Δημήτρης Γκουζιώτης, Το ντοκιμαντέρ, Αιγόκερως 2005, σελ. 238
Είναι το τελευταίο για την ώρα βιβλίο για τον κινηματογράφο που διάβασα, και το πιο ενδιαφέρον για μένα, μια και μέσα στα προγράμματά μου είναι να κάνω και ντοκιμαντερίστικες λήψεις για το χωριό μου, που θα συμπληρώνουν το βιβλίο μου («Το χωριό μου-από την αυτοκατανάλωση στην αγορά». Και φοβάμαι ότι μετά την κρίση θα γράψω και ένα δεύτερο μέρος «και πάλι προς την αυτοκατανάλωση»). Γιατί ούτε λόγος να κάνω πραγματικό ντοκιμαντέρ, μια και ο «Βασικός εξοπλισμός βίντεο» που προτείνει ο Γκουζιώτης (σελ. 122), και ο οποίος καταλαμβάνει σχεδόν όλη τη σελίδα, μου φαίνεται ιστορίες για αγρίους-ή για επαγγελματίες, που θα βγάλουν δηλαδή λεφτά από τη δουλειά.
Δεν έχω τίποτα να κρίνω σε αυτό το εξαιρετικό βιβλίο. Έμαθα φοβερά πράγματα διαβάζοντάς το. Απλά θα παραθέσω κάποια αποσπάσματα που με τράβηξαν ιδιαίτερα, μετά τα τελευταία μου διαβάσματα για τον κινηματογράφο, λόγω σύμπτωσης απόψεων. Διαβάζουμε λοιπόν:
«Σε αυτό το σημείο είναι που μπλοκάρονται οι λεγόμενοι εστέτ κινηματογραφιστές. Αγνοώντας ότι το σενάριο αποτελεί την στέρεη βάση, το συναίσθημα την ανθρώπινη και η αίσθηση την ποιητική βάση, στη φούρια τους να είναι ποιητές βασίζονται μόνο στις αισθήσεις, χρώματα, ήχους, μουσικές, ρυθμούς, κινήσεις, αγνοώντας ότι η ζωή δεν είναι μόνο αισθήσεις αλλά και στέρεα γεγονότα, καυτά, αρμυρά και πικρά δάκρυα, δυνατά γέλια και αναστεναγμοί» (σελ. 12).
Αυτό το έχω μάθει καλά από τον ιρανικό κινηματογράφο: the media is not the message. Το σενάριο αποτελεί τη στέρεη βάση. Ας μην το στέλνομε στο πυρ το εξώτερο, επειδή αποτελεί τη βάση στον εμπορικό κινηματογράφο. (Δεν είναι ανιδιοτελή τα παραπάνω που γράφω: ως συγγραφέας, υπάρχει πιθανότητα να γράψω σενάριο. Για να γυρίσω ταινία, και μάλιστα fiction, καμιά. Και αυτό που λέω για το χωριό μου, το προορίζω σαν βίντεο κλιπ για το youtube).
Θυμάμαι πόσο εξοργίστηκα που είδα να χαρακτηρίζεται το έργο του Στέλιου Χαραλαμπόπουλου «Τη νύχτα που ο Φερνάντο Πεσσόα συνάντησε τον Κωνσταντίνο Καβάφη» ως ντοκιμαντέρ. Ο δημιουργός του το χαρακτήρισε ως ντοκιμαντέρ, και έτσι διαφημίστηκε. Όταν ο Κώστας ο Μαυρουδής με τον οποίο βλέπαμε μαζί την ταινία μου είπε ότι πρόκειται για μυθοπλασία, αγανάκτησα. Αγανάκτησα γιατί ξεγελάστηκα, θεωρώντας την συνάντηση πραγματική. Στο βιβλίο του Γκουζιώτη διαβάζω ότι υπάρχει και το δραματιποιημένο ντοκιμαντέρ για το οποίο λέει: «Συνήθως αποκαλούν έτσι τη μείξη ενός κομματιού στερεότυπου ντοκιμαντέρ με ένα κομμάτι στερεότυπης fiction, ένα ξεπερασμένο τρικ που το χρησιμοποιούν κατά κόρον και τα τηλεοπτικά ρεπορτάζ» (σελ. 14). Ήδη λοιπόν από το 2005 ήταν ξεπερασμένο τρυκ, και γι’ αυτό ο Χαραλαμπόπουλος προτίμησε να χαρακτηρίσει το δικό του έργο απλά ντοκιμαντέρ. Δεν ξέρω πόσοι άλλοι εξαπατήθηκαν όπως εγώ.
Το παρακάτω απόσπασμα το παραθέτω γιατί αποτελεί πεποίθησή μου εδώ και χρόνια:
«Η ανάδειξη της ουσίας ήταν και είναι πάντοτε το ζητούμενο, από καλλιτέχνες και κοινό. Αυτό φαίνεται πολύ καλά στις περιπτώσεις εκείνες όπου ταινίες γυρισμένες με πολύ απλό, ναῒφ σχεδόν τρόπο, από την Κίνα ή το Ιράν, κερδίζουν εκατομμύρια θεατές, ανταγωνιστικά ως προς ταινίες δήθεν σύγχρονης οπτικής φτιαγμένες στο Χόλιγουντ με ηλεκτρονικά μέσα και πασίγνωστους σταρ». (σελ. 15).
Τέλος να παραθέσω τη φράση: «… υψηλού επιπέδου εικαστική απόδοση των θεμάτων…» (σελ. 54). Η φράση που διαβάσαμε πιο πριν «ποίηση των εικόνων» (σελ. 7) δεν είναι παρά ένας μεταφορικός τρόπος για να δηλωθεί η υψηλή ποιότητα των εικόνων.
Ο Γκουζιώτης μιλάει επίσης για έλληνες δημιουργούς ντοκιμαντέρ καθώς και για τα φεστιβάλ. Και, να υπογραμμίσω εδώ, αυτό το βιβλίο, εκτός του ότι προσφέρει άφθονες γνώσεις και οδηγίες για κάθε επίδοξο ντοκιμαντερίστα, είναι επίσης και ένα βιβλίο πολεμικής, πολεμικής για τα κακώς κείμενα που συμβαίνουν στο χώρο του κινηματογράφου και ειδικά του ντοκιμαντέρ. Θα παραθέσω ένα σχετικό απόσπασμα:
«Η κρατική μηχανή παραγωγής κινηματογράφου δεν αναγνωρίζει ότι κάποιος μπορεί να κάνει μια ταινία με λιγότερα χρήματα. Διότι τότε θα έπρεπε να μοιραστούν τα ίδια χρήματα σε περισσότερους παραγωγούς και τι θα έκαναν εκείνοι οι οποίοι χρηματοδοτούνται πάγια από το κράτος και συντηρούν έτσι τις εταιρείες τους;» (σελ. 135).
Έγραψα ότι αυτό το βιβλίο είναι χρήσιμο για κάθε επίδοξο ντοκιμαντερίστα, αλλά μάλλον θα πρέπει να συμπληρώσω: και για κάθε ένα που έχει αγοράσει μια βιντεοκάμερα και βιντεοσκοπεί κατά καιρούς, έστω και μόνο τις οικογενειακές γιορτές και τα ταξίδια του. Έχει και αυτός αρκετά να μάθει.
No comments:
Post a Comment