Daniel Defoe, Ρόμπινσον Κρούζο (μετ. Μάκης Βαϊνάς) Αιγόκερως 1988, σελ. 380
Όλοι τον έχουμε διαβάσει σε παιδική διασκευή (εγώ σε Κλασικό Εικονογραφημένο), αλλά πολύ λίγοι στην πλήρη έκδοση. Κι εγώ άργησα να τον διαβάσω.
Ο Ρόμπινσον Κρούζο, ναυαγός σε ένα νησί, θα τα καταφέρει να επιβιώσει για 28 ολόκληρα χρόνια, παλεύοντας με τα στοιχεία της φύσης, με εχθρούς ιθαγενείς από την απέναντι στεριά, και φυσικά για να εξασφαλίσει τον άρτον τον επιούσιον. Μαζί με τα «Ταξίδια του Γκάλιβερ» και τον «Δον Κιχώτη» θεωρείται ένα από τα τρία κλασικά έργα της εποχής. Δεν έχω διαβάσει τα ταξίδια του Γκάλιβερ, όμως έχω διαβάσει τον Δον Κιχώτη, και νομίζω ότι ο Ντεφόε δεν μπορεί να συναγωνιστεί στη γλαφυρότητα της γλώσσας τον μεγάλο ισπανό. Η γλώσσα του είναι σε μεγάλο βαθμό διεκπεραιωτική, αφηγείται όμως συναρπαστικά επεισόδια. Ακόμη και όταν γλιτώνει τον ήρωά του από την απομόνωση σε αυτό το νησί δεν ησυχάζει. Περνώντας τον από τα ισπανικά σύνορα στη Γαλλία, πάνω σε χιονισμένα βουνά, τον βάζει να ριψοκινδυνεύει τη ζωή του, αυτός και οι σύντροφοί του, παλεύοντας με αγέλες λύκων. Και δεν του φτάνει αυτό, αλλά βάζει και τον Παρασκευά, τον σύντροφο των τελευταίων χρόνων στο νησί, να αντιμετωπίζει μιαν αρκούδα.
Ο ήρωας του Ντεφόε θεωρείται το σύμβολο του αναγεννησιακού ανθρώπου, του ανθρώπου της καινούριας αστικής κοινωνίας που, ως μονάδα και όχι ως μέλος ενός κοινωνικού συνόλου, αγωνίζεται για την επιβίωση και την επιτυχία. Ο Άρνολντ Χάουζερ, στο θαυμάσιο έργο του «Η κοινωνική ιστορία της τέχνης» γράφει για τον ήρωα του Defoe:
«Ο Ρόμπινσον Κρούσο που, με μόνες τις δυνάμεις του, νικά την εχθρική φύση και δημιουργεί από το τίποτα ευημερία, ασφάλεια, τάξη, νόμους και έθιμα, είναι ο τυπικός εκπρόσωπος της μεσαίας τάξης. Η ιστορία των περιπετειών του είναι όλη ένας ύμνος στην εργατικότητα, στην επιμονή, στην επινοητικότητα, στην πεποίθηση της υπερνίκησης κάθε δυσκολίας, με δυο λόγια όλες οι πρακτικές αρετές της αστικής τάξης. Είναι η έκφραση πίστης μιας ανερχόμενης κοινωνικής τάξης που έχει συνείδηση της δύναμής της, και την ίδια στιγμή ήταν το πρόγραμμα ενός νέου και τολμηρού έθνους που κοίταζε να κατακτήσει τον κόσμο».
Από τον Χάουζερ επίσης μαθαίνω πως ο Ντεφόε συνάντησε πολλές δυσκολίες να βρει εκδότη, και όταν κάποτε βρήκε, τα κέρδη του από το βιβλίο ήταν μόλις δέκα στερλίνες.
Γράφει επίσης ο Χάουζερ ότι «Ο Ρόμπινσον είναι ένα κείμενο με θέση, κοινωνικής διαπαιδαγώγησης». Το γράφω αυτό γιατί τα αποσπάσματα που θέλω να παραθέσω είναι ακριβώς συμβουλές και οδηγίες για την αντιμετώπιση των προβλημάτων της ζωής.
«Πρέπει να βρίσκεις το καλό που υπάρχει μέσα στο κακό, γιατί απ’ τα κακά υπάρχουν και χειρότερα» (σελ. 87).
Ο Ρόμπινσον Κρούζο σημειώνει σε ένα χαρτί, σε δυο στήλες, τα καλά και τα κακά της κατάστασής του:
Αριστερή στήλη, Κακό:
Η οικονομική κρίση μου μείωσε τον μισθό και θα μου μειώσει και τη σύνταξή μου.
Δεξιά στήλη, Καλό: Όμως θα πάρω τη σύνταξή μου, και δεν θα βρεθώ στην απελπιστική κατάσταση που βρίσκεται η νεολαία μας σήμερα, στην ανεργία.
(Όχι, δεν τα γράφει αυτά ο Ρόμπινσον Κρούζο, είναι παραδείγματα δικά μου).
Άλλο:
«Κι ας μείνει σαν δίδαγμα που βγήκε απ’ την εμπειρία της πιο άθλιας κατάστασης του κόσμου, ότι μπορούμε πάντα να βρίσκουμε κάτι να μας ανακουφίζει, κι αυτό να το θεωρούμε μεγάλο προνόμιο» (σελ. 93).
«Έμαθα να βλέπω την καλή πλευρά της κατάστασής μου και όχι την κακή, και να σκέφτομαι όσα απολάμβανα και όχι όσα μου έλειπαν» (σελ. 165-166).
Και όλα όσα απολαμβάνει, δεν κουράζεται να το επαναλαμβάνει, τα οφείλει στον Μεγαλοδύναμο. Για το ιερατείο όμως δεν έχει καλή γνώμη. «Απ’ αυτά συμπέρανα ότι ακόμη κι ανάμεσα στους πιο τυφλωμένους, αδαείς ειδωλολάτρες του κόσμου υπάρχει η παπαδίστικη πανουργία» (σελ. 269). Λίγο πιο κάτω διατυπώνει, με το στόμα του Παρασκευά τον οποίο ο Ρόμπινσον Κρούζο προσπαθεί να μυήσει στον χριστιανισμό, κάποιες θεολογικές αμφιβολίες που δεν έχει νόημα να τις παραθέσουμε εδώ.
Τελικά φαίνεται δεν είμαι μόνο εγώ, είναι πολλοί αυτοί που έχουν ένα ιδεοψυχαναγκασμό με τις συμπτώσεις. Διαβάζω:
«Θυμάμαι ότι υπήρχε μια περίεργη σύμπτωση ανάμεσα στις ημέρες κατά τις οποίες κάτι μου είχε συμβεί… Πρώτα, παρατήρησα ότι η μέρα που άφησα τους γονείς μου για να πάω στο Χαλλ και να μπαρκάρω, ήταν η ίδια μ’ αυτή που μ’ έπιασαν οι πειρατές του Σαλή και μ’ έκαναν σκλάβο. Η μέρα που γλίτωσα απ’ το ναυάγιο στο Γιάρμουθ ήταν η ίδια μ’ αυτή που δραπέτευσα με τη βάρκα απ’ το Σαλή. Η μέρα που γεννήθηκα, 30 Σεπτεμβρίου, ήταν η ίδια μ’ αυτή που βρέθηκα, εικοσιέξι χρόνια αργότερα, σ’ αυτό το νησί• δηλαδή η φαύλη ζωή μου και η μοναχική ζωή μου άρχισαν την ίδια μέρα» (σελ. 169-170).
Διαπιστώνω και μια συγγραφική ασυνέπεια, σε σχέση με τις γάτες. «Δεν ήταν οι δυο γάτες που είχα πάρει απ’ το καράβι• αυτές είχαν ψοφήσει και τις είχα θάψει κοντά στον καταυλισμό μου» (σελ. 186). Θυμόμουν όμως ότι πιο πριν είχα διαβάσει ότι τις είχε σκοτώσει. Και φυσικά δεν είχα υποψιαστεί την ασυνέπεια για να τσεκάρω τη σελίδα. Και άντε τώρα να ψάχνεις ψύλλους στ’ άχερα. Βρήκα όμως το κείμενο στο http://www.gutenberg.org, το περίφημο Gutenberg project που φιλοδοξεί να δώσει ψηφιακά όλα τα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας (εφόσον δεν έχουν δικαιώματα, εννοείται), και βάζοντας στο find τη λέξη cat βρήκα το απόσπασμα που ήθελα (αφού μου έβγαλε βέβαια ένα σωρό λέξεις που είχα μέσα τη λέξη cat, αλλά δεν ήθελα να δώσω τον πληθυντικό, μήπως χάσω κανένα απόσπασμα που με ενδιέφερε). Να λοιπόν τι βρήκα:
And I must not forget that we had in the ship a dog and two cats, of whose eminent history I may
have occasion to say something in its place; for I carried both the cats with me;
Και πιο κάτω:
In this season I was much surprised with the increase of my family; I had been concerned for the loss of one of my cats, who ran away from me, or, as I thought, had been dead, and I heard no more tidings of her till, to my astonishment, she came home about the end of August with three kittens. This was the more strange to me because, though I had killed a wild cat, as I called it, with my gun, yet I thought it was quite a different kind from our European cats; but the young cats were the same
kind of house-breed as the old one; and both my cats being females, I thought it very strange. But from these three cats I afterwards came to be so pestered with cats that I was forced to kill them like vermin or wild beasts, and to drive them from my house as much as possible.
Φτάνοντας στο παρακάτω απόσπασμα, κατάλαβα τελικά ότι το ατόπημα δεν ήταν συγγραφικό αλλά μεταφραστικό:
But these were not the two cats which I brought on shore at first, for they were both of them dead.
Το «they were dead» ο μεταφραστής το μεταφράζει «είχαν ψοφήσει», που δεν είναι το ίδιο. Δυο γάτες μπορεί να είναι νεκρές πράγματι επειδή ψόφησαν, αλλά και επειδή κάποιος τις πυροβόλησε και τις σκότωσε. Εδώ έχουμε αυτή την περίπτωση. Αν δεν είχα κάνει αυτή τη μικρή έρευνα θα το θεωρούσα ως συγγραφική ασυνέπεια, άρα αδυναμία του μυθιστορήματος.
Απ, εδώ όμως τον τσάκωσα. Μιλώντας για τον Παρασκευά, τον μαύρο σύντροφο του Ρόμπινσον Κρούζο, ο Ντεφόε γράφει: He was a comely, handsome fellow, perfectly well made, with straight, strong limbs, not too large; tall, and well-shaped; and, as I reckon, about twenty-six years of age. (Έψαξα στο πρωτότυπο, φοβούμενος μήπως έχουμε μεταφραστικό ατόπημα ή δαίμονα του τυπογραφείου). Ε, δεν λέμε «περίπου είκοσι έξι χρονών», λέμε «περίπου είκοσι πέντε χρονών», στο περίπου στρογγυλεύουμε. Αν και αυτό το λάθος το έχω συναντήσει και σε άλλους συγγραφείς.
Το «…να ξεκινήσω για τη Γουινέα για να φέρω νέγρους» (σελ. 241) λέγεται με την ίδια φυσικότητα όπως θα έλεγε κάποιος κρητικός χασάπης σήμερα «… να ξεκινήσω για τα Ανώγεια να αγοράσω κατσίκια για το Πάσχα».
Διαβάζουμε:
«Αφού έριξα μερικά κομμάτια κρέας σ’ ένα τσουκάλι, τα έβρασα κι έφτιαξα μια πολύ ωραία σούπα• κι όταν άρχισα να τρώω, έδωσα και στο παλικάρι μου, που χάρηκε, και είπε ότι του άρεσε πολύ• του φάνηκε πολύ παράξενο που έβαλα αλάτι στο φαγητό μου• μου έκανε νόημα ότι το αλάτι δεν ήταν καλό για φάγωμα, και βάζοντας λίγο στο στόμα του έκανε ένα μορφασμό αηδίας, κι αφού το έφτυσε, ξέπλυνε το στόμα του με νερό• εγώ, πάλι έβαλα λίγο ανάλατο κρέας στο στόμα μου και προσποιήθηκα πως το έφτυνα γιατί δεν είχε αλάτι, με τον ίδιο τρόπο που το είχε κάνει κι αυτός• αλλά δεν του άρεσε, ούτε ενδιαφέρθηκε ποτέ να βάλει αλάτι στο κρέας ή στη σούπα του• πολύ αργότερα έβαζε στο φαγητό του λιγάκι» (σελ. 261).
Πάλι καλά που δεν είχαν υπέρταση, γιατί θα πέθαιναν και οι δυο από εγκεφαλικό. Εγώ τα φαγητά μου τα τρώγω ανάλατα. Είμαι βέβαια υπερτασικός, αλλά και ο κος Πιτταράς, ο καρδιολόγος υπερτασιολόγος γιατρός μου, μου λέγει ότι στο σπίτι δεν μαγειρεύουν ποτέ με αλάτι. Και έχει και δυο μικρά παιδιά. Το αλάτι δεν έχει καμιά διατροφική αξία, απλά έμεινε σαν συνήθεια, που πέρασε και στη γεύση, μια και οι άνθρωποι επί χιλιετηρίδες διατηρούσαν τα τρόφιμα στο αλάτι, αφού δεν είχαν ψυγεία.
Έχουν γυριστεί κάμποσες ταινίες με θέμα τον Ρόμπινσον Κρούζο. Ο κατάλογος βρίσκεται εδώ: http://wiki.answers.com/Q/How_many_Robinson_crusoe_movie_are_there Εμείς είδαμε τρεις. Η μια είναι του Λουί Μπουνιουέλ. Γυρίστηκε το 1953. Ο Μπουνιουέλ μένει πιστός στο κείμενο, εστιάζει όμως στη ζωή του στο νησί και όχι στο πριν και στο μετά. Η άλλη είναι των Rod Hardy και George T. Miller και γυρίστηκε το 1997. Εδώ οι δυο σκηνοθέτες δεν μένουν πιστοί στο κείμενο, επινοούν δικά τους επεισόδια, πιο εντυπωσιακά, ιδιαίτερα για τους λόγους που οδήγησαν τον Ρόμπινσον Κρούζο στην περιπέτειά του. Η τρίτη λέγεται «Lt. Robinson Crusoe, USN» γυρίστηκε στα στούντιο του Ντίσνεϋ το 1966, και ο ίδιος ο Ντίσνεϋ συμμετείχε στην προσαρμογή του σεναρίου. Πρόκειται για μια σπαρταριστή κωμωδία, που τοποθετείται στη σύγχρονη εποχή. Τη θέση του σκύλου την παίρνει ένας χιμπαντζής (ένα επεισόδιο με αυτόν πρέπει να είχε υπόψη του ο Κουστουρίτσα όταν γύριζε το Underground), και του Παρασκευά μια όμορφη κοπέλα ιθαγενής, και αντί για ναυαγισμένο πλοίο από όπου παίρνει τις προμήθειες ο Κρούζο έχουμε ένα γιαπωνέζικο υποβρύχιο, που έχει προσκρούσει σε κάποιο βράχο.
Αυτά για τον Ρόμπινσον Κρούζο. Συμβουλή μου: διαβάστε το βιβλίο και δείτε την κωμωδία.
Όλοι τον έχουμε διαβάσει σε παιδική διασκευή (εγώ σε Κλασικό Εικονογραφημένο), αλλά πολύ λίγοι στην πλήρη έκδοση. Κι εγώ άργησα να τον διαβάσω.
Ο Ρόμπινσον Κρούζο, ναυαγός σε ένα νησί, θα τα καταφέρει να επιβιώσει για 28 ολόκληρα χρόνια, παλεύοντας με τα στοιχεία της φύσης, με εχθρούς ιθαγενείς από την απέναντι στεριά, και φυσικά για να εξασφαλίσει τον άρτον τον επιούσιον. Μαζί με τα «Ταξίδια του Γκάλιβερ» και τον «Δον Κιχώτη» θεωρείται ένα από τα τρία κλασικά έργα της εποχής. Δεν έχω διαβάσει τα ταξίδια του Γκάλιβερ, όμως έχω διαβάσει τον Δον Κιχώτη, και νομίζω ότι ο Ντεφόε δεν μπορεί να συναγωνιστεί στη γλαφυρότητα της γλώσσας τον μεγάλο ισπανό. Η γλώσσα του είναι σε μεγάλο βαθμό διεκπεραιωτική, αφηγείται όμως συναρπαστικά επεισόδια. Ακόμη και όταν γλιτώνει τον ήρωά του από την απομόνωση σε αυτό το νησί δεν ησυχάζει. Περνώντας τον από τα ισπανικά σύνορα στη Γαλλία, πάνω σε χιονισμένα βουνά, τον βάζει να ριψοκινδυνεύει τη ζωή του, αυτός και οι σύντροφοί του, παλεύοντας με αγέλες λύκων. Και δεν του φτάνει αυτό, αλλά βάζει και τον Παρασκευά, τον σύντροφο των τελευταίων χρόνων στο νησί, να αντιμετωπίζει μιαν αρκούδα.
Ο ήρωας του Ντεφόε θεωρείται το σύμβολο του αναγεννησιακού ανθρώπου, του ανθρώπου της καινούριας αστικής κοινωνίας που, ως μονάδα και όχι ως μέλος ενός κοινωνικού συνόλου, αγωνίζεται για την επιβίωση και την επιτυχία. Ο Άρνολντ Χάουζερ, στο θαυμάσιο έργο του «Η κοινωνική ιστορία της τέχνης» γράφει για τον ήρωα του Defoe:
«Ο Ρόμπινσον Κρούσο που, με μόνες τις δυνάμεις του, νικά την εχθρική φύση και δημιουργεί από το τίποτα ευημερία, ασφάλεια, τάξη, νόμους και έθιμα, είναι ο τυπικός εκπρόσωπος της μεσαίας τάξης. Η ιστορία των περιπετειών του είναι όλη ένας ύμνος στην εργατικότητα, στην επιμονή, στην επινοητικότητα, στην πεποίθηση της υπερνίκησης κάθε δυσκολίας, με δυο λόγια όλες οι πρακτικές αρετές της αστικής τάξης. Είναι η έκφραση πίστης μιας ανερχόμενης κοινωνικής τάξης που έχει συνείδηση της δύναμής της, και την ίδια στιγμή ήταν το πρόγραμμα ενός νέου και τολμηρού έθνους που κοίταζε να κατακτήσει τον κόσμο».
Από τον Χάουζερ επίσης μαθαίνω πως ο Ντεφόε συνάντησε πολλές δυσκολίες να βρει εκδότη, και όταν κάποτε βρήκε, τα κέρδη του από το βιβλίο ήταν μόλις δέκα στερλίνες.
Γράφει επίσης ο Χάουζερ ότι «Ο Ρόμπινσον είναι ένα κείμενο με θέση, κοινωνικής διαπαιδαγώγησης». Το γράφω αυτό γιατί τα αποσπάσματα που θέλω να παραθέσω είναι ακριβώς συμβουλές και οδηγίες για την αντιμετώπιση των προβλημάτων της ζωής.
«Πρέπει να βρίσκεις το καλό που υπάρχει μέσα στο κακό, γιατί απ’ τα κακά υπάρχουν και χειρότερα» (σελ. 87).
Ο Ρόμπινσον Κρούζο σημειώνει σε ένα χαρτί, σε δυο στήλες, τα καλά και τα κακά της κατάστασής του:
Αριστερή στήλη, Κακό:
Η οικονομική κρίση μου μείωσε τον μισθό και θα μου μειώσει και τη σύνταξή μου.
Δεξιά στήλη, Καλό: Όμως θα πάρω τη σύνταξή μου, και δεν θα βρεθώ στην απελπιστική κατάσταση που βρίσκεται η νεολαία μας σήμερα, στην ανεργία.
(Όχι, δεν τα γράφει αυτά ο Ρόμπινσον Κρούζο, είναι παραδείγματα δικά μου).
Άλλο:
«Κι ας μείνει σαν δίδαγμα που βγήκε απ’ την εμπειρία της πιο άθλιας κατάστασης του κόσμου, ότι μπορούμε πάντα να βρίσκουμε κάτι να μας ανακουφίζει, κι αυτό να το θεωρούμε μεγάλο προνόμιο» (σελ. 93).
«Έμαθα να βλέπω την καλή πλευρά της κατάστασής μου και όχι την κακή, και να σκέφτομαι όσα απολάμβανα και όχι όσα μου έλειπαν» (σελ. 165-166).
Και όλα όσα απολαμβάνει, δεν κουράζεται να το επαναλαμβάνει, τα οφείλει στον Μεγαλοδύναμο. Για το ιερατείο όμως δεν έχει καλή γνώμη. «Απ’ αυτά συμπέρανα ότι ακόμη κι ανάμεσα στους πιο τυφλωμένους, αδαείς ειδωλολάτρες του κόσμου υπάρχει η παπαδίστικη πανουργία» (σελ. 269). Λίγο πιο κάτω διατυπώνει, με το στόμα του Παρασκευά τον οποίο ο Ρόμπινσον Κρούζο προσπαθεί να μυήσει στον χριστιανισμό, κάποιες θεολογικές αμφιβολίες που δεν έχει νόημα να τις παραθέσουμε εδώ.
Τελικά φαίνεται δεν είμαι μόνο εγώ, είναι πολλοί αυτοί που έχουν ένα ιδεοψυχαναγκασμό με τις συμπτώσεις. Διαβάζω:
«Θυμάμαι ότι υπήρχε μια περίεργη σύμπτωση ανάμεσα στις ημέρες κατά τις οποίες κάτι μου είχε συμβεί… Πρώτα, παρατήρησα ότι η μέρα που άφησα τους γονείς μου για να πάω στο Χαλλ και να μπαρκάρω, ήταν η ίδια μ’ αυτή που μ’ έπιασαν οι πειρατές του Σαλή και μ’ έκαναν σκλάβο. Η μέρα που γλίτωσα απ’ το ναυάγιο στο Γιάρμουθ ήταν η ίδια μ’ αυτή που δραπέτευσα με τη βάρκα απ’ το Σαλή. Η μέρα που γεννήθηκα, 30 Σεπτεμβρίου, ήταν η ίδια μ’ αυτή που βρέθηκα, εικοσιέξι χρόνια αργότερα, σ’ αυτό το νησί• δηλαδή η φαύλη ζωή μου και η μοναχική ζωή μου άρχισαν την ίδια μέρα» (σελ. 169-170).
Διαπιστώνω και μια συγγραφική ασυνέπεια, σε σχέση με τις γάτες. «Δεν ήταν οι δυο γάτες που είχα πάρει απ’ το καράβι• αυτές είχαν ψοφήσει και τις είχα θάψει κοντά στον καταυλισμό μου» (σελ. 186). Θυμόμουν όμως ότι πιο πριν είχα διαβάσει ότι τις είχε σκοτώσει. Και φυσικά δεν είχα υποψιαστεί την ασυνέπεια για να τσεκάρω τη σελίδα. Και άντε τώρα να ψάχνεις ψύλλους στ’ άχερα. Βρήκα όμως το κείμενο στο http://www.gutenberg.org, το περίφημο Gutenberg project που φιλοδοξεί να δώσει ψηφιακά όλα τα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας (εφόσον δεν έχουν δικαιώματα, εννοείται), και βάζοντας στο find τη λέξη cat βρήκα το απόσπασμα που ήθελα (αφού μου έβγαλε βέβαια ένα σωρό λέξεις που είχα μέσα τη λέξη cat, αλλά δεν ήθελα να δώσω τον πληθυντικό, μήπως χάσω κανένα απόσπασμα που με ενδιέφερε). Να λοιπόν τι βρήκα:
And I must not forget that we had in the ship a dog and two cats, of whose eminent history I may
have occasion to say something in its place; for I carried both the cats with me;
Και πιο κάτω:
In this season I was much surprised with the increase of my family; I had been concerned for the loss of one of my cats, who ran away from me, or, as I thought, had been dead, and I heard no more tidings of her till, to my astonishment, she came home about the end of August with three kittens. This was the more strange to me because, though I had killed a wild cat, as I called it, with my gun, yet I thought it was quite a different kind from our European cats; but the young cats were the same
kind of house-breed as the old one; and both my cats being females, I thought it very strange. But from these three cats I afterwards came to be so pestered with cats that I was forced to kill them like vermin or wild beasts, and to drive them from my house as much as possible.
Φτάνοντας στο παρακάτω απόσπασμα, κατάλαβα τελικά ότι το ατόπημα δεν ήταν συγγραφικό αλλά μεταφραστικό:
But these were not the two cats which I brought on shore at first, for they were both of them dead.
Το «they were dead» ο μεταφραστής το μεταφράζει «είχαν ψοφήσει», που δεν είναι το ίδιο. Δυο γάτες μπορεί να είναι νεκρές πράγματι επειδή ψόφησαν, αλλά και επειδή κάποιος τις πυροβόλησε και τις σκότωσε. Εδώ έχουμε αυτή την περίπτωση. Αν δεν είχα κάνει αυτή τη μικρή έρευνα θα το θεωρούσα ως συγγραφική ασυνέπεια, άρα αδυναμία του μυθιστορήματος.
Απ, εδώ όμως τον τσάκωσα. Μιλώντας για τον Παρασκευά, τον μαύρο σύντροφο του Ρόμπινσον Κρούζο, ο Ντεφόε γράφει: He was a comely, handsome fellow, perfectly well made, with straight, strong limbs, not too large; tall, and well-shaped; and, as I reckon, about twenty-six years of age. (Έψαξα στο πρωτότυπο, φοβούμενος μήπως έχουμε μεταφραστικό ατόπημα ή δαίμονα του τυπογραφείου). Ε, δεν λέμε «περίπου είκοσι έξι χρονών», λέμε «περίπου είκοσι πέντε χρονών», στο περίπου στρογγυλεύουμε. Αν και αυτό το λάθος το έχω συναντήσει και σε άλλους συγγραφείς.
Το «…να ξεκινήσω για τη Γουινέα για να φέρω νέγρους» (σελ. 241) λέγεται με την ίδια φυσικότητα όπως θα έλεγε κάποιος κρητικός χασάπης σήμερα «… να ξεκινήσω για τα Ανώγεια να αγοράσω κατσίκια για το Πάσχα».
Διαβάζουμε:
«Αφού έριξα μερικά κομμάτια κρέας σ’ ένα τσουκάλι, τα έβρασα κι έφτιαξα μια πολύ ωραία σούπα• κι όταν άρχισα να τρώω, έδωσα και στο παλικάρι μου, που χάρηκε, και είπε ότι του άρεσε πολύ• του φάνηκε πολύ παράξενο που έβαλα αλάτι στο φαγητό μου• μου έκανε νόημα ότι το αλάτι δεν ήταν καλό για φάγωμα, και βάζοντας λίγο στο στόμα του έκανε ένα μορφασμό αηδίας, κι αφού το έφτυσε, ξέπλυνε το στόμα του με νερό• εγώ, πάλι έβαλα λίγο ανάλατο κρέας στο στόμα μου και προσποιήθηκα πως το έφτυνα γιατί δεν είχε αλάτι, με τον ίδιο τρόπο που το είχε κάνει κι αυτός• αλλά δεν του άρεσε, ούτε ενδιαφέρθηκε ποτέ να βάλει αλάτι στο κρέας ή στη σούπα του• πολύ αργότερα έβαζε στο φαγητό του λιγάκι» (σελ. 261).
Πάλι καλά που δεν είχαν υπέρταση, γιατί θα πέθαιναν και οι δυο από εγκεφαλικό. Εγώ τα φαγητά μου τα τρώγω ανάλατα. Είμαι βέβαια υπερτασικός, αλλά και ο κος Πιτταράς, ο καρδιολόγος υπερτασιολόγος γιατρός μου, μου λέγει ότι στο σπίτι δεν μαγειρεύουν ποτέ με αλάτι. Και έχει και δυο μικρά παιδιά. Το αλάτι δεν έχει καμιά διατροφική αξία, απλά έμεινε σαν συνήθεια, που πέρασε και στη γεύση, μια και οι άνθρωποι επί χιλιετηρίδες διατηρούσαν τα τρόφιμα στο αλάτι, αφού δεν είχαν ψυγεία.
Έχουν γυριστεί κάμποσες ταινίες με θέμα τον Ρόμπινσον Κρούζο. Ο κατάλογος βρίσκεται εδώ: http://wiki.answers.com/Q/How_many_Robinson_crusoe_movie_are_there Εμείς είδαμε τρεις. Η μια είναι του Λουί Μπουνιουέλ. Γυρίστηκε το 1953. Ο Μπουνιουέλ μένει πιστός στο κείμενο, εστιάζει όμως στη ζωή του στο νησί και όχι στο πριν και στο μετά. Η άλλη είναι των Rod Hardy και George T. Miller και γυρίστηκε το 1997. Εδώ οι δυο σκηνοθέτες δεν μένουν πιστοί στο κείμενο, επινοούν δικά τους επεισόδια, πιο εντυπωσιακά, ιδιαίτερα για τους λόγους που οδήγησαν τον Ρόμπινσον Κρούζο στην περιπέτειά του. Η τρίτη λέγεται «Lt. Robinson Crusoe, USN» γυρίστηκε στα στούντιο του Ντίσνεϋ το 1966, και ο ίδιος ο Ντίσνεϋ συμμετείχε στην προσαρμογή του σεναρίου. Πρόκειται για μια σπαρταριστή κωμωδία, που τοποθετείται στη σύγχρονη εποχή. Τη θέση του σκύλου την παίρνει ένας χιμπαντζής (ένα επεισόδιο με αυτόν πρέπει να είχε υπόψη του ο Κουστουρίτσα όταν γύριζε το Underground), και του Παρασκευά μια όμορφη κοπέλα ιθαγενής, και αντί για ναυαγισμένο πλοίο από όπου παίρνει τις προμήθειες ο Κρούζο έχουμε ένα γιαπωνέζικο υποβρύχιο, που έχει προσκρούσει σε κάποιο βράχο.
Αυτά για τον Ρόμπινσον Κρούζο. Συμβουλή μου: διαβάστε το βιβλίο και δείτε την κωμωδία.
Το εντυπωσιακό του Ροβινσώνα για μένα ήταν οι δουλειές του. Το πόσο πολυάσχολος ήταν αυτός ο Άγγλος ναυαγός.
ReplyDeleteΑπό τον Robinson Crusoe προτιμώ τη Mall Flanders την ιστορία της κλέφτρας του Λονδίνου, μιά άλλη εκδοχή του ανθρώπου που τα βγάζει πέρα όσο καλύτερα μπορεί όπου κι αν ξεβράστηκε. Και στις δύο περιπτώσεις ο Defoe φτιάχνει ήρωες αρχετυπικούς που σε μιά ανάλυση παλιότερα διάβασα πως με την απλή τους ιστορία δίνει σχηματικά τη σχέση του ατόμου με την καπιταλιστική άποψη του κόσμου.
Όπως όλα τα καλά παραμύθια, δηλαδή, είναι καθρέφτες κι ο καθένας μας σ' αυτά βλέπει τον εαυτό του.
Δάφνη, σε ευχαριστώ για το σχόλιο, δεν έχω διαβάσει τη Mall Flanders, αλλά αν την πετύχω σε κανένα βιβλιοπωλείο θα την αγοράσω να τη διαβάσω. Τώρα που μαθαίνω ότι είναι η θηλυκή εκδοχή του Ροβινσώνα Κρούσο.
ReplyDeletehttp://www.ekriktiko.gr/index.php/archives/211933
ReplyDeleteΚαι ένα απόσπασμα από το βιβλίο της Ιζαμπέλ Αλιέντε, «Ονειρεμένη πατρίδα μου» (Ωκεανίδα 2004).
ReplyDelete«Η Χιλή κατέχει επίσης και το νησί Σαν Φερνάντες, όπου το 1704 εγκαταλείφθηκε ο Σκωτσέζος ναυτικός Αλεξάντερ Σέλκιρκ, που ενέπνευσε το μυθιστόρημα του Ντάνιελ Ντεφόε «Ροβινσών Κρούσος». Ο Σέλκιρκ έζησε σ’ αυτό το νησί περισσότερο από τέσσερα χρόνια, χωρίς εξημερωμένο παπαγάλο και χωρίς τη συντροφιά ενός ντόπιου ονομαζόμενου Παρασκευά, όπως στη βιβλίο, μέχρι που τον μάζεψε ένας άλλος καπετάνιος και τον πήγε πίσω στην Αγγλία, όπου η τύχη του δεν ήταν καλύτερη, εδώ που τα λέμε» (σελ. 30).