Ιουστίνη Φραγκούλη, Έρωτας στην Ομίχλη, Ψυχογιός 2011, σελ. 425
Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα
Δεν είναι ένα συναρπαστικό ρομάντζο αλλά μια σκληρή ερωτική ιστορία, μια πραγματική ερωτική ιστορία που η συγγραφέας αφηγείται συναρπαστικά
Δεν είναι και τόσο συνηθισμένο οι συγγραφείς να τοποθετούν τις ιστορίες τους σε αγροτικά περιβάλλοντα. Από τις εξαιρέσεις που μου έρχονται τώρα στο μυαλό είναι η Ευγενία Φακίνου, που, αν δεν κάνω λάθος, όλες της οι ιστορίες διαδραματίζονται στην επαρχία. Και της Ελένης Στασινού το τελευταίο μυθιστόρημα, «Η γυναίκα των Δελφών», τοποθετείται στην επαρχία, και, όπως φαίνεται από τον τίτλο, στους Δελφούς. Και της Ιουστίνης Φραγκούλη το τελευταίο μυθιστόρημα, «Έρωτας στην ομίχλη», τοποθετείται στην επαρχία, σε ένα ορεινό χωριό στην Έδεσσα.
Στην τελευταία παράγραφο στις «ευχαριστίες», στο τέλος του βιβλίου, διαβάζουμε: «Ευχαριστώ όλους για τούτο το βιβλίο, και προπάντων την Αμαλία που μου εμπιστεύτηκε την προσωπική της ιστορία, χωρίς μοντάζ, κοιτώντας με ευθύβολα στα μάτια». Έχουμε λοιπόν να κάνουμε όχι ακριβώς με ένα μυθιστόρημα, αλλά με την εξιστόρηση μιας πραγματικής ιστορίας.
Υπάρχουν βιβλία στα οποία η αφήγηση καταποντίζεται μέσα στο ύφος, και βιβλία που το ύφος υπηρετεί την αφήγηση, χωρίς να θέλει να της τραβήξει το χαλί κάτω από τα πόδια. Εγώ ως αφηγηματολόγος έχω την τάση να εκτιμώ πολύ τα δεύτερα, αλλά φαντάζομαι και η μεγάλη πλειοψηφία των αναγνωστών. Το βιβλίο της Ιουστίνης δεν κατακλύζεται με τα συνηθισμένα υφολογικά στοιχεία όπως είναι για παράδειγμα οι μεταφορές, οι οποίες σε μερικούς συγγραφείς χρησιμοποιούνται σε βαθμό κατάχρησης, ούτε με λυρικές περιγραφές τοπίων σε μια επίδειξη λογοτεχνικότητας. Η συγγραφέας αφήνει τους ήρωές της να μιλούν αβίαστα, σαν να βρίσκονται πάνω σε ένα θεατρικό σανίδι, περιορίζοντας τις αφηγηματικές συνδέσεις και τα σχόλιά της στα εντελώς αναγκαία. Παρά το ό,τι τα επεισόδια που αφηγείται στις 415 σελίδες του βιβλίου δεν είναι και τόσα πολλά, δεν δημιουργείται ποτέ η αίσθηση του πλατειασμού. Αντίθετα η Φραγκούλη λέγει αυτά που είναι αναγκαίο να πει, ούτε περισσότερα, ούτε λιγότερα. Την ίδια αίσθηση απεκόμισα παρεμπιπτόντως, διαβάζοντας μόλις πρόσφατα τον «Φιλαράκο» του Γκυ ντε Μωπασάν.
Συνήθως τη λέξη «πλοκή» τη χρησιμοποιούν ως συνώνυμη της «ιστορίας». Στην κυριολεκτική της σημασία σημαίνει το πλέξιμο των γεγονότων της ιστορίας κατά την αφήγηση. Και το πλέξιμο αυτό έχει μεγάλη σημασία, γιατί καθορίζει σημαντικά το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Και ένα στοιχείο εκ των ων ουκ άνευ σε μια καλή πλοκή είναι το στοιχείο του σασπένς, της αγωνίας για την έκβαση, το οποίο δημιουργείται με διάφορες αφηγηματικές τεχνικές.
Η Ιουστίνη παρακολουθεί την Αμαλία, την ηρωίδα της, πρωτοδιόριστη δασκάλα, καθώς πηγαίνει με το λεωφορείο στο ορεινό χωριό όπου έχει τοποθετηθεί. Ο δρόμος είναι κακοτράχαλος, γεμάτος στροφές. Στην μια πλευρά του ορθώνεται ο σκοτεινός όγκος ενός πανύψηλου βουνού και στην άλλη χάσκει ένας απύθμενος γκρεμός. Ένα απότομο φρενάρισμα πετάει την Αμαλία έξω στο διάδρομο. «Αν δεν έπιανε το φρένο, θα κατρακυλούσαν κάτω και δε θα ’μενε τίποτα από τα κορμιά τους» (σελ. 21). Τι θα γίνει αν συναντήσουν και άλλο αμάξι στην επόμενη στροφή; Μικροσασπένς, που όμως ανεβάζει την αδρεναλίνη του αναγνώστη.
Σε λίγες σελίδες εκτίθεται το οικογενειακό background της Αμαλίας, για να παρουσιαστεί στη συνέχεια μια τσιγγάνα που θα της πει με το έτσι θέλω τη μοίρα της. Την βλέπει σκοτεινή. Μ’ αυτό τον τρόπο δημιουργείται το τραγικό σασπένς του ποιες συμφορές περιμένουν την ηρωίδα. Ο έρωτας που θα αναπτυχθεί με έναν νεαρό του χωριού ξέρουμε ότι δεν θα ευοδωθεί, αγνοούμε όμως για ποιο λόγο. Σαν κακός οιωνός η τσιγγάνα αυτή θα εμφανιστεί ξανά μερικά κεφάλαια πιο κάτω, για να την τρομοκρατήσει άλλη μια φορά με τις μαύρες προφητείες της, και μια τρίτη φορά στο τέλος του βιβλίου: «Σήμερα θα γενεί το κακό, σήμερα…» (σελ. 404).
Υπάρχουν και άλλα σασπένς. Η Αμαλία ακούει ανθρώπινα ουρλιαχτά. Η σπιτονοικοκυρά της την καθησυχάζει λέγοντάς της ότι είναι τσακάλια. Η Αμαλία δεν πείθεται, ούτε και ο αναγνώστης. Αργότερα μαθαίνουμε πως είναι η τρελή της κόρη, που από τη φυλακή του Δαφνιού την μετέφερε στη φυλακή ενός στάβλου του σπιτιού της, για καλύτερα.
Όταν η Αμαλία με τη φίλη της βλέπουν ένα ερωτικό ζευγάρι πίσω από τους θάμνους, αναγνωρίζουν την Ευγενία, όμως ο άλλος ποιος είναι; Ο Αρίστος μήπως;
Η Ευγενία κάποια στιγμή εξαφανίζεται. Είναι μήπως νεκρή; Όχι, θα την βρουν σε άθλια κατάσταση, και τότε θα μάθει η Αμαλία μαζί με τον αναγνώστη ότι είναι ψυχασθενής.
Η οικογενειακή ιστορία του νεαρού Αρίστου εκτίθεται με περισσότερες λεπτομέρειες, σε ολόκληρο κεφάλαιο, λίγο μετά την οικογενειακή ιστορία της Αμαλίας. Είναι εξάλλου πιο συναρπαστική, αφού έχει να κάνει με τον ξεριζωμό των προγόνων του από την Μικρά Ασία και τη μετανάστευση του παππού του στην Αμερική.
Ο νεαρός Αρίστος είναι γυναικάς. Η αφηγηματική αναμονή είναι πως η σχέση θα διαλυθεί γι’ αυτό το λόγο. Και έχουμε εδώ μια αφηγηματική ανατροπή –μια άλλη αρετή της συναρπαστικής αφήγησης- αφού τέλος στη σχέση θα δώσει όχι η απηυδισμένη Αμαλία αλλά ο θάνατος του Αρίστου από ανακοπή μέσα στα παγωμένα νερά της λίμνης• που, όπως μαθαίνουμε στο τέλος, μπορεί και να είναι μια αυτοκτονία υπεράνω πάσης υποψίας.
Υπάρχει και άλλη μια αφηγηματική ανατροπή. Όταν η Ευγενία μιλάει για τη σχέση της με τον Αρίστο ο αναγνώστης δεν υποψιάζεται πως πρόκειται για ψυχωτικό παραλήρημα. Θα το μάθει πολύ αργότερα.
Το σασπένς και οι ανατροπές στις αναγνωστικές προσδοκίες είναι οι κύριες αφηγηματικές αρετές του «μυθιστορήματος». Υπάρχει όμως και ένα εφέ απροσδόκητου, ακόμη και για τους πιο υποψιασμένους αναγνώστες, ένας από τους οποίους σεμνύνομαι ότι είμαι και εγώ. Ξέρουμε ότι οι ψυχικές παθήσεις οφείλονται σε δυο κυρίως παράγοντες, που μπορεί να είναι ανεξάρτητοι, αλλά που συνήθως λειτουργούν συνεργικά. Αυτοί είναι οι τραυματικές εμπειρίες, ιδιαίτερα κατά την παιδική ηλικία, και η κληρονομικότητα. Η διπολική διαταραχή (η επιστημονική ονομασία της μανιοκατάθλιψης) από την οποία πάσχει ο Αρίστος φαίνεται ότι οφείλεται στην εμπειρία μιας διπλής ορφάνιας. Όταν πέθανε η μητέρα του κατά τη γέννα, ο πατέρας του τον εξαπέστειλε στην αδελφή του στην Αθήνα. Στο χωριό ερχόταν μόνο για διακοπές. Οι σχέσεις του με τον πατέρα του που ουσιαστικά τον απαρνήθηκε δεν είναι οι καλύτερες. Αντίθετα η διπολική διαταραχή της Ευγενίας φαίνεται να οφείλεται σε κληρονομικούς παράγοντες. Όσο για την τρέλα της κόρης της σπιτονοικοκυράς, έχουμε την εντύπωση ότι ήταν αποτέλεσμα ενός άτυχου γάμου στην Αυστραλία. Τελικά δεν ήταν τίποτα από όλα αυτά, ή δεν ήταν μόνο, ή κυρίως, αυτά. Οι ψυχολογικές διαταραχές από τις οποίες έπασχαν, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, οι περισσότεροι κάτοικοι του χωριού οφειλόταν στην αυξημένη ποσότητα σε άλατα του νερού της περιοχής. Αυτό αποκάλυψε μια ερευνητική ομάδα μετά από εξονυχιστική μελέτη. Ξέρουμε τις επιπτώσεις που έχει η μόλυνση του περιβάλλοντος στην σωματική μας υγεία, αλλά δεν ξέρουμε, ή υποτιμούμε, την επίδραση που μπορεί να έχει πάνω στην ψυχική μας υγεία. Και εγώ που έχω μελετήσει κάπως το θέμα – έχω γράψει σχετικά στο βιβλίο μου «Περιβάλλον, διατροφή και ποιότητα ζωής»-δεν της δίνω την πρέπουσα σημασία. Και όμως θυμάμαι που απέδιδα την υπερκινητικότητα του γιου μου - αστειευόμενος βέβαια γιατί μάλλον είναι κληρονομική, την είχα και εγώ - στη μόλυνση από το μόλυβδο. Τώρα με την αμόλυβδη βενζίνη ο παράγοντας αυτός έχει εξαλειφθεί.
Τα αποσπάσματα από τα ποιήματα του Ρίτσου, όπως και ένα εκτενές απόσπασμα από τον «Αλέξη Ζορμπά» του Καζαντζάκη, αν δεν αποκαλύπτουν τις λογοτεχνικές επιρροές της Ιουστίνης, αποκαλύπτουν σίγουρα τις λογοτεχνικές της αγάπες. Η αγάπη για τον Καζαντζάκη μάλιστα τρύπωσε, θα λέγαμε ασυνείδητα, σε ένα σημείο. Διαβάζουμε: «Μαύρα φίδια με ζώνανε μαθές εμένα τη μαυροκακομοίρα τη μάνα» (σελ. 242). «Μαθές», μια λέξη που συναντάμε συχνά στον Καζαντζάκη, που όμως εγώ δεν την άκουσα ποτέ ζωντανά στην Κρήτη. Θυμάμαι που όταν την πρωτοδιάβασα στον Καζαντζάκη ρώτησα τους γονείς μου να μου πούνε τη σημασία της (μου είπαν ότι σημαίνει «βέβαια», «σίγουρα», αλλά μάλλον την χρησιμοποιούσαν οι κρητικοί όπως πετάνε σήμερα στο λόγο τους κάποιοι το «που λες» ή «να πούμε»).
Όλα τα βιβλία της Ιουστίνης που έχω διαβάσει ήταν πολύ καλά, αλλά αυτό πιστεύω είναι το καλύτερο. Το συνιστώ ανεπιφύλακτα.
No comments:
Post a Comment