Αριστοτέλης Ράπτης, Στην κόψη του σπαθιού και του στοχασμού, Αθήνα 2011
Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε και στο Λέξημα
Μια συναρπαστική αυτοβιογραφία με φόντο τις πιο συνταρακτικές στιγμές της νεότερης ιστορίας μας.
Πριν λίγους μήνες γράψαμε για την αυτοβιογραφία του Τζην Γουάιλντερ («Φίλα με σαν ξένος», ΑΛΔΕ 2011). Ήταν μια θαυμάσια αυτοβιογραφία στην οποία αποκαλύφθηκε το λογοτεχνικό του ταλέντο. Και φυσικά συνέχισε με τρία ακόμη βιβλία, το ένα από τα οποία έχει επίσης μεταφραστεί στα ελληνικά («Η γυναίκα που δεν ήθελε»). Τώρα, διαβάζοντας την αυτοβιογραφία του Αριστοτέλη Ράπτη (τον ευχαριστούμε που μας την εμπιστεύθηκε πριν εκδοθεί), ομότιμου καθηγητή πληροφορικής του Πανεπιστημίου Αθηνών, βρισκόμαστε μπροστά σε μια παρόμοια περίπτωση: Την αυτοβιογραφία ενός ανθρώπου, που όχι μόνο έχει να αφηγηθεί καταπληκτικά πράγματα, αλλά τα αφηγείται και με ένα τρόπο που κυριολεκτικά συναρπάζει. Δεν θα ήταν έκπληξη για μας αν τον βλέπαμε να συνεχίζει όπως ο Γουάιλντερ.
Ο Ράπτης γεννήθηκε και πέρασε τα πρώτα παιδικά του χρόνια μέσα στις πιο δύσκολες συνθήκες της νεότερης ιστορίας μας. Ο πατέρας του, καπετάνιος του ΕΛΑΣ, ο καπετάν Τσάκαλος, ήταν πάντοτε απών, είτε στο βουνό είτε στην εξορία. Ο Αριστοτέλης μεγάλωσε κάτω από τις φτερούγες μιας μάνας που τον υπεραγαπούσε, μιας μάνας που οι κακουχίες, οι στερήσεις και οι στενοχώριες δεν την άφησαν να καμαρώσει το γιο της, μεγαλωμένο και φτασμένο, όχι μόνο σαν καταξιωμένο διεθνώς επιστήμονα, αλλά ούτε καν ως πτυχιούχο της πανεπιστημιακής σχολής που διάλεξε, και την οποία τέλειωσε μέσα σε απίστευτες δυσκολίες και στερήσεις.
Ενώ στο μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου μάς αποκαλύπτεται η αφηγηματική του άνεση, στο τέλος θαυμάζουμε και την οξυδέρκεια της σκέψης του, σε δοκιμιακά τμήματα όπου αναπτύσσει τις αντιλήψεις του για προβλήματα που μας απασχόλησαν και μας απασχολούν. Μιλάει κυρίως για τρία πράγματα: την αριστερά, τη σύγχρονη κρίση και την κατάσταση στα πανεπιστήμια. Μάλιστα για το πρώτο είναι ιδιαίτερα επινοητικός: χρησιμοποιεί τον πλατωνικό διάλογο. Ο Ράπτης-γιόγκι συζητάει με τον κομισάριο φίλο του, σε μια διαλεκτική αντιμετώπιση της τελευταίας ίσως «αφήγησης» της ιστορίας της ανθρωπότητας, τον σοσιαλισμό. Θα υπάρξει άλλη αφήγηση; O Lyotard μας λέει όχι. Δεν είναι φονταμενταλιστές στις αντιλήψεις τους οι δυο φίλοι, τις αντιμετωπίζουν κριτικά. Ο κομισάριος είναι που λέει: «…δεν θα έλεγα όχι στην ιδέα ενός δημοκρατικού καπιταλιστικού συστήματος με ανθρώπινο πρόσωπο». (σελ. 365).
Και θυμήθηκα, σε μια ταβέρνα το 1989, πριν την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού (αυτή συνέβη λίγους μήνες μετά), που, μετά από μια οξεία κριτική για τον υπαρκτό σοσιαλισμό, με ρώτησε αγανακτισμένος κάποιος από την παρέα. –Καλά, εσύ σε τι πιστεύεις; -Σε ένα καπιταλισμό με ανθρώπινο πρόσωπο, απαντώ εγώ παραφράζοντας τη γνωστή ρήση. Τώρα αν με ρωτήσετε αν εξακολουθώ να το πιστεύω και σήμερα, θα απαντούσα ότι η λέξη «πιστεύω» έχει σχέση με τις εποχές των αφηγήσεων. Για σήμερα θα έλεγα ότι δεν ελπίζω σε ένα καπιταλισμό με ανθρώπινο πρόσωπο, αλλά απλά σε ένα καπιταλισμό που θα φοράει μια μάσκα λιγότερο αποτρόπαια.
Επειδή έχω μια ιδεοληψία με τις συμπτώσεις, θα παραθέσω ένα από τα πολλά σχετικά αποσπάσματα: «Και δεν είναι το μόνο περιστατικό αυτό που συνέβη με το Θανάση, να με σώσει κυριολεκτικά δυο φορές και μάλιστα να συναντηθούμε στο ίδιο ακριβώς σημείο. Τέτοιου είδους συμπτώσεις σε δύσκολες στιγμές στη ζωή μου υπήρξαν αρκετές και ήταν αξιοσημείωτες. Και, όσο και αν ήξερα πως η τύχη δεν είναι παρά μια τυφλή στατιστική, πάλι με έβαζαν σε σκέψεις και τις εξιστορούσα στους φίλους μου» (σελ. 286).
Έτσι και μένα, κάποιες συμπτώσεις στη ζωή μου με βάζουν σε σκέψεις.
Διαβάζουμε: «Αφού έτρωγα την μακαρονάδα μου, ένα μέρος του ψωμιού από το κουβέρ που μας δίνανε το έβαζα κρυφά στη δεξιά τσέπη και έφευγα. Μετά περνούσα κοντά στον ψήστη, κι αυτός ταχυδακτυλουργικά μου έριχνε κρυφά δυο μπιφτέκια στην αριστερή τσέπη, μερικές φορές, καθώς έβγαινα έξω και περνούσα δίπλα από την ψησταριά» (σελ. 193).
Κάτι ανάλογο έζησε και ο φίλος μου ο Γιώργος ο Βοϊκλής, από τους πρωτοπόρους οικολόγους στον ελληνικό χώρο, ο αρχιτέκτονας του μετασχηματισμού του αριστερού μας γκρουπούσκουλου σε οικολογική οργάνωση, ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του ’70. Ο πατέρας του ήταν επίσης εξορία. Ένας μάγειρας του έχωνε κάτω από τη μακαρονάδα του και μια μεγάλη μερίδα κρέας.
Ο Τέλης είναι φοβερός ανεκδοτάς, μια κυριολεκτικά αστείρευτη πηγή. Συμμεριζόμαστε την ίδια αγάπη για τα ανέκδοτα. Θα αντισταθώ όμως στον πειρασμό να αντιγράψω κάποια από αυτά που υπάρχουν στο βιβλίο του, για να το αγοράσετε και να τα διαβάσετε εκεί. Είναι ένα βιβλίο ιδιαίτερα συναρπαστικό, βαθιά συγκινητικό, πολύ ανθρώπινο, θα σας γοητεύσει.
Μπάμπης Δερμιτζάκης
No comments:
Post a Comment