Γκυ ντε Μωπασάν, Ο φιλαράκος
Δεν είχα διαβάσει ποτέ Γκυ ντε Μωπασάν. Ήξερα βέβαια το Bel ami (όχι το ουζερί, το τραγούδι), και επειδή κάθε φιλαναγνώστης ξέρει περισσότερα βιβλία από ό, τι έχει διαβάσει φαντάζομαι θα ήξερα και για το μυθιστόρημα αυτό του Γκυ ντε Μωπασάν. Το βρήκα κάποτε σε ένα καλάθι, το πήρα και έμεινε και αυτό στο ράφι των τύψεων. Οι τύψεις μου πρέπει σιγά σιγά να καταλαγιάζουν, και γι’ αυτό αποφάσισα να διαβάζω στο εξής περισσότερα βιβλία από ό, τι αγοράζω ή παίρνω για βιβλιοπαρουσιάσεις.
Ο ρεαλισμός των γάλλων κλασικών του 19ου αιώνα έχει χαρακτηριστεί από τους μαρξιστές θεωρητικούς της λογοτεχνίας ως κριτικός ρεαλισμός, σε αντιπαράθεση με τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό των μαρξιστών συγγραφέων. Διαβάζοντας όμως τον Γκυ ντε Μωπασάν διαπίστωσα ότι πολύ πιο κριτικός από αυτούς είναι ο νατουραλιστής Γκυ ντε Μωπασάν. Στον «Φιλαράκο» κριτικάρεται ο αμοραλισμός και ο αριβισμός των μετά Κομμούνας γάλλων. Ο Ντυρουά, ο φιλαράκος, δεν έχει τίποτα το κοινό, πέρα από τη φιλοδοξία της κοινωνικής ανόδου, με τον Julien στο «Το κόκκινο και το μαύρο» ή τον Fabrice στο «Μοναστήρι της Πάρμας» του Σταντάλ. Ακόμη και ο φιλόδοξος Ραστινιάκ στον «Μπάρμπα Γκοριό» του Μπαλζάκ δεν είναι αδίστακτος. Ο Ντυρουά είναι η καρικατούρα τους. Τους επαρχιώτες γονείς του τους ανέχεται με συγκατάβαση, ενώ η συμβία του καθόλου. Η συμβία αυτή θα τον κερατώσει. Θα ανεχθεί το κεράτωμα προκειμένου να πάρει μια γερή κληρονομιά, θα κερατώσει το αφεντικό του φτιάχνοντάς τα με τη γυναίκα του, κ.λπ. κ.λπ.
Υπάρχει ένα πρόβλημα με τους ήρωες του νατουραλισμού. Δεν είναι καλοί, ούτε καν τραγικοί, για να μπορέσουμε να ταυτιστούμε μαζί τους και να τους συμπαθήσουμε. Μας προκαλούν την περιφρόνηση και τον αποτροπιασμό. Αλήθεια, πώς μπορούν να μας αρέσουν τα έργα του νατουραλισμού;
Για την «Νανά» και την «Τερέζα Ρακέν» του Ζολά δεν θυμάμαι. Να πω η λογοτεχνικότητα; Είναι πολύ αόριστο. Όμως για τον «Φιλαράκο» ξέρω. Είναι η σπαρταριστή σάτιρα (υπάρχει και αγέλαστη σάτιρα) με την οποία ο συγγραφέας αφηγείται τα επεισόδια. Ακόμη είναι το απέριττο ύφος, ένα ύφος που πραγματικά το ζήλεψα και πολύ θα ήθελα να μπορούσα να το μιμηθώ. Απέριττο και καίριο, και με πολύ χιούμορ. Κοντολογίς, πρόκειται για ένα από τα καλύτερα βιβλία που έχω διαβάσει ποτέ.
Friday, September 30, 2011
Tuesday, September 27, 2011
Κοινοί τόποι σε 10 λατινοαμερικάνικα σήριαλ
Κοινοί τόποι σε 10
λατινοαμερικάνικα σήριαλ
Διαβάζω, τ. 310, σελ. 18-22.
Από όλα τα σημερινά
«αφηγηματικά κείμενα», τα σήριαλ είναι αναμφισβήτητα τα εκτενέστερα και με τη
μεγαλύτερη τηλεθέαση, με εξαίρεση ίσως κάποια κινηματογραφικά έργα
βορειοαμερικανικής προέλευσης, κατά κανόνα υποψήφια για όσκαρ. Αφού, λοιπόν,
ανταποκρίνονται στις «αφηγηματικές προσδοκίες» (αλλιώς: γούστα) ενός τόσο
ευρέως κοινού, το οποίο από στατιστική άποψη αποτελεί ένα σημαντικό δείγμα,
μπορούμε να κάνουμε υποθέσεις για ολόκληρο το σώμα του πληθυσμού, για τις αξίες
και τις φιλοδοξίες του.
Σαν εξάσκηση στα ισπανικά
και τα πορτογαλικά, άρχισα να παρακολουθώ από πέρυσι την άνοιξη
λατινοαμερικάνικα σήριαλ (Σε όλες τις χώρες νότια των ΗΠΑ μιλιούνται τα
ισπανικά, με εξαίρεση τη Βραζιλία όπου μιλιούνται πορτογαλικά). Ξεκίνησα με ένα
μεξικάνικο και ένα αργεντινέζικο σήριαλ, για να ακολουθήσει στη συνέχεια ένα
βραζιλιάνικο. Από τότε πλήθυναν σημαντικά τα λατινοαμερικάνικα σήριαλ που
προβάλλονται στα τηλεοπτικά κανάλια. Τη στιγμή που γράφω αυτές τις γραμμές (15
Γενάρη 1993) προβάλλονται έξι λατινοαμερικάνικα σήριαλ, το ένα μεταγλωττισμένο.
(Τη στιγμή που κοιτάζω το σκαναρισμένο κείμενο για διόρθωση, 31-10-2006, όλα τα
λατινοαμερικάνικα σήριαλ είναι μεταγλωττισμένα στα ελληνικά, τέτοια τηλεθέαση
έχουν). Αξίζει να σημειωθεί ότι από τα υπόλοιπα σήριαλ που προβάλλονται κάποια
είναι ελληνικά, μικρής διάρκειας, και κάποια αγγλόφωνα, και μάλιστα
βορειοαμερικανικά. Σήριαλ σε άλλες γλώσσες απουσιάζουν (τη στιγμή που
ξανακοιτάζω αυτό το κείμενο, 27-9-2011, τρία τούρκικα σήριαλ παίζονται στην
ελληνική τηλεόραση, και δυο φίλες μου τα βλέπουν μετά μανίας). Σε όλο αυτό το
διάστημα αντιλήφθηκα μόνο ένα μίνι σήριαλ στα ιταλικά και δυο γερμανικά. Όταν
επιχείρησα να δω τα γερμανικά, πάλι για εξάσκηση της γλώσσας (αφού και οι
γερμανικές ταινίες είναι ανύπαρκτες, με εξαίρεση τα έργα του Φασμπίντερ που
προβάλλονται κατά καιρούς), διαπίστωσα με απογοήτευση ότι ήσαν μεταγλωττισμένες
στα αγγλικά.
Πώς μπορεί να
ερμηνευθεί αυτή η εισβολή των λατινοαμερικάνικων σήριαλ, που παρουσιάζονται σαν
σοβαρός ανταγωνιστής στα αγγλόφωνα; Συμπτωματικοί λόγοι και το χαμηλό κόστος
μπορούν να θεωρηθούν σαν αιτίες, όμως όχι οι μόνες. Υπάρχει νομίζω ένας πιο
σημαντικός λόγος. Τα σήριαλ αυτά αντανακλούν κοινωνικές καταστάσεις που είναι
σε μεγάλο βαθμό όμοιες με τις ελληνικές. Και η Ελλάδα και οι χώρες της
Λατινικής Αμερικής είναι αναπτυσσόμενες χώρες, με υπέρογκο εξωτερικό χρέος
(μπα, ακόμη και εγώ το ήξερα από τότε;), και οι λαοί τους είναι με το ένα μάτι
στυλωμένο στο όνειρο μιας αστικής επιτυχίας και αποκατάστασης, και με το άλλο
στο αγροτικό, επαρχιώτικο παρελθόν τους. Αν τα αμερικάνικα σήριαλ γίνονται
δεκτά λόγω μιας ιμπεριαλιστικής πολιτιστικής εισβολής, επιβάλλοντας τα δικά
τους πρότυπα και τις δικές τους αξίες, τα λατινοαμερικάνικα γίνονται δεκτά
γιατί στους ήρωές τους το ελληνικό κοινό αναγνωρίζει σε μεγάλο βαθμό τον εαυτό
του.
Μέσα στο χρονικό
διάστημα που ανέφερα είδα συνολικά πέντε σήριαλ, και παρακολουθώ αυτή τη στιγμή άλλα πέντε. Τα
σήριαλ που είδα είναι τα εξής: «Ρόζα», (Rosa) μεξικάνικο, 160 ημίωρων
επεισοδίων. «Top model», βραζιλιάνικο, (σελ. 18) που ξεκίνησε με ωριαία
επεισόδια και συνεχίστηκε με ημίωρα, συνολικής διάρκειας περίπου 50 ωρών. «Επαναστάτης»
(άστοχη μετάφραση του Rebelde, η Ατίθαση. Μου θυμίζει μια ανάλογη μετάφραση του
«Κουκλόσπιτου» του Ίψεν, ως Το σπίτι με τις κούκλες) αργεντινέζικο, 138 ωριαίων
επεισοδίων (στην πραγματικότητα ο χρόνος σε όλα τα σήριαλ είναι μικρότερος από
τον αναγραφόμενο για να χωρέσουν οι διαφημίσεις) που κατ’ απαίτηση των τηλεθεατών
άρχισε να προβάλλεται σε επανάληψη. «Άσπονδοι φίλοι» (ti,ti,ti, εσύ, εσύ, εσύ)
βραζιλιάνικο, 160 ημίωρων επεισοδίων, «Τερέζα» (Teresa) μεξικάνικο, 160 ημίωρων
επεισοδίων. Τώρα βλέπω τη «Σολεδάδ» (Soledad) μεξικάνικο, 160 ημίωρων
επεισοδίων (το 160 είναι φαίνεται ο μαγικός αριθμός για τους παραγωγούς αυτών
των σήριαλ), που βρίσκεται κάπου μετά τη μέση, με επανάληψη των εβδομαδιαίων
επεισοδίων την Κυριακή. «Κριστάλ» (Cristal) από τη Βενεζουέλα, 250 επεισοδίων των τριών τετάρτων, που βρίσκεται
πριν τη μέση. «Μάνα και κόρη» (Vale tudo, Όλα αξίζουν) βραζιλιάνικο, αγνώστου
αριθμού επεισοδίων, που μεταδίδεται καθημερινά εδώ και τρεις μήνες περίπου, «Ο
δρόμος της δόξας» (Senda de gloria) μεξικάνικο, το πιο αξιόλογο απ’ όλα, που
αναφέρεται στην ιστορία της μεξικάνικης επανάστασης και προβάλλεται εδώ και
τρεις περίπου μήνες για το περιορισμένο κοινό του, κάθε πρωί 6-7 από το Mega
channel. «Νησί του έρωτα» (Riacho doce,
Γλυκό ρυάκι) βραζιλιάνικο, αγνώστου αριθμού
ημίωρων επεισοδίων, που άρχισε
να προβάλλεται πριν δυο βδομάδες από το Mega channel, 13.00-13.30', ώρα μεγάλης
τηλεθέασης, σαν εξωτική περιπέτεια που είναι. Όλα αυτά τα σήριαλ, με εξαίρεση
τα δύο παραπάνω και το «Top model» που προβλήθηκαν από το Mega channel,
προβλήθηκαν ή προβάλλονται από την ΕΡΤ.
Οι παρατηρήσεις που
έκανα για τα σήριαλ αυτά είναι οι παρακάτω. Και πρώτον, όσον αφορά την
κατασκευή τους:
1. Υπάρχει μια
εμφανής τάση μείωσης του κόστους παραγωγής. Είναι άλλωστε φυσικό ένα σήριαλ να
έχει υποπολλαπλάσια έξοδα από ό,τι μια κινηματογραφική ταινία για ίδιο χρόνο
προβολής, αλλιώς το κόστος θα ήταν δυσβάσταχτο. Έτσι τα εσωτερικά γυρίσματα
υπερτερούν των εξωτερικών και η συνεχής παρουσία των ηθοποιών και του λόγου
τους έχει στόχο να αποσπάσει την προσοχή από τα φτωχά ή επαναλαμβανόμενα
ντεκόρ. Όσο για την ηχοληψία, γίνεται τις περισσότερες φορές την ίδια στιγμή με
τη λήψη της εικόνας, για μείωση του κόστους από την εγγραφή στο στούντιο, και
αυτό φαίνεται πολύ καθαρά στα εξωτερικά γυρίσματα, που συχνά οι θόρυβοι
σκεπάζουν σημαντικά το λόγο των ηθοποιών.
2. Μια βασική
συνταγή του σήριαλ είναι η πρόκληση σασπένς, ώστε να θελήσει ο θεατής να δει το
επόμενο επεισόδιο, και φυσικά τις παρεμβαλλόμενες διαφημίσεις. Πολλές φορές
όμως αυτό γίνεται σε βαθμό κατάχρησης («Ρόζα») καθώς σε στιγμές κορύφωσης μιας
σκηνής μεταβαίνουμε σε μιαν άλλη, για να κοπεί και αυτή στην πιο κρίσιμη στιγμή
και να πάμε σε μια τρίτη ή στην προηγούμενη, κ.ο.κ.
Αυτά ως προς τα
γυρίσματα και τα μοντάζ. Ως προς τη μυθοπλασία τώρα.
1. Το βασικό θέμα,
όπως σε όλες τις μυθιστορίες, είναι ο έρωτας. Ερωτευμένοι νέοι χωρίζουν για να
ενωθούν ξανά. Στα προαστικά έργα ο χωρισμός ήταν αποτέλεσμα εξωτερικών συνθηκών,
είτε κατέληγε στο happy end της επανένωσης («Ερωτόκριτος») είτε όχι (σελ. 19) («Ερωφίλη»).
Οι ερωτευμένοι νέοι είναι χωρισμένοι χωρίς να παύουν ούτε στιγμή να
αγαπιούνται. Στα αστικά έργα ο χωρισμός είναι αποτέλεσμα κατά βάση εσωτερικών
διεργασιών, δυσκολιών αλληλοκατανόησης και επικοινωνίας. Η αφηγηματική
λογοτεχνία εκδραματίζει άλλωστε, είτε σε συμβολικό είτε σε ρεαλιστικό επίπεδο,
αυτό που συμβαίνει στην πραγματική ζωή. Παλιά οι ερωτευμένοι κατέληγαν στο
χωρισμό κυρίως από επεμβάσεις των γονιών, που έβλεπαν το γάμο περισσότερο σαν
επιχείρηση παρά σαν την ευτυχή κατάληξη ενός αισθήματος. Σήμερα οι ερωτευμένοι
οδηγούνται στο χωρισμό από δικές τους ασυνεννοησίες, πολλές φορές παρά τις
φιλότιμες προσπάθειες των γονιών.
Στα λατινοαμερικάνικα σήριαλ, οι ερωτευμένοι χωρίζουν από
μια σύνθεση των παραπάνω αιτιών. Υπάρχουν πρόσωπα που υπονομεύουν την ευτυχία
των ερωτευμένων, συνήθως ξεροκέφαλοι γονείς ή συγγενείς, ή/και αντίζηλοι, που
όμως βρίσκουν πρόσφορο έδαφος στον ψυχισμό των ηρώων, που οδηγούνται έτσι στο
χωρισμό. Ενώ νιώθουν βαθύ έρωτα ο ένας για τον άλλο, βρίσκονται σε συνεχείς
εντάσεις και παρεξηγήσεις, για τις οποίες σε μεγάλο βαθμό ευθύνονται και τα
πρόσωπα που αναφέραμε, με αποτέλεσμα να κάνουν ασυντόνιστα βήματα, ένα βήμα
μπρος ένα πίσω, και να μη μπορούν να σμίξουν παρά μόνο στο τέλος του σήριαλ.
2. Το μοτίβο της
Σταχτοπούτας είναι συχνότατο. Η φτωχιά κοπέλα είναι ερωτευμένη με τον πλούσιο
νέο («Ρόζα», «Σολεδάδ», «Κριστάλ»). Στην «Κριστάλ» μάλιστα, δίπλα στη
Σταχτοπούτα υπάρχει και ένας Σταχτοπούτος.
3. Όμως στην εποχή της χειραφέτησης της γυναίκας, ο
πλούσιος σύζυγος δεν αρκεί, αφού, στη σημερινή κοινωνική πραγματικότητα, αυτό
σημαίνει υποτέλεια και εξάρτηση. Έτσι οι σταχτοπούτες αποδεικνύεται στο τέλος
ότι έχουν πλούσιους γονείς, από τους οποίους για κάποιους λόγους χωρίστηκαν,
όταν ήσαν ακόμη πολύ μικρές («Ρόζα», «Σολεδάδ», «Κριστάλ»).
4. Έτσι έχουμε και
την αναγνώριση, ένα από τα στοιχεία της αρχαίας τραγωδία κατά τον Αριστοτέλη,
που μεταπήδησε ατόφιο στις μυθιστορίες. Παιδιά βρίσκονται στο τέλος από τους
γονείς τους ή αντίστροφα, μετά από πολλές αναζητήσεις: κορίτσια από τη μητέρα
τους («Ρόζα», «Σολεδάδ») ή και από τους δυο γονείς τους («Κριστάλ»), την
πλούσια γιαγιά τους («Τερέζα»), αγόρια βρίσκουν τον πατέρα τους («Top model») ή
τη μητέρα τους («Άσπονδοι φίλοι»), η κόρη τη μητέρα της («Δρόμος της δόξας»).
Κάτι ανάλογο υπάρχει και στις κωμωδίες της Κρητικής Αναγέννησης.
5. Το θέμα του
διαζυγίου είναι επίσης παρόν στα περισσότερα σήριαλ («Rebelde», «Ρόζα», «Τερέζα»,
«Σολεδάδ», «Κριστάλ», «Μάνα και κόρη»).
6. Υπάρχουν επίσης
δυο βιασμοί («Rebelde», «Σολεδάδ») και παρουσιάζονται οι τραυματικές εμπειρίες
μάνας και κόρης από το συμβάν.
7. Είναι
αξιοπερίεργο ότι ανύπαντρες ή χωρισμένες (σελ. 20) εγκυμονούσες γυναίκες (μαζί
με τις δυο βιασθείσες που αναφέραμε πιο πριν) αποφασίζουν να κρατήσουν τα
παιδιά τους, χωρίς όχι απλά να εκβιάσουν, αλλά ούτε καν να ενημερώσουν το φίλο
τους με τον οποίο χώρισαν, σε μια στάση υπερήφανης ανεξαρτησίας («Rebelde», «Ρόζα»,
«Τερέζα», «Κριστάλ», «Top model»).
Παιδιά ή/και έφηβοι
έχουν συχνά έντονη παρουσία στα περισσότερα απ’ αυτά τα σήριαλ («Τερέζα», «Σολεδάδ»,
«Rebelde», «Ρόζα», «Top
model», «Μάνα και κόρη»), πράγμα πολύ φυσικό για τριτοκοσμικές χώρες με μεγάλη
γεννητικότητα και αυξημένο ποσοστό νεανικού πληθυσμού. Η «παιδολατρεία» αυτή,
που έχει αναχθεί σε αξία, έχει να κάνει με τον καθολικισμό των χωρών αυτών
(έντονος στην «Κριστάλ» και στο «Δρόμο της δόξας»), και εκφράζεται αφενός με
μια απερίφραστη καταδίκη της έκτρωσης, ακόμη κι αν πρόκειται για ανύπαντρη ή
βιασθείσα μητέρα («Rebelde»), και αφετέρου με τη λαχτάρα με την οποία
περιμένουν οι ανύπαντρες ή χωρισμένες μητέρες το παιδί που θα γεννήσουν («Rebelde»,
«Κριστάλ»).
8. Τα ατυχήματα
είναι συχνό συμβάν σε όλα τα παραπάνω σήριαλ, από τα οποία έχουμε θανάτους ή
τραυματισμούς, που συνήθως χρησιμοποιούνται για να φέρουν πιο κοντά τους ήρωες
μεταξύ τους («Σολεδάδ», «Ρόζα», «Rebelde», «Κριστάλ»). Σε τέσσερα σήριαλ κάνει
την εμφάνιση της η αναπηρική πολυθρόνα («Rebelde», «Σολεδάδ», «Τερέζα», «Κριστάλ»).
9. Και στα τρία
βραζιλιάνικα σήριαλ έχουμε ήρωες που υποφέρουν από κρίσεις άσθματος όταν
αναστατωθούν ψυχικά.
10. Οι παραδόσεις
της μαγείας, που έχουν αφήσει τη σφραγίδα τους στην πεζογραφία των χωρών αυτών
(του Μάρκες μάλιστα αποκλήθηκε, πολύ ενδεικτικά, μαγικός ρεαλισμός), κάνουν και
εδώ την εμφάνιση τους. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της υπηρέτριας που
προλέγει το μέλλον με τα χαρτιά («Τερέζα»), της κοπέλας που χρησιμοποιεί βότανα
και μαγικές τελετουργίες για να κερδίσει τον άντρα που αγαπά («Κριστάλ») και
της μάγισσας του χωριού που βλέπει ανταγωνιστικά τον ιερέα («Νησί του Έρωτα»).
11. Το θέμα της
φτώχιας και της ανεργίας θίγεται επίσης αρκετά συχνά. Βλέπουμε ανθρώπους να
υποφέρουν, (σελ. 21) ανθρώπους να ψάχνουν με μικρότερη ή μεγαλύτερη επιτυχία
για δουλειά. («Μάνα και κόρη», «Ρόζα», «Τερέζα», «Σολεδάδ», «Κριστάλ», «Άσπονδοι
φίλοι»).
12. Οι χώρες της
λατινικής Αμερικής, χώρες τριτοκοσμικές με μεγάλες κοινωνικές αντιθέσεις
πλούτου και φτώχιας, διακρίνονται από μια αμφιθυμική στάση των κατοίκων τους
απέναντι στον κόσμο της φτώχιας από τον οποίο προέρχονται, και στον κόσμο του
πλούτου τον οποίο φιλοδοξούν να αλώσουν, πράγμα που αντανακλάται και στα
παραπάνω σήριαλ. Έτσι, από τη Rosa salvage, την άγρια Ρόζα, τη λαϊκή, αυθόρμητη
κοπέλα που νιώθει άνετη και υπερήφανη για το στυλ της και τον κόσμο της, κόσμο
φτώχιας και μιζέριας, πηγαίνουμε στην Τερέζα, επίσης Μεξικάνα, που απαρνιέται
τον κόσμο της, τον έρωτά της (αρχικά), τους γονείς της, όχι χωρίς τύψεις, για
να σχετισθεί με άτομα μιας ανώτερης τάξης προκειμένου να ανέλθει κοινωνικά.
Δίπλα στην Τερέζα βαδίζει και η Φάτιμα («Μάνα και κόρη») που επίσης όχι μόνο
απαρνιέται τον πατέρα και τη μητέρα της, αλλά θα κλέψει κιόλας τη μητέρα της
προκειμένου να κάνει την τύχη της στο Ρίο, ενώ στη συνέχεια θα καταφύγει σε
κάθε αθέμιτο μέσο για να κατακτήσει τον πλούσιο γαμπρό.
13. Είναι πάντως
χαρακτηριστικό ότι η κοινωνική άνοδος και η επαγγελματική επιτυχία επιδιώκεται
με τον εύκολο δρόμο, με εξαίρεση την Τερέζα, η οποία φιλοδοξεί να αξιοποιήσει
τις πανεπιστημιακές της σπουδές. Και ο πιο εύκολος δρόμος, εκτός από το γάμο («Rebelde»,
«Τερέζα», «Top model», «Κριστάλ», «Μάνα και κόρη») είναι αυτός των μοντέλων,
των επιδείξεων και της μόδας («Rebelde», «Top model», «Κριστάλ», «Μάνα και κόρη»,
«Άσπονδοι φίλοι»). Λατινοαμερικάνικο dream
και κακέκτυπη και καθυστερημένη (με τη διπλή σημασία της λέξης) εκδοχή
του american dream.
Μια σύγκριση με
αμερικανικά σήριαλ θα ήταν πολύ ενδιαφέρουσα. Όμως, χωρίς το κίνητρο της
γλώσσας, δεν θα καθόμουν ποτέ να δω τόσα πολύωρα σήριαλ. Αν κάποιοι
παρακολουθούν αγγλικά σήριαλ για τη γλώσσα, θα μπορούσα να αξιοποιήσουν τις
δικές μου παρατηρήσεις για να κάνουν μια σύγκριση.
θα μπορούσε να γίνει
επίσης μια σύγκριση με ελληνικά σήριαλ. Φοβάμαι όμως ότι κανένα άτομο ικανό για
τέτοιο είδους συγκρίσεις δεν θα έβρισκε σκόπιμο να αφιερώσει τόσες ώρες
παρακολούθησης γι’ αυτό το σκοπό. Ήδη εγώ, απλά και μόνο για να βελτιώσω τα
ισπανικά και τα πορτογαλικά μου, φοβάμαι ότι πληρώνω ένα ακριβό αντίτιμο. (σελ.
22).
Συμπληρώνω σήμερα
που διορθώνω το σκαναρισμένο κείμενο, 31-10-2006:
Τα σήριαλ τα
χρησιμοποίησα για εξάσκηση και σε άλλες γλώσσες. Πριν χρόνια, δεκαετία του
ογδόντα, είδα ένα έξοχο ρώσικο σήριαλ, πραγματική ιστορία, που αναφερόταν στον
δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, με τίτλο «Δεκαεπτά στιγμές της άνοιξης». Πριν ένα
χρόνο επιχείρησα να δω ένα άλλο ρωσικό, τσιγγάνικο, με τίτλο «Καρμελίτα». Είδα
μερικά επεισόδια, τα περισσότερα με περιμένουν γραμμένα σε κασέτες να τα δω, αν
ποτέ βρω χρόνο. Οι καλοί και οι κακοί, μια απαγωγή, μια απάτη, και φυσικά ο
έρωτας, είναι ό, τι θυμάμαι από το σήριαλ αυτό. Από τα ελληνικά οι «Δυο ξένοι»
είχαν έξυπνες ατάκες, ενώ το «Παρά πέντε», που βλέπω παρέα με το γιο μου, είναι
σπαρταριστό στις υπερβολές του και σε έξυπνα γκανγκ. Είναι τα μόνα ελληνικά
σήριαλ που έχω αντέξει να δω. Όμως εδώ και τέσσερα χρόνια άρχισα να βλέπω
κινέζικα σήριαλ. Μάλιστα για το σκοπό αυτό αγόρασα και dvd recorder. Παγώνω την
εικόνα σε ενδιαφέροντα κομμάτια και διαβάζω τους (κινέζικους) υπότιτλους, χωρίς
να τρεμοπαίζει η εικόνα όπως στο βίντεο. Είδα μερικά σήριαλ, κράτησα μάλιστα και
δείγματα, με τη φιλοδοξία να κάνω μια πιο εμπεριστατωμένη μελέτη. Τώρα βλέπω
ότι αυτό δεν θα γίνει ποτέ, και γι’ αυτό λέω να γράψω ό, τι θυμάμαι απ’ αυτά.
Από τα έξι επτά που έχω δει, δεν θυμάμαι πόσα ακριβώς, μου έκανε εντύπωση το
θέμα της αναγνώρισης σε δυο τρία απ’ αυτά, που το βρήκα και στα
λατινοαμερικάνικα. Σε ένα πρωταγωνιστούσε ένα κοριτσάκι, και ο έρωτας του
κεντρικού ήρωα έμεινε χωρίς ανταπόκριση. Σε ένα άλλο ο ήρωας τα φτιάχνει με
άλλη κοπέλα, αλλά μένει κοντά στην πρώτη καθώς είναι άρρωστη με καρκίνο, μέχρι
που να πεθάνει. Και όλα αυτά με ένα σωρό ίντριγκες, από τους γονείς και άλλους.
Τα τελευταία δυο χρόνια βλέπω σήριαλ με στολές, στρατιωτικούς και αστυνομικούς.
Ένα αναφερόταν στην πραγματική ιστορία μιας αστυνομικίνας. Βέβαια τα δυο σήριαλ
που μου άρεσαν περισσότερο ήταν αυτά για τον Μάο. Και μου έκανε εντύπωση η
καταπληκτική ομοιότητα των πρωταγωνιστών με τα πραγματικά πρόσωπα, του Μάο, του
Zhou Enlai και του Τσανγκ Γκάι Σεκ. Να προσθέσω ακόμη ότι κάποια σήριαλ είχαν
να κάνουν με αγροτικά περιβάλλοντα, ενώ κάποια άλλα με αστικά. Η καταπληκτική
ανάπτυξη της Κίνας τα τελευταία χρόνια φαίνεται ανάγλυφα σε αυτά τα σήριαλ.
Συμπληρώνω πάλι,
27-9-2011, πριν αναρτήσω το κείμενο αυτό στο blog μου.
Πριν δυο χρόνια
περίπου ανάρτησα στο blog μου όλες μου τις δημοσιεύσεις, βιβλία, άρθρα και
βιβλιοκριτικές. Άφησα αυτό το κείμενο απ’ έξω, γιατί παρακολουθούσα ένα
κινέζικο σήριαλ και ήθελα να γράψω και για αυτό πριν κάνω την ανάρτηση. Τελικά
δεν κατάφερα να δω τα τελευταία 7 επεισόδια. Είχα τότε και το πρόβλημα της
δίωξης που μου έγινε και έχασα τη θέση μου ως σχολικός σύμβουλος, και η
επιστροφή, όχι στα θρανία αλλά στην έδρα, παρά το μειωμένο ωράριο των
πειραματικών σχολείων (ήμουν στο Βαρβάκειο) μου στερούσε χρόνο και διάθεση να
δω και αυτά τα τελευταία επεισόδια. Επί πλέον είχαν περάσει κάποια χρόνια που
είχα εγκαταλείψει τα κινέζικα, και ήθελα πριν τα δω να κάνω μια γερή επανάληψη.
Την έκανα τώρα που βρίσκομαι στη σύνταξη. Ήδη τέλειωσα το intermediate level
και έχω περάσει στο advanced. Έτσι αποφάσισα να δω και τα τελευταία αυτά
επεισόδια.
Αυτά τα δυο χρόνια
που πέρασαν ξέχασα αρκετά πράγματα από το σήριαλ αυτό. Θυμόμουν όμως την βασική
υπόθεση: Μια φτωχιά κοπέλα που έχει και αυτή σαν όνειρο την επιτυχία πέφτει στα
νύχια κάποιου επιτήδειου απατεώνα, που έχει στο ενεργητικό του ακόμη και
φόνους. Είναι κινηματογραφικός παραγωγός, και η προστατευόμενή του έχει
εξελιχθεί σε κινηματογραφικό αστέρι. Να πούμε όμως και του στραβού το δίκιο,
δεν την θέλει για να την πηδήξει όπως είθισται στα καθ’ ημάς, θέλει να την κάνει
γυναίκα του. Ο φτωχός νέος τον οποίο η κοπέλα αυτή έχει εγκαταλείψει τα
φτιάχνει με μια φτωχιά κοπέλα. Στο τέλος όμως η κοπέλα που τον εγκατέλειψε του
έχει γίνει εμμονή, και πηγαίνει στη Σαγκάη να τη βρει.
Το τέλος είναι
απρόσμενα unhappy για σήριαλ. Η φτωχιά κοπέλα πεθαίνει στο νοσοκομείο. Ο κακός
την έχει σπρώξει βίαια στις σκάλες και αυτή, καθώς είναι έγκυος, τραυματίζεται
θανάσιμα, και χάνει όχι μόνο το παιδί αλλά και τη ζωή της. Στο τέλος ο καλός
και ο κακός βρίσκονται αντιμέτωποι. Ο καλός νέος βγάζει ένα μαχαίρι να σφάξει
τον κακό. Ο κακός βγάζει πιστόλι. Στην συμπλοκή που ακολουθεί το πιστόλι
εκπυρσοκροτεί και πληγώνεται η άμυαλη κοπέλα θανάσιμα (στο μεταξύ είχε μάθει τι
κουμάσι ήταν ο προστάτης της). Και το περίεργο τέλος: η κάμερα μας παρουσιάζει
από μακριά το κτήριο όπου είχαν διαδραματιστεί τα παραπάνω. Ξαφνικά ακούγεται
ένας πυροβολισμός. Ποιος από τους δυο να σκοτώθηκε άραγε; Το σήριαλ τελειώνει
και δεν το μαθαίνουμε. Μήπως θέλει να μας πει ο σκηνοθέτης ότι δεν έχει
σημασία, αφού και οι δυο κοπέλες σκοτώθηκαν;
Μα πώς δεν έχει
σημασία; Η αφηγηματική αναμονή είναι να σκοτώνεται πάντα ο κακός. Δεν με
ικανοποίησε καθόλου αυτό το τέλος.
Πώς το λένε το
σήριαλ; Δεν ξέρω. Μου είναι δύσκολο να διαβάσω την καλλιγραφική γραφή που
χρησιμοποιούν στους τίτλους. Εξάλλου δεν είμαι σίγουρος ότι ξέρω και τα
ιδεογράμματα για να προσπαθήσω.
Μπορεί να ξαναδώ και
άλλα κινέζικα σήριαλ. Είναι ένας πρώτης τάξεως τρόπος για να εξασκήσω τα
κινέζικά μου. Ήδη στην εξάσκηση των ισπανικών έκανα απόσβεση. Και δεν εννοώ
βέβαια το intermedio δίπλωμα που πήρα. Έτσι δεν αποκλείεται να συμπληρώσω
αργότερα το άρθρο αυτό.
Ανακάλυψα ότι έγραψα στο blog μου για ένα ακόμη σήριαλ. Το
κείμενο είναι εδώ, με ημερομηνία 6-1-08.
Σήμερα δεν θα
γράψουμε για ταινίες αλλά για σήριαλ.
-Βλέπεις σήριαλ;
Φαντάζομαι να μου κάνετε αυτή την ερώτηση με γουρλωμένα μάτια, όλο έκπληξη. Πώς
εγώ, ένας κουλτουριάρης, καταδέχομαι και βλέπω «σαπουνόπερες», όπως ονομάζονται
απαξιωτικά τα σήριαλ, προϊόντα υποκουλτούρας προορισμένα για πλατιά κατανάλωση;
Εδώ πρέπει να κάνω
τις απαραίτητες διευκρινίσεις.
Τα σήριαλ τα έβλεπα
σαν ένα μέσο εξάσκησης των γλωσσών μου. Στην τριετία 1991-3 είδα ακριβώς δέκα
λατινοαμερικάνικα σήριαλ, για να εξασκήσω τα ισπανικά μου και τα πορτογαλικά
μου (να θυμίσω ότι στη Λατινική Αμερική μιλούν ισπανικά εκτός από τη Βραζιλία,
όπου μιλούν πορτογαλικά). Καρπός της παρακολούθησης αυτών των σήριαλ ήταν το
άρθρο μου «Κοινοί τόποι σε δέκα λατινοαμερικάνικα σήριαλ» που δημοσιεύτηκαν στο
περιοδικό Διαβάζω. Και δεν ήταν η μόνη απόσβεση που έκανα του χρόνου που
αφιέρωσα για να τα δω.
Μετά, τα σήριαλ τα
άφησα. Επανήλθα σ’ αυτά πριν πέντε περίπου χρόνια. Όχι στα λατινοαμερικάνικα.
Αυτά είχαν τόση επιτυχία που άρχισαν στο εξής να προβάλλονται μεταγλωττισμένα,
οπότε δεν είχαν πια ενδιαφέρον για μένα. Τα σήριαλ που έβλεπα ήταν κινέζικα.
Είδα μερικά. Έγραψα
δυο λογάκια σαν υστερόγραφο στο παραπάνω άρθρο, στον υπολογιστή μου. Τώρα
επιστρέφω για να γράψω για τα δυο τελευταία σήριαλ που μόλις είδα, ένα ρώσικο
και ένα κινέζικο. Θα μιλήσουμε πρώτα για το ρώσικο.
Για να εξασκήσω τα
ρώσικά μου έβλεπα από παλιά κινέζικες ταινίες. Κάπου αρχές της δεκαετίας του
’80 είδα και το πρώτο ρώσικο σήριαλ, το «17 στιγμές της άνοιξης», ένα
κατασκοπευτικό έργο που η υπόθεσή του διαδραματίζεται στον 2ο παγκόσμιο
πόλεμο. Πριν τρία χρόνια είδα το δεύτερο ρώσικο σήριαλ, το «Καρμελίτα». Το έχω
ξεχάσει ολότελα. Θυμάμαι μόνο κάτι ερωτικές αντιζηλίες (αυτό είναι στάνταρ θέμα
σε όλα τα σήριαλ), την κλοπή ενός θησαυρού, και δυο ωραίες κοπέλες. Επίσης το
ότι οι ήρωες είναι τσιγγάνοι μουσουλμάνοι.
Στο δεύτερο, που το
τελευταίο επεισόδιό του το είδα πριν λίγες μέρες, με τίτλο «Η μαύρη θεά», ένα
μεγάλο μέρος των ηρώων είναι και πάλι μουσουλμάνοι: Γιουσούφ, Μαράτ, Τιμούρ,
καθώς και η Καμίλα, η κόρη του Γιουσούφ.
Το σήριαλ αυτό, όπως
και η Καρμελίτα, προβλήθηκαν πέρυσι στην ΕΡΤ 3. Όμως δεν μπόρεσα να το δω τότε,
έγραψα όμως τα τελευταία 6 επεισόδια σε κασέτα και τα είδα τώρα στις διακοπές.
Να γράψω δυο λογάκια
γι’ αυτό.
Η πλοκή είναι
αστυνομική. Ένας αστυνομικός ψάχνει ένα πολύτιμο διαμάντι, τη «Μαύρη θεά», που
έχει κλαπεί και αυτοί που το έκλεψαν προσπαθούν να το φυγαδεύσουν στο
εξωτερικό. Παράλληλα με τις έρευνες εξελίσσονται και οι ερωτικές υποθέσεις των
ηρώων. Στο τέλος βέβαια βρέθηκε το διαμάντι, και οι ήρωες, όσοι δεν
παντρεύονται, ζευγαρώνουν. Τελευταίος ο καθηγητής με την υπηρέτρια. Και το πιο
εντυπωσιακό: ο σεναριογράφος, επειδή δεν είχε χρόνο να ζευγαρώσει δυο ήρωες,
αφήνει ανοικτό το ενδεχόμενο ενός ειδυλλίου.
Οι «κακοί» δεν είναι
απόλυτα κακοί. Παρουσιάζονται με τις ανθρώπινες πλευρές τους, με τις
ευαισθησίες τους, και προ παντός με την άμετρη αγάπη για τα παιδιά τους. Ακόμη
και τον διεφθαρμένο αστυνομικό «σώζει» ο σεναριογράφος, βάζοντάς τον αντί να
πυροβολεί την ήρωα να αυτοκτονεί, και τους δυο άλλους αστυνομικούς να θυμούνται
τις καλές του πλευρές, πριν διαφθαρεί. (Θυμήθηκα τώρα τον «Χασάπη» του Κλωντ
Σαμπρόλ, όπου ο μανιακός δολοφόνος, ενώ τον περιμένουμε να σκοτώσει την κοπέλα,
αυτοκτονεί. Η κοπέλα αυτή ήταν η κοπέλα που αγαπούσε. Πληγωμένος πάνω στο φορείο
της λέει «embracez moi», φίλησέ με). Ένας μόνο είναι απόλυτα κακός, ο οποίος
σκοτώνεται στο τέλος.
Και, τέλος, από την
άποψη της αφηγηματικής τεχνικής:
Ο σκηνοθέτης
αξιοποιεί στο έπακρο το σασπένς. Όχι μόνο στο τέλος του επεισοδίου, όπως
συνηθίζεται, αλλά και πάρα πολλές φορές ενδιάμεσα. Στη στιγμή της κορύφωσης μας
μεταφέρει σε άλλη σκηνή, για να επιστρέψει αμέσως μόλις στην άλλη σκηνή
δημιουργείται κορύφωση.
Sunday, September 18, 2011
Αριστοτέλης Ράπτης, Ήθος ανθρώπω δαίμων
Πριν λίγες μέρες ανάρτησα στο facebook ένα video-clip με κάτι γατάκια που μεγάλωναν στον ακάλυπτο της πολυκατοικία μας, και παρέπεμψα σε ένα παλιό μου κείμενο-μελέτη για τις γάτες. Τώρα παραθέτω ένα σχετικό απόσπασμα από το συναρπαστικό, συγκινητικό, ανθρώπινο αυτοβιογραφικό αφήγημα του Αριστοτέλη Ράπτη, ομότιμου καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Τον ευχαριστώ για την τιμή που μου έκανε να μου εμπιστευθεί το χειρόγραφο για τις παρατηρήσεις μου (χειρόγραφο τρόπος του λέγειν. Κανονικό βιβλίο. Αν το δει κανείς δεν θα καταλάβει τη διαφορά. Καθηγητής Πληροφορικής ων, το εκτύπωσε στον υπολογιστή).
2, Ο εμφύλιος______________________________________________89_
Τα ζώα, η αγαθή πλευρά της ύπαρξης μας
Στις μετακομίσεις μας λόγω του εμφυλίου δεν είχαμε τη δυνατότητα να παίρνουμε μαζί μας και τα κατοικίδια ζώα που είχαμε στο χωριό. Με πόνο ψυχής τα εγκαταλείπαμε. Είχαμε και μια γάτα στο σπίτι μας, που αγαπούσα πάρα πολύ. Με συντρόφευε το βράδυ στον ύπνο και κοιμόμασταν αγκαλίτσα. Μου έλλειπε η συντροφιά της στην Οξύνεια και ανησυχούσα για την τύχη της, γι' αυτό και συχνά ρωτούσα τη μάνα μου: «Τι να κάνει άραγε η γατούλα μου, θα ζει»; «Θα ζει», έλεγε η μάνα μου, «γιατί τα γατιά τρέφεται με πουλιά και ποντίκια». Η γάτα μας όμως, μόλις εμείς φύγαμε, μετακόμισε στο Μοναστήρι. Εκεί υπήρχε κατανάλωση τροφής, είτε από τους μοναχούς, είτε από τους ΕΛΑΣίτες που κατέλαβαν το Μοναστήρι.
Η μάνα μου εκείνο το διάστημα έστειλε τον αδερφό μου με δυο μουλάρια στο χωριό με την οδηγία να πάρει, με πολλή προφύλαξη απέναντι στους ενδεχόμενους κινδύνους, την τελευταία ποσότητα του σταριού, το οποίο είχαμε αφήσει στα αμπάρια. Η γάτα πρέπει να μυρίστηκε από μακριά τα μουλάρια που ήταν της δικής της οικογένειας. Αυτό που συνέβη κατόπιν ξεπερνάει τα όρια της νοημοσύνης που νομίζουμε ότι έχουν τα ζώα: στο γυρισμό του αδελφού μου και τη στιγμή που περνούσαν τα μουλάρια φορτωμένα κοντά από το Μοναστήρι, η γάτα πήδηξε κρυφά στο σαμάρι και χώθηκε ανάμεσα στα πίσω τσουβάλια. Ο αδερφός μου υποψιάστηκε ότι κάτι συνέβη από μια αντίδραση φόβου του μουλαριού, αλλά η γάτα ήταν καλά καμουφλαρι¬σμένη και δεν έδωσε σημασία. Ο αδερφός μου σ' όλη τη διαδρομή δεν πήρε είδηση καθόλου την ύπαρξη του ζώου, παρόλο που το ταξίδι ξεπερνούσε τις δυο ώρες. Τόσο ακίνητη ήταν σε όλο το ταξίδι! Μόλις έφτασαν στο σπίτι μας φορτωμένα τα ζώα κι η γάτα άκουσε τις φωνές μας, πετάχτηκε κι ήρθε κοντά μου και μου μίλησε με το γνωστό νιαούρισμα της. Αυτή τη χαρά που ένοιωσα εκείνη τη στιγμή δεν θα την ξεχάσω. Το κόψιμο μιας κλωστής των συναισθηματικών μου δεσμών, που με έδεναν με τις αναμνήσεις της παιδικής μου εμπειρίας, αποκαταστάθηκε, κρατήθηκε και πάλι ακέραια
2, Ο εμφύλιος______________________________________________89_
Τα ζώα, η αγαθή πλευρά της ύπαρξης μας
Στις μετακομίσεις μας λόγω του εμφυλίου δεν είχαμε τη δυνατότητα να παίρνουμε μαζί μας και τα κατοικίδια ζώα που είχαμε στο χωριό. Με πόνο ψυχής τα εγκαταλείπαμε. Είχαμε και μια γάτα στο σπίτι μας, που αγαπούσα πάρα πολύ. Με συντρόφευε το βράδυ στον ύπνο και κοιμόμασταν αγκαλίτσα. Μου έλλειπε η συντροφιά της στην Οξύνεια και ανησυχούσα για την τύχη της, γι' αυτό και συχνά ρωτούσα τη μάνα μου: «Τι να κάνει άραγε η γατούλα μου, θα ζει»; «Θα ζει», έλεγε η μάνα μου, «γιατί τα γατιά τρέφεται με πουλιά και ποντίκια». Η γάτα μας όμως, μόλις εμείς φύγαμε, μετακόμισε στο Μοναστήρι. Εκεί υπήρχε κατανάλωση τροφής, είτε από τους μοναχούς, είτε από τους ΕΛΑΣίτες που κατέλαβαν το Μοναστήρι.
Η μάνα μου εκείνο το διάστημα έστειλε τον αδερφό μου με δυο μουλάρια στο χωριό με την οδηγία να πάρει, με πολλή προφύλαξη απέναντι στους ενδεχόμενους κινδύνους, την τελευταία ποσότητα του σταριού, το οποίο είχαμε αφήσει στα αμπάρια. Η γάτα πρέπει να μυρίστηκε από μακριά τα μουλάρια που ήταν της δικής της οικογένειας. Αυτό που συνέβη κατόπιν ξεπερνάει τα όρια της νοημοσύνης που νομίζουμε ότι έχουν τα ζώα: στο γυρισμό του αδελφού μου και τη στιγμή που περνούσαν τα μουλάρια φορτωμένα κοντά από το Μοναστήρι, η γάτα πήδηξε κρυφά στο σαμάρι και χώθηκε ανάμεσα στα πίσω τσουβάλια. Ο αδερφός μου υποψιάστηκε ότι κάτι συνέβη από μια αντίδραση φόβου του μουλαριού, αλλά η γάτα ήταν καλά καμουφλαρι¬σμένη και δεν έδωσε σημασία. Ο αδερφός μου σ' όλη τη διαδρομή δεν πήρε είδηση καθόλου την ύπαρξη του ζώου, παρόλο που το ταξίδι ξεπερνούσε τις δυο ώρες. Τόσο ακίνητη ήταν σε όλο το ταξίδι! Μόλις έφτασαν στο σπίτι μας φορτωμένα τα ζώα κι η γάτα άκουσε τις φωνές μας, πετάχτηκε κι ήρθε κοντά μου και μου μίλησε με το γνωστό νιαούρισμα της. Αυτή τη χαρά που ένοιωσα εκείνη τη στιγμή δεν θα την ξεχάσω. Το κόψιμο μιας κλωστής των συναισθηματικών μου δεσμών, που με έδεναν με τις αναμνήσεις της παιδικής μου εμπειρίας, αποκαταστάθηκε, κρατήθηκε και πάλι ακέραια
Saturday, September 17, 2011
Yonfan, Το περίπτερο με τις παιωνίες
Yonfan, Το περίπτερο με τις παιωνίες (Peony pavilion 2001).
Πριν γράψω για το έργο θα ήθελα να παραθέσω το παρακάτω απόσπασμα από το βιβλίο μου «Το θέατρο της Ιαπωνίας και της Κίνας» (Εκδόσεις ΑΛΔΕ, 2010).
«Ο Tang Xianzu (1550 – 1617. Στο βιβλίο είχα δώσει οδηγίες προφοράς. Εδώ θα μεταγράψω και στα ελληνικά: Τανγκ Χιανγκ-τζου, το χιανγκ με κρητική προφορά) είναι ένας από τους πιο εξέχοντες κινέζους δραματουργούς, περίπου σύγχρονος του Σαίξπηρ. Ήταν τόσο το πάθος του για το δράμα, ώστε παραιτήθηκε από την υπαλληλική θέση που κατείχε για να αφοσιωθεί αποκλειστικά στο γράψιμο. Είχε μια τεράστια συλλογή δραμάτων της περιόδου Yuan, και η μελέτη τους τον βοήθησε πολύ στη δική του δραματουργία. Κάθε ωραίο στίχο που συναντούσε τον έβαζε μέσα στα δικά του έργα.
Και τα πέντε δράματα που έγραψε σώθηκαν. Την Πορφυρή φλογέρα την ξεκίνησε στα νιάτα του, όμως την ολοκλήρωσε σε ώριμη ηλικία. Η Πορφυρή καρφίτσα αναφέρεται σε μια αγάπη χωρίς ανταπόδοση που έχει σχεδόν δυστυχισμένη έκβαση. Η ιστορία του Nan Ke έχει ως ηθικό επιμύθιο ότι η αγάπη είναι πιο πολύτιμη από τα πλούτη και τη δύναμη. Όσο για το ηθικό επιμύθιο της Ιστορίας του Han Tan, είναι ότι η αγάπη είναι απλώς ένα όνειρο.
Ως καλύτερο έργο του όμως θεωρείται το Περίπτερο με τις παιωνίες, με 55 σκηνές, από τα μεγαλύτερα δράματα της εποχής Ming. Η ηρωίδα πεθαίνει για την αγάπη ενός άνδρα που είδε στο όνειρό της. Αυτή όμως η αγάπη την ξαναφέρνει στη ζωή, γιατί ο άνδρας αυτός υπάρχει στην πραγματικότητα, και την αγάπησε επίσης όταν είδε μια προσωπογραφία της (και μια από τις τρεις υποσημειώσεις: Παρεμπιπτόντως, η παιωνία χρησιμοποιείται μεταφορικά στην καθημερινή ομιλία για να δηλώσει μια ελκυστική νέα γυναίκα, και ιδιαίτερα τα γυναικεία γεννητικά όργανα. «Όταν πέφτουν σταγόνες δροσιάς, η παιωνία ανοίγει»).
Οι όμορφοι στίχοι εντυπωσιάζουν εξίσου θεατές και αναγνώστες, ιδιαίτερα τις κοπέλες. Ήταν τέτοια η δημοτικότητα του έργου και τόσο το αγοραστικό κοινό, ώστε έπεσε η τιμή του άλλου αριστουργήματος Το δυτικό δωμάτιο. Ένας ηθοποιός πέθανε πάνω στη σκηνή πριν τελειώσει μια δύσκολη άρια, μια κοπέλα πέθανε από θλίψη όταν είδε αυτό το έργο, και μια άλλη έπεσε στο νερό και πνίγηκε, αφού δεν κατάφερε να παντρευτεί τον συγγραφέα. Ελεγείες γράφηκαν γι αυτήν.
Το έργο παρομοιάστηκε με το Όνειρο θερινής νύχτας του Σαίξπηρ και με το Hanneles Himmelfahrt του Hauptmann. Θεωρείται το αριστούργημα της κινέζικης λογοτεχνίας, και μέρη του παίζονται ακόμη και σήμερα στο στυλ kunqu (Κουν τσου). Βρήκε επίσης πάρα πολλούς μιμητές, όπως τον Wu Bing (Γου Μπινγκ) στο έργο του Ο δυτικός κήπος (Xiyuanji) Χι γιουαν τζι».
Η όπερα του Πεκίνου είναι γνωστή στη Δύση, ενώ το Κουν τσου είναι σχεδόν άγνωστο. Η δασκάλα μου όμως στον Σύνδεσμο Φιλίας Ελλάδας Κίνας, η κα Yu (Γιου), καθηγήτρια γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο της Σανγκάης που ήλθε να μας διδάξει κινέζικα, προτιμούσε το Κουν τσου. Την όπερα του Πεκίνου την εύρισκε πολύ θορυβώδη, ενώ το Κουν τσου το θεωρούσε πολύ εκλεπτισμένο.
Δυο χρόνια μας έκανε μάθημα. Ξέροντας το ενδιαφέρον μου για το κινέζικο θέατρο μου έφερε δυο όπερες του Πεκίνου σε video cd, το «Αντίο παλλακίδα μου» και το «Ηλιόλουστο δωμάτιο», και τρία dvd με το θαυμάσιο Peony Pavilion (牡丹亭; pinyin: mǔdāntíng). Υπέροχη μουσική, βλέποντάς το κατάλαβα γιατί αυτή η προτίμηση.
Δεν πίστευα ότι η ταινία του Γιον φαν θα ήταν κινηματογραφική μεταφορά του έργου. Και δεν ήταν, όπως δεν ήταν και το «Αντίο παλλακίδα μου» του Τσεν Κάι-γκε. Πέρα από το πιο γνωστό κομμάτι, που αρχικά το βλέπουμε σε εκτέλεση ενώ η μουσική του ακούγεται στη συνέχεια αρκετά συχνά, η ταινία δεν έχει καμιά σχέση με το κλασικό έργο. Αναφέρεται στην τρυφερή σχέση δύο γυναικών, ομοφυλοφιλική, που όμως δεν εκδηλώνεται ανοικτά παρά μόνο όταν μπαίνει στη μέση η ζήλεια. Η τραγουδίστρια, παλλακίδα με ένα παιδί, ζηλεύει τη δασκάλα που τα φτιάχνει με έναν νεαρό. Η σχέση με τον νεαρό κάποια στιγμή σταματάει, και στο τέλος του έργου βλέπουμε τις δυο γυναίκες σε τρυφερές στιγμές. Όχι σεξουαλικές. Τελειώνοντας η ταινία μένουμε με την αίσθηση ότι οι δυο γυναίκες έμειναν σε αυτό που λέγεται πλατωνικός έρωτας. Πολύ έξυπνος τρόπος για να αναδείξει ο Γιον φαν τον έρωτα: τον αποσυνδέει από το σεξ, παρουσιάζοντάς τον εντελώς εξιδανικευμένο.
Πριν γράψω για το έργο θα ήθελα να παραθέσω το παρακάτω απόσπασμα από το βιβλίο μου «Το θέατρο της Ιαπωνίας και της Κίνας» (Εκδόσεις ΑΛΔΕ, 2010).
«Ο Tang Xianzu (1550 – 1617. Στο βιβλίο είχα δώσει οδηγίες προφοράς. Εδώ θα μεταγράψω και στα ελληνικά: Τανγκ Χιανγκ-τζου, το χιανγκ με κρητική προφορά) είναι ένας από τους πιο εξέχοντες κινέζους δραματουργούς, περίπου σύγχρονος του Σαίξπηρ. Ήταν τόσο το πάθος του για το δράμα, ώστε παραιτήθηκε από την υπαλληλική θέση που κατείχε για να αφοσιωθεί αποκλειστικά στο γράψιμο. Είχε μια τεράστια συλλογή δραμάτων της περιόδου Yuan, και η μελέτη τους τον βοήθησε πολύ στη δική του δραματουργία. Κάθε ωραίο στίχο που συναντούσε τον έβαζε μέσα στα δικά του έργα.
Και τα πέντε δράματα που έγραψε σώθηκαν. Την Πορφυρή φλογέρα την ξεκίνησε στα νιάτα του, όμως την ολοκλήρωσε σε ώριμη ηλικία. Η Πορφυρή καρφίτσα αναφέρεται σε μια αγάπη χωρίς ανταπόδοση που έχει σχεδόν δυστυχισμένη έκβαση. Η ιστορία του Nan Ke έχει ως ηθικό επιμύθιο ότι η αγάπη είναι πιο πολύτιμη από τα πλούτη και τη δύναμη. Όσο για το ηθικό επιμύθιο της Ιστορίας του Han Tan, είναι ότι η αγάπη είναι απλώς ένα όνειρο.
Ως καλύτερο έργο του όμως θεωρείται το Περίπτερο με τις παιωνίες, με 55 σκηνές, από τα μεγαλύτερα δράματα της εποχής Ming. Η ηρωίδα πεθαίνει για την αγάπη ενός άνδρα που είδε στο όνειρό της. Αυτή όμως η αγάπη την ξαναφέρνει στη ζωή, γιατί ο άνδρας αυτός υπάρχει στην πραγματικότητα, και την αγάπησε επίσης όταν είδε μια προσωπογραφία της (και μια από τις τρεις υποσημειώσεις: Παρεμπιπτόντως, η παιωνία χρησιμοποιείται μεταφορικά στην καθημερινή ομιλία για να δηλώσει μια ελκυστική νέα γυναίκα, και ιδιαίτερα τα γυναικεία γεννητικά όργανα. «Όταν πέφτουν σταγόνες δροσιάς, η παιωνία ανοίγει»).
Οι όμορφοι στίχοι εντυπωσιάζουν εξίσου θεατές και αναγνώστες, ιδιαίτερα τις κοπέλες. Ήταν τέτοια η δημοτικότητα του έργου και τόσο το αγοραστικό κοινό, ώστε έπεσε η τιμή του άλλου αριστουργήματος Το δυτικό δωμάτιο. Ένας ηθοποιός πέθανε πάνω στη σκηνή πριν τελειώσει μια δύσκολη άρια, μια κοπέλα πέθανε από θλίψη όταν είδε αυτό το έργο, και μια άλλη έπεσε στο νερό και πνίγηκε, αφού δεν κατάφερε να παντρευτεί τον συγγραφέα. Ελεγείες γράφηκαν γι αυτήν.
Το έργο παρομοιάστηκε με το Όνειρο θερινής νύχτας του Σαίξπηρ και με το Hanneles Himmelfahrt του Hauptmann. Θεωρείται το αριστούργημα της κινέζικης λογοτεχνίας, και μέρη του παίζονται ακόμη και σήμερα στο στυλ kunqu (Κουν τσου). Βρήκε επίσης πάρα πολλούς μιμητές, όπως τον Wu Bing (Γου Μπινγκ) στο έργο του Ο δυτικός κήπος (Xiyuanji) Χι γιουαν τζι».
Η όπερα του Πεκίνου είναι γνωστή στη Δύση, ενώ το Κουν τσου είναι σχεδόν άγνωστο. Η δασκάλα μου όμως στον Σύνδεσμο Φιλίας Ελλάδας Κίνας, η κα Yu (Γιου), καθηγήτρια γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο της Σανγκάης που ήλθε να μας διδάξει κινέζικα, προτιμούσε το Κουν τσου. Την όπερα του Πεκίνου την εύρισκε πολύ θορυβώδη, ενώ το Κουν τσου το θεωρούσε πολύ εκλεπτισμένο.
Δυο χρόνια μας έκανε μάθημα. Ξέροντας το ενδιαφέρον μου για το κινέζικο θέατρο μου έφερε δυο όπερες του Πεκίνου σε video cd, το «Αντίο παλλακίδα μου» και το «Ηλιόλουστο δωμάτιο», και τρία dvd με το θαυμάσιο Peony Pavilion (牡丹亭; pinyin: mǔdāntíng). Υπέροχη μουσική, βλέποντάς το κατάλαβα γιατί αυτή η προτίμηση.
Δεν πίστευα ότι η ταινία του Γιον φαν θα ήταν κινηματογραφική μεταφορά του έργου. Και δεν ήταν, όπως δεν ήταν και το «Αντίο παλλακίδα μου» του Τσεν Κάι-γκε. Πέρα από το πιο γνωστό κομμάτι, που αρχικά το βλέπουμε σε εκτέλεση ενώ η μουσική του ακούγεται στη συνέχεια αρκετά συχνά, η ταινία δεν έχει καμιά σχέση με το κλασικό έργο. Αναφέρεται στην τρυφερή σχέση δύο γυναικών, ομοφυλοφιλική, που όμως δεν εκδηλώνεται ανοικτά παρά μόνο όταν μπαίνει στη μέση η ζήλεια. Η τραγουδίστρια, παλλακίδα με ένα παιδί, ζηλεύει τη δασκάλα που τα φτιάχνει με έναν νεαρό. Η σχέση με τον νεαρό κάποια στιγμή σταματάει, και στο τέλος του έργου βλέπουμε τις δυο γυναίκες σε τρυφερές στιγμές. Όχι σεξουαλικές. Τελειώνοντας η ταινία μένουμε με την αίσθηση ότι οι δυο γυναίκες έμειναν σε αυτό που λέγεται πλατωνικός έρωτας. Πολύ έξυπνος τρόπος για να αναδείξει ο Γιον φαν τον έρωτα: τον αποσυνδέει από το σεξ, παρουσιάζοντάς τον εντελώς εξιδανικευμένο.
Thursday, September 15, 2011
Βέρντι, Ναβουχοδονόσορ
Από e-mail που μου έστειλε ο συνάδελφος Γιάννης Σακελλαρίου, τον ευχαριστώ.
Ω πατρίδα μου, τόσο όμορφη και χαμένη!
G. VERDI 'NABUCCO' στη Ρώμη.
Στις 12 Μαρτίου, ο Silvio Berlusconi κλήθηκε να αντιμετωπίσει την πραγματικότητα. Η Ιταλία γιόρταζε τα 150 χρόνια από την ίδρυσή της και με αυτή την ευκαιρία, στην όπερα της Ρώμης, δόθηκε μια παράσταση όπερας, της πιο συμβολικής αυτής της ενοποίησης: Nabucco του Giuseppe Verdi υπό τη διεύθυνση του Riccardo Muti.
Το έργο Nabucco του Verdi είναι ένα έργο τόσο μουσικό όσο και πολιτικό: αφορά την ιστορία της σκλαβιάς των Εβραίων στη Βαβυλώνα, και η περίφημη άρια «Va pensiero» τραγουδιέται από τους καταπιεσμένους σκλάβους. Στην Ιταλία, το τραγούδι αυτό είναι το σύμβολο της αναζήτησης της ελευθερίας του λαού, ο οποίος στα 1840 – όταν και γράφτηκε η όπερα - ήταν καταπιεσμένος από την αυτοκρατορία των Αψβούργων, και πάλευε μέχρι τη δημιουργία της ενωμένης Ιταλίας.
Πριν αρχίσει η συναυλία, ο Gianni Alemanno, δήμαρχος της Ρώμης, ανέβηκε στη σκηνή για να καταγγείλει τις μειώσεις της κυβέρνησης στον προϋπολογισμό για τον πολιτισμό. Και αυτό, ενώ ο Alemanno είναι μέλος του κυβερνώντος κόμματος και πρώην υπουργός του Berlusconi.
Αυτή η πολιτική παρέμβαση, σε μια πολιτιστική στιγμή από τις πιο συμβολικές για την Ιταλία, προκάλεσε ένα απροσδόκητο αποτέλεσμα, ιδίως τη στιγμή που ο ίδιος ο Berlusconi ήταν παρών στη συναυλία.
Όπως δήλωσε στους Times o Ricardo Muti, διευθυντής της ορχήστρας, «…ήταν μια βραδιά αληθινής επανάστασης».
«Στην αρχή, υπήρχε ένα μεγάλο χειροκρότημα από το κοινό. Στη συνέχεια ξεκινήσαμε τη συναυλία. Όλα πήγαιναν πολύ καλά, αλλά όταν φτάσαμε στο σημείο του Va pensiero, αισθάνθηκα αμέσως ότι η ατμόσφαιρα ήταν τεταμένη στο κοινό. Υπάρχουν πράγματα που δεν μπορείτε να περιγράψετε, αλλά που τα αισθάνεστε. Πριν, υπερίσχυε η σιωπή του κοινού. Τη στιγμή όμως που το κοινό κατάλαβε ότι θα ξεκινούσε το Va pensiero, η σιωπή γέμισε από μια πραγματική θέρμη. Μπορούσαμε να αισθανθούμε τη σπλαχνική αντίδραση του κοινού στο θρήνο των σκλάβων που τραγουδούνε « Oh ma patrie, si belle et perdue!». (Ω πατρίδα μου, τόσο όμορφη και χαμένη)
Ενώ η χορωδία έφτανε στο τέλος, στο κοινό κάποιοι είχαν ήδη αρχίσει να φωνάζουν «Bis». Το κοινό άρχισε να φωνάζει «Vive l’Italie!» και «Vive Verdi!». Άνθρωποι από τα θεωρεία άρχισαν να πετούν χαρτιά συμπληρωμένα με πατριωτικά μηνύματα –κάποια έγραφαν «Muti, sénateur à vie».
Αν και το είχε κάνει για μία και μοναδική φορά στη Σκάλα του Μιλάνου το 1986, ο Muti δίσταζε να κάνει ένα bis για το Va pensiero. Για αυτόν, μία όπερα πρέπει να πηγαίνει από την αρχή ως το τέλος. «Δεν ήθελα να παίξουν απλά ένα encore. Θα έπρεπε να υπάρχει μια ιδιαίτερη πρόθεση».
Όμως στο κοινό είχε ήδη ξυπνήσει το πατριωτικό συναίσθημα. Με μία θεατρική κίνηση, ο διευθυντής της ορχήστρας γύρισε τελικά την πλάτη στο podium, κοιτάζοντας το κοινό και τον Berlusconi, και είπε τα εξής:
[Αφού οι εκκλήσεις του κοινού για ένα bis έχουν σταματήσει, από το κοινό ακούγεται «Ζήτω η Ιταλία»]
«Ναι συμφωνώ με αυτό «Ζήτω η Ιταλία» αλλά (χειροκροτήματα) «δεν είμαι πια 30 ετών και έχω ζήσει τη ζωή μου, όμως σαν ένας Ιταλός που έχει γυρίσει τον κόσμο, ντρέπομαι για όσα συμβαίνουν στη χώρα μου. Για αυτό συναινώ με το αίτημά σας για bis για το Va pensiero. Δεν είναι μόνο για την πατριωτική χαρά που αισθάνομαι, αλλά γιατί απόψε, και ενώ διεύθυνα τη χορωδία που τραγουδούσε «Ω πατρίδα μου, όμορφη και χαμένη» σκέφτηκα ότι αν συνεχίσουμε έτσι, θα σκοτώσουμε τον πολιτισμό πάνω στον οποίο οικοδομήθηκε η ιστορία της Ιταλίας. Και σε αυτή την περίπτωση, εμείς, η πατρίδα μας, θα είναι πραγματικά «όμορφη και χαμένη».
[Επευφημίες, συμπεριλαμβανομένων και των καλλιτεχνών πάνω στη σκηνή]
«Θα ήθελα τώρα… πρέπει να δώσουμε νόημα σε αυτό το τραγούδι. Αφού είμαστε στο Σπίτι μας, το θέατρο της πρωτεύουσας, και με μία χορωδία που τραγούδησε περίφημα, και που συνοδεύεται περίφημα, αν θέλετε, σας προτείνω να ενωθείτε μαζί μας και να τραγουδήσουμε όλοι μαζί».
Έτσι προσκάλεσε το κοινό να τραγουδήσει μαζί με τη χορωδία των σκλάβων. «Είδα ομάδες ανθρώπων να σηκώνονται. Όλη η Όπερα της Ρώμης σηκώθηκε. Η χορωδία επίσης σηκώθηκε. Ήταν μια μαγική στιγμή μέσα στην όπερα. Εκείνη τη βραδιά δεν ήταν μόνο μια συναυλία του Nabucco, αλλά επίσης ήταν μια δήλωση (statement) του θεάτρου της πρωτεύουσας υπ’ όψη των πολιτικών».
( "Μπείτε" και απολαύστε ό,τι συνέβη.....)
Ω πατρίδα μου, τόσο όμορφη και χαμένη!
G. VERDI 'NABUCCO' στη Ρώμη.
Στις 12 Μαρτίου, ο Silvio Berlusconi κλήθηκε να αντιμετωπίσει την πραγματικότητα. Η Ιταλία γιόρταζε τα 150 χρόνια από την ίδρυσή της και με αυτή την ευκαιρία, στην όπερα της Ρώμης, δόθηκε μια παράσταση όπερας, της πιο συμβολικής αυτής της ενοποίησης: Nabucco του Giuseppe Verdi υπό τη διεύθυνση του Riccardo Muti.
Το έργο Nabucco του Verdi είναι ένα έργο τόσο μουσικό όσο και πολιτικό: αφορά την ιστορία της σκλαβιάς των Εβραίων στη Βαβυλώνα, και η περίφημη άρια «Va pensiero» τραγουδιέται από τους καταπιεσμένους σκλάβους. Στην Ιταλία, το τραγούδι αυτό είναι το σύμβολο της αναζήτησης της ελευθερίας του λαού, ο οποίος στα 1840 – όταν και γράφτηκε η όπερα - ήταν καταπιεσμένος από την αυτοκρατορία των Αψβούργων, και πάλευε μέχρι τη δημιουργία της ενωμένης Ιταλίας.
Πριν αρχίσει η συναυλία, ο Gianni Alemanno, δήμαρχος της Ρώμης, ανέβηκε στη σκηνή για να καταγγείλει τις μειώσεις της κυβέρνησης στον προϋπολογισμό για τον πολιτισμό. Και αυτό, ενώ ο Alemanno είναι μέλος του κυβερνώντος κόμματος και πρώην υπουργός του Berlusconi.
Αυτή η πολιτική παρέμβαση, σε μια πολιτιστική στιγμή από τις πιο συμβολικές για την Ιταλία, προκάλεσε ένα απροσδόκητο αποτέλεσμα, ιδίως τη στιγμή που ο ίδιος ο Berlusconi ήταν παρών στη συναυλία.
Όπως δήλωσε στους Times o Ricardo Muti, διευθυντής της ορχήστρας, «…ήταν μια βραδιά αληθινής επανάστασης».
«Στην αρχή, υπήρχε ένα μεγάλο χειροκρότημα από το κοινό. Στη συνέχεια ξεκινήσαμε τη συναυλία. Όλα πήγαιναν πολύ καλά, αλλά όταν φτάσαμε στο σημείο του Va pensiero, αισθάνθηκα αμέσως ότι η ατμόσφαιρα ήταν τεταμένη στο κοινό. Υπάρχουν πράγματα που δεν μπορείτε να περιγράψετε, αλλά που τα αισθάνεστε. Πριν, υπερίσχυε η σιωπή του κοινού. Τη στιγμή όμως που το κοινό κατάλαβε ότι θα ξεκινούσε το Va pensiero, η σιωπή γέμισε από μια πραγματική θέρμη. Μπορούσαμε να αισθανθούμε τη σπλαχνική αντίδραση του κοινού στο θρήνο των σκλάβων που τραγουδούνε « Oh ma patrie, si belle et perdue!». (Ω πατρίδα μου, τόσο όμορφη και χαμένη)
Ενώ η χορωδία έφτανε στο τέλος, στο κοινό κάποιοι είχαν ήδη αρχίσει να φωνάζουν «Bis». Το κοινό άρχισε να φωνάζει «Vive l’Italie!» και «Vive Verdi!». Άνθρωποι από τα θεωρεία άρχισαν να πετούν χαρτιά συμπληρωμένα με πατριωτικά μηνύματα –κάποια έγραφαν «Muti, sénateur à vie».
Αν και το είχε κάνει για μία και μοναδική φορά στη Σκάλα του Μιλάνου το 1986, ο Muti δίσταζε να κάνει ένα bis για το Va pensiero. Για αυτόν, μία όπερα πρέπει να πηγαίνει από την αρχή ως το τέλος. «Δεν ήθελα να παίξουν απλά ένα encore. Θα έπρεπε να υπάρχει μια ιδιαίτερη πρόθεση».
Όμως στο κοινό είχε ήδη ξυπνήσει το πατριωτικό συναίσθημα. Με μία θεατρική κίνηση, ο διευθυντής της ορχήστρας γύρισε τελικά την πλάτη στο podium, κοιτάζοντας το κοινό και τον Berlusconi, και είπε τα εξής:
[Αφού οι εκκλήσεις του κοινού για ένα bis έχουν σταματήσει, από το κοινό ακούγεται «Ζήτω η Ιταλία»]
«Ναι συμφωνώ με αυτό «Ζήτω η Ιταλία» αλλά (χειροκροτήματα) «δεν είμαι πια 30 ετών και έχω ζήσει τη ζωή μου, όμως σαν ένας Ιταλός που έχει γυρίσει τον κόσμο, ντρέπομαι για όσα συμβαίνουν στη χώρα μου. Για αυτό συναινώ με το αίτημά σας για bis για το Va pensiero. Δεν είναι μόνο για την πατριωτική χαρά που αισθάνομαι, αλλά γιατί απόψε, και ενώ διεύθυνα τη χορωδία που τραγουδούσε «Ω πατρίδα μου, όμορφη και χαμένη» σκέφτηκα ότι αν συνεχίσουμε έτσι, θα σκοτώσουμε τον πολιτισμό πάνω στον οποίο οικοδομήθηκε η ιστορία της Ιταλίας. Και σε αυτή την περίπτωση, εμείς, η πατρίδα μας, θα είναι πραγματικά «όμορφη και χαμένη».
[Επευφημίες, συμπεριλαμβανομένων και των καλλιτεχνών πάνω στη σκηνή]
«Θα ήθελα τώρα… πρέπει να δώσουμε νόημα σε αυτό το τραγούδι. Αφού είμαστε στο Σπίτι μας, το θέατρο της πρωτεύουσας, και με μία χορωδία που τραγούδησε περίφημα, και που συνοδεύεται περίφημα, αν θέλετε, σας προτείνω να ενωθείτε μαζί μας και να τραγουδήσουμε όλοι μαζί».
Έτσι προσκάλεσε το κοινό να τραγουδήσει μαζί με τη χορωδία των σκλάβων. «Είδα ομάδες ανθρώπων να σηκώνονται. Όλη η Όπερα της Ρώμης σηκώθηκε. Η χορωδία επίσης σηκώθηκε. Ήταν μια μαγική στιγμή μέσα στην όπερα. Εκείνη τη βραδιά δεν ήταν μόνο μια συναυλία του Nabucco, αλλά επίσης ήταν μια δήλωση (statement) του θεάτρου της πρωτεύουσας υπ’ όψη των πολιτικών».
( "Μπείτε" και απολαύστε ό,τι συνέβη.....)
Tuesday, September 13, 2011
Mamoru Hoshi, 1778 ιστορίες για μένα και τη γυναίκα μου
Mamoru Hoshi, 1778 ιστορίες για μένα και τη γυναίκα μου (2011)
Έχω ξαναγράψει μόλις πριν λίγες μέρες ότι στην παγκόσμια μυθοπλασία βλέπουμε τη γυναίκα να θυσιάζεται για τον άντρα, και ανέφερα σαν παραδείγματα την Άλκηστη, τη Νόρμα και την παλλακίδα (στο έργο της όπερας του Πεκίνου «Αντίο παλλακίδα μου»). Ξαναβλέποντας ένα ντοκιμαντέρ για το γιαπωνέζικο θέατρο που παρουσίαζα στους δασκάλους στο μάθημα της θεατρολογίας στα πλαίσια του προγράμματος της εξομοίωσης (πτυχίων), βρήκα ένα ακόμη παράδειγμα, από ένα έργο κουκλοθέατρου, όπου η γυναίκα θυσιάζεται για τον τυφλό άντρα της. Έγραψα επίσης ότι αντίστροφο παράδειγμα δεν έχω υπόψη μου. Έπρεπε να έλθει ο 21ος αιώνας και η περίπου ισότητα των φύλων για να συναντήσω ένα τέτοιο παράδειγμα: τις «1778 ιστορίες για μένα και τη γυναίκα μου» του Mamoru Hoshi. Εδώ, αντίστροφα από ότι στο παραπάνω κουκλοθέατρο, ο άντρας θυσιάζεται για την γυναίκα του που είναι καταδικασμένη να πεθάνει από καρκίνο. Είναι συγγραφέας. Για να την εμψυχώσει της γράφει κάθε μέρα και από μια χιουμοριστική ιστορία. Είναι διατεθειμένος να γράψει ακόμη και ρομάντζο, που δεν είναι το είδος του, προκειμένου να κερδίσει τα χρήματα που χρειάζονται για τις χημειοθεραπείες της. Ο ένας χρόνος ζωής που της έδιναν οι γιατροί παρατείνεται στα πέντε χρόνια.
Συγκινητική ταινία, γιατί είναι εξαιρετικά καλογυρισμένη.
Συμβαίνουν αυτά τα πράγματα στη ζωή;
Ναι, συμβαίνουν. Ο άντρας της ξαδέλφης μου τη φρόντισε με αγάπη (είχε κι αυτή καρκίνο) μέχρι το θάνατό της. Με περισσότερη ή λιγότερη αγάπη, όλοι φροντίζουν το σύντροφό τους.
Όχι πάντα.
Ένας ξάδελφός μου μού είπε για μια συμμαθήτριά του, που, όταν προσβλήθηκε από καρκίνο ο άντρας της την έδιωξε. Ξαναγύρισε στο χωριό, όπου την περιποιήθηκε η αδελφή της μέχρι το θάνατό της. Ο τάφος της βρίσκεται κοντά στον οικογενειακό μας τάφο. Η φωτογραφία της επιβεβαιώνει αυτό που μου είπε ο ξάδελφός μου: ήταν μια πολύ όμορφη κοπέλα.
Έχω ξαναγράψει μόλις πριν λίγες μέρες ότι στην παγκόσμια μυθοπλασία βλέπουμε τη γυναίκα να θυσιάζεται για τον άντρα, και ανέφερα σαν παραδείγματα την Άλκηστη, τη Νόρμα και την παλλακίδα (στο έργο της όπερας του Πεκίνου «Αντίο παλλακίδα μου»). Ξαναβλέποντας ένα ντοκιμαντέρ για το γιαπωνέζικο θέατρο που παρουσίαζα στους δασκάλους στο μάθημα της θεατρολογίας στα πλαίσια του προγράμματος της εξομοίωσης (πτυχίων), βρήκα ένα ακόμη παράδειγμα, από ένα έργο κουκλοθέατρου, όπου η γυναίκα θυσιάζεται για τον τυφλό άντρα της. Έγραψα επίσης ότι αντίστροφο παράδειγμα δεν έχω υπόψη μου. Έπρεπε να έλθει ο 21ος αιώνας και η περίπου ισότητα των φύλων για να συναντήσω ένα τέτοιο παράδειγμα: τις «1778 ιστορίες για μένα και τη γυναίκα μου» του Mamoru Hoshi. Εδώ, αντίστροφα από ότι στο παραπάνω κουκλοθέατρο, ο άντρας θυσιάζεται για την γυναίκα του που είναι καταδικασμένη να πεθάνει από καρκίνο. Είναι συγγραφέας. Για να την εμψυχώσει της γράφει κάθε μέρα και από μια χιουμοριστική ιστορία. Είναι διατεθειμένος να γράψει ακόμη και ρομάντζο, που δεν είναι το είδος του, προκειμένου να κερδίσει τα χρήματα που χρειάζονται για τις χημειοθεραπείες της. Ο ένας χρόνος ζωής που της έδιναν οι γιατροί παρατείνεται στα πέντε χρόνια.
Συγκινητική ταινία, γιατί είναι εξαιρετικά καλογυρισμένη.
Συμβαίνουν αυτά τα πράγματα στη ζωή;
Ναι, συμβαίνουν. Ο άντρας της ξαδέλφης μου τη φρόντισε με αγάπη (είχε κι αυτή καρκίνο) μέχρι το θάνατό της. Με περισσότερη ή λιγότερη αγάπη, όλοι φροντίζουν το σύντροφό τους.
Όχι πάντα.
Ένας ξάδελφός μου μού είπε για μια συμμαθήτριά του, που, όταν προσβλήθηκε από καρκίνο ο άντρας της την έδιωξε. Ξαναγύρισε στο χωριό, όπου την περιποιήθηκε η αδελφή της μέχρι το θάνατό της. Ο τάφος της βρίσκεται κοντά στον οικογενειακό μας τάφο. Η φωτογραφία της επιβεβαιώνει αυτό που μου είπε ο ξάδελφός μου: ήταν μια πολύ όμορφη κοπέλα.
Sunday, September 11, 2011
Αντώνης Κρύσιλας, Μικρές Αγγελίες
Αντώνης Κρύσιλας, Μικρές Αγγελίες, ΑΛΔΕ 2010, σελ. 139
Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα
Συναρπαστικά χιουμοριστικές αλλά και συγκινητικά τρυφερές οι ιστορίες του συγγραφέα
Οι «Μικρές αγγελίες» είναι η τρίτη συλλογή διηγημάτων και το τέταρτο βιβλίο του Αντώνη Κρύσιλα. Σπονδυλωτό μυθιστόρημα χαρακτηρίζεται το βιβλίο αυτό στο οπισθόφυλλο, και όχι άστοχα. Κεντρικός ήρωας, αντιήρωας καλύτερα, στα διηγήματα αυτά είναι ένας τριαντάρης, αποτυχημένος επαγγελματικά, που αφηγείται γεμάτος χιούμορ τις περιπέτειές του, στις οποίες σχεδόν πάντα παρεισφρέει μια μελαγχολική νοσταλγία για την παιδική και νεανική ηλικία. Φαντάζομαι υπάρχουν αρκετά αυτοβιογραφικά στοιχεία στις ιστορίες του, μια και ο Κρύσιλας δίνει το δικό του όνομα στον ήρωά του σε μια από αυτές, ο οποίος είναι μάλιστα και συγγραφέας.
Πέρα από το ξέφρενο χιούμορ υπάρχει και ο αυτοσαρκασμός. Και θα ξαναγράψω-γιατί νομίζω το έχω ξαναγράψει-αυτό που διάβασα κάπου, ότι αυτοί που αυτοσαρκάζονται δεν διατρέχουν κανένα κίνδυνο να τρελαθούν. Φοβερή ικανότητα, ιδιαίτερα αναγκαία στους χαλεπούς καιρούς που ζούμε, και στους χαλεπότερους που μας περιμένουν και που δεν φαίνονται και πολύ μακριά στον ορίζοντα.
Όμως να δώσουμε ένα δείγμα του χιούμορ του συγγραφέα.
«Δίπλα στο επίδοξο ζεύγος, οι έτεροι δύο της ομάδας. Ένας χαρούμενος φαντάρος, το ξέρω πως φαντάζει οξύμωρο, που επιστρέφει στη μονάδα του μετά από ολιγοήμερη άδεια και μια καθηγήτρια μέσης εκπαίδευσης και ηλικίας με άψογη αίσθηση του χιούμορ» (σελ. 113).
Όπως και ο συγγραφέας δηλαδή, ο οποίος απλώνει το καταπληκτικό του χιούμορ και στις μεταφορές που χρησιμοποιεί. Στην προηγούμενη σελίδα διαβάζουμε: «Με αυτές τις σκέψεις εντός μου και τυλιγμένος πλέον με μία ανατριχιαστική σιγή, νιώθοντας άβολα όσο και ο Γκοτζίλα στο κέντρο του Τόκιο…».
Τώρα μου έρχεται αυτή η σκέψη στο μυαλό, ότι όποιος έχει αίσθηση του χιούμορ δεν μπορεί να είναι απαισιόδοξος. Η αισιοδοξία ή η απαισιοδοξία είναι περισσότερο καταστάσεις που πηγάζουν από εντός περισσότερο και όχι από εκτός. Το καλύτερο παράδειγμα αυτής της αισιοδοξίας το δίνει η παρακάτω ατάκα του Νασρεντίν Χότζα: «Για πράγματα που φτιάχνονται γιατί να στενοχωριέσαι, και για πράγματα που δεν φτιάχνονται πάλι γιατί να στενοχωριέσαι». Ένα σωρό ανάλογα μηνύματα φτάνουν συχνά πυκνά στο inbox μου.
Η αισιοδοξία του ήρωα φαίνεται από το ότι δεν διστάζει να κάνει την επανάστασή του (παρατάει τη δουλειά του στο ψιλικατζίδικο, αφήνοντας σύξυλη την μέγαιρα- αφεντικίνα του, για να πάει να βρει την γκόμενα στη Θεσσαλονίκη), όπως και δεν διστάζει μπροστά στις αντιξοότητες της ζωής. Ορμάει θαρραλέα μπροστά, επιτιθέμενος στους αντιπάλους στον πετροπόλεμο των παιδικών του χρόνων. Μπορεί να του έσπασαν το κεφάλι με μια πέτρα, όμως τους έτρεψε σε φυγή.
Εγώ δεν είχα τέτοιο θάρρος στα παιδικά μου χρόνια. Ακόμη θυμάμαι με θαυμασμό και ζήλεια τον Δημήτρη τον Απογάκη, να ορμάει μέσα από μια βροχή από πέτρες στους Πισκοπιανούς που μας πετροβολούσαν, εμάς τους Κατωχωρίτες (η αλήθεια είναι ότι είχαμε επιχειρήσει εισβολή στο χωριό τους που ήταν μόλις ένα χιλιόμετρο μακριά από το δικό μας. Αν και πηγαίναμε στο ίδιο σχολείο και τρώγαμε το ίδιο ξύλο από τους δασκάλους μας, δεν ήταν λίγες οι φορές που συγκρουόμασταν).
Ο Φλίγκος ήταν ένα παλιό αμάξι όπου η παλιοπαρέα των τριών περνούσε τις ώρες της. Εκεί κάλεσαν κάποια φορά και τις φιλενάδες τους, που δεν έδειξαν καθόλου ενθουσιασμένες. Ήταν εντελώς άστοχη η πρωτοβουλία τους. «Σε λίγο θυμήθηκαν (οι φιλενάδες τους) πως είχαν ξεχάσει να τετραγωνίσουν τον κύκλο προτού έρθουν στο ραντεβού και την κοπάνησαν. Καλπάζοντας.
-Θα σας τηλεφωνήσουμε, φώναξαν πάνω από τον ώμο τους καθώς χάνονταν για πάντα.
Μείναμε με το τιμόνι στο χέρι» (σελ. 92).
Τον Φλίγκο θα τον εντοπίσει, χρόνια μετά, ένας από τους τρεις σε ένα νεκροταφείο αυτοκινήτων. Θα ξαναβρεθούν μέσα σ΄ αυτό αναπολώντας τα νεανικά τους χρόνια και αναλογιζόμενοι το παρόν.
«Δε γίναμε αυτό που ονειρευτήκαμε, ούτε όμως αυτό που ονειρεύτηκαν άλλοι για εμάς. Και μείναμε πίσω. Δίχως ένα όνειρο, έστω και ξένο, δανεικό, ιδανικό για να κρυφτούμε μέσα. Δίχως αγέλη, ομάδα, φυλή. Τρεις μας μόνοι μέσα σε ένα παλιό σαραβαλιασμένο αυτοκινητάκι που διέθετε τη μαγεία να μπορεί να μας ταξιδέψει παντού, γιατί το ίδιο δεν μπορούσε να πάει πια πουθενά. Γι’ αυτό το αγαπήσαμε. Γι’ αυτό μας αγάπησε νομίζω κι εκείνο. Ήταν για μας μια παρωδία της στασιμότητας που μας ζητούσαν και μας έταζαν για το μέλλον. Ήμαστε για εκείνο όλα τα ταξίδια που δεν πρόλαβε να κάνει και που μας μπόλιαζε με αυτά την ψυχή και το μυαλό κάθε φορά που χωνόμασταν, που χανόμασταν μέσα του» (σελ. 94).
Στο ίδιο διήγημα (Ο Φλίγκος) διαβάζουμε:
«Όλοι οι μεγάλοι της ιστορίας έκαναν αυτό που προορίζονταν να κάνουν στα τριάντα τρία τους. Κάποιοι δε από εμάς απεβίωσαν ακριβώς τότε. Λαμβάνοντας λοιπόν υπόψη πως οι περισσότεροι από δαύτους δεν έχασαν δύο από τα ωραιότερα χρονάκια της ζωής τους στο στρατό, όπως έμελλε να συμβεί με εμάς, έκανα σκόντο άλλα δύο χρόνια στον εαυτό μου» (σελ. 87).
Καλά, ο Χριστός δεν πήγε στρατιώτης, αλλά ο μέγας Αλέξανδρος; Βέβαια ούτε και αυτός πήγε, όπως δεν μπορούμε να πούμε ότι ο Ναπολέων πήγε στρατιώτης στο Βατερλώ, όμως ριχνόταν πρώτος στη μάχη.
Τελικά βλέπω ότι υπάρχει μια εμμονή με τα τριαντατρία χρόνια, ηλικία στην οποία πέθαναν φαντάζομαι και άλλοι που δεν ξέρω. Ο έφεδρος ανθυπολοχαγός που με αντικατέστησε στη μονάδα μου είχε την εμμονή ότι θα πέθανε στα τριαντατρία του. Δεν ξέρω τι απέγινε. Την ίδια εμμονή είχε και ένας συνάδελφος της γυναίκας μου. Όμως αυτός πέθανε, από ανακοπή, με όλες τις αρτηρίες του φραγμένες (από το κάπνισμα. Ακούτε – ή μάλλον διαβάζετε-καπνιστές; Και εσύ καπνίστρια…).
Είχα κι εγώ μια μικρή εμμονή με τα τριαντατρία. Πρωτοδιορισμένος στην Κάσο, με συγγραφικές φιλοδοξίες, είχα εκδώσει πριν δυο χρόνια το πρώτο μου βιβλίο «Παραψυχολογία, μύθος ή πραγματικότητα». Ούτε να διανοηθώ να καμαρώσω γι’ αυτό, θα με πέρναγαν για βλαμμένο. Νομίζω όταν ήταν να φύγουμε το μαρτύρησα στους συναδέλφους. Μόνο όταν έβγαλα το δεύτερο βιβλίο μου «Η αναγκαιότητα του μύθου», μετά από έξι χρόνια, αφού είχα ήδη φύγει από το 3ο Λύκειο Νίκαιας και είχα πάει στο 40ο Λύκειο Αθήνας στην Γκράβα, τόλμησα να μιλήσω γι’ αυτό το πρώτο συγγραφικό μου πόνημα.
Εξαιρετικό το βιβλίο του Κρύσιλα, όμως δεν έχω καμιά κριτική παρατήρηση να κάνω;
Έχω, για τα δυο μότα του βιβλίου. Το πρώτο είναι του Πάολο Κοέλιο: «Όταν επιθυμείς κάτι πραγματικά, τότε ολόκληρο το σύμπαν συνωμοτεί για να το αποκτήσεις».
Δηλαδή, όταν τελικά δεν το αποκτήσεις, φταις εσύ που δεν το πεθύμησες αρκετά; Αυτοί που σου έβαλαν τρικλοποδιά στην πορεία δεν μετράνε;
Και το δεύτερο, ο νόμος του Μέρφυ για τους ποδηλάτες: «Όλοι οι δρόμοι είναι ανηφορικοί και κόντρα στον άνεμο».
Στο γυμνάσιο πηγαίναμε με ποδήλατα. Το χωριό μου, το Κάτω Χωριό, απείχε από την Ιεράπετρα 7 χιλιόμετρα. Στο έβγα του χωριού υπήρχε μια κατηφόρα. Τι ωραία που κατεβαίναμε! Και φυσούσε σχεδόν πάντα βοριάς. Στην επιστροφή τον είχαμε κόντρα. Και η κατηφόρα, ως δια μαγείας, μεταμορφωνόταν σε ανηφόρα. Ήταν αδύνατο να την ανεβούμε. Ξεπεζεύαμε και τσουλάγαμε τα ποδήλατα. Όλοι οι δρόμοι όταν τους επιστρέφεις μεταμορφώνονται στο αντίθετο.
Μπορείς και να μην τους επιστρέψεις. Όμως αν είναι να επιλέξω ένα δρόμο χωρίς επιστροφή, θα επιλέξω το δρόμο Κάτω Χωριό – Ιεράπετρας, που είναι κατηφορικός και βγάζει στις πιο μαγευτικές παραλίες της Ελλάδας. Γιατί να επιλέξω έναν ανηφορικό, που θα με βγάλει σε ένα βουνό με αρκούδες και λύκους; (Εν τάξει, για μεταφορά πρόκειται, όμως να μην κάνουμε το λάθος να την πάρουμε και τοις μετρητοίς).
Το βιβλίο το συνιστώ ανεπιφύλακτα. Χθες το πήρα από τον εκδότη μου, χωρίς να του δώσω καμιά υπόσχεση ότι θα το διαβάσω σύντομα. Όταν όμως ξάπλωσα για τη μεσημεριανή μου σιέστα και διάβασα το πρώτο διήγημα που δίνει και τον τίτλο στη συλλογή μαγεύτηκα, έτσι μετά τη σιέστα μου το τέλειωσα. Και σήμερα, Κυριακή πρωί, στρώθηκα να γράψω αυτές τις γραμμές. Διαβάστε το, δεν θα μετανιώσετε.
Μπάμπης Δερμιτζάκης
Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα
Συναρπαστικά χιουμοριστικές αλλά και συγκινητικά τρυφερές οι ιστορίες του συγγραφέα
Οι «Μικρές αγγελίες» είναι η τρίτη συλλογή διηγημάτων και το τέταρτο βιβλίο του Αντώνη Κρύσιλα. Σπονδυλωτό μυθιστόρημα χαρακτηρίζεται το βιβλίο αυτό στο οπισθόφυλλο, και όχι άστοχα. Κεντρικός ήρωας, αντιήρωας καλύτερα, στα διηγήματα αυτά είναι ένας τριαντάρης, αποτυχημένος επαγγελματικά, που αφηγείται γεμάτος χιούμορ τις περιπέτειές του, στις οποίες σχεδόν πάντα παρεισφρέει μια μελαγχολική νοσταλγία για την παιδική και νεανική ηλικία. Φαντάζομαι υπάρχουν αρκετά αυτοβιογραφικά στοιχεία στις ιστορίες του, μια και ο Κρύσιλας δίνει το δικό του όνομα στον ήρωά του σε μια από αυτές, ο οποίος είναι μάλιστα και συγγραφέας.
Πέρα από το ξέφρενο χιούμορ υπάρχει και ο αυτοσαρκασμός. Και θα ξαναγράψω-γιατί νομίζω το έχω ξαναγράψει-αυτό που διάβασα κάπου, ότι αυτοί που αυτοσαρκάζονται δεν διατρέχουν κανένα κίνδυνο να τρελαθούν. Φοβερή ικανότητα, ιδιαίτερα αναγκαία στους χαλεπούς καιρούς που ζούμε, και στους χαλεπότερους που μας περιμένουν και που δεν φαίνονται και πολύ μακριά στον ορίζοντα.
Όμως να δώσουμε ένα δείγμα του χιούμορ του συγγραφέα.
«Δίπλα στο επίδοξο ζεύγος, οι έτεροι δύο της ομάδας. Ένας χαρούμενος φαντάρος, το ξέρω πως φαντάζει οξύμωρο, που επιστρέφει στη μονάδα του μετά από ολιγοήμερη άδεια και μια καθηγήτρια μέσης εκπαίδευσης και ηλικίας με άψογη αίσθηση του χιούμορ» (σελ. 113).
Όπως και ο συγγραφέας δηλαδή, ο οποίος απλώνει το καταπληκτικό του χιούμορ και στις μεταφορές που χρησιμοποιεί. Στην προηγούμενη σελίδα διαβάζουμε: «Με αυτές τις σκέψεις εντός μου και τυλιγμένος πλέον με μία ανατριχιαστική σιγή, νιώθοντας άβολα όσο και ο Γκοτζίλα στο κέντρο του Τόκιο…».
Τώρα μου έρχεται αυτή η σκέψη στο μυαλό, ότι όποιος έχει αίσθηση του χιούμορ δεν μπορεί να είναι απαισιόδοξος. Η αισιοδοξία ή η απαισιοδοξία είναι περισσότερο καταστάσεις που πηγάζουν από εντός περισσότερο και όχι από εκτός. Το καλύτερο παράδειγμα αυτής της αισιοδοξίας το δίνει η παρακάτω ατάκα του Νασρεντίν Χότζα: «Για πράγματα που φτιάχνονται γιατί να στενοχωριέσαι, και για πράγματα που δεν φτιάχνονται πάλι γιατί να στενοχωριέσαι». Ένα σωρό ανάλογα μηνύματα φτάνουν συχνά πυκνά στο inbox μου.
Η αισιοδοξία του ήρωα φαίνεται από το ότι δεν διστάζει να κάνει την επανάστασή του (παρατάει τη δουλειά του στο ψιλικατζίδικο, αφήνοντας σύξυλη την μέγαιρα- αφεντικίνα του, για να πάει να βρει την γκόμενα στη Θεσσαλονίκη), όπως και δεν διστάζει μπροστά στις αντιξοότητες της ζωής. Ορμάει θαρραλέα μπροστά, επιτιθέμενος στους αντιπάλους στον πετροπόλεμο των παιδικών του χρόνων. Μπορεί να του έσπασαν το κεφάλι με μια πέτρα, όμως τους έτρεψε σε φυγή.
Εγώ δεν είχα τέτοιο θάρρος στα παιδικά μου χρόνια. Ακόμη θυμάμαι με θαυμασμό και ζήλεια τον Δημήτρη τον Απογάκη, να ορμάει μέσα από μια βροχή από πέτρες στους Πισκοπιανούς που μας πετροβολούσαν, εμάς τους Κατωχωρίτες (η αλήθεια είναι ότι είχαμε επιχειρήσει εισβολή στο χωριό τους που ήταν μόλις ένα χιλιόμετρο μακριά από το δικό μας. Αν και πηγαίναμε στο ίδιο σχολείο και τρώγαμε το ίδιο ξύλο από τους δασκάλους μας, δεν ήταν λίγες οι φορές που συγκρουόμασταν).
Ο Φλίγκος ήταν ένα παλιό αμάξι όπου η παλιοπαρέα των τριών περνούσε τις ώρες της. Εκεί κάλεσαν κάποια φορά και τις φιλενάδες τους, που δεν έδειξαν καθόλου ενθουσιασμένες. Ήταν εντελώς άστοχη η πρωτοβουλία τους. «Σε λίγο θυμήθηκαν (οι φιλενάδες τους) πως είχαν ξεχάσει να τετραγωνίσουν τον κύκλο προτού έρθουν στο ραντεβού και την κοπάνησαν. Καλπάζοντας.
-Θα σας τηλεφωνήσουμε, φώναξαν πάνω από τον ώμο τους καθώς χάνονταν για πάντα.
Μείναμε με το τιμόνι στο χέρι» (σελ. 92).
Τον Φλίγκο θα τον εντοπίσει, χρόνια μετά, ένας από τους τρεις σε ένα νεκροταφείο αυτοκινήτων. Θα ξαναβρεθούν μέσα σ΄ αυτό αναπολώντας τα νεανικά τους χρόνια και αναλογιζόμενοι το παρόν.
«Δε γίναμε αυτό που ονειρευτήκαμε, ούτε όμως αυτό που ονειρεύτηκαν άλλοι για εμάς. Και μείναμε πίσω. Δίχως ένα όνειρο, έστω και ξένο, δανεικό, ιδανικό για να κρυφτούμε μέσα. Δίχως αγέλη, ομάδα, φυλή. Τρεις μας μόνοι μέσα σε ένα παλιό σαραβαλιασμένο αυτοκινητάκι που διέθετε τη μαγεία να μπορεί να μας ταξιδέψει παντού, γιατί το ίδιο δεν μπορούσε να πάει πια πουθενά. Γι’ αυτό το αγαπήσαμε. Γι’ αυτό μας αγάπησε νομίζω κι εκείνο. Ήταν για μας μια παρωδία της στασιμότητας που μας ζητούσαν και μας έταζαν για το μέλλον. Ήμαστε για εκείνο όλα τα ταξίδια που δεν πρόλαβε να κάνει και που μας μπόλιαζε με αυτά την ψυχή και το μυαλό κάθε φορά που χωνόμασταν, που χανόμασταν μέσα του» (σελ. 94).
Στο ίδιο διήγημα (Ο Φλίγκος) διαβάζουμε:
«Όλοι οι μεγάλοι της ιστορίας έκαναν αυτό που προορίζονταν να κάνουν στα τριάντα τρία τους. Κάποιοι δε από εμάς απεβίωσαν ακριβώς τότε. Λαμβάνοντας λοιπόν υπόψη πως οι περισσότεροι από δαύτους δεν έχασαν δύο από τα ωραιότερα χρονάκια της ζωής τους στο στρατό, όπως έμελλε να συμβεί με εμάς, έκανα σκόντο άλλα δύο χρόνια στον εαυτό μου» (σελ. 87).
Καλά, ο Χριστός δεν πήγε στρατιώτης, αλλά ο μέγας Αλέξανδρος; Βέβαια ούτε και αυτός πήγε, όπως δεν μπορούμε να πούμε ότι ο Ναπολέων πήγε στρατιώτης στο Βατερλώ, όμως ριχνόταν πρώτος στη μάχη.
Τελικά βλέπω ότι υπάρχει μια εμμονή με τα τριαντατρία χρόνια, ηλικία στην οποία πέθαναν φαντάζομαι και άλλοι που δεν ξέρω. Ο έφεδρος ανθυπολοχαγός που με αντικατέστησε στη μονάδα μου είχε την εμμονή ότι θα πέθανε στα τριαντατρία του. Δεν ξέρω τι απέγινε. Την ίδια εμμονή είχε και ένας συνάδελφος της γυναίκας μου. Όμως αυτός πέθανε, από ανακοπή, με όλες τις αρτηρίες του φραγμένες (από το κάπνισμα. Ακούτε – ή μάλλον διαβάζετε-καπνιστές; Και εσύ καπνίστρια…).
Είχα κι εγώ μια μικρή εμμονή με τα τριαντατρία. Πρωτοδιορισμένος στην Κάσο, με συγγραφικές φιλοδοξίες, είχα εκδώσει πριν δυο χρόνια το πρώτο μου βιβλίο «Παραψυχολογία, μύθος ή πραγματικότητα». Ούτε να διανοηθώ να καμαρώσω γι’ αυτό, θα με πέρναγαν για βλαμμένο. Νομίζω όταν ήταν να φύγουμε το μαρτύρησα στους συναδέλφους. Μόνο όταν έβγαλα το δεύτερο βιβλίο μου «Η αναγκαιότητα του μύθου», μετά από έξι χρόνια, αφού είχα ήδη φύγει από το 3ο Λύκειο Νίκαιας και είχα πάει στο 40ο Λύκειο Αθήνας στην Γκράβα, τόλμησα να μιλήσω γι’ αυτό το πρώτο συγγραφικό μου πόνημα.
Εξαιρετικό το βιβλίο του Κρύσιλα, όμως δεν έχω καμιά κριτική παρατήρηση να κάνω;
Έχω, για τα δυο μότα του βιβλίου. Το πρώτο είναι του Πάολο Κοέλιο: «Όταν επιθυμείς κάτι πραγματικά, τότε ολόκληρο το σύμπαν συνωμοτεί για να το αποκτήσεις».
Δηλαδή, όταν τελικά δεν το αποκτήσεις, φταις εσύ που δεν το πεθύμησες αρκετά; Αυτοί που σου έβαλαν τρικλοποδιά στην πορεία δεν μετράνε;
Και το δεύτερο, ο νόμος του Μέρφυ για τους ποδηλάτες: «Όλοι οι δρόμοι είναι ανηφορικοί και κόντρα στον άνεμο».
Στο γυμνάσιο πηγαίναμε με ποδήλατα. Το χωριό μου, το Κάτω Χωριό, απείχε από την Ιεράπετρα 7 χιλιόμετρα. Στο έβγα του χωριού υπήρχε μια κατηφόρα. Τι ωραία που κατεβαίναμε! Και φυσούσε σχεδόν πάντα βοριάς. Στην επιστροφή τον είχαμε κόντρα. Και η κατηφόρα, ως δια μαγείας, μεταμορφωνόταν σε ανηφόρα. Ήταν αδύνατο να την ανεβούμε. Ξεπεζεύαμε και τσουλάγαμε τα ποδήλατα. Όλοι οι δρόμοι όταν τους επιστρέφεις μεταμορφώνονται στο αντίθετο.
Μπορείς και να μην τους επιστρέψεις. Όμως αν είναι να επιλέξω ένα δρόμο χωρίς επιστροφή, θα επιλέξω το δρόμο Κάτω Χωριό – Ιεράπετρας, που είναι κατηφορικός και βγάζει στις πιο μαγευτικές παραλίες της Ελλάδας. Γιατί να επιλέξω έναν ανηφορικό, που θα με βγάλει σε ένα βουνό με αρκούδες και λύκους; (Εν τάξει, για μεταφορά πρόκειται, όμως να μην κάνουμε το λάθος να την πάρουμε και τοις μετρητοίς).
Το βιβλίο το συνιστώ ανεπιφύλακτα. Χθες το πήρα από τον εκδότη μου, χωρίς να του δώσω καμιά υπόσχεση ότι θα το διαβάσω σύντομα. Όταν όμως ξάπλωσα για τη μεσημεριανή μου σιέστα και διάβασα το πρώτο διήγημα που δίνει και τον τίτλο στη συλλογή μαγεύτηκα, έτσι μετά τη σιέστα μου το τέλειωσα. Και σήμερα, Κυριακή πρωί, στρώθηκα να γράψω αυτές τις γραμμές. Διαβάστε το, δεν θα μετανιώσετε.
Μπάμπης Δερμιτζάκης
Friday, September 9, 2011
Lee Sang-woo, Η μητέρα είναι πόρνη και Kihachi Okamoto, Ο δολοφόνος σαμουράι
Lee Sang-woo, Η μητέρα είναι πόρνη (2009) και Kihachi Okamoto, Ο δολοφόνος σαμουράι (1956)
Μια ταινία τη βλέπεις σε δυο ώρες περίπου, ενώ ένα βιβλίο σου τρώει πολύ περισσότερο χρόνο. Έτσι αν είναι να γράφω για όλες τις ταινίες που βλέπω θα έπρεπε να αφιερώνω σχεδόν τον ίδιο χρόνο, δηλαδή να μην κάνω άλλη δουλειά. Αν γράφω τώρα γι’ αυτές τις δυο ταινίες δυο λόγια, είναι για τις ρίζες της σύμπτωσης. Και στις δυο αυτές ταινίες ο κεντρικός χαρακτήρας είναι πατροκτόνος (πατραλίας στα αρχαία ελληνικά). Στην σκληρή κορεάτικη ταινία του Λι Σανγκγου ο γιος σκοτώνει στο τέλος τον πατέρα. Το ίδιο και στην ταινία του Κιχάκι (το δεύτερο "κι" να το διαβάσετε κρητικά, δεν βάζω στοίχημα όμως πώς έχει κρητική καταγωγή) Οκαμότο, με μόνη τη διαφορά ότι δεν το ξέρει, μια και είναι νόθος γιος ενός αξιωματούχου του σογκουνάτου και μιας παλλακίδας. Η ταινία βασίζεται σε πραγματικό γεγονός, τη δολοφονία ενός γιαπωνέζου αξιωματούχου στις 3 Μαρτίου του 1860.
Δεν τις είδα συνεχόμενα. Την πρώτη την είδα χθες. Σήμερα, πριν δω τη δεύτερη, είδα την υπέροχη ταινία του Takashi Koizumi «Μετά τη βροχή» (1999) σε σενάριο Akira Kurosawa, βασισμένο σε ένα διήγημα του Shûgorô Yamamoto. Ανθρωπιστής, είναι ένας χαρακτηρισμός που διάβασα για τον Κουροσάβα, και μου ήλθε στο μυαλό όταν έβλεπα την ταινία, από τις ωραιότερες που έχω δει τα τελευταία χρόνια.
(Το ξέχασα, την είδα συνεχόμενα με ένα ντοκιμαντέρ για τον Κουροσάβα. Θυμήθηκα την θαυμάσια ταινία του Κei Kumai "Η γκέισα και ο Σαμουράι" 2002, επίσης σε δικό του σενάριο, που την είδα πριν χρόνια, και είπα να δω και αυτήν. Τώρα πού βρήκα το χρόνο, τρεις ταινίες σε μια μέρα; Μα είπαμε, είμαι συνταξιούχος).
Μια ταινία τη βλέπεις σε δυο ώρες περίπου, ενώ ένα βιβλίο σου τρώει πολύ περισσότερο χρόνο. Έτσι αν είναι να γράφω για όλες τις ταινίες που βλέπω θα έπρεπε να αφιερώνω σχεδόν τον ίδιο χρόνο, δηλαδή να μην κάνω άλλη δουλειά. Αν γράφω τώρα γι’ αυτές τις δυο ταινίες δυο λόγια, είναι για τις ρίζες της σύμπτωσης. Και στις δυο αυτές ταινίες ο κεντρικός χαρακτήρας είναι πατροκτόνος (πατραλίας στα αρχαία ελληνικά). Στην σκληρή κορεάτικη ταινία του Λι Σανγκγου ο γιος σκοτώνει στο τέλος τον πατέρα. Το ίδιο και στην ταινία του Κιχάκι (το δεύτερο "κι" να το διαβάσετε κρητικά, δεν βάζω στοίχημα όμως πώς έχει κρητική καταγωγή) Οκαμότο, με μόνη τη διαφορά ότι δεν το ξέρει, μια και είναι νόθος γιος ενός αξιωματούχου του σογκουνάτου και μιας παλλακίδας. Η ταινία βασίζεται σε πραγματικό γεγονός, τη δολοφονία ενός γιαπωνέζου αξιωματούχου στις 3 Μαρτίου του 1860.
Δεν τις είδα συνεχόμενα. Την πρώτη την είδα χθες. Σήμερα, πριν δω τη δεύτερη, είδα την υπέροχη ταινία του Takashi Koizumi «Μετά τη βροχή» (1999) σε σενάριο Akira Kurosawa, βασισμένο σε ένα διήγημα του Shûgorô Yamamoto. Ανθρωπιστής, είναι ένας χαρακτηρισμός που διάβασα για τον Κουροσάβα, και μου ήλθε στο μυαλό όταν έβλεπα την ταινία, από τις ωραιότερες που έχω δει τα τελευταία χρόνια.
(Το ξέχασα, την είδα συνεχόμενα με ένα ντοκιμαντέρ για τον Κουροσάβα. Θυμήθηκα την θαυμάσια ταινία του Κei Kumai "Η γκέισα και ο Σαμουράι" 2002, επίσης σε δικό του σενάριο, που την είδα πριν χρόνια, και είπα να δω και αυτήν. Τώρα πού βρήκα το χρόνο, τρεις ταινίες σε μια μέρα; Μα είπαμε, είμαι συνταξιούχος).
Wednesday, September 7, 2011
Hiroshi Shimizu, Ikinai (Το λεωφορείο της αυτοκτονίας)
Hiroshi Shimizu, Ikinai (Το λεωφορείο της αυτοκτονίας, 1998)
Είναι η δεύτερη φορά που στοιχηματίζω αν θα γράψω για μια ταινία. Το αν θα έγραφα ή όχι θα εξαρτιόταν από το τέλος της. Η πρώτη ήταν μια κινέζικη, έχω ξεχάσει ποια. Αυτή είναι γιαπωνέζικη.
Υπάρχουν δυο στοιχεία που με ιντριγκάρανε. Το πρώτο είναι το ίδιο το θέμα: Στην Ιαπωνία του 1998, δώδεκα άνθρωποι αποφασίζουν να αυτοκτονήσουν. Η Ιαπωνία διέρχεται κρίση, όλοι τους είναι βουτηγμένοι στα χρέη. Θα παρουσιάσουν την αυτοκτονία τους σαν ατύχημα για να εισπράξουν οι οικογένειές τους την ασφάλεια. Το δεύτερο στοιχείο είναι πως και η Ελλάδα περνάει κρίση, αρκετοί είναι βουτηγμένοι στα χρέη, δεν ξέρω αν ή πόσοι μπορεί να σκέφτονται την αυτοκτονία, και μάλιστα με τέτοιο τρόπο.
Και εγώ λέω να αυτοκτονήσω. Αν δεν μου βγει έγκαιρα η σύνταξη και εξαντληθεί η δυνατότητα υπερανάληψης από το λογαριασμό μισθοδοσίας μου λέω να την κάνω (για το υπερπέραν).
(Πλάκα κάνω. Λέω μπας και διαβάσει αυτές τις γραμμές κάποιος από το εθνικό λογιστήριο και συγκινηθεί και μου βγάλει γρήγορα τη σύνταξη. Αλλιώς θα πάρω κι εγώ ένα σφουγγάρι να καθαρίζω παρμπρίζ, σ’ αυτό δεν κάνω πλάκα).
Οι γιαπωνέζοι έχουν την αυτοκτονία στο τσεπάκι τους. Το μεγαλύτερο ποσοστό συγγραφέων που έχουν αυτοκτονήσει είναι γιαπωνέζοι. Με την εισβολή των αμερικάνων στην Οκινάβα, όπου παρεμπιπτόντως διαδραματίζεται η υπόθεση της ταινίας, οι γιαπωνέζοι αυτοκτονούσαν ομαδικά. Και σε ένα βιβλίο του Λευκάδιου Χερν διάβασα για μια τελετουργική αυτοκτονία ενός γιαπωνέζου υπουργού. Είχε κάνει κάποια κατάχρηση, είχε αποκαλυφθεί, και για να «σώσει το πρόσωπό του», την αξιοπρέπειά του δηλαδή, αυτοκτόνησε κάνοντας χαρακίρι. Είπαμε, άλλη κουλτούρα.
Πιστεύω ότι ανάμεσα στα γονίδια των γιαπωνέζων υπάρχει και ένα γονίδιο αυτοκτονίας. Όμως δεν θα συζητήσουμε τώρα για αυτό, αλλά για την ταινία. Είχα αποφασίσει να γράψω γι’ αυτήν μόνο εφόσον ο σκηνοθέτης- ή μάλλον ο Dankan, ο σεναριογράφος- τους πέθαινε στο τέλος. Σε μια δυτική ταινία το να ζούσαν θα ήταν το τυπικό ευτυχισμένο τέλος.
Ο Dankan διάλεξε τη μέση οδό. Αυτοκτονεί μόνο ο αποφασισμένος, πέφτοντας από τον γκρεμό. Οι υπόλοιποι, με τη δροσερή παρουσία μιας νεαρής κοπέλας που βρέθηκε κατά λάθος μαζί τους, θα αλλάξουν γνώμη. Η τραγική ειρωνεία βέβαια είναι πως, επιστρέφοντας από αυτό το άδοξο εγχείρημα, ένα φορτηγό έπεσε πάνω τους και σκοτώθηκαν και οι δώδεκα.
Κωμικός ο σεναριογράφος, η ταινία έχει αρκετά κωμικά στοιχεία. Και βέβαια αυτό που προβάλλεται είναι ενστικτώδης λαχτάρα τους για τη ζωή, παρά την απόφαση που έχουν πάρει για θάνατο.
Είναι η δεύτερη φορά που στοιχηματίζω αν θα γράψω για μια ταινία. Το αν θα έγραφα ή όχι θα εξαρτιόταν από το τέλος της. Η πρώτη ήταν μια κινέζικη, έχω ξεχάσει ποια. Αυτή είναι γιαπωνέζικη.
Υπάρχουν δυο στοιχεία που με ιντριγκάρανε. Το πρώτο είναι το ίδιο το θέμα: Στην Ιαπωνία του 1998, δώδεκα άνθρωποι αποφασίζουν να αυτοκτονήσουν. Η Ιαπωνία διέρχεται κρίση, όλοι τους είναι βουτηγμένοι στα χρέη. Θα παρουσιάσουν την αυτοκτονία τους σαν ατύχημα για να εισπράξουν οι οικογένειές τους την ασφάλεια. Το δεύτερο στοιχείο είναι πως και η Ελλάδα περνάει κρίση, αρκετοί είναι βουτηγμένοι στα χρέη, δεν ξέρω αν ή πόσοι μπορεί να σκέφτονται την αυτοκτονία, και μάλιστα με τέτοιο τρόπο.
Και εγώ λέω να αυτοκτονήσω. Αν δεν μου βγει έγκαιρα η σύνταξη και εξαντληθεί η δυνατότητα υπερανάληψης από το λογαριασμό μισθοδοσίας μου λέω να την κάνω (για το υπερπέραν).
(Πλάκα κάνω. Λέω μπας και διαβάσει αυτές τις γραμμές κάποιος από το εθνικό λογιστήριο και συγκινηθεί και μου βγάλει γρήγορα τη σύνταξη. Αλλιώς θα πάρω κι εγώ ένα σφουγγάρι να καθαρίζω παρμπρίζ, σ’ αυτό δεν κάνω πλάκα).
Οι γιαπωνέζοι έχουν την αυτοκτονία στο τσεπάκι τους. Το μεγαλύτερο ποσοστό συγγραφέων που έχουν αυτοκτονήσει είναι γιαπωνέζοι. Με την εισβολή των αμερικάνων στην Οκινάβα, όπου παρεμπιπτόντως διαδραματίζεται η υπόθεση της ταινίας, οι γιαπωνέζοι αυτοκτονούσαν ομαδικά. Και σε ένα βιβλίο του Λευκάδιου Χερν διάβασα για μια τελετουργική αυτοκτονία ενός γιαπωνέζου υπουργού. Είχε κάνει κάποια κατάχρηση, είχε αποκαλυφθεί, και για να «σώσει το πρόσωπό του», την αξιοπρέπειά του δηλαδή, αυτοκτόνησε κάνοντας χαρακίρι. Είπαμε, άλλη κουλτούρα.
Πιστεύω ότι ανάμεσα στα γονίδια των γιαπωνέζων υπάρχει και ένα γονίδιο αυτοκτονίας. Όμως δεν θα συζητήσουμε τώρα για αυτό, αλλά για την ταινία. Είχα αποφασίσει να γράψω γι’ αυτήν μόνο εφόσον ο σκηνοθέτης- ή μάλλον ο Dankan, ο σεναριογράφος- τους πέθαινε στο τέλος. Σε μια δυτική ταινία το να ζούσαν θα ήταν το τυπικό ευτυχισμένο τέλος.
Ο Dankan διάλεξε τη μέση οδό. Αυτοκτονεί μόνο ο αποφασισμένος, πέφτοντας από τον γκρεμό. Οι υπόλοιποι, με τη δροσερή παρουσία μιας νεαρής κοπέλας που βρέθηκε κατά λάθος μαζί τους, θα αλλάξουν γνώμη. Η τραγική ειρωνεία βέβαια είναι πως, επιστρέφοντας από αυτό το άδοξο εγχείρημα, ένα φορτηγό έπεσε πάνω τους και σκοτώθηκαν και οι δώδεκα.
Κωμικός ο σεναριογράφος, η ταινία έχει αρκετά κωμικά στοιχεία. Και βέβαια αυτό που προβάλλεται είναι ενστικτώδης λαχτάρα τους για τη ζωή, παρά την απόφαση που έχουν πάρει για θάνατο.
Tuesday, September 6, 2011
Herman Melville, Μόμπι Ντικ
Herman Melville, Μόμπι Ντικ (μετ. Α. Κ. Χριστοδούλου) Gutenberg 1991, σελ. 901
Ο Μόμπι Ντικ είναι ένα από τα κλασικά έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, και το πρωτογνώρισα στα Κλασικά Εικονογραφημένα, όταν ήμουν μαθητής. Έπρεπε να περάσουν δεκαετίες για να διαβάσω το ίδιο το βιβλίο.
Πριν καταπιαστώ με το περιεχόμενο του έργου θα ήθελα να πω δυο πράγματα για τα υφολογικά χαρακτηριστικά του. Αυτό που με εντυπωσίασε ιδιαίτερα είναι το εφέ της αποστροφής που χρησιμοποιεί με μεγάλη συχνότητα ο Μέλβιλ: «Ω, εσείς, προμηνύματα και οιωνοί», «Ω, άνθρωπε, μην κοιτάς…», «Ω, εσύ αβυθομέτρητη ομορφιά…», «Γύρε, ώ θάλασσα, τόσο που να φανεί ο βυθός σου…», «Ήλιε, φεγγάρι και αστέρια, ακούστε» κ.λπ. Η συχνότητα αυξάνει όσο πλησιάζουμε στο τέλος του βιβλίου. Οι αποστροφές αυτές, συνδυασμένες συχνά με ένα υψηλό ρητορικό ύφος, θυμίζουν σαιξπηρική τραγωδία. Δεν ξέρω πώς, μου βγήκε αυθόρμητα να παρωδήσω αυτό το ύφος στην προηγούμενη ανάρτησή μου για το «Κανταχάρ» του Μοχσέν Μαχμαλμπάφ.
Το δεύτερο υφολογικό χαρακτηριστικό του Μέλβιλ είναι το εφέ της απαρίθμησης, που το χρησιμοποιεί με ένα πρωτότυπο τρόπο: επαναλαμβάνει την εισαγωγική λέξη ή φράση, όπως για παράδειγμα στη σελίδα 362 που συναντούμε 6 φορές τη φράση «έχοντας υπόψη». Κάποιες φορές χρησιμοποιείται και ένα συνώνυμό, όπως «περνώντας… διασχίζοντας… περνώντας… περνώντας… διασχίζοντας…» (σελ. 397).
Το τρίτο υφολογικό χαρακτηριστικό του είναι ότι σπάει τη μακροπερίοδο, ιδιαίτερα στις απαριθμήσεις, με μια άνω τελεία. Η επανάληψη επίσης της αρχικής λέξης ή φράσης στην απαρίθμηση αυτό το στόχο έχει, να σπάσει τη μακροπερίοδο.
Ας προχωρήσουμε τώρα στο μακροεπίπεδο της αφήγησης. Ο Μέλβιλ εναλλάσσει κανονικά τα αφηγηματικά τμήματα με τα δοκιμιακά. Έχει διαβάσει τα πάντα που έχουν γραφεί για την σπερμοφάλαινα, και τα παραθέτει στο βιβλίο του. Και όχι μόνο για τη σπερμοφάλαινα. Μια και ο Μόμπι Ντικ είναι μια άσπρη φάλαινα, χρησιμοποιεί αρκετές σελίδες για να αναπτύξει μια ανθρωπολογία του λευκού χρώματος. Φαντάζομαι για αρκετούς αναγνώστες, στους οποίους συμπεριλαμβάνομαι κι εγώ, αυτά τα τμήματα θα είναι από λίγο έως πολύ βαρετά.
Η ιστορία που αναπτύσσει είναι μια ιστορία εκδίκησης: Ο καπετάν Αχαάβ (Ahab στο πρωτότυπο) κυνηγάει την άσπρη φάλαινα που του έκοψε το πόδι. Ο Ισμαήλ, ο αφηγητής-μάρτυρας, αφηγείται την ιστορία.
Και ήλθε η στιγμή να συζητήσουμε το πιο επίμαχο ζήτημα σε σχέση με αυτό το έργο, το ζήτημα της πρόσληψης ή της ερμηνείας. Το έργο αυτό προσφέρεται για πολλαπλές αναγνώσεις, και υπάρχουν τμήματα που υποστηρίζουν την εγκυρότητα κάθε ανάγνωσης.
Μια ανάγνωση που μπορώ να κάνω εγώ, που διαθέτω κάποιες οικολογικές περγαμηνές, είναι μια «οικολογική» ανάγνωση του έργου. Διαβάζουμε: «…ένα ακαταμάχητο επιχείρημα για να αποδείξει πώς η φάλαινα-τα είδη που κυνηγούνται-δεν θα μπορούσε να γλιτώσει την εξαφάνιση, που θα συμβεί γρήγορα μάλιστα» (σελ. 735). Υπάρχει μια οργάνωση whaledefenders, που μου στέλνει κατά καιρούς e-mail. Σε ένα ντοκιμαντέρ άκουσα για ένα είδος φάλαινας ότι έχει απομείνει μόλις το 1% από τον πληθυσμό που είχε τον προηγούμενο αιώνα. Αληθινά προφητικό το βιβλίο, που εκδόθηκε ακριβώς 150 χρόνια πριν.
Ο Μέλβιλ γράφει σαρκαστικά: «Πήγαινε στην κρεαταγορά το βράδυ του Σαββάτου και δες τα ζωντανά δίποδα, όλα εκείνα τα πλήθη που έχουν στυλωμένα τα μάτια ψηλά, κοιτώντας τις μακριές σειρές τα νεκρά τετράποδα» (σελ. 479) και συνεχίζει λίγο πιο κάτω: «Σε πληροφορώ πως θα υποφέρει πιο λίγο ο Φιτζιανός που πάστωσε μες στο κελάρι του ένα λιπόσαρκο ιεραπόστολο για κάποιο μελλοντικό λοιμό• θα υποφέρει, λέω, πιο λίγο ο προνοητικός αυτός Φιτζιανός, τη μέρα της κρίσης, παρά εσύ, ο πολιτισμένος και μορφωμένος καλοφαγάς, που σκοτώνεις χήνες και απολαμβάνεις τα καπνιστά σκωτάκια τους στην κρεατόπιτά σου» (σελ. 479-480).
Το έργο είπαμε ότι είναι ένα έργο εκδίκησης. Όμως ποιος εκδικείται ποιον; Γιατί στο τέλος, όταν ο Μόμπι Ντικ έχει σπείρει την καταστροφή, διαλύοντας τις φαλαινοθηρικές βάρκες και βυθίζοντας το πλοίο, που από το πλήρωμά του δεν σώζεται παρά μόνο ο αφηγητής που αφηγείται την ιστορία, διαβάζουμε: «Η όψη της μαρτυρούσε αντίποινα, άμεση εκδίκηση, αιώνια κακία». Αν το δούμε ρεαλιστικά, στην πραγματικότητα δεν έχουμε παρά την ολοκλήρωση της εκδίκησης της φάλαινας, πάνω σε έναν καπετάνιο που προσπάθησε να την σκοτώσει.
Η άλλη ανάγνωση:
Είναι γνωστή η ρήση: «Η εκδίκηση είναι ένα πιάτο που τρώγεται κρύο». Στη συγκεκριμένη περίπτωση θα μπορούσαμε να προσθέσουμε: η προσπάθεια να εκδικηθείς μπορεί να αποβεί επικίνδυνη, και να την πληρώσεις ακριβά. Ο Αχαάβ (ο μεταφραστής προτιμάει αυτή τη βιβλική απόδοση του ονόματος αντί Έηχαμπ), παρά τις προειδοποιήσεις, παρά τις προσπάθειες του υποπλοίαρχου Στάρμπακ να τον μεταπείσει, παρά το ασύμφορο οικονομικά εγχείρημα να κυνηγήσουν την άσπρη φάλαινα αντί να κυνηγήσουν άλλες φάλαινες και να μαζέψουν πολύτιμο σπαρματσέτο, εμμένει στην εκδίκησή του, που θα τον οδηγήσει στο θάνατο, αυτόν και το πλήρωμά του. Και μια αντιανθρωπιστική πράξη: αρνείται να βοηθήσει έναν πλοίαρχο που ψάχνει μια χαμένη βάρκα πάνω στην οποία βρίσκεται ο γιος του, για να μη χάσει χρόνο και του ξεφύγει ο Μπόμπι Ντικ. Ακόμη διαβάζουμε: «Στα φλογερά μάτια του, που ήταν γεμάτα θρίαμβο και καταφρόνια, έβλεπες εκείνη την ώρα στον Αχαάβ σε όλη την ολέθρια έπαρσή του» (σελ. 820).
Όμως παρά την περίοδο αυτή μπορούμε να προβούμε και σε μια τρίτη ανάγνωση. Στην ανάγνωση αυτή δεν βλέπουμε τον Αχαάβ σε μια ολέθρια έπαρση, αλλά σε όλη την αποφασιστικότητά του. Σαν ρομαντικός και τραγικός συνάμα ήρωας, γεμάτος ισχυρή θέληση, ορμάει στην κατάκτηση του ανέφικτου όπως ο δον Κιχώτης πάνω στους ανεμόμυλους. Είναι χαρακτηριστική η αποστροφή του κατά τη διάρκεια της καταιγίδας: «Ω, εσύ λαμπρό πνεύμα του ολόλαμπρου πυρός, που σε λάτρεψα κάποτε πάνω σ’ αυτές τις θάλασσες σαν Πέρσης... Παραδέχομαι την απερίγραπτη, απέραντη δύναμή σου• αλλά εγώ, ως την τελευταία πνοή της ταραγμένης ζωής μου, θα αντιστέκομαι στην απόλυτη και ολοκληρωτική κυριαρχία της πάνω μου… Μπορείς να με τυφλώσεις• εγώ ωστόσο και τότε ακόμα θα μπορώ να προχωρώ ψηλαφητά. Μπορείς να με κάψεις• εγώ ωστόσο και τότε ακόμη θα μπορώ να είμαι στάχτη» (σελ. 803). Υπάρχει άραγε καλύτερη έκφραση της ύβρης, αλλά και του μεγαλείου του τραγικού ήρωα;
Στο ταξίδι του ο Αχαάβ συναντάει έναν άλλο καπετάνιο. Του λείπει το χέρι. Του το έκοψε ο Μόμπι Ντικ. Όχι, δεν είναι τόσο βλάκας να τον κυνηγήσει, ώστε να χάσει και το άλλο του χέρι. Παρουσιάζεται το ίδιο αντιστικτικά στον Αχαάβ όπως η Ισμήνη στην Αντιγόνη. Και βρισκόμαστε για μια ακόμη φορά μπροστά στο αιώνιο δίπολο, στο συμβιβασμό και το μη συμβιβασμό, στη φωνή της λογικής και στη φωνή του πάθους.
Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση του Ισμαήλ κάνει πιο ζωντανή την ιστορία. Όμως η αφήγηση από τον Ισμαήλ του εσωτερικού μονόλογου του Στάρμπακ, παρά το «μουρμούρησε», είναι ολότελα αντιρρεαλιστική, όπως άλλωστε και του μικρού μαύρου Πιπ (σελ. 842-843). Τους κάνει όμως πολύ θεατρικούς καθώς τους παραθέτει σε ευθύ λόγο, σε δεύτερο επίπεδο αφήγησης.
Αξίζει να παραθέσουμε δυο απόψεις που εκτίθενται εδώ, και έχουν υποστηριχθεί και από άλλους. Διαβάζουμε τα σχετικά αποσπάσματα: «Γιατί όλοι οι τραγικά μεγάλοι άνθρωποι έγιναν μεγάλοι από κάποια νοσηρή κατάσταση. Να ’σαι σίγουρη γι’ αυτό, ω νεαρή φιλοδοξία, κάθε ανθρώπινο μεγαλείο δεν είναι παρά μια αρρώστια» (σελ. 129). Άραγε και το συγγραφικό;
Και το δεύτερο: «Ο άνθρωπος τελικά πρέπει… να μην τοποθετεί την ευτυχία ετούτη κάπου στο μυαλό ή στη φαντασία, αλλά στη σύζυγο, στην καρδιά, στο κρεβάτι, στο τραπέζι, στη σέλα, στο τζάκι, στην εξοχή» (σελ. 666). Η ευτυχία βρίσκεται στα απλά καθημερινά πράγματα.
Δεν κλείσαμε ακόμη. Ανάμεσα στο πλήρωμα βρίσκεται και ένας περιθωριακός της ζωής και της τέχνης, ένας σιδεράς. Αυτός θα φτιάξει για τον Αχαάβ ένα καμάκι με πανίσχυρο ατσάλι, του οποίου η μύτη δεν θα σβηστεί μέσα σε νερό, αλλά μέσα σε αίμα, που θα χύσουν οι ναύτες.
Στο χωριό μου είχε έλθει κάποτε ένας σιδεράς, ή «χαλκιάς» όπως τον λέγαμε. Θυμάμαι ακόμη το φυσερό του. Είχε στήσει το χαλκιδιό του στο γωνιακό σπίτι, δίπλα στη μικρή βρύση, εκεί που είχε αργότερα το μπακάλικό του ο Γιάννης ο Τζανέτος (στην άλλη πλευρά ήταν ο Μιχάλης ο σωμαράς, για να αναφερθούμε και στα δυο αυτά εξαφανισμένα επαγγέλματα). Ήταν ερωτευμένος με μια χωριανή μου. Μια φορά κάρφωσε στο βρακί της που ήταν απλωμένο στην απλώστρα ένα φύλλο με μαντινιάδες. Αυτή δεν ανταποκρίθηκε. Τι, χαλκιά θα παντρευόταν; Έτσι πήρε τον οματιών του και έφυγε από το χωριό. Δεν ξανακούσαμε γι’ αυτόν.
Στη λογοτεχνία δεν θυμάμαι να έχω συναντήσει άλλο σιδερά. Έχω συναντήσει όμως δυο άλλους, κακούς αυτή τη φορά. Ο ένας βρίσκεται στον «Ζίγκφριντ», την τρίτη όπερα από την τετραλογία του Βάγκνερ «Το δακτυλίδι των Νιμπελούνγκεν». Είναι ο Mime. Αναθρέφει τον Ζίγκφριντ ώστε να τον χρησιμοποιήσει για να κλέψει τον χρυσό του Ρήνου, που τον φυλάει ο δράκος Fafner. Στο τέλος ο Mime μηχανεύεται να δηλητηριάσει τον Ζίγκφριντ, όταν εκείνος έχει σκοτώσει πια τον δράκο. Όμως ο Ζίγκφριντ μαθαίνει το δόλιο σχέδιό του και τον σκοτώνει.
Ο άλλος είναι ο χαλκιάς που έφτιαξε τα καρφιά για να σταυρώσουν το Χριστό. «Χαλκιά χαλκιά, φτιάξε καρφιά, φτιάξε τρία περόνια/ για να σταυρώσουν τον Χριστό, των πάντων βασιλέα…». Είναι στίχοι από τα κάλαντα που ψάλλαμε πιτσιρικάδες την Μεγάλη Παρασκευή. Ψάλλαμε επίσης κάλαντα και το Σαββάτο του Λαζάρου: «Δεύρο έξω Λάζαρέ μου/ φίλε και αγαπητέ μου». Σήμερα τα παιδιά λένε μόνο τα κάλαντα των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς και των Φώτων.
Το θυμήθηκα μόλις τώρα, ναι, υπάρχει και στον κινηματογράφο ένας σιδεράς, ο Μίμης, στη θαυμάσια κωμωδία της Λίνας Βερμίλερ Mimi megalurgico ferito nell’ onore. Άλλο τίποτα δεν μου έρχεται στο μυαλό.
Λίγο έλειψε να το ξεχάσω, είδα και δυο κινηματογραφικές μεταφορές του Μόμπι Ντικ, του 1956 και του 1998 (υπάρχει και μια του 1926, σε βουβό κινηματογράφο). Μεταφέρουν πιστά την ιστορία. Στην πρώτη, την οποία σκηνοθετεί ο Τζων Χιούστον, ο σαραντάχρονος Γκρέγκορι Πεκ παίζει τον πρωταγωνιστικό ρόλο, τον πενηνταοχτάχρονο Ahab. Στη δεύτερη, ογδοντάρης πια, παίζει το ρόλο του πάστορα, που κάνει ένα εκτεταμένο κήρυγμα δίνοντας τη δική του εκδοχή για τον Ιωνά που τον κατάπιε η φάλαινα.
Υπάρχει και μια τρίτη, πάλι Μόμπι Ντικ, που διατηρεί, εκτός από τα ονόματα κάποιων χαρακτήρων, ελάχιστα πράγματα από το μυθιστόρημα. Γυρίστηκε το 2010. Είναι μια ταινία φαντασίας. Η φάλαινα είναι εντελώς εξωπραγματική. Δίνει ένα πήδημα έξω από το νερό, και με τα δόντια της κόβει στη μέση ένα ελικόπτερο. Βγαίνει ακόμη και στην ξηρά για να κυνηγήσει τους διώκτες της. Και πάλι δεν γλιτώνει κανείς. Αφήνεται όμως η υποψία ότι μπορεί να τη γλίτωσε η ερευνήτρια, την οποία είχε απαγάγει ο Ahab για να τον βοηθήσει να βρει τον Μόμπι Ντικ.
Ο Μόμπι Ντικ είναι ένα από τα κλασικά έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, και το πρωτογνώρισα στα Κλασικά Εικονογραφημένα, όταν ήμουν μαθητής. Έπρεπε να περάσουν δεκαετίες για να διαβάσω το ίδιο το βιβλίο.
Πριν καταπιαστώ με το περιεχόμενο του έργου θα ήθελα να πω δυο πράγματα για τα υφολογικά χαρακτηριστικά του. Αυτό που με εντυπωσίασε ιδιαίτερα είναι το εφέ της αποστροφής που χρησιμοποιεί με μεγάλη συχνότητα ο Μέλβιλ: «Ω, εσείς, προμηνύματα και οιωνοί», «Ω, άνθρωπε, μην κοιτάς…», «Ω, εσύ αβυθομέτρητη ομορφιά…», «Γύρε, ώ θάλασσα, τόσο που να φανεί ο βυθός σου…», «Ήλιε, φεγγάρι και αστέρια, ακούστε» κ.λπ. Η συχνότητα αυξάνει όσο πλησιάζουμε στο τέλος του βιβλίου. Οι αποστροφές αυτές, συνδυασμένες συχνά με ένα υψηλό ρητορικό ύφος, θυμίζουν σαιξπηρική τραγωδία. Δεν ξέρω πώς, μου βγήκε αυθόρμητα να παρωδήσω αυτό το ύφος στην προηγούμενη ανάρτησή μου για το «Κανταχάρ» του Μοχσέν Μαχμαλμπάφ.
Το δεύτερο υφολογικό χαρακτηριστικό του Μέλβιλ είναι το εφέ της απαρίθμησης, που το χρησιμοποιεί με ένα πρωτότυπο τρόπο: επαναλαμβάνει την εισαγωγική λέξη ή φράση, όπως για παράδειγμα στη σελίδα 362 που συναντούμε 6 φορές τη φράση «έχοντας υπόψη». Κάποιες φορές χρησιμοποιείται και ένα συνώνυμό, όπως «περνώντας… διασχίζοντας… περνώντας… περνώντας… διασχίζοντας…» (σελ. 397).
Το τρίτο υφολογικό χαρακτηριστικό του είναι ότι σπάει τη μακροπερίοδο, ιδιαίτερα στις απαριθμήσεις, με μια άνω τελεία. Η επανάληψη επίσης της αρχικής λέξης ή φράσης στην απαρίθμηση αυτό το στόχο έχει, να σπάσει τη μακροπερίοδο.
Ας προχωρήσουμε τώρα στο μακροεπίπεδο της αφήγησης. Ο Μέλβιλ εναλλάσσει κανονικά τα αφηγηματικά τμήματα με τα δοκιμιακά. Έχει διαβάσει τα πάντα που έχουν γραφεί για την σπερμοφάλαινα, και τα παραθέτει στο βιβλίο του. Και όχι μόνο για τη σπερμοφάλαινα. Μια και ο Μόμπι Ντικ είναι μια άσπρη φάλαινα, χρησιμοποιεί αρκετές σελίδες για να αναπτύξει μια ανθρωπολογία του λευκού χρώματος. Φαντάζομαι για αρκετούς αναγνώστες, στους οποίους συμπεριλαμβάνομαι κι εγώ, αυτά τα τμήματα θα είναι από λίγο έως πολύ βαρετά.
Η ιστορία που αναπτύσσει είναι μια ιστορία εκδίκησης: Ο καπετάν Αχαάβ (Ahab στο πρωτότυπο) κυνηγάει την άσπρη φάλαινα που του έκοψε το πόδι. Ο Ισμαήλ, ο αφηγητής-μάρτυρας, αφηγείται την ιστορία.
Και ήλθε η στιγμή να συζητήσουμε το πιο επίμαχο ζήτημα σε σχέση με αυτό το έργο, το ζήτημα της πρόσληψης ή της ερμηνείας. Το έργο αυτό προσφέρεται για πολλαπλές αναγνώσεις, και υπάρχουν τμήματα που υποστηρίζουν την εγκυρότητα κάθε ανάγνωσης.
Μια ανάγνωση που μπορώ να κάνω εγώ, που διαθέτω κάποιες οικολογικές περγαμηνές, είναι μια «οικολογική» ανάγνωση του έργου. Διαβάζουμε: «…ένα ακαταμάχητο επιχείρημα για να αποδείξει πώς η φάλαινα-τα είδη που κυνηγούνται-δεν θα μπορούσε να γλιτώσει την εξαφάνιση, που θα συμβεί γρήγορα μάλιστα» (σελ. 735). Υπάρχει μια οργάνωση whaledefenders, που μου στέλνει κατά καιρούς e-mail. Σε ένα ντοκιμαντέρ άκουσα για ένα είδος φάλαινας ότι έχει απομείνει μόλις το 1% από τον πληθυσμό που είχε τον προηγούμενο αιώνα. Αληθινά προφητικό το βιβλίο, που εκδόθηκε ακριβώς 150 χρόνια πριν.
Ο Μέλβιλ γράφει σαρκαστικά: «Πήγαινε στην κρεαταγορά το βράδυ του Σαββάτου και δες τα ζωντανά δίποδα, όλα εκείνα τα πλήθη που έχουν στυλωμένα τα μάτια ψηλά, κοιτώντας τις μακριές σειρές τα νεκρά τετράποδα» (σελ. 479) και συνεχίζει λίγο πιο κάτω: «Σε πληροφορώ πως θα υποφέρει πιο λίγο ο Φιτζιανός που πάστωσε μες στο κελάρι του ένα λιπόσαρκο ιεραπόστολο για κάποιο μελλοντικό λοιμό• θα υποφέρει, λέω, πιο λίγο ο προνοητικός αυτός Φιτζιανός, τη μέρα της κρίσης, παρά εσύ, ο πολιτισμένος και μορφωμένος καλοφαγάς, που σκοτώνεις χήνες και απολαμβάνεις τα καπνιστά σκωτάκια τους στην κρεατόπιτά σου» (σελ. 479-480).
Το έργο είπαμε ότι είναι ένα έργο εκδίκησης. Όμως ποιος εκδικείται ποιον; Γιατί στο τέλος, όταν ο Μόμπι Ντικ έχει σπείρει την καταστροφή, διαλύοντας τις φαλαινοθηρικές βάρκες και βυθίζοντας το πλοίο, που από το πλήρωμά του δεν σώζεται παρά μόνο ο αφηγητής που αφηγείται την ιστορία, διαβάζουμε: «Η όψη της μαρτυρούσε αντίποινα, άμεση εκδίκηση, αιώνια κακία». Αν το δούμε ρεαλιστικά, στην πραγματικότητα δεν έχουμε παρά την ολοκλήρωση της εκδίκησης της φάλαινας, πάνω σε έναν καπετάνιο που προσπάθησε να την σκοτώσει.
Η άλλη ανάγνωση:
Είναι γνωστή η ρήση: «Η εκδίκηση είναι ένα πιάτο που τρώγεται κρύο». Στη συγκεκριμένη περίπτωση θα μπορούσαμε να προσθέσουμε: η προσπάθεια να εκδικηθείς μπορεί να αποβεί επικίνδυνη, και να την πληρώσεις ακριβά. Ο Αχαάβ (ο μεταφραστής προτιμάει αυτή τη βιβλική απόδοση του ονόματος αντί Έηχαμπ), παρά τις προειδοποιήσεις, παρά τις προσπάθειες του υποπλοίαρχου Στάρμπακ να τον μεταπείσει, παρά το ασύμφορο οικονομικά εγχείρημα να κυνηγήσουν την άσπρη φάλαινα αντί να κυνηγήσουν άλλες φάλαινες και να μαζέψουν πολύτιμο σπαρματσέτο, εμμένει στην εκδίκησή του, που θα τον οδηγήσει στο θάνατο, αυτόν και το πλήρωμά του. Και μια αντιανθρωπιστική πράξη: αρνείται να βοηθήσει έναν πλοίαρχο που ψάχνει μια χαμένη βάρκα πάνω στην οποία βρίσκεται ο γιος του, για να μη χάσει χρόνο και του ξεφύγει ο Μπόμπι Ντικ. Ακόμη διαβάζουμε: «Στα φλογερά μάτια του, που ήταν γεμάτα θρίαμβο και καταφρόνια, έβλεπες εκείνη την ώρα στον Αχαάβ σε όλη την ολέθρια έπαρσή του» (σελ. 820).
Όμως παρά την περίοδο αυτή μπορούμε να προβούμε και σε μια τρίτη ανάγνωση. Στην ανάγνωση αυτή δεν βλέπουμε τον Αχαάβ σε μια ολέθρια έπαρση, αλλά σε όλη την αποφασιστικότητά του. Σαν ρομαντικός και τραγικός συνάμα ήρωας, γεμάτος ισχυρή θέληση, ορμάει στην κατάκτηση του ανέφικτου όπως ο δον Κιχώτης πάνω στους ανεμόμυλους. Είναι χαρακτηριστική η αποστροφή του κατά τη διάρκεια της καταιγίδας: «Ω, εσύ λαμπρό πνεύμα του ολόλαμπρου πυρός, που σε λάτρεψα κάποτε πάνω σ’ αυτές τις θάλασσες σαν Πέρσης... Παραδέχομαι την απερίγραπτη, απέραντη δύναμή σου• αλλά εγώ, ως την τελευταία πνοή της ταραγμένης ζωής μου, θα αντιστέκομαι στην απόλυτη και ολοκληρωτική κυριαρχία της πάνω μου… Μπορείς να με τυφλώσεις• εγώ ωστόσο και τότε ακόμα θα μπορώ να προχωρώ ψηλαφητά. Μπορείς να με κάψεις• εγώ ωστόσο και τότε ακόμη θα μπορώ να είμαι στάχτη» (σελ. 803). Υπάρχει άραγε καλύτερη έκφραση της ύβρης, αλλά και του μεγαλείου του τραγικού ήρωα;
Στο ταξίδι του ο Αχαάβ συναντάει έναν άλλο καπετάνιο. Του λείπει το χέρι. Του το έκοψε ο Μόμπι Ντικ. Όχι, δεν είναι τόσο βλάκας να τον κυνηγήσει, ώστε να χάσει και το άλλο του χέρι. Παρουσιάζεται το ίδιο αντιστικτικά στον Αχαάβ όπως η Ισμήνη στην Αντιγόνη. Και βρισκόμαστε για μια ακόμη φορά μπροστά στο αιώνιο δίπολο, στο συμβιβασμό και το μη συμβιβασμό, στη φωνή της λογικής και στη φωνή του πάθους.
Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση του Ισμαήλ κάνει πιο ζωντανή την ιστορία. Όμως η αφήγηση από τον Ισμαήλ του εσωτερικού μονόλογου του Στάρμπακ, παρά το «μουρμούρησε», είναι ολότελα αντιρρεαλιστική, όπως άλλωστε και του μικρού μαύρου Πιπ (σελ. 842-843). Τους κάνει όμως πολύ θεατρικούς καθώς τους παραθέτει σε ευθύ λόγο, σε δεύτερο επίπεδο αφήγησης.
Αξίζει να παραθέσουμε δυο απόψεις που εκτίθενται εδώ, και έχουν υποστηριχθεί και από άλλους. Διαβάζουμε τα σχετικά αποσπάσματα: «Γιατί όλοι οι τραγικά μεγάλοι άνθρωποι έγιναν μεγάλοι από κάποια νοσηρή κατάσταση. Να ’σαι σίγουρη γι’ αυτό, ω νεαρή φιλοδοξία, κάθε ανθρώπινο μεγαλείο δεν είναι παρά μια αρρώστια» (σελ. 129). Άραγε και το συγγραφικό;
Και το δεύτερο: «Ο άνθρωπος τελικά πρέπει… να μην τοποθετεί την ευτυχία ετούτη κάπου στο μυαλό ή στη φαντασία, αλλά στη σύζυγο, στην καρδιά, στο κρεβάτι, στο τραπέζι, στη σέλα, στο τζάκι, στην εξοχή» (σελ. 666). Η ευτυχία βρίσκεται στα απλά καθημερινά πράγματα.
Δεν κλείσαμε ακόμη. Ανάμεσα στο πλήρωμα βρίσκεται και ένας περιθωριακός της ζωής και της τέχνης, ένας σιδεράς. Αυτός θα φτιάξει για τον Αχαάβ ένα καμάκι με πανίσχυρο ατσάλι, του οποίου η μύτη δεν θα σβηστεί μέσα σε νερό, αλλά μέσα σε αίμα, που θα χύσουν οι ναύτες.
Στο χωριό μου είχε έλθει κάποτε ένας σιδεράς, ή «χαλκιάς» όπως τον λέγαμε. Θυμάμαι ακόμη το φυσερό του. Είχε στήσει το χαλκιδιό του στο γωνιακό σπίτι, δίπλα στη μικρή βρύση, εκεί που είχε αργότερα το μπακάλικό του ο Γιάννης ο Τζανέτος (στην άλλη πλευρά ήταν ο Μιχάλης ο σωμαράς, για να αναφερθούμε και στα δυο αυτά εξαφανισμένα επαγγέλματα). Ήταν ερωτευμένος με μια χωριανή μου. Μια φορά κάρφωσε στο βρακί της που ήταν απλωμένο στην απλώστρα ένα φύλλο με μαντινιάδες. Αυτή δεν ανταποκρίθηκε. Τι, χαλκιά θα παντρευόταν; Έτσι πήρε τον οματιών του και έφυγε από το χωριό. Δεν ξανακούσαμε γι’ αυτόν.
Στη λογοτεχνία δεν θυμάμαι να έχω συναντήσει άλλο σιδερά. Έχω συναντήσει όμως δυο άλλους, κακούς αυτή τη φορά. Ο ένας βρίσκεται στον «Ζίγκφριντ», την τρίτη όπερα από την τετραλογία του Βάγκνερ «Το δακτυλίδι των Νιμπελούνγκεν». Είναι ο Mime. Αναθρέφει τον Ζίγκφριντ ώστε να τον χρησιμοποιήσει για να κλέψει τον χρυσό του Ρήνου, που τον φυλάει ο δράκος Fafner. Στο τέλος ο Mime μηχανεύεται να δηλητηριάσει τον Ζίγκφριντ, όταν εκείνος έχει σκοτώσει πια τον δράκο. Όμως ο Ζίγκφριντ μαθαίνει το δόλιο σχέδιό του και τον σκοτώνει.
Ο άλλος είναι ο χαλκιάς που έφτιαξε τα καρφιά για να σταυρώσουν το Χριστό. «Χαλκιά χαλκιά, φτιάξε καρφιά, φτιάξε τρία περόνια/ για να σταυρώσουν τον Χριστό, των πάντων βασιλέα…». Είναι στίχοι από τα κάλαντα που ψάλλαμε πιτσιρικάδες την Μεγάλη Παρασκευή. Ψάλλαμε επίσης κάλαντα και το Σαββάτο του Λαζάρου: «Δεύρο έξω Λάζαρέ μου/ φίλε και αγαπητέ μου». Σήμερα τα παιδιά λένε μόνο τα κάλαντα των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς και των Φώτων.
Το θυμήθηκα μόλις τώρα, ναι, υπάρχει και στον κινηματογράφο ένας σιδεράς, ο Μίμης, στη θαυμάσια κωμωδία της Λίνας Βερμίλερ Mimi megalurgico ferito nell’ onore. Άλλο τίποτα δεν μου έρχεται στο μυαλό.
Λίγο έλειψε να το ξεχάσω, είδα και δυο κινηματογραφικές μεταφορές του Μόμπι Ντικ, του 1956 και του 1998 (υπάρχει και μια του 1926, σε βουβό κινηματογράφο). Μεταφέρουν πιστά την ιστορία. Στην πρώτη, την οποία σκηνοθετεί ο Τζων Χιούστον, ο σαραντάχρονος Γκρέγκορι Πεκ παίζει τον πρωταγωνιστικό ρόλο, τον πενηνταοχτάχρονο Ahab. Στη δεύτερη, ογδοντάρης πια, παίζει το ρόλο του πάστορα, που κάνει ένα εκτεταμένο κήρυγμα δίνοντας τη δική του εκδοχή για τον Ιωνά που τον κατάπιε η φάλαινα.
Υπάρχει και μια τρίτη, πάλι Μόμπι Ντικ, που διατηρεί, εκτός από τα ονόματα κάποιων χαρακτήρων, ελάχιστα πράγματα από το μυθιστόρημα. Γυρίστηκε το 2010. Είναι μια ταινία φαντασίας. Η φάλαινα είναι εντελώς εξωπραγματική. Δίνει ένα πήδημα έξω από το νερό, και με τα δόντια της κόβει στη μέση ένα ελικόπτερο. Βγαίνει ακόμη και στην ξηρά για να κυνηγήσει τους διώκτες της. Και πάλι δεν γλιτώνει κανείς. Αφήνεται όμως η υποψία ότι μπορεί να τη γλίτωσε η ερευνήτρια, την οποία είχε απαγάγει ο Ahab για να τον βοηθήσει να βρει τον Μόμπι Ντικ.
Sunday, September 4, 2011
Μοχσέν Μαχμαλμπάφ, Κανταχάρ
Μοχσέν Μαχμαλμπάφ, Κανταχάρ (2001)
Ω, εσείς αγανακτισμένοι της πλατείας συντάγματος, ω, εσείς απογοητευμένοι από την πολιτική, κοινωνική και οικονομική κατάσταση της σύγχρονης Ελλάδας (ζητώ συγνώμη, αλλά μόλις διάβασα τον Μόμπι Ντικ του Χέρμαν Μέλβιλ και έχω επηρεαστεί), δεν έχετε παρά να δείτε την ταινία "Κανταχάρ" του Μοχσέν Μαχμαλμπάφ και θα νοιώσετε αμέσως ανακουφισμένοι (θα δείτε ότι υπάρχουν και χειρότερα, πολύ χειρότερα). Ω εσείς αγρότες που πηγαίνετε κάθε πρωί με ασφάλεια στους αγρούς σας, σκεφτείτε ότι πολλοί Αφγανοί αγρότες πήγαν να καλλιεργήσουν τα χωράφια τους και γύρισαν σπίτι τους χωρίς ποδάρι(α), γιατί, κατά διαβολική σύμπτωση, κάτω από εκεί που κτύπησαν τη σκαπάνη τους βρισκόταν μια νάρκη. Ω, εσείς κακομαθημένοι μαθητές (οι του Βαρβακείου μη εξαιρουμένου), που είσαστε έτοιμοι να πουλήσετε και την ψυχή σας στο διάβολο προκειμένου να γλιτώσετε μια ώρα μάθημα (ένας άρρωστος καθηγητής, μια συνεδρίαση του συλλόγου), σκεφτείτε ότι τα παιδιά στο Αφγανιστάν πήγαιναν στο σχολείο για να διδαχθούν το κοράνι και πώς δουλεύει το καλάσνικοφ, και να ενταχθούν μόλις πετάξουν λίγο μπόι στους Ταλιμπάν, γιατί ήταν ο μοναδικός τρόπος να εξασφαλίσουν τον άρτον αυτών τον επιούσιον, Ω, εσείς κοκέτες κοπέλες, που βάφεστε και καλλωπίζεστε με τις ώρες μπροστά στους καθρέφτες, που ξοδεύετε ένα σωρό λεφτά του μπαμπά σας για καλλυντικά για να γίνεται ωραίες και να σφυρίζουν τα αρσενικά στο πέρασμά σας, σκεφτείτε ότι στο Αφγανιστάν οι γυναίκες είναι αναγκασμένες να κρύβουν τα κάλλη τους κάτω από την μπούργκα. Ω, αθάνατε Λάιμπνιτζ, μπορεί ο κόσμος μας να είναι ο καλύτερος των δυνατών κόσμων, όμως σ’ αυτό τον κόσμο υπάρχουν περιοχές που δεν είναι ακριβώς οι καλύτερες. Αλλά ευτυχώς η ελλαδίτσα μας δεν είναι και από τις χειρότερες.
Η ταινία αναφέρεται σε μια γυναίκα που προσπαθεί να φτάσει στο Κανταχάρ για να αποτρέψει την αδελφή της από το να αυτοκτονήσει. Στο οδοιπορικό της βλέπουμε την αθλιότητα και τους κινδύνους που ζουν καθημερινά οι Αφγανοί.
Γύρω από την ταινία όμως υπάρχει και μια άλλη ταινία, ο «Αμερικάνος φυγάς» (2006) του Jean-Daniel Lafond, μια ταινία ολότελα συναρπαστική. Ένας αφροαμερικάνος, που φέρει σήμερα το όνομα Χασάν Ταντάι, ριζοσπαστικοποιημένος με το κίνημα των μαύρων που πήρε εκρηκτικές διαστάσεις το 1968 (να μη θυμόμαστε μόνο τον γαλλικό Μάη!!! Να θυμόμαστε και τους μαύρους πάνθηρες, τον Μάλκολμ Χ και τον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ), μεταστρέφεται στον ισλαμισμό, όπως και πολλοί άλλοι αφροαμερικανοί (π.χ. ο Μωχάμεντ Άλι, τέως Κάσιους Κλαίη). Το 1980, μετά την νικηφόρα επανάσταση των ισλαμιστών στο Ιράν, την περίοδο που η αμερικανική πρεσβεία στην Τεχεράνη είχε καταληφθεί από τους φοιτητές, ο Χασάν παίρνει εντολή να δολοφονήσει έναν ανώτερο αξιωματούχο του καθεστώτος του Σάχη. Τον δολοφονεί, για να κατευθυνθεί στη συνέχεια ανενόχλητος στο αεροδρόμιο, από όπου, μετά από κάποιες στάσεις σε διάφορες πρωτεύουσες θα καταλήξει στην Τεχεράνη. Η ταυτότητά του έγινε αμέσως γνωστή, η φωτογραφία του δημοσιεύτηκε στις εφημερίδες, όμως αυτός εν των μεταξύ είχε κάνει φτερά.
Φανταστείτε λοιπόν την έκπληξη των μυστικών υπηρεσιών της Αμερικής όταν ανακάλυψαν πως ο Χασάν πρωταγωνιστούσε στην ταινία «Κανταχάρ» του Μοχσέν Μαχμαλμπάφ. Φανταστείτε και τη δική μου έκπληξη φυσικά, όταν, ξεκινώντας να δω το ντοκιμαντέρ του Λαφόν, βλέπω ότι ο ήρωάς του είχε πρωταγωνιστήσει σε μια ταινία ενός από τους πιο αγαπημένους μου σκηνοθέτες, η οποία προς το παρόν βρισκόταν στη «σιντεοθήκη των τύψεων», που δεν την είχα δει ακόμη. Πριν προχωρήσω την ταινία του Λαφόν είδα το «Κανταχάρ», και κατόπιν συνέχισα με το ντοκιμαντέρ. Ανέβαλα τη σημερινή μου σιέστα για μιάμιση ώρα γιατί είχα αγωνία να δω αυτό το ντοκιμαντέρ.
Εδώ βλέπουμε, εκτός από τον ίδιο τον Χασάν που αφηγείται την ιστορία του, και διάφορους άλλους που είχαν εμπλακεί ή ασχοληθεί με τα γεγονότα, καθώς και σκηνές από επίκαιρα της εποχής.
Όμως υπάρχει και κάτι εντυπωσιακό στο ντοκιμαντέρ αυτό.
Έχω ασχοληθεί με την έννοια της τραγικότητας. Στην αρχαία τραγωδία ήταν η παντοδυναμία της μοίρας που οδηγούσε τους ήρωες στην καταστροφή. Στη σημερινή εποχή είναι το ότι είμαστε υποχείρια δυνάμεων των οποίων αγνοούμε τους σκοπούς και τις προθέσεις τους. Καλό παράδειγμα είναι ο Ρόζενγκραντς και ο Γκίλντερστεν, οι δυο στρατιώτες που συνόδευαν τον Άμλετ στην Αγγλία. Οι φουκαράδες δεν ήξεραν τι φρικτή μοίρα τους περίμενε. Μια ανάλογη εντυπωσιακή ιστορία βρίσκεται στους «Σαμουράι» του Σουσάκου Έντο (εκδόσεις ψυχογιός), που δεν την καλοθυμάμαι. Και η περίπτωση του Χασάν είναι επίσης τραγική. Νόμιζε ότι εξόντωνε έναν εκπρόσωπο ενός μισητού καθεστώτος, ενώ στην πραγματικότητα είχε χρησιμοποιηθεί κατάλληλα από τη CIA, καθώς οι αμερικάνοι σκόπευαν να χρησιμοποιήσουν το γεγονός ότι ένας αξιωματούχος του σάχη δολοφονήθηκε από αμερικανό πολίτη, στις διαπραγματεύσεις τους για την απελευθέρωση των ομήρων (διπλά όμηροι αυτοί, όμηροι και της αμερικάνικης πολιτικής σκοπιμότητας. Απελευθερώθηκαν μόλις ανέλαβε ο Μπους, για να αυξηθεί η δημοτικότητά του. Αυτά τα άκουσα στο ντοκιμαντέρ).
Και, πριν κλείσω, να παραθέσω κάτι που διάβασα για το Κανταχάρ. Όταν πήραν την εξουσία οι Ταλιμπάν, στο Κανταχάρ δεν άλλαξε τίποτα. Ό, τι επέβαλαν οι Ταλιμπάν σε όλη τη χώρα, επικρατούσε ήδη εθιμικά στο Κανταχάρ. Να αναφέρω επίσης ότι, νέος στο facebook, ξεκίνησα ένα cause για έναν Αφγανό φοιτητή. Προσέξτε, οι Ταλιμπάν είχαν ανατραπεί. Ο φοιτητής αυτός μοίρασε το κείμενο ενός ιρανού που αναφερόταν στα δικαιώματα της γυναίκας στο Ισλάμ. Ένα ιεροδικείο τον καταδίκασε σε θάνατο. Τελικά έμαθα με ανακούφιση ότι η ποινή του μειώθηκε στα 20 χρόνια. Δεν ξέρω τι απέγινε, πιθανότατα βρίσκεται ακόμη στη φυλακή.
Ω, εσείς αγανακτισμένοι της πλατείας συντάγματος, ω, εσείς απογοητευμένοι από την πολιτική, κοινωνική και οικονομική κατάσταση της σύγχρονης Ελλάδας (ζητώ συγνώμη, αλλά μόλις διάβασα τον Μόμπι Ντικ του Χέρμαν Μέλβιλ και έχω επηρεαστεί), δεν έχετε παρά να δείτε την ταινία "Κανταχάρ" του Μοχσέν Μαχμαλμπάφ και θα νοιώσετε αμέσως ανακουφισμένοι (θα δείτε ότι υπάρχουν και χειρότερα, πολύ χειρότερα). Ω εσείς αγρότες που πηγαίνετε κάθε πρωί με ασφάλεια στους αγρούς σας, σκεφτείτε ότι πολλοί Αφγανοί αγρότες πήγαν να καλλιεργήσουν τα χωράφια τους και γύρισαν σπίτι τους χωρίς ποδάρι(α), γιατί, κατά διαβολική σύμπτωση, κάτω από εκεί που κτύπησαν τη σκαπάνη τους βρισκόταν μια νάρκη. Ω, εσείς κακομαθημένοι μαθητές (οι του Βαρβακείου μη εξαιρουμένου), που είσαστε έτοιμοι να πουλήσετε και την ψυχή σας στο διάβολο προκειμένου να γλιτώσετε μια ώρα μάθημα (ένας άρρωστος καθηγητής, μια συνεδρίαση του συλλόγου), σκεφτείτε ότι τα παιδιά στο Αφγανιστάν πήγαιναν στο σχολείο για να διδαχθούν το κοράνι και πώς δουλεύει το καλάσνικοφ, και να ενταχθούν μόλις πετάξουν λίγο μπόι στους Ταλιμπάν, γιατί ήταν ο μοναδικός τρόπος να εξασφαλίσουν τον άρτον αυτών τον επιούσιον, Ω, εσείς κοκέτες κοπέλες, που βάφεστε και καλλωπίζεστε με τις ώρες μπροστά στους καθρέφτες, που ξοδεύετε ένα σωρό λεφτά του μπαμπά σας για καλλυντικά για να γίνεται ωραίες και να σφυρίζουν τα αρσενικά στο πέρασμά σας, σκεφτείτε ότι στο Αφγανιστάν οι γυναίκες είναι αναγκασμένες να κρύβουν τα κάλλη τους κάτω από την μπούργκα. Ω, αθάνατε Λάιμπνιτζ, μπορεί ο κόσμος μας να είναι ο καλύτερος των δυνατών κόσμων, όμως σ’ αυτό τον κόσμο υπάρχουν περιοχές που δεν είναι ακριβώς οι καλύτερες. Αλλά ευτυχώς η ελλαδίτσα μας δεν είναι και από τις χειρότερες.
Η ταινία αναφέρεται σε μια γυναίκα που προσπαθεί να φτάσει στο Κανταχάρ για να αποτρέψει την αδελφή της από το να αυτοκτονήσει. Στο οδοιπορικό της βλέπουμε την αθλιότητα και τους κινδύνους που ζουν καθημερινά οι Αφγανοί.
Γύρω από την ταινία όμως υπάρχει και μια άλλη ταινία, ο «Αμερικάνος φυγάς» (2006) του Jean-Daniel Lafond, μια ταινία ολότελα συναρπαστική. Ένας αφροαμερικάνος, που φέρει σήμερα το όνομα Χασάν Ταντάι, ριζοσπαστικοποιημένος με το κίνημα των μαύρων που πήρε εκρηκτικές διαστάσεις το 1968 (να μη θυμόμαστε μόνο τον γαλλικό Μάη!!! Να θυμόμαστε και τους μαύρους πάνθηρες, τον Μάλκολμ Χ και τον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ), μεταστρέφεται στον ισλαμισμό, όπως και πολλοί άλλοι αφροαμερικανοί (π.χ. ο Μωχάμεντ Άλι, τέως Κάσιους Κλαίη). Το 1980, μετά την νικηφόρα επανάσταση των ισλαμιστών στο Ιράν, την περίοδο που η αμερικανική πρεσβεία στην Τεχεράνη είχε καταληφθεί από τους φοιτητές, ο Χασάν παίρνει εντολή να δολοφονήσει έναν ανώτερο αξιωματούχο του καθεστώτος του Σάχη. Τον δολοφονεί, για να κατευθυνθεί στη συνέχεια ανενόχλητος στο αεροδρόμιο, από όπου, μετά από κάποιες στάσεις σε διάφορες πρωτεύουσες θα καταλήξει στην Τεχεράνη. Η ταυτότητά του έγινε αμέσως γνωστή, η φωτογραφία του δημοσιεύτηκε στις εφημερίδες, όμως αυτός εν των μεταξύ είχε κάνει φτερά.
Φανταστείτε λοιπόν την έκπληξη των μυστικών υπηρεσιών της Αμερικής όταν ανακάλυψαν πως ο Χασάν πρωταγωνιστούσε στην ταινία «Κανταχάρ» του Μοχσέν Μαχμαλμπάφ. Φανταστείτε και τη δική μου έκπληξη φυσικά, όταν, ξεκινώντας να δω το ντοκιμαντέρ του Λαφόν, βλέπω ότι ο ήρωάς του είχε πρωταγωνιστήσει σε μια ταινία ενός από τους πιο αγαπημένους μου σκηνοθέτες, η οποία προς το παρόν βρισκόταν στη «σιντεοθήκη των τύψεων», που δεν την είχα δει ακόμη. Πριν προχωρήσω την ταινία του Λαφόν είδα το «Κανταχάρ», και κατόπιν συνέχισα με το ντοκιμαντέρ. Ανέβαλα τη σημερινή μου σιέστα για μιάμιση ώρα γιατί είχα αγωνία να δω αυτό το ντοκιμαντέρ.
Εδώ βλέπουμε, εκτός από τον ίδιο τον Χασάν που αφηγείται την ιστορία του, και διάφορους άλλους που είχαν εμπλακεί ή ασχοληθεί με τα γεγονότα, καθώς και σκηνές από επίκαιρα της εποχής.
Όμως υπάρχει και κάτι εντυπωσιακό στο ντοκιμαντέρ αυτό.
Έχω ασχοληθεί με την έννοια της τραγικότητας. Στην αρχαία τραγωδία ήταν η παντοδυναμία της μοίρας που οδηγούσε τους ήρωες στην καταστροφή. Στη σημερινή εποχή είναι το ότι είμαστε υποχείρια δυνάμεων των οποίων αγνοούμε τους σκοπούς και τις προθέσεις τους. Καλό παράδειγμα είναι ο Ρόζενγκραντς και ο Γκίλντερστεν, οι δυο στρατιώτες που συνόδευαν τον Άμλετ στην Αγγλία. Οι φουκαράδες δεν ήξεραν τι φρικτή μοίρα τους περίμενε. Μια ανάλογη εντυπωσιακή ιστορία βρίσκεται στους «Σαμουράι» του Σουσάκου Έντο (εκδόσεις ψυχογιός), που δεν την καλοθυμάμαι. Και η περίπτωση του Χασάν είναι επίσης τραγική. Νόμιζε ότι εξόντωνε έναν εκπρόσωπο ενός μισητού καθεστώτος, ενώ στην πραγματικότητα είχε χρησιμοποιηθεί κατάλληλα από τη CIA, καθώς οι αμερικάνοι σκόπευαν να χρησιμοποιήσουν το γεγονός ότι ένας αξιωματούχος του σάχη δολοφονήθηκε από αμερικανό πολίτη, στις διαπραγματεύσεις τους για την απελευθέρωση των ομήρων (διπλά όμηροι αυτοί, όμηροι και της αμερικάνικης πολιτικής σκοπιμότητας. Απελευθερώθηκαν μόλις ανέλαβε ο Μπους, για να αυξηθεί η δημοτικότητά του. Αυτά τα άκουσα στο ντοκιμαντέρ).
Και, πριν κλείσω, να παραθέσω κάτι που διάβασα για το Κανταχάρ. Όταν πήραν την εξουσία οι Ταλιμπάν, στο Κανταχάρ δεν άλλαξε τίποτα. Ό, τι επέβαλαν οι Ταλιμπάν σε όλη τη χώρα, επικρατούσε ήδη εθιμικά στο Κανταχάρ. Να αναφέρω επίσης ότι, νέος στο facebook, ξεκίνησα ένα cause για έναν Αφγανό φοιτητή. Προσέξτε, οι Ταλιμπάν είχαν ανατραπεί. Ο φοιτητής αυτός μοίρασε το κείμενο ενός ιρανού που αναφερόταν στα δικαιώματα της γυναίκας στο Ισλάμ. Ένα ιεροδικείο τον καταδίκασε σε θάνατο. Τελικά έμαθα με ανακούφιση ότι η ποινή του μειώθηκε στα 20 χρόνια. Δεν ξέρω τι απέγινε, πιθανότατα βρίσκεται ακόμη στη φυλακή.