Αντώνης Δεσύλλας, Ο βίος του Μάρκου Λαοπόδη, ΑλΔε 2008, σελ. 190
Βίος μόνο, όχι και πολιτεία. Οι απόγονοι των αριστοκρατών του libro d’ oro έμεναν δεμένοι στα χωριά, στα κτήματά τους, που τα καλλιεργούσαν οι πρώην κολίγοι. Η κολιγιά άλλαξε μορφή, αφού οι αγρότες εξακολουθούσαν να υφίστανται κάθε μορφής εκμετάλλευση, από το να χάνουν τα κτήματά τους λόγω χρεών, μέχρι του να κακοπληρώνονται ή να μένουν αυθαίρετα απλήρωτοι. Ο Μάρκος Λαοπόδης, κακοπληρωτής στο έπακρο (με απειλές κατάφερε να του αποσπάσει ένας εργάτης τα δεδουλευμένα του), είναι και τοκογλύφος. Καθώς πολλοί φτωχοί χωρικοί αδυνατούσαν να του εξοφλήσουν το χρέος, τους έπαιρνε τα υποθηκευμένα χωράφια και αυγάτισε την περιουσία του.
Αυτά για τον κεντρικό ήρωα. Όσο για το μυθιστόρημα είναι ταυτόχρονα ιστορικό, κοινωνικό και ηθογραφικό.
Είναι κατ’ αρχάς ιστορικό, γιατί ο χρόνος της ιστορίας τοποθετείται στο μεγαλύτερο μέρος του στη διετία 1921-1922, και προς το τέλος στη διετία 1945-1946, ενώ ο επίλογος το 1951. Δείχνει τα κατάλοιπα της φεουδαρχίας, την αντίθεση των τέως φεουδαρχών και νυν πλούσιων κτηματιών στην Ένωση με την Ελλάδα, τη νοσταλγία των παλιών καλών καιρών. Η αντίθεση αυτή, σε πάρα πολλές περιπτώσεις, στην περίοδο της κατοχής, εκφράστηκε με την συνεργασία με τους κατακτητές ιταλούς, τους κληρονόμους της γαληνοτάτης δημοκρατίας της Βενετίας, με την ελπίδα ότι θα ξανακέρδιζαν τα παλιά τους προνόμια. Ακόμη δείχνει την πρακτική αυτών των αριστοκρατών να σπέρνουν παιδιά με τις μαντενούτες τους, τις μικρές ερωμένες. Είναι γνωστό ότι και ο Διονύσιος Σολωμός ήταν παιδί ενός κόντε και μιας μαντενούτας, αν και αυτός είχε καλύτερη τύχη, αφού ο πατέρας του τον αναγνώρισε ως γιο του. Ακόμη, με την πρακτική της κουμπαριάς, έδεναν τους δουλευτές τους σε μια σχέση υποταγής, όπως κάποιοι πολιτευτές δένουν με κουμπαριές τους ψηφοφόρους τους.
Το έργο είναι επίσης κοινωνικό, γιατί παρουσιάζει κοινωνικές καταστάσεις που ανακύπτουν σε κάθε κοινωνία. Μια τέτοια κατάσταση είναι το νόθο παιδί που δίνεται για υιοθεσία. Πατέρας του είναι, ποιος άλλος, ο Λαοπόδης. Μητέρα είναι μια φτωχή χωριατοπούλα, η Αγγελίνα. Οι χωριανοί ξέρουν για την εγκυμοσύνη της. Ο μόνος τρόπος να απαλύνει την ντροπή (ως υπότιτλος θα μπορούσε να μπει «Η τιμή και το χρήμα», παραπέμποντας στον Κωνσταντίνο Θεοτόκη) είναι να δώσει το παιδί για υιοθεσία, ώστε να μην βλέπουν καθημερινά οι χωριανοί το ‘μούλικο’ και να θυμούνται την πράξη της. Το δίνει «προσωρινά». Αν μέσα σε τρία χρόνια δεν μπορέσει να το πάρει πίσω, λόγω οικονομικών δυσκολιών ή άλλων αδυναμιών, η οικογένεια των ομογενών στην Αμερική που θα το αναλάβει θα το υιοθετήσει οριστικά.
Μάταια παρακαλούν την Αγγελίνα να αποκαλύψει το όνομα του πατέρα. Κρατάει επτασφράγιστο το μυστικό της. Μάταια παρακαλεί η Αγγελίνα τον Λαοπόδη να αναγνωρίσει την πατρότητα του παιδιού του. Είναι άτεκνος, η περιουσία του θα πάει χαμένη. Θα σβήσει και το όνομα της οικογένειάς του. Αρνείται πεισματικά. Ο Δεσύλλας γράφει στον επίλογο:
«Πολλές από τις οικογένειες των αρχόντων είχαν σβήσει οριστικά, όχι σαν συνέπεια του πολέμου, αλλά γιατί, κατά κάποιο περίεργο τρόπο τις βάραινε, θα ’λεγε κανείς, μια βαριά κατάρα “ακλέριας”. Πολλοί απ’ αυτούς δεν είχαν τεκνοποιήσει και δεν υπήρχε σειρά διαδοχής για να κληρονομηθούν οι περιουσίες τους ή ό,τι είχε απομείνει απ’ αυτές.
Η “θεία δίκη” όριζε ώστε αυτοί, που άνομα και άδικα στις περισσότερες περιπτώσεις, είχαν πλουτίσει και είχαν εκμεταλλευτεί όσο δεν παίρνει τους φτωχούς χωριάτες, να μη χαίρονται “τα πλούτια τους”, ενώ από την άλλη πλευρά, οι ταλαιπωρημένοι κι αδικημένοι χωρικοί να χαίρονται παιδιά κι εγγόνια.
Τα ονόματα των πλούσιων φαμελιών χάνονταν κάτω από τις αδικίες που είχαν κάμει και είχε χαθεί το “έχει” των φτωχών αγροτών» (σελ. 184).
Να ήταν άραγε η ακλέρια μια τιμωρία του θεού, που εισάκουσε τις κατάρες των αδικημένων χωρικών; «-Μπα, που να του τα φάει όλα ετούτα η ακλέρια, και χαρά να μη δει στα στερνά του ο άρχοντας. Κι όσο φαρμάκι μας επότισε, τόσο έμπιο και αίμα να γνωρίσει στο ύστερό του» (σελ. 40).
Ο Δεσύλλας αναφέρεται επίσης στην διπλή καταπίεση της γυναίκας: «..από τον κύρη πατέρα τους, τον άρχοντα Διονύσιο Δελαβίνια, βρέθηκαν στην εξουσία του κύρη αντρός τους» (σελ. 56).
Το έργο τέλος είναι και ηθογραφικό. Περιγράφεται η καθημερινότητα της ζωής την εποχή εκείνη. Ακόμη ο Αντώνης περιγράφει με γλαφυρό τρόπο ένα τυπικό μαγαζί της εποχής, με τα όσπρια στα τσουβάλια και όχι σε σακουλάκια όπως σήμερα, με τα βερεσέδια, κ.λπ. Επίσης περιγράφει ένα κουρείο της εποχής, που λειτουργούσε και ως υποκατάστατο καφενείου. Ο κουρέας του μου θύμισε τον κουρέα του χωριού μου. Λαλίστατος, ήταν όλο ιστορίες, όπως και ο δικός μας κουρέας. Οι θαμώνες, όλοι χωριανοί, όλοι γνωστοί, κουβέντιαζαν μεταξύ τους, και όχι όπως στα κουρεία της Αθήνας, που όσοι περιμένουν τη σειρά τους να κουρευτούν δεν γνωρίζονται, και σπάνια θα ανοίξουν συζήτηση.
Περιγράφεται επίσης ο εκκλησιασμός, με έναν γραφικό παπά να ιερουργεί, τον παπά-Άγριο, που κατακεραύνωνε τους αμαρτωλούς. Πολλά αποσπάσματα από τη θεία λειτουργία βρίσκουμε σ’ αυτό το μυθιστόρημα, αλλά το πιο εντυπωσιακό είναι ένα κείμενο αφορισμού. Ο παπά-Άγριος αφορίζει αυτόν που άφησε έγκυο την Αγγελίνα, αλλά και όσους τον γνωρίζουν και δεν τον μαρτυρούν. Βέβαια είναι ένας αφορισμός όχι ερήμην, γιατί ο Λαοπόδης εκείνη τη στιγμή μπορεί να βρισκόταν στην εκκλησία, αλλά κατ’ αγνώστου. Είχε τον τρόπο του ο παπάς εκείνος, που υποπτευόμαστε ότι δεν είναι πλαστό πρόσωπο, να τρομοκρατεί τους ενορίτες του και να τους αποτρέπει από το να κάνουν αμαρτίες.
Όμως η ηθογραφία δεν περιορίζεται μόνο στο φόντο στο οποίο κινούνται οι ήρωες αλλά και στη γλώσσα, σε αντίθεση με τα άλλα έργα του Δεσύλλα όπου η ντοπιολαλιά βρίσκεται σε μετρημένες δόσεις. Εδώ είναι τόσο άφθονη ώστε ο Αντώνης στο τέλος του βιβλίου παραθέτει γλωσσάρι.
Όπως και στην Κρήτη που η ενετοί είχαν πιο μακρόχρονη παρουσία, έτσι και στα Ιόνια νησιά υπάρχουν αρκετές ιταλικές λέξεις. Στην Κρήτη όμως, που έφυγαν πιο πρώτα, έχουν απομείνει ελάχιστες. Τη λέξη ‘βεργκόνια’, που σημαίνει ντροπή, την ξέρω όχι ως κρητικός, αλλά ως ιταλομαθής. Όμως δεν ήξερα ότι η λέξη ‘μπαλαούρο’ σημαίνει κρατητήριο. Είναι το παρατσούκλι του Λαοπόδη. Παρεμπιπτόντως το ίδιο παρατσούκλι είχαμε δώσει και εμείς, παιδιά, σε ένα συμμαθητή μας. Μόνο που, εγώ τουλάχιστον, δεν ήξερα τι σημαίνει.
Γλαφυρός στην αφήγηση, συναρπαστικός στην πλοκή, ο Αντώνης Δεσύλλας, του οποίου έχουμε παρουσιάσει και άλλα έργα, συνεχίζει επάξια την παράδοση της Επτανησιακής Σχολής, σε μια εποχή που οι συγγραφείς της επαρχίας περίπου χάνουν τις ρίζες τους λόγω μιας μίνι παγκοσμιοποίησης (globalization), ας την πούμε ελλαδοποίησης, όπου το τοπικό, local, της επαρχίας, εξαφανίζεται μέσα το γενικό, global, της Ελλάδας.
No comments:
Post a Comment