Χρήστος Χωμενίδης, Το σοφό παιδί, Εστία 1993, σελ. 312
Για το «Σοφό παιδί» μου είχε μιλήσει με ενθουσιασμό ο φίλος μου ο Ντίνος ο Μηλιώτης, πριν χρόνια, όταν εκδόθηκε. Είπα ότι αυτό το βιβλίο πρέπει κάποια στιγμή να το διαβάσω. Τότε ήταν αδύνατο, γιατί μόλις ξεκινούσα το διδακτορικό μου, και στη συνέχεια όλο και κάποια άλλα βιβλία έμπαιναν σε προτεραιότητα. Έπειτα, όταν έχεις σχεδόν μια μικρή βιβλιοθήκη αδιάβαστα βιβλία είναι πολυτέλεια να αγοράζεις άλλα, εκτός και αν τα θεωρείς απολύτως αναγκαία-όπως τώρα που άρχισα να αγοράζω βιβλία για τον κινηματογράφο.
Όμως το βιβλίο δεν το έβγαλα ποτέ από το μυαλό μου. Το είχα πάντα στα υπόψη. Έτσι όταν συνόδευσα τον Αλέξανδρο και τη Χριστίνα στο Μοναστηράκι, σε μια βόλτα που αυτοί τη συνηθίζουν, και σε ένα καρότσι με βιβλία πέτυχα το «Σοφό παιδί», το αγόρασα αμέσως. Αφού ξεμπέρδεψα με κάποια άλλα βιβλία που είχαν προτεραιότητα το διάβασα. Και θα γράψω τώρα τις εντυπώσεις μου.
Υπάρχουν βιβλία που το ύφος καταποντίζει το στόρι, και βιβλία που το στόρι δεν σε αφήνει να προσέξεις το ύφος. Είναι σαν να τα βάζεις σε μια ζυγαριά και αυτή δεν ισορροπεί, αλλά είτε στη μια μεριά θα γέρνει είτε στην άλλη.
Δεν είναι η περίπτωση του Χωμενίδη. Τόσο το ύφος όσο και το στόρι είναι εντυπωσιακά.
Το χαρακτηριστικό υφολογικό στοιχείο του Χωμενίδη είναι το χιούμορ. Ένα χιούμορ ξέφρενο, αχαλίνωτο, σπαρταριστό. Ο Χωμενίδης δεν αφήνει ευκαιρία να πάει χαμένη, προκειμένου να πετάξει μια χιουμοριστική ατάκα. Χαρακτηριστική περίπτωση είναι το παρακάτω: «Την τρίτη ημέρα, κατά τας γραφάς» (σελ. 110). Αυτό το «κατά τας γραφάς» που δημιουργεί ένα διακειμενικό εφέ μπαίνει μόνο για να προκαλέσει το γέλιο (έστω, το χαμόγελο. Το λέω αυτό γιατί σε κωμωδίες εγώ γελάω εκεί που οι άλλοι απλά χαμογελάνε, ενώ όταν εγώ χαμογελάω αυτοί μένουν απαθείς).
Και τώρα το στόρι.
Ο Χωμενίδης έχει μια αχαλίνωτη φαντασία. Σε άλλες εποχές θα ήταν ένας φοβερός παραμυθάς. Και αυτό φαίνεται πολύ χαρακτηριστικά στην αφήγηση των Κυπρίων προσφυγόπουλων, δυο ολόκληρες σελίδες, για το πώς ξέφυγαν από τον Αττίλα, και όλο το περιπετειώδες ταξίδι τους μέχρι να φτάσουν στην φιλόξενη εστία του κολεγίου Αθηνών (Το επισκέφτηκα πριν χρόνια, σε μια προσπάθεια προώθησης κάποιων βιβλίων από τον εκδότη μου, ανάμεσα στα οποία ήταν και κάποιο ή κάποια δικά μου. Τυχερά αυτά τα πλουσιόπαιδα).
Σε κάποιες περιπτώσεις η φαντασία του μπαίνει στην υπηρεσία της σάτιρας, όπως στην περιγραφή του «ανακτόρου» που κτίζει ο πατέρας του, κοινοτάρχης στο χωριό τους, με τα λεφτά της νεαρής γκόμενάς του, και στην περιγραφή της συμπεριφοράς του, περιγραφή ενός μασκαρεμένου σε βασιλιά τις απόκριες, που όμως έχει ξεχάσει πώς δεν είναι βασιλιάς αλλά απλά ένας μασκαράς.
Άλλες φορές η φαντασία του λειτουργεί στο εντελώς ξεκάρφωτο, δημιουργώντας μια αίσθηση όχι μαγικού, αλλά γκροτέσκου ρεαλισμού. Είναι η περίπτωση με τα ανθρωπίδια που ζουν μια βδομάδα. Ο Χωμενίδης τα περιγράφει αρκετά διεξοδικά. Τα έβαλε εκεί για την φαντασμαγορία τους, ή πρόκειται για μια άλλη σατιρική αιχμή που εμένα μου διέφυγε; Δεν ξέρω.
Η σάτιρα του Χωμενίδη δεν καταφεύγει πάντα στο σουρεαλιστικό και στο γκροτέσκο. Μπορεί να μένει και μέσα στα όρια του ρεαλισμού. Η πιο χαρακτηριστική περίπτωση βρίσκεται στην αρχή του έργου. Η πατέρας του αφήνει τους εκπρόσωπους του κολλεγίου που έχουν επισκεφτεί το χωριό προς άγραν ταλαντούχου παιδιού για να φοιτήσει ως υπότροφος, να πηδήξουν τη μάνα του προκειμένου να τον επιλέξουν. Ο μόνος που δεν την πήδηξε ήταν ο Τζέηκομπ, ένας χαρισματικός καθηγητής, που ξεκίνησε ως straight για να καταλήξει gay, και να εκτελεστεί, χρόνια μετά, ως κατάσκοπος από τους ρώσους. Αυτός ο Τζέηκομπ έχει αναλάβει υπό την προστασία του το μικρό αγόρι, το σοφό παιδί που αφηγείται την ιστορία του, όχι με την οπτική γωνία του παιδιού που ήταν τότε, όπως κάνουν άλλοι συγγραφείς, αλλά με την οπτική ενός νεαρού ενήλικα.
Και, επί τη ευκαιρία, να μιλήσουμε για το χρόνο σ’ αυτό το βιβλίο. Χρόνος έκδοσης είναι το 1993. Πότε γράφηκε δεν ξέρουμε. Η υπόθεση τοποθετείται στην περίοδο της χούντας και λίγο μετά. Σε μια οιονεί ημερολογιακή καταγραφή με ημερομηνία «15 Ιανουαρίου 1985, 4.20 π.μ.», ο αφηγητής γράφει: «Όλα τα παραπάνω τα συνέγραψα από τις δέκα το πρωί ως τις τρεις μετά τα μεσάνυχτα. Διακόσιες εξήντα οχτώ σελίδες μέσα σε δεκαεφτά ώρες σημαίνει δεκαπέντε σελίδες την ώρα και βάλε, και μιλάμε βέβαια για κείμενο πλήρες λογικού ειρμού…». Αν δεν έχουμε να κάνουμε με ένα σοφό παιδί, σίγουρα έχουμε να κάνουμε με ένα παιδί θαύμα. Εγώ, που πληκτρολογώ τυφλό σύστημα, ούτε στα πιο τρελά μου όνειρα με την πιο θεϊκή έμπνευση δεν θα μπορούσα να γράψω τόσες σελίδες την ώρα, ούτε καν αντιγράφοντας.
Ενδιαφέρον όμως έχει η αμέσως επόμενη, και τελευταία, ημερολογιακή καταγραφή, με ημερομηνία 16 Ιανουαρίου 1985. Εδώ βλέπω μια ασυνέπεια. Ίσως υπάρχουν και άλλες. Στο «Πόλεμος και Ειρήνη» οι μελετητές έχουν εντοπίσει καμιά δεκαπενταριά.
Και πώς την εντόπισα.
Πιστεύω ότι μια καλή αφήγηση πρέπει να διαθέτει ένα καλό σασπένς (τουλάχιστον). Τα σασπένς τα διακρίνουμε σε «σασπένς του τι» θα γίνει στο τέλος, και σε «σασπένς του πώς» φτάσαμε σ’ αυτό το τέλος. Αυτή είναι η περίπτωση της αρχαίας τραγωδίας, αλλά και των τραγωδιών της κρητικής αναγέννησης. Στη σημερινή μυθοπλασία (μυθιστόρημα, κινηματογράφος, θέατρο κ.λπ.) το «σασπένς του πώς» στηρίζεται είτε σε μια απερίφραστη δήλωση του τέλους από τον δημιουργό, είτε σε προσήμανση. Εδώ βρήκα μια προσήμανση. Την υπογράμμισα και τσεκάρισα τη σελίδα για να την βρω εύκολα όταν θα έγραφα την βιβλιοκριτική μου. Είναι η παρακάτω: «Συχνά σκέφτηκα να τον γραπώσω απ’ το λαιμό και να διαλευκάνω δια της βίας την υπόθεση, μα κατιτί με συγκρατούσε, κάποια αόρατη αύρα φύσαγε γύρω του και τον προστάτευε από κάθε απειλή. Μόλις την έχασε τον σκότωσα» (σελ. 87). Πρόκειται για έναν φίλο του, Κύπριο, τον Τόμμυ Πελεκάνο.
Το «σασπένς το πώς», είναι πώς θα τον σκοτώσει. Περιμένω, περιμένω, περνάνε οι σελίδες, δεν βλέπω να τον σκοτώνει.
Και όμως, στην τελευταία αυτή ημερολογιακή σημείωση (16 Ιανουαρίου) μαθαίνουμε ότι ο Πελεκάνος πέθανε την προηγουμένη. Διαβάζουμε, μετά από μια περιγραφή για το πώς πέρασαν την προηγούμενη νύχτα: «Την επομένη όμως το πρωί ξύπνησα με τον Τόμμυ δίπλα μου πεθαμένο… Αμέσως συνέδεσα το θάνατό του με το συμβάν της προηγούμενης νύχτας κι ενοχοποίησα ένα μικρό καρούμπαλο στην κορυφή του κρανίου του (κάτι του είχε πέσει στο κεφάλι, ένα απροσδιόριστο αντικείμενο, διαβάζουμε λίγο πιο πριν)… Δεν έχει άλλωστε σημασία το πώς σκοτώθηκε ο Τόμμυ. Και ο πιο μυστηριώδης θάνατος δεν υπερβαίνει το μυστήριο του θανάτου αυτό καθεαυτό… Ο Τόμμυ Πελεκάνος ευτύχησε να έχει έναν θάνατο εντελώς αναίτιο και γι’ αυτό πεντακάθαρο» (σελ. 310-311). Τελικά δεν τον σκότωσε τον Τόμμυ.
Ένα επεισόδιο που λίγο έλειψε να στοιχίσει την αποβολή του ήρωά μας από το κολέγιο μου θύμισε ένα ανάλογο δικό μου περιστατικό. Στη γιορτή της 28ης Οκτωβρίου, σε ένα πατριωτικό σκετς παίζει το ρόλο του Μεταξά. Στην ερώτηση του ιταλού πρέσβη αν θα αφήσει τα ιταλικά στρατεύματα να περάσουν τα σύνορα της Ελλάδας, απάντησε «Ναι, φυσικά» (σελ. 97), με αποτέλεσμα να γίνει πανζουρλισμός στην πλατεία και να προκαλέσει πανικό στα παρασκήνια.
Και η δική μου ιστορία:
Πήγαινα στην δευτέρα γυμνασίου και πλησίαζε η μέρα που ήταν η σειρά μου να πω την προσευχή. Σχεδίαζα να κάνω μια αντιστροφή σε μια φράση: στο «κραταίωσον τον βασιλέα και το έθνος υμών εν δόξει και ευημερία» να βάλω πρώτα το έθνος και μετά το βασιλιά. Όμως μέχρι να έλθει η ώρα να πω την προσευχή είχα κάνει κι άλλες προόδους: είχα αποφασίσει να παραλείψω το βασιλιά.
Έτσι και έκανα. Μαθητές των μεγαλύτερων τάξεων ήλθαν το διάλειμμα να με συγχαρούν για το θάρρος μου. Εγώ καμάρωνα σα γύφτικο σκεπάρνι. Όμως από τους καθηγητές δεν είδα καμιά αντίδραση. Σαν να μη το πρόσεξαν.
Είναι πιθανό.
Θυμάμαι όταν διορίστηκα καθηγητής, τον Σεπτέμβρη του 1982, στην Κάσο. Τον Νοέμβρη διορίστηκαν και άλλοι δύο στο λύκειο, και έτσι γίναμε τρεις. Εγώ ως αρχαιότερος κατά δυο μήνες εκτελούσα χρέη λυκειάρχη. Το γυμνάσιο είχε τέσσερις επίσης νέους καθηγητές και έναν περυσινό, έναν θεολόγο και παπά, τον Αθηναγόρα, καλή του ώρα εκεί που βρίσκεται, που εκτελούσε χρέη γυμνασιάρχη.
Γιατί άργησα να διοριστώ; Γιατί ενώ πήρα το πρώτο πτυχίο μου, αγγλικής φιλολογίας, το 1972 και το δεύτερο, φιλοσοφίας, το 1976, γράφτηκα στην επετηρίδα το 1979. Έπρεπε πρώτα να τακτοποιήσουμε μια μικρή εκκρεμότητα: να κάνουμε τη σοσιαλιστική επανάσταση. Αφού είδα και αποείδα, γράφηκα στην επετηρίδα, που θα με εξακόντιζε εκτός Αθηνών. Την Αθήνα μέχρι τότε δεν ήθελα να την εγκαταλείψω. Ήταν η καρδιά των γεγονότων, από όπου θα ξεκινούσε η επανάσταση. –Παιδιά, είπα στους συντρόφους μου, βαρέθηκα να περιμένω, κάντε την επανάσταση χωρίς εμένα, εγώ πάω να διοριστώ.
Εν τάξει, δεν έγινε η επανάσταση, αλλά τουλάχιστον μετά από τρία χρόνια, τη χρονιά που διορίστηκα, ένα σοσιαλιστικό κόμμα έγινε κυβέρνηση. Κάτι ήταν κι αυτό.
Έρχεται που λέτε η γιορτή της 25ης Μαρτίου. Ως είθισται, ένας καθηγητής έπρεπε να εκφωνήσει τον πανηγυρικό. Κανείς μας δεν είχε διάθεση, και έτσι, παραβαίνοντας το πρωτόκολλο, αναθέσαμε την ομιλία σε έναν Κνίτη που εξεδήλωσε προθυμία, μαθητή της Γ΄ λυκείου. Εκφωνούσε το λόγο, αλλά εμένα το μυαλό μου γύριζε αλλού, δεν πρόσεχα τι έλεγε. Ξάφνου με πλησιάζει ο Αθηναγόρας. –Προσέχεις, προσέχεις τι λέει; -Όχι, του λέω, για να ακούσω.
Ο μαθητής αυτός έλεγε πράγματα που έτσι κι αλλιώς κυκλοφορούσαν, ότι ο κλήρος σύρθηκε κυριολεκτικά στην επανάσταση, και ότι την κήρυξε ο Παλαιών Πατρών Γερμανός με το πιστόλι στο κρόταφο.
-Α, μου λέει ο Αθηναγόρας, αυτό δεν μπορούμε να το αφήσουμε έτσι, πρέπει να τον τιμωρήσουμε.
-Κοίταξε, του λέω, αν το κάνουμε θέμα, εμείς θα την πληρώσουμε, εσύ κι εγώ, γιατί έπρεπε την ομιλία ή να την κάνουμε εμείς ή να την αναθέσουμε σε κάποιο συνάδελφο.
Έτσι κουκουλώσαμε το ζήτημα. Και για την ιστορία, ο Κνίτης αυτός έκανε μεταγραφή, χρόνια μετά, στη Νέα Δημοκρατία. Και, παρεμπιπτόντως, το ίδιο και ένας συνάδελφος δάσκαλος, ντόπιος αυτός, με τον οποίο κάναμε παρέα, που ενώ ήταν ΚΚΕ έγινε αργότερα δήμαρχος της Δεξιάς. Έκανε τότε έναν παραδοσιακό τριήμερο γάμο με μια μαθήτριά μας, που τον απολαύσαμε ιδιαίτερα.
Έγραψα μια αυτοβιογραφία όταν ήμουν είκοσι χρονών, φοιτητής, την εποχή που το σοφό παιδί φοιτούσε στο κολέγιο. Το πιο πιθανόν είναι να μη γράψω άλλη, έτσι αυτοβιογραφούμαι μέσα από τις βιβλιοκριτικές μου, όταν μου δίνεται η ευκαιρία, όπως τώρα καλή ώρα.
Και αφού πήρα φόρα με την Κάσο, ας συνεχίσω. Ένα από τα πράγματα για τα οποία νοιώθω υπερήφανος, είναι το ότι συνέβαλα ώστε εμείς, οι καθηγητές της Κάσου εκείνη την περίοδο, να είμαστε οι μόνοι που πληρωνόμασταν με κατάθεση σε τραπεζικό λογαριασμό, εν έτει 1983.
Ένας συνταξιούχος γυμνασιάρχης της Καρπάθου, επώνυμο Χαροκόπος (ελπίζω να μην χαροκοπάει ακόμη με το χάρο) έπαιρνε τους μισθούς μας και τους κατάθετε σε έναν τραπεζικό λογαριασμό στην Εθνική τράπεζα. Εμείς είχαμε ζητήσει από το Δημόσιο Ταμείο Καρπάθου να μας καταθέτει κατ’ ευθείαν τους μισθούς μας, αντί να αγγαρεύεται ο γυμνασιάρχης, που δεν είχε καμιά υποχρέωση, ούτε καν μας ήξερε. -Όχι, ήταν η απάντηση, δεν γίνεται. Μέχρι που κάποια στιγμή ο γυμνασιάρχης αρρώστησε, και είχε περάσει σχεδόν μισός μήνας και εμείς ήμασταν απλήρωτοι. Παρασύρω τους συναδέλφους μου να κάνουμε απεργία. Ο πασόκος συνδικαλιστής από τη Ρόδο προσπάθησε να μας μεταπείσει, να μην προβαίνουμε, λέει, σε αβασάνιστες ενέργειες. Παίρνω τηλέφωνο τον δήμαρχο, και τον προειδοποιώ ότι από αύριο ξεκινάμε απεργία αν δεν τακτοποιηθεί το ζήτημα της μισθοδοσίας μας. Αυτός ήταν κολλητός με τον αρμόδιο υπουργό (δεν θυμάμαι ποιος ήταν) και του λέει το και το με τους καθηγητές της Κάσου. Εκείνος με τη σειρά του παίρνει τηλέφωνο το Δημόσιο Ταμείο Καρπάθου και τους ζητάει λύση στο πρόβλημα της μισθοδοσίας μας. Και οι άθλιοι, αμέσως βρήκαν τη λύση, δηλαδή αυτή που τους είχαμε προτείνει: να καταθέτουν τη μισθοδοσία μας σε τραπεζικό λογαριασμό. Έτσι ήμασταν οι πρώτοι καθηγητές πανελλαδικά που ο μισθός μας κατετίθετο σε τραπεζικό λογαριασμό.
Την επόμενη χρονιά πήρα μετάθεση για το 3ο Λύκειο Νίκαιας. Για αρκετά χρόνια το μισθό μας τον έφερνε ο επιστάτης-παλιός βοηθός σε τρόλεϊ ή κάτι τέτοιο, και ο μισθός του ήταν μεγαλύτερος από του λυκειάρχη, πράγμα που μας προκαλούσε την αγανάκτηση.
Αλλά ας επιστρέψουμε στο βιβλίο. Πιστεύω ότι είναι ένα από τα καλύτερα μυθιστορήματα της νεοελληνικής λογοτεχνίας, και αν κάποιος δεν το έχει διαβάσει θα πρέπει να το διαβάσει οπωσδήποτε. Αν ήξερα ότι ήταν τόσο καλό θα το είχα διαβάσει από χρόνια.
Θυμάμαι τότε το Σοφό Παιδί που αποκαλύφθηκε με το θαυμάσιο νεανικό αυτό έργο.
ReplyDeleteΑπολαμβάνω όμως και τα αυτοβιογραφικά.
Καλή γιορτή!
Σ' ευχαριστώ για το σχόλιο Δάφνη, να είσαι καλά. Καλές απόκριες να περάσεις.
ReplyDelete