωρούσε εντελώς ασήμαντο.
Και μια και έχω γράψει ήδη την αυτοβιογραφία μου, όταν ήμουν 20 χρονών – προκάλεσα την έκπληξη και ένα ελαφρά ειρωνικό χαμόγελο στον Κίμωνα Φράυερ, όταν του το είπα στη μια και μοναδική συνάντηση που είχαμε όταν ήμουν φοιτητής – αυτοβιογραφούμαι, δοθείσης ευκαιρίας, στις βιβλιοκριτικές μου.
Ήμουν πρωτοετής φοιτητής, και στο Ηρώδειο παιζόταν ένα από τα αγαπημένα μου κομμάτια του Τσαϊκόφσκι, η τέταρτη συμφωνία. Ιδιαίτερα μου άρεσε το πρωτότυπο τρίτο μέρος με τα άφθονα πιτσικάτο. Ήταν διάλειμμα, η συμφωνία θα παιζόταν στο δεύτερο μέρος. Εγώ ήμουν στο Β΄ διάζωμα, στις τελευταίες κερκίδες. Όπως οι περισσότεροι θεατές, σηκώθηκα όρθιος για να ξεμουδιάσω. Οι τσέπες μου ήταν φουσκωμένες από χαρτομάντηλα, χρησιμοποιημένα και αχρησιμοποίητα. Ήμουν ψιλοκρυωμένος, αλλά έτσι και αλλιώς με ταλαιπωρούσε η χρόνια ρινίτιδα που έχω. Ξαφνικά ακούω έναν κύριο να με φωνάζει από την τελευταία κερκίδα. Πηγαίνω όλος περιέργεια να δω τι με ήθελε. Μαζί του ήταν και κάποιος άλλος κύριος. Ήταν αστυνομικοί. Διακριτικά, χωρίς να μας αντιληφθούν οι γύρω, μου είπε να του δείξω τι είχα μέσα στις τσέπες. Του έδειξε τα χαρτομάντηλα. –Άδικα τον υποπτεύθηκες, σου το είπα, του είπε ό άλλος ειρωνικά.
Ήταν καλοκαίρι του 1969. Οι ελάχιστες βομβιστικές επιθέσεις κατά της χούντας έγιναν πολύ αργότερα. Όμως των φρονίμων τα παιδιά… Έκανα να τους πω ότι αν ήταν να βάλω βόμβες, θα τις έβαζα οπουδήποτε αλλού εκτός από το Ηρώδειο, το θέατρο Ρεξ όπου έδινε τότε τις συναυλίες της η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών και την Εθνική Λυρική Σκηνή (το Μέγαρο δεν υπήρχε τότε). Αλλά είπα να μην προκαλέσω τη μοίρα μου.
Θα κλείσω με κάτι άσχετο με τον Τσαϊκόφσκι. Επί τέλους βλέπω και κάποιον να γράφει ελληνικά όπως τα μιλάει. Ο Δρόσος γράφει: «… κερδίζοντας την αγάπη και την εκτίμηση όλων όσων τον εγνώρισαν» (σελ. 339). «Όλων όσων» και όχι «όλων όσοι». Στον προφορικό λόγο χρησιμοποιούμε την έλξη του αναφορικού, ακόμη και όταν είναι υποκείμενο.
Επίσης: «…αφορούσαν την εξέλιξη της μουσικής…» (σελ. 432). Κάποιος άλλος θα έγραφε, «στην εξέλιξη». Μπορεί να εξοβελίσαμε την καθαρεύουσα αλλά δεν εξοβελίσαμε την τάση να προσπαθούμε να γράφουμε διαφορετικά από ό, τι μιλούμε. Και δεν αναφέρομαι βέβαια τόσο στο λεξιλόγιο που εμπλουτίζει τη γλώσσα του κειμένου όσο στη σύνταξη.
Ξέχασα να γράψω ότι στο βιβλίο περιέχονται και αρκετές αναλύσεις έργων του Τσαϊκόφσκι, μια μάλιστα γραμμένη από τον ίδιο τον Τσαϊκόφσκι. Συνιστώ σε όλους όσους αγαπούν τη μουσική του Τσαϊκόφσκι να αγοράσουν αυτή τη βιογραφία.
(Το προσέξατε; Έγραψα «σε όλους όσους αγαπούν» και όχι «σε όλους όσοι αγαπούν»).
No comments:
Post a Comment