Ζυράννα Ζατέλη, Ηδονή στον κρόταφο, Καστανιώτης 2011, σελ. 152
Για τη Ζυράννα Ζατέλη μου μίλησε με ενθουσιασμό μια χωριανή μου, φιλόλογος, και μου έδωσε να διαβάσω το πρώτο της βιβλίο, τη συλλογή διηγημάτων «Περσινή αρραβωνιαστικιά» που, αν θυμάμαι καλά, ήταν εκδόσεις Σιγαρέτα. Εξαιρετικά διηγήματα, με το πρώτο να έχει το πιο καταπληκτικό εφέ απροσδόκητου που συνάντησα ποτέ, με ταυτόχρονο εφέ τέλους: ο ερωτιάρης (ή η ερωτιάρα, δεν θυμάμαι), ήταν μια γάτα.
Και η δεύτερη συλλογή διηγημάτων μου άρεσε πολύ, «Στην ερημιά με χάρη», και βέβαια το εξαιρετικότατο «Και με το φως του Λύκου επανέρχονται». Μετά την έχασα τη Ζατέλη, άλλα διαβάσματα είχαν προτεραιότητα, αλλά και αυτό το ογκώδες των έργων της με τρόμαζε. Προχθές στη γιορτή του φίλου μου του Γιάννη, μια φίλη έκανε δώρο στη γυναίκα του ένα βιβλίο της Ζατέλη. Φαντάστηκα ότι θα ήταν κάποιο από τα ογκώδη της τριλογίας. Τελικά με έκπληξη είδα ότι επρόκειτο για ένα μικρό βιβλίο μόλις 150 σελίδων, που μπορούσα δηλαδή να το ξεπετάξω με την πρώτη. Εξέφρασα την επιθυμία στη φίλη μου, μόλις το διαβάσει, να μου το δανείσει. Αυτή μου είπε να το πάρω αμέσως –η φίλη της δεν έφερε αντίρρηση, δεν φάνηκε να προσβλήθηκε- θα το διάβαζε μετά. Το πήρα και το διάβασα χθες. Παγιδευμένος στο σπίτι με σκονάκια καθαρτικά εντέρου για μια κολονοσκόπηση που θα έκανα το απόγευμα, δεν υπήρχε καλύτερος τρόπος για να περάσω την ώρα μου. Πέρασε χωρίς να το καταλάβω. Ήταν πολύ συναρπαστικό.
Το βιβλίο αποτελείται από (να μην τα μετρήσω τώρα) διάφορα αφηγήματα, όλα αυτοβιογραφικά, γραμμένα σε διαφόρους περιόδους, δημοσιευμένα σε έντυπα, εκτός από ένα που ήταν απομαγνητοφώνηση από κάποια ραδιοφωνική εκπομπή. Όχι ακριβώς εκ βαθέων, αλλά γραμμένα με ειλικρίνεια, διανθισμένα κατά τόπους με χιούμορ, σε κάνουν να βάλεις τη συγγραφέα στην καρδιά σου. Ο Ροῒδης, στον οποίο αναφέρεται η Ζατέλη, επηρεάζει το ύφος της, τεντώνοντας τη δημοτική της σε ένα λόγιο ύφος, με προτίμηση «καθαρευουσιάνικων» λέξεων και εκφράσεων, σε άλλα αφηγήματα περισσότερο, σε άλλα λιγότερο. Ο συντηρητισμός αυτός της γλώσσας, ένας μετα-δημοτικισμός μετά την πλήρη επιβολή της δημοτικής που δεν την κάνει πια να φοβάται τα λόγια στοιχεία, είναι εξάλλου αρκετά συνηθισμένος σήμερα. Στη Ζατέλη φαίνεται πιο φυσικός με το πολυτονικό που χρησιμοποιεί, ή, θα έλεγα καλύτερα, απαιτεί, μια και τα κείμενά της δεν τα γράφει σε δισκέτα αλλά τα δίνει κτυπημένα σε γραφομηχανή. Είναι η τελευταία των Μοϊκανών, όπως αναφέρει, για την ακρίβεια από τους τελευταίους των Μοϊκανών, αφού ασφαλώς υπάρχουν κι άλλοι –ξέρω κάποιους- που δεν χρησιμοποιούν υπολογιστή.
Τώρα να έλθουμε στα κείμενα ή σε αποσπάσματα, σχολιάζοντάς τα, όπως συνηθίζουμε στις βιβλιοκριτικές μας.
Το δεύτερο αφήγημά της με τίτλο «Έναν άντρα που τον λένε και Βικέντιο και Βαν Γκογκ» (Η Ζατέλη αρέσκεται σε μακρινάρια τίτλους) με άφησε έκπληκτο. Μιλάει για τις φοβερές συμπτώσεις που της έτυχαν στη ζωή της. Και εμένα μου έχουν τύχει φοβερές συμπτώσεις, κάποιες μάλιστα, με κοινή θεματική, τις καταγράφω σε ένα αυτοβιογραφικό αφήγημα για το οποίο δανείστηκα τον τίτλο από το βιβλίο του Άρθουρ Καίσλερ: «Οι ρίζες της σύμπτωσης». Να αναφέρω την πιο εντυπωσιακή σύμπτωση που αναφέρει: Τρεις δεσμοί της κράτησαν 7 χρόνια ο καθένας. Η μέρα γενεθλίων του καθενός ήταν, διαδοχικά, 6,7 και 8 Απριλίου. Στο τσακ απεφεύχθη ίσως και ένας άλλος δεσμός, με κάποιον άντρα που γεννήθηκε 9 Απριλίου.
Όμως να αναφέρω κάποιες συμπτώσεις ανάμεσα σε μένα και σ΄ αυτήν.
Πριν 6 μέρες ακριβώς σε φιλικό σπίτι ήμασταν μαζεμένοι κάποιοι φίλοι και συζητάγαμε για συγγραφείς. Κάποιοι θάβαμε κάποιους, κατά τα ειωθότα. Όμως για την Ζυράνα Ζατέλη υπήρξε ομοφωνία: είναι μια εξαιρετική συγγραφέας.
Η Ζυράνα Ζατέλη γεννήθηκε 30 Μάρτη, αλλά προτιμούσε το 29, γιατί εκείνη τη μέρα γεννήθηκε ο Βενσάν Βαν Γκονγκ. Η παρήχηση του Β την οδήγησε ίσως και στο δικό της Ζυράννα, που κάνει παρήχηση στο Ζ με το Ζατέλη.
Όμως ο πατέρας της την δήλωσε άλλη ημερομηνία, και έτσι όταν πήγε να βγάλει μια ληξιαρχική πράξη γέννησης, ως ημερομηνία γραφόταν η 4η Απριλίου. Αργότερα στο διαβατήριό της εμφανίστηκε η 10η Απριλίου. Αυτή η διαφορά της στοίχισε αρκετούς μπελάδες.
Και εγώ γεννήθηκα 29, αλλά Γενάρη, ένα χρόνο πριν (Η Ζατέλη σίγουρα είναι η τελευταία των Μοϊκανών που δηλώνει στα βιογραφικά της τη χρονολογία γέννησης. Αλλά και εγώ μάλλον είμαι από τους τελευταίους). Και ο δικός μου πατέρας δεν με δήλωσε σωστά. Βαρέθηκε να με δηλώσει, μέχρι που κάποιος του σφύριξε ότι αυτό έχει ποινικές ευθύνες, έπρεπε να με δηλώσει μέσα σε τρεις μήνες από τη γέννησή μου. Οι τρεις μήνες είχαν περάσει, και γι’ αυτό δήλωσε ως ημερομηνία γέννησής μου τις 19 Φλεβάρη. Έτσι γιορτάζω τα γενέθλιά μου στις 29 Γενάρη, αλλά η ταυτότητά μου γράφει 19 Φλεβάρη. Μέχρι τώρα δεν είχα πρόβλημα, αλλά φοβάμαι μήπως έχω μελλοντικά. Στο διαδίκτυο δηλώνω, ανάλογα με την περίπτωση, άλλες φορές το 19 και άλλες το 29, ανάλογα. Ελπίζω να μην κάνω ποτέ λάθος και δηλώσω 29 εκεί που θα έπρεπε να δηλώσω οπωσδήποτε 19. Παρεμπιπτόντως, από τα συμφραζόμενα συμπεραίνω πως από το ίδιο βιβλίο ερωτευτήκαμε τον Βαν Γκογκ: από τη βιογραφία του Ίρβιν Στόουν, που έχει ως εξώφυλλο τον άνθρωπο με το κομμένο αυτί.
Στο «Η παράλειψη της Μάτα Χάρι» η Ζατέλη μιλάει για το santé, δηλώνοντας ταυτόχρονα πόσο φοβερή καπνίστρια είναι. Διαβάζουμε: «Αλλά μπορώ να συγχαρώ αυτούς που δεν καπνίζουν –ευχαριστώ Ζυράνα- αρκεί να μη βλέπουν ως μιαρά όντα εμάς τους άλλους (σελ. 41). Αξίζω τα συγχαρητήρια, γιατί δεν βλέπω ως μιαρά όντα αυτούς που καπνίζουν, αλλά με οίκτο. Και βέβαια έβαλα κι εγώ στο στόμα μου το τσιγάρο, ως μαθητής, και σίγουρα έχω δοκιμάσει το santé. Αλλά δεν έγινα ποτέ καπνιστής. Στην τρίτη Λυκείου σταμάτησα συνειδητά να το δοκιμάζω, όπως συνήθιζα κατά καιρούς με τους φίλους μου, όταν κατάλαβα ποιος ήταν ο λόγος που κάπνιζαν: για να δείχνουν μεγάλοι, για να δείχνουν σπουδαίοι. Ένοιωσα ντροπή να καταφύγω σε ένα τέτοιο ποταπό μέσο για να δείξω ότι είμαι κάποιος. Σαν φοιτητής στο τμήμα Αγγλικών Σπουδών στη Φιλοσοφική της Αθήνας, όλες οι συμφοιτήτριές μου κάπνιζαν. –Μα γιατί δεν καπνίζεις, μου έλεγαν. –Μα γιατί είναι θηλυπρεπές. Κάπως πρέπει να ξεχωρίζουμε εμείς οι άντρες από εσάς, τους απαντούσα εγώ. Στη συνέχεια κάπνιζα ένα τσιγάρο κάθε πρωτοχρονιά, για να πάει λέει καλά η χρονιά. Κάποια χρονιά δεν πήγε καλά, και έτσι το παράτησα. Έχω χρόνια να το βάλω στο στόμα μου. Όμως δεν με ενοχλεί η μυρωδιά όταν καπνίζει ο άλλος δίπλα μου, αλλά μου είναι αφόρητο να είμαι σε χώρο γεμάτο καπνούς. Γυρνώντας από το καφενείο του χωριού μου στις διακοπές των Χριστουγέννων, σ’ αυτό που συχνάζαμε ως φοιτητές, έπεφτα να κοιμηθώ αφού έβαζα πρώτα dispersadron στα μάτια μου, που με έτσουζαν φοβερά.
Στο Κέντρο Μαρξιστικών Μελετών πήγα ταυτόχρονα σε δυο ομάδες: στην ομάδα κοινωνικής ανθρωπολογίας και στην ομάδα φιλοσοφίας, πριν 25 χρόνια. Στην ομάδα κοινωνικής ανθρωπολογίας, που λειτουργεί πια ανεξάρτητα, συμμετέχω ακόμη. Στην ομάδα φιλοσοφίας πήγα τρεις φορές. Την τρίτη φορά καθόμουν στην μιαν άκρη του μακριού τραπεζιού, ενώ στην άλλη καθόταν νομίζω ο Παπαγούνος. Δεν έβλεπα καθαρά τα χαρακτηριστικά του, ήταν σαν μια σκιά που αχνοφαινόταν μέσα σε ομίχλη, τόση ήταν η κάπνα. Είπα ότι δεν έχω πια θέση σε αυτή την ομάδα και δεν ξαναπάτησα.
Στο «Η τελευταία των Μοϊκανών» η Ζατέλη υπερασπίζεται τη γραφομηχανή της και την άρνησή της να χρησιμοποιήσει υπολογιστή. Αναφέρει τι της έλεγε μια φίλη της, πανεπιστημιακός. «Μπορεί ξαφνικά να μαυρίσει η οθόνη μπροστά σου και εν ριπή οφθαλμού να σου αφανίσει χρόνια δουλειάς, κομμάτια ολόκληρα του εαυτού σου, χωρίς να ξέρεις το γιατί» (σελ. 84). Η φίλη της αυτή, όπως και τόσοι άλλοι, θα το έμαθε μετά: γιατί δεν είχε την προνοητικότητα να κρατήσει back up. Εγώ, μόλις τελειώσω αυτή τη βιβλιοκριτική, θα τη στείλω στον εαυτό μου, στο λογαριασμό gmail. Παρόλο που αποθηκεύω σε εξωτερικό σκληρό δίσκο, δεν ρισκάρω να μπουκάρει ένας κλέφτης και να μου αδειάσει το σπίτι. Μια φορά έχασα ένα κείμενο, χάλασε η δισκέτα του back up, μια συγκριτολογική μελέτη για ένα διήγημα του Ανδρέα Μήτσου με το «Μακριά από το αγριεμένο πλήθος» του Χάρντι. Δεν είχα διάθεση να το ξαναγράψω. Έτσι είμαι ιδιαίτερα προσεκτικός να μην χάσω κανένα από τα κείμενά μου.
Η Ζυράνα αναφέρει πως ξεκίνησε να γράφει γραφομηχανή, αλλά όχι τυφλό σύστημα. Εγώ ξεκίνησα με τυφλό, νομίζω το 1980. Είχα κάνει τρεις μεταφράσεις για τον Θάνο το Γραμμένο (εκδόσεις Θυμάρι). Αυτός τις έβαζε στο συρτάρι, χωρίς να τις κοιτάζει. Κάποια στιγμή αποφάσισε να εκδώσει την πρώτη. Ανοίγει, και τι να δει!!! Τα χειρότερα γράμματα που αντίκρισε ποτέ στη ζωή του (ας μην επεκταθώ εδώ στην κακογραφία μου, αυτό είναι μια άλλη ιστορία). Μου διηγιόταν, χρόνια μετά, ότι έβγαινε στην αυλή του σπιτιού του στο Χολαργό, κοίταζε τον ουρανό, άνοιγε τα χέρια του εν είδει ικεσίας και ρωτούσε: -Θεέ μου, τι αμαρτίες έχω κάνει;
Μου το έθεσε πια σαν όρο: Αν ήθελα να συνεχιστεί η συνεργασία μας, έπρεπε να γράφω σε γραφομηχανή. Ο πατέρας μιας φίλης μου που εργαζόταν σε τράπεζα μεσολάβησε να αγοράσω μια παλιά μεταχειρισμένη γραφομηχανή της τράπεζας, ένα πράγμα αγγουράτο, θεόβαρυ, για 1.000 δραχμές. Η φίλη μου μού έδωσε ένα βιβλίο εκμάθησης τυφλού συστήματος. Την πρώτη μέρα έμαθα τα κτυπήματα στην μεσαία και στην πάνω σειρά. Την επόμενη και στην κάτω. Η πρώτη σελίδα μετάφρασης που πληκτρολόγησα (ήταν, θυμάμαι, το «Ψυχολογία και ψυχική υγεία» του Τζέημς Χάντφιλντ) μου πήρε μια μέρα. Αρνιόμουνα πεισματικά να κοιτάξω το πληκτρολόγιο, προσπαθούσα να θυμηθώ πού βρισκόταν το γράμμα που χρειαζόμουν.
Αυτή την μετάφραση, σε σχέση με το χρόνο που της αφιέρωσα, είναι σαν να την έκανα τσάμπα. Έκανα όμως απόσβεση με τα κείμενα που έγραψα μετά.
Όμως και πάλι είχα πρόβλημα: Η έμπνευση μου ερχόταν μόνο κρατώντας στυλό. Η πρώτη γραφή γινόταν πάντα με το στυλό, και μετά, πάνω στο κείμενο που πληκτρολογούσα στη γραφομηχανή, έκανα τις διορθώσεις. Αγόρασα εν τω μεταξύ και μια ελαφρά μηχανή για την Κρήτη. Αυτό το αγγουράτο πράγμα δεν γινόταν να το κουβαλάω πάνω κάτω.
Είμαι tech freak, και ήθελα πάντα ένα κομπιούτερ. Αλλά λεφτά δεν περίσσευαν, γιατί τότε χτίζαμε το σπίτι. Έψαχνα εκείνο τον καιρό κάποιον εποπτεύοντα για να κάνω διδακτορικό. Ήμουν αποφασισμένος, μόλις τον έβρισκα, να αγοράσω κομπιούτερ. Τον βρήκα, και αγόρασα κομπιούτερ. Ένα παλιό, μεταχειρισμένο. Οθόνη μου έδωσε ο μπατζανάκης μου, μια παλιά που είχε. Κυκλοφορούσαν τότε έγχρωμες οθόνες, και κομπιούτερ με τα πρώτα windows, τα 3.10, όμως ήταν πανάκριβα. Έτσι έγραφα σε dos, με τον Professional Write. Μετά από τρία χρόνια, όταν τέλειωνα το διδακτορικό, πήρα ένα μεταχειρισμένο κομπιούτερ, με έγχρωμη οθόνη και windows. Θυμάμαι το πλήρωσα 120.000 δρχ.
Όμως είχα πάντα το πρόβλημα: μόνο ο στυλός πυροδοτούσε την έμπνευση, κατευθείαν στο κομπιούτερ δεν μπορούσα να γράψω παρά μόνο απλά κείμενα. Άκουγα τον φίλο μου τον Γιώργο τον Βοϊκλή να μου λέει ότι χτυπούσε κατευθείαν τα κείμενά του στον υπολογιστή και ζήλευα. Μια από τις μεγάλες νίκες στη ζωή μου είναι όταν κτύπησα ένα απαιτητικό κείμενο κατευθείαν στον υπολογιστή. Έτσι πήρα το κολάι. Τώρα, εδώ και μια δεκαπενταετία, πληκτρολογώ κατευθείαν στον υπολογιστή, και καθώς ξέρω τυφλό σύστημα κερδίζω επί πλέον πολύτιμο χρόνο.
Διαβάζω: «…και ζητούσαν απ΄τον βοηθό –έτσι λέγαμε τον εισπράκτορα…» (σελ. 94).
Έτσι τον λέγαμε κι εμείς στην Κρήτη. Και θυμάμαι την ατάκα. Όταν έλεγε κανείς «και ο θεός βοηθός» ο άλλος συμπλήρωνε «Και ο Χριστός σωφέρης», παίζοντας με το εφέ της δισημίας στη λέξη «βοηθός». Σωφέρη λέγαμε τότε τον οδηγό, από το γαλλικό.
Έγραψα πολλά για μένα, αλλά μου έχει γίνει πια συνήθεια να αυτοβιογραφούμαι γράφοντας τις βιβλιοκριτικές μου. Εξάλλου στο διαδίκτυο θα αναρτηθεί αυτή η βιβλιοκριτική, όχι σε έντυπο, και απολαμβάνω την ελευθερία να γράφω όπως θέλω, μια ελευθερία που δεν είχα όταν έγραφα για έντυπα.
Με γέμισαν αναμνήσεις τα αυτοβιογραφικά αυτά κείμενα της Ζατέλη, τόσο εξαίρετα στη γραφή τους, που αν δεν πυροδοτήσουν και δικές σας αναμνήσεις, σίγουρα όμως θα σας γοητεύσουν.
No comments:
Post a Comment