Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, Το όνειρο ενός γελοίου (μετ. Γ. Συμηριώτη), εκδόσεις Κοροντζή, χχ, σελ. 96.
Πολύ αρπακολατζήδικες οι παλιές εκδόσεις, σπάνια θα δεις χρονολογία έκδοσης. Εδώ δεν έχουμε ούτε διεύθυνση ούτε τηλέφωνο του εκδοτικού οίκου. Ας είναι.
Τα αριστουργήματα του Ντοστογιέφσκι τα διάβασα στα μαθητικά μου χρόνια, όσα έστελνε το πρακτορείο αθηναϊκού τύπου στο βιβλιοπωλείο της κας Αεράκη στην Ιεράπετρα. Πριν πέντε έξι χρόνια αποφάσισα να συνεχίσω με τα ελάσσονα έργα του, νουβέλες και διηγήματα, που με εξέπληξαν. Και εδώ ο Ντοστογιέφσκι είναι επίσης μεγάλος.
Με έκπληξη διάβασα τον μικρό τόμο με τα διηγήματα που εξέδωσαν, Κύριος οίδε (μάλλον ο Κύριος, ως παντογνώστης, οίδε, εμείς όμως μπορούμε απλώς να εικάσουμε στο περίπου, θα έλεγα γύρω στο ’80) οι εκδόσεις Κοροντζή, και που φέρει τον τίτλο ενός από αυτά: «Το όνειρο ενός γελοίου». Και εδώ δεν θαύμασα μόνο τον μεγάλο λογοτέχνη, αλλά και τον πρωτοπόρο. Το «Όνειρο ενός γελοίου» είναι ένα έργο περίπου επιστημονικής φαντασίας που ο Ντοστογιέφσκι, ακολουθώντας τις ρεαλιστικές συμβάσεις της εποχής, το τοποθετεί ως όνειρο. Ο ήρωας ονειρεύεται ότι βρέθηκε σε έναν περίπου παραδείσιο χώρο, τον οποίο περιγράφει όπως θα περιγράφαμε σήμερα μιαν ουτοπία. Θα παραθέσω ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα, για τον οικολογικό του χαρακτήρα.
«Μου έδειχναν τα δέντρα τους και παραξενεύτηκα για την αγάπη που τους είχαν: ενόμιζαν πως δεν ήταν καθόλου ανώτεροι από τα δέντρα, και ξέρετε, δε θα πέσω ίσως έξω, λέγοντας πώς κουβέντιαζαν μαζί τους, και πως είχαν βρει την ομιλία των δέντρων. Έριχναν σ’ όλη τη φύση το ίδιο αδελφικό βλέμμα, κι αγαπιόντουσαν από τα πιο άγρια ζώα, που τα είχαν νικήσει με την αγάπη τους» (σελ. 22).
Όμως η παρουσία του ως γήινου όντος υπήρξε καταλυτική γι’ αυτούς. Όπως λέει χαρακτηριστικά, «τους διέφθειρα». Τι έγινε μετά;
«Όλοι αυτοί οι άνθρωποι διψούσαν τον πόνο κι έλεγαν πως με τον πόνο μονάχα φτάνει κανείς στην αλήθεια. Αυτός υπήρξε η πρώτη αρχή της επιστήμης. Μόλις έγιναν κακοί, άρχισαν να εκφωνούν λόγους για την αδελφοσύνη, για την φιλανθρωπία, και κατάλαβαν τις ιδέες αυτές. Μόλις έγιναν εγκληματίες, άρχισαν να μιλούν για τη δικαιοσύνη, συντάξανε κώδικες για να τη διαφυλάξουν και αγχόνες για να την υπερασπιστούν. Μόλις (που) θυμόντουσαν τι είχανε χάσει» (σελ. 26). Και καταλήγει: «Το κακό έγκειται σ’ αυτό: η συνείδηση της ζωής αξίζει περισσότερο από τη ζωή. Και η συνείδηση των νόμων της ευτυχίας αξίζει περισσότερο από την ευτυχία. Να τι πρέπει να χτυπήσουμε. Και θα το χτυπήσω εγώ» (σελ. 30). Αυτοί που ζουν ευτυχισμένοι δεν αναρωτιούνται τι είναι αυτό που τους κάνει ευτυχισμένους, ζουν μακάριοι μέσα στην ευτυχία τους. Οι δυστυχισμένοι όμως όλο ψάχνονται, και αναρωτιούνται τι είναι αυτό που δίνει την ευτυχία. Εδώ ο Ντοστογιέφσκι φαίνεται να κάνει λάθος. Ο άνθρωπος δεν προτιμά τη συνείδηση των νόμων της ευτυχίας από την ευτυχία. Όταν του λείπει η ευτυχία είναι που οδηγείται στην αναζήτηση των νόμων της.
Το διήγημα «Ένας σύζυγος κάτω απ’ το κρεβάτι» μας δείχνει έναν Ντοστογιέφσκι που μέχρι τώρα δεν γνωρίζαμε: τον χιουμορίστα. Πρόκειται για την σπαρταριστή ιστορία ενός εραστή και ενός ζηλιάρη συζύγου που βρέθηκαν κάτω από το κρεβάτι μιας άλλης γυναίκας, καθώς ο σύζυγός της επέστρεψε. Ακολουθώντας τις θεατρικές συμβάσεις ο Ντοστογιέφσκι βάζει τους ήρωές του να μιλούν χωρίς να ακούγονται από τον σύζυγο, που μόνο κάτι ψίθυροι φτάνουν κατά διαστήματα στα αυτιά του. Ο εραστής καταφέρνει κάποια στιγμή και το σκάει, ενώ ο άλλος, ένας από τους πολλούς «ταπεινωμένους και καταφρονεμένους» ήρωες του Ντοστογιέφσκι, όπως και οι υπόλοιποι της συλλογής, ανακαλύπτεται τελικά από τον σύζυγο, και καταβάλει απεγνωσμένες προσπάθειες για να τον πείσει για την αθωότητά του. Αναρωτιέμαι ποιο δρόμο θα είχε πάρει η συγγραφική πένα του Ντοστογιέφσκι αν την επόμενη χρονιά (το διήγημα γράφηκε το 1848) δεν είχε συλληφθεί για συνομωσία, δεν είχε καταδικαστεί σε θάνατο και δεν είχε μάλιστα στηθεί στο εκτελεστικό απόσπασμα, για να γλιτώσει την εκτέλεση στο παρά πέντε και να σταλεί για χρόνια στη Σιβηρία. Οι ήρωές του, σχεδόν πάντα ταπεινωμένοι και καταφρονεμένοι, δεν θα προκαλούν στο εξής το γέλιο αλλά τον οίκτο.
Είχα σχεδόν τελειώσει το βιβλίο όταν ανακάλυψα ένα άλλο βιβλίο του Ντοστογιέφσκι, hard copy αλλά αγορασμένο κοψοχρονιά σε κάποιο παζάρι βιβλίου ή σε καλάθι. Έχει τίτλο «Η σπιτονοικοκυρά». Το ξεφύλλισα και με έκπληξη διαπίστωσα ότι περιείχε και όλα τα διηγήματα του βιβλίου που είχα διαβάσει εκτός από ένα. Και με λύπη διαπίστωσα ότι τη μετάφραση την είχε κάνει ο Γιώργος Κοτζιούλας, προφανώς από τα ρώσικα. Το ότι ο Γ. Συμηριώτης δεν είχε κάνει την μετάφραση από τα ρώσικα το είχα υποπτευθεί, αργότερα όμως κατάλαβα ότι την είχε κάνει από τα γαλλικά. Γράφει κάπου «Ενθουσιασμένος, κύριε, ενθουσιασμένος» (σελ. 68). Προφανώς μεταφράζει λάθος το γαλλικό enchanté, που στα συγκεκριμένα συμφραζόμενα σημαίνει «χαίρω πολύ» (για τη γνωριμία). Βρήκα το πρωτότυπο και έκανα αντιπαραβολή, και διαπίστωσα ότι έλειπε στο ίδιο σημείο και μια φράση. Κοιτάζοντας δειγματοληπτικά και κάποια άλλα κομμάτια είδα ότι ο Κοτζιούλας μένει πολύ κοντά στο πρωτότυπο, σε αντίθεση με τον Συμηριώτη. Ο οργανωτής του καλλιτεχνικού τμήματος της όγδοης μεραρχίας του ΕΛΑΣ (πριν χρόνια διάβασα το βιβλίο του «Όταν ήμουν με τον Άρη») είναι απίθανο να μη μετέφρασε από το πρωτότυπο. Αλλά για το βιβλίο αυτό του Ντοστογιέφκι θα γράψουμε αφού το διαβάσουμε πρώτα. Δηλαδή το μυθιστόρημα, γιατί το ένα διήγημα που δεν υπάρχει στη συλλογή που μετέφρασε ο Συμηριώτης το διαβάσαμε ήδη. (Ψάχνουμε στο διαδίκτυο το βιογραφικό του Συμηριώτη, και βλέπουμε χρονολογία γέννησης και θανάτου 1878-1964. Όμως το βιβλίο που διάβασα πρέπει να είναι επανέκδοση, η ποιότητα του χαρτιού δεν αφήνει καμιά αμφιβολία γι’ αυτό).
No comments:
Post a Comment