Βάλλυ Κωνσταντοπούλου, Εισαγωγή στην αισθητική του κινηματογράφου, Αιγόκερως 2003, σελ. 149
Πρόκειται για μια εξαιρετική εισαγωγή, χωρίς πολλά πολλά, με εξαίρεση μια σύντομη τετρασέλιδη εισαγωγή στην ιστορία της αισθητικής. Χωρίζεται σε τρία μέρη. Στο πρώτο μέρος η συγγραφέας πραγματεύεται την αισθητική του κινηματογράφου, στο δεύτερο τα εκφραστικά μέσα της κινηματογραφικής αισθητικής, και στο τρίτο τα αισθητικά ρεύματα και τους δημιουργούς του κινηματογράφου. Εκεί θα διαβάσετε για αγαπημένους σκηνοθέτες και έργα που έχετε δει. Τώρα που άρχισε να με ενδιαφέρει και εμένα το video, και έχω ποστάρει ήδη τρία (το πρώτο ανεπεξέργαστο, με την φωτογραφική μηχανή, τα άλλα δυο επεξεργασμένα, με βιντεοκάμερα, μπορείτε να τα βρείτε εδώ), μου άρεσε ιδιαίτερα η καταληκτική παράγραφος στην εισαγωγή στην ιστορία της αισθητικής.
«Ο κινηματογράφος σήμερα κατ’ εξοχήν επηρεάζεται από τις νέες τεχνολογίες. Οι τεράστιες οικονομικές δαπάνες αρχίζουν να μειώνονται δραστικά. Ο κάθε νέος δημιουργός μπορεί με μία κάμερα mini D.V. και κάρτα μοντάζ στον ηλεκτρονικό υπολογιστή του σπιτιού του, να δοκιμαστεί στη δημιουργία οπτικοακουστικών έργων. Η Νέα Εποχή ζητάει την αποδόμηση του ψεύτικου και του δήθεν, και αναζητάει μόνο την αλήθεια. Τα νέα έργα έχουν ήδη αρχίσει να δημιουργούνται» (σελ. 17).
Και σαν «φιλόδοξος» νέος δημιουργός (για την ακρίβεια, αυτό που φιλοδοξώ είναι να κάνω κάποιες καλές ντοκιμαντερίστικες λήψεις, αρχίζοντας από το χωριό μου, που θα συμπληρώσουν το βιβλίο που έχω γράψει γι’ αυτό), μου άρεσε ιδιαίτερα η παρακάτω περίοδος: «Η αισθητική του δόγματος, που πρωτοϊδρύει ο δανός σκηνοθέτης Λαρς φον Τρίερ (Δαμάζοντας τα κύματα, 1977) και τον ακολουθούν οι Σουηδοί, όπως ο Τόμας Βίντενμπεργκ (Οικογενειακή γιορτή, 1999), υποστηρίζει την αισθητική του ντοκιμαντέρ με την κάμερα στο χέρι, τη χρήση ημιεπαγγελματικού ψηφιακού βίντεο, την απουσία καλλιέπειας στην εικόνα, την έλλειψη φωτισμών και στόχο την αλήθεια και την ανεμπόδιστη παρουσίασή της, καταρρίπτει την πρακτική ότι απαιτούνται μυθικά ποσά για να γίνει μια ταινία (αυτό το ξέρω ήδη από τον ιρανικό κινηματογράφο) και αποδεικνύει ότι όποιος έχει πράγματι κάτι ουσιαστικό να πει, σήμερα υπάρχουν τα μέσα για να το πει, δίχως να χρειάζεται να πάει στο Χόλιγουντ» (σελ. 20).
Έχω γράψει συχνά μιλώντας για ταινίες πως οι μεγάλοι σκηνοθέτες γράφουν οι ίδιοι τα σενάριά τους. Δεν ήξερα πως υπάρχει ήδη όρος για τον κινηματογράφο που κάνουν, και ότι λέγεται cinema d’ auteurs, κινηματογράφος των δημιουργών. Και θα ήθελα να σημειώσω σχετικά μ’ αυτό, ότι μπορεί μεν να γίνεται λόγος για την αισθητική αυτών των σκηνοθετών, όμως δεν είναι αυτό που συναρπάζει κυρίως το ευρύ κοινό: είναι οι ιστορίες που αφηγούνται. Το σενάριο νομίζω ότι είναι αρκετά υποτιμημένο στις συζητήσεις για τον κινηματογράφο. Εμένα όμως, πέρα από την αισθητική μιας ταινίας, με ενδιαφέρει εξίσου, αν όχι περισσότερο, η ιστορία που αφηγείται η ταινία. Το τι λες είναι ίσως περισσότερο σημαντικό από το πώς το λες, χωρίς να θέλω να υποβιβάσω καθόλου τη σημασία του δεύτερου. Αυτό το δεύτερο τονίζει η συγγραφέας: «Ο αφηγηματικός κινηματογράφος απογειώνεται μέσα από την κυριολεξία της ποίησης» (σελ. 22). Και ακόμη: «Ο κινηματογράφος είναι η τέχνη που απευθύνεται στον πολύ κόσμο. Μπορεί ταυτόχρονα να είναι και τέχνη, να έχει και αφήγηση αλλά και ποιητικότητα. Αυτός ο συνδυασμός είναι η μεγάλη πρόκληση της δημιουργίας του κινηματογράφου» (σελ. 47).
Να κάνω όμως και κάποιες διορθώσεις. Ο Μαχμαλμπάφ δεν είναι αφγανός, είναι ιρανός. Ο Zhang Yimou δεν είναι Ζανγκ Γιμού αλλά Τζανγκ Γιμόου, αυτό το έχουμε ξαναγράψει, και ο πορτογάλος João Botelho δεν είναι Χοάο Μποτέλχο αλλά Ζουάου Μπουτέλιου (άντε, Ζοάο Μποτέλιο).
Το βιβλίο είναι εξαιρετικό, περιεκτικό, καθόλου φλύαρο, το συνιστώ. Έμαθα πάρα πολλά πράγματα που δεν ήξερα διαβάζοντάς το. Ίσως υπάρχει ακόμη στην Πρωτοπορία, στο κατάστημα με τα παιδικά. Κάνει μόλις 2 ευρώ.
No comments:
Post a Comment