Μπέρτραντ Ράσελ, Η φιλοσοφική μου εξέλιξη (μετ. Αντώνης
Πέρης), Αρσενίδης 2007, σελ. 443
Θα γράψω για ένα
βιβλίο που μόνο ένα μέρος του διάβασα. Νόμιζα ότι επρόκειτο για την
αυτοβιογραφία του Ράσελ όταν το παράγγειλα. Τελικά όμως είδα ότι ήταν η πνευματική
του βιογραφία, ενώ η αυτοβιογραφία του προς το παρόν δεν έχει εκδοθεί στα
ελληνικά.
Ήμουν φανατικός της
φιλοσοφίας στα νιάτα μου γι’ αυτό και, αφού τέλειωσα την αγγλική φιλολογία,
γράφτηκα στο φιλοσοφικό τμήμα, και με το πτυχίο που πήρα από εκεί διορίστηκα ως
φιλόλογος. Πρωτοετής στο τμήμα αγγλικών σπουδών διάβασα την «Ιστορία της
δυτικής φιλοσοφίας» του Ράσελ, πριν μεταφραστεί στα ελληνικά. Πρόκειται για ένα
εξαιρετικό βιβλίο, από το οποίο έμαθα πάρα πολλά. Στον «Κόσμο της σοφίας» του Jostein Gaarder δεν
υπήρχε τίποτα που να μην το ήξερα. Όμως όταν διάβασα αυτό το βιβλίο η αγάπη μου
για τη φιλοσοφία είχε ήδη εξανεμιστεί. Είδα ότι δεν μου προσέφερε γνώσεις,
γνώσεις που μου πρόσφερε αντίθετα η επιστήμη. Για μένα σήμερα η ίδια η
φιλοσοφία δεν έχει νόημα. Μόνο η ιστορία της φιλοσοφίας έχει νόημα, όταν μπορεί
να απαντήσει στο ερώτημα ποιες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες οδήγησαν τους
φιλόσοφους σε αυτούς τους προβληματισμούς και σε αυτές τις απαντήσεις.
Η φιλοσοφία δεν
συνέβαλε καθόλου στη δημιουργία της αντίληψης που έχω για τον κόσμο σήμερα.
Απεναντίας οφείλω πολλά στον μαρξισμό, στην ψυχολογία και ιδιαίτερα στην
ψυχανάλυση, και στην ηθολογία. Αρκετά επίσης οφείλω και στην κοινωνική
ανθρωπολογία.
Αγόρασα το βιβλίο,
και δεν μου πήγαινε να μην διαβάσω κάτι από αυτό. Η λογική, μαθηματική ή όχι,
ήταν κάτι που δεν με ενδιέφερε ποτέ, και έτσι παρέλειψα τις σχετικές σελίδες.
Με ενδιαφέρει ο Ράσελ σαν ιστορικός της φιλοσοφίας, αλλά όχι σαν φιλόσοφος της
μαθηματικής λογικής.
Και βέβαια
υποκλίνομαι στον άνθρωπο. Στον άνθρωπο που μπήκε φυλακή για την ειρηνιστική του
δράση το 1918. Για το πόσο τον συντάραξε ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος γράφει
σχετικά:
«Μια από τις
συνέπειες εκείνου του πολέμου ήταν ότι κατέστησε αδύνατο για εμένα να συνεχίσω
τη ζωή μου μέσα στον αφηρημένο κόσμο μου. Έβλεπα νέους άντρες να ανεβαίνουν σε
τρένα πηγαίνοντας προς τη σφαγή τους, αποκλειστικά και μόνο γιατί υπήρχαν
κάποιοι ηλίθιοι στρατηγοί. Ένιωσα μια αγωνιώδη συμπάθεια για αυτούς τους νέους
και είδα τον εαυτό μου να επιστρέφει στον πραγματικό κόσμο μέσω ενός περίεργου
δεσμού συμπόνιας. Όλες οι υψηλές και αφηρημένες ιδέες που με είχαν απασχολήσει
μέχρι τότε μου είχαν φανεί ξαφνικά αδύναμες και τετριμμένες μπροστά στον
τεράστιο πόνο που με περιέβαλε. Ο κόσμος πέρα από τον άνθρωπο εξακολουθούσε να
υπάρχει, τώρα πια όμως μόνο ως προσωρινό καταφύγιο και όχι το μέρος όπου θα
έχτιζε κάποιος τη μόνιμη κατοικία του» (σελ. 340-341).
Θα παραθέσω ένα
ακόμη απόσπασμα, καθώς συμμερίζομαι τις ιδέες που διατυπώνονται σ’ αυτό.
«… εξακολουθώ να
πιστεύω ότι ο άνθρωπος είναι ασήμαντος σε κοσμικό επίπεδο και ότι αν υπήρχε ένα
Ον με την ικανότητα να βλέπει ολόκληρο το σύμπαν, χωρίς τις προκαταλήψεις του
εδώ και του τώρα, τότε ίσως να μην ανέφερε καν τον άνθρωπο, ή το πολύ να τον
τοποθετούσε σε κάποια υποσημείωση στο τέλος του βιβλίου· δεν πιστεύω πια ότι το πνεύμα
είναι ανώτερο από τις αισθήσεις, ούτε ότι ο πλατωνικός παράδεισος των ιδεών
είναι σε θέση να μας παράσχει μια πρόσβαση στον «πραγματικό» κόσμο. Παλαιότερα
θεωρούσα τόσο τις αισθήσεις όσο και τις σκέψεις που παράγονται από τις
αισθήσεις ως μια φυλακή από την οποία μπορούμε να απελευθερωθούμε μέσω του
πνεύματός μας, το οποίο λειτουργεί απαλλαγμένο από τις αισθήσεις. Τώρα πια δεν
νιώθω έτσι. Θεωρώ τις αισθήσεις και τις σχετιζόμενες μ’ αυτές σκέψεις ως
παράθυρα και όχι ως κελιά» (σελ. 341-342).
Οι παραπάνω σκέψεις
ταιριάζουν με την φιλοσοφική μου τοποθέτηση ως «απλοϊκού ρεαλιστή».
Και ένα ακόμη
απόσπασμα που το βρίσκω εξαιρετικά ενδιαφέρον.
«Θα μπορούσε κανείς
να τον παρομοιάσει (τον Βιτγκενστάιν) με δύο μεγάλους άντρες της ιστορίας: με
τον Πασκάλ και τον Τολστόι. Ο Πασκάλ ήταν ένας ιδιοφυής μαθηματικός,
εγκατέλειψε όμως τα μαθηματικά για λόγους ευλάβειας. Ο Τολστόι θυσίασε την
ιδιοφυία του ως συγγραφέας για χάρη μιας υποτιθέμενης εξαθλίωσης η οποία τον
έκανε να προτιμά τους χωρικούς έναντι των πνευματικών ανθρώπων και την Καλύβα
του μπάρμπα Θωμά έναντι όλων των μυθιστορημάτων. Ο Βιτγκενστάιν, ο οποίος
μπορούσε να παίζει με τις δυσνόητες μεταφυσικές έννοιες όσο καλά μπορούσε να
παίζει ο Πασκάλ με τα εξάγωνα και ο Τολστόι με τους αυτοκράτορες, αποποιήθηκε
το χάρισμά του και υποβάθμισε τον ίδιο του τον εαυτό, με τον ίδιο τρόπο που και
ο Τολστόι υποβάθμιζε τον εαυτό του μπροστά στους χωρικούς-και στις δυο
περιπτώσεις εξαιτίας μιας παρορμητικής υπερηφάνειας. Θαυμάζω το Tractatus του Βιτγκενστάιν,
όχι όμως και τα μεταγενέστερα έργα του, τα οποία μου φαίνεται ότι παρουσιάζουν
μια εγκατάλειψη του ταλέντου του, ακριβώς όπως συνέβη με τον Πασκάλ και τον
Τολστόι» (σελ. 343-344).
Κι εγώ θαυμάζω τον
Πόλεμο και Ειρήνη και την Άννα Καρένινα, αλλά και τον Τολστόι για την
«εγκατάλειψη του ταλέντου του», που είχε ως αποτέλεσμα να δώσει αργότερα ήσσονα
έργα. Το ίδιο θαυμάζω και τον Βιτγκενστάιν που εγκατέλειψε μια λαμπρή
πανεπιστημιακή καριέρα για να γίνει νηπιαγωγός. Για τον Πασκάλ μαθαίνω τώρα. Τους
θαυμάζω και τους τρεις, όπως θαυμάζω τον Άγιο Φραγκίσκο και τον Βούδα που
εγκατέλειψαν τα πλούτη τους για κάτι που νόμιζαν ότι άξιζε περισσότερο. Πριν
γίνουν «διάσημοι», σίγουρα όλοι θα τους περνούσαν για τρελούς.
Στην ημιτελή μελέτη του
Alan Wood για
τη φιλοσοφία του Μπέρτραντ Ράσελ που τίθεται ως επίμετρο διαβάζουμε: «Εξέφραζε
συχνά τη λύπη του… για το γεγονός ότι είχε γίνει φιλόσοφος και όχι επιστήμονας»
(σελ. 416). Στην ίδια σελίδα παραθέτει τον ίδιο τον Ράσελ: «Η οποιαδήποτε
αξιόλογη φιλοσοφία πρέπει να στηρίζεται πάνω σε ένα ευρύ και σταθερό θεμέλιο
γνώσης, το οποίο δεν είναι ιδιαίτερα φιλοσοφικό». Υπάρχουν και άλλα αποσπάσματα
στα οποία φαίνεται πόσο προκρίνει ο Ράσελ την επιστήμη σε σχέση με τη
φιλοσοφία, με πιο χαρακτηριστικό το παρακάτω απόσπασμα από την «Ιστορία της
δυτικής φιλοσοφίας»: «Η φιλοσοφία… είναι κάτι μεταξύ θεολογίας και επιστήμης… Η
χώρα του τίποτα» (σελ. 10 αναφέρει η υποσημείωση, δεν ξέρω ποιας έκδοσης.
Ασφαλώς κάπου στην αρχή).
Θυμάμαι που, κάπου
στα τέλη της 10ετίας του ’70 είχα δώσει εξετάσεις στο ΙΚΥ για μια υποτροφία για
εκπόνηση διδακτορικής διατριβής πάνω στη φιλοσοφία. Απέτυχα. Σήμερα μπορώ να πω
ευτυχώς. Το 1993 ξεκίνησα διδακτορική διατριβή με θέμα τις αφηγηματικές
τεχνικές, την οποία υποστήριξα το 1996. Η λογοτεχνία εξακολουθεί να με
συναρπάζει, η φιλοσοφία καθόλου. Υπάρχει όμως πάντα η νοσταλγία, και νομίζω ότι
κατά καιρούς θα διαβάζω και κάποιο φιλοσοφικό βιβλίο, που όμως δεν θα έχει
σχέση με τη λογική ή τη φιλοσοφία των μαθηματικών.
πολύ αξιόλογη τοποθέτηση. ο αφορισμός όμως των μαθηματικών εννοιών δηλαδή του ορθολογισμού της φιλοσοφίας νομίζω ότι την καθιστά λειψή.
ReplyDeleteΗ φιλοσοφία γεννήθηκε από την ανάγκη αυτή της φυσικής ερμηνείας και καθοδηγήθηκε από αυτή . όταν ξαναπιάσετε το βιβλίου του Ράσελ, διαβάστε και αυτά τα μέρη λοιπόν. φιλικά
Νάσο, σ' ευχαριστώ πολύ για το σχόλιο. Δεν υποτιμώ καθόλου τα μαθηματικά και τη λογική, απλά εμένα δεν με ενδιαφέρουν. Εξάλλου μου είναι δυσνόητα, και θα έπρεπε να εντρυφήσω ιδιαίτερα σ' αυτά για να τα κατανοήσω. Όπως έγραψα και στην ανάρτηση, το ενδιαφέρον μου είναι η λογοτεχνία. Το βιβλίο μου το αγόρασαν κατά παραγγελία, αν το είχα δει ο ίδιος δεν θα το είχα πάρει. Και επειδή το πλήρωσα, αποφάσισα να διαβάσω κάποιες σελίδες, εκείνες που μου ήσαν πιο βατές. Φυσικά, καθώς τα πάντα ρει, δεν αποκλείω να αναζωπηρωθεί το ενδιαφέρον μου στο μέλλον, και να το ξαναδιαβάσω, όλο αυτή τη φορά.
ReplyDelete