Monday, June 11, 2012

Ελένη Δραμητινού, Γκιουζέλ Ανθή


Ελένη Δραμητινού, Γκιουζέλ Ανθή, ΑΛΔΕ 2012, σελ. 352

Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα

Μια ποιητική αφήγηση της διαδρομής μιας ξεριζωμένης οικογένειας από τα μικρασιατικά χώματα στην μητροπολιτική Ελλάδα.

  Η Ελένη Δραμητινού, με καταγωγή από την Κρήτη αλλά γεννημένη και μεγαλωμένη στην Αθήνα, έχει σπουδάσει Διοίκηση Επιχειρήσεων στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, και εργάστηκε ως στέλεχος επιχειρήσεων στον ΟΤΕ. Μέχρι τώρα είχε καταπιαστεί με το διήγημα. Διηγήματά της δημοσιεύτηκαν σε εφημερίδες και περιοδικά, ενώ το διήγημά της «Σ’ αγαπάω πολύ» βραβεύτηκε από την Πανελλήνια Ένωση Λογοτεχνών. Όμως, όπως και τόσοι άλλοι λογοτέχνες, κάποια στιγμή αποφάσισε να μεταπηδήσει στο μυθιστόρημα. Έτσι μας έδωσε την εξαίσια «Γκιουζέλ Ανθή». 
  Ήδη ο τίτλος προϊδεάζει για το περιεχόμενο. Γκιουζέλ στα τούρκικα θα πει όμορφη. Είναι μια λέξη που οι περισσότεροι έλληνες την ξέρουν. Και μια και το Ανθή είναι ελληνικό όνομα, η πρώτη σκέψη που κάνει κανείς είναι πως πρόκειται για Μικρασιάτισσα. Και βέβαια δεν πέφτει έξω. Μέσα από την ιστορία της Γκουζέλ Ανθή παρακολουθούμε τη μοίρα των Μικρασιατών, που η τυχοδιωχτική πολιτική των ελλήνων πολιτικών οδήγησε στον ξεριζωμό τους. Από άρχοντες στον τόπο τους έγιναν φτωχοί πρόσφυγες στην «μητέρα πατρίδα», όπου αγωνίστηκαν σκληρά για να επιβιώσουν.
  Όμως το ζήτημα του ξεριζωμού των συμπατριωτών μας δεν είναι το μόνο θέμα που απασχολεί την Δραμητινού. Ίσως μάλιστα να είναι προσχηματικό, και απλά το χρησιμοποίησε ως πιο αβανταδόρικο για το άλλο θέμα που πραγματεύεται στο βιβλίο της, την καταπίεση της γυναίκας. Και φυσικά δεν αναφέρεται στην καταπίεση που ασκούν στις γυναίκες τους πολλοί ματσό σύζυγοι, που φτάνουν στο σημείο να τις ξυλοκοπούν, αλλά στη θεσμική καταπίεση, στην καταπίεση εκείνη που οι γυναίκες τη θεωρούν λίγο πολύ αναπόφευκτη και δεν τολμούν να της αντισταθούν. Οι πατροπαράδοτοι θεσμοί, τα ήθη και τα έθιμά μας, απαιτούν η γυναίκα να υποτάσσεται στον άντρα. Χωρίς να έχουμε έναν δικό μας Κομφούκιο να το αναγάγει σε κανόνα αρετής, η γυναίκα, τόσο στην αυτοκρατορική Κίνα όσο και εδώ, ακόμη και στις πιο πρόσφατες δεκαετίες, έπρεπε να υπακούει στον αρσενικό, με την εξής σειρά: Στον πατέρα, στον σύζυγο, και τέλος στο γιο. Η θεσμική αυτή καταπίεση εσωτερικεύεται, η γυναίκα δεν την βιώνει καν σαν καταπίεση, αλλά σαν τη φυσική τάξη των πραγμάτων.
  «Είμαι γυναίκα. Σε έναν κόσμο αντρικό. Είμαι γυναίκα. Γυναίκα. Μεγάλωσα σαν ένα όμορφο παιχνίδι. Σε έναν κόσμο σιωπής, αποδοχής, προσμονής. Δεν διεκδικώ τίποτα. Μόνο δέχομαι. Ό,τι πεις εσύ, πατέρα, μάνα, άντρα μου, είσαι ο νόμος, η αρχή, και είμαι το χέρι που κουνάς για να εκτελεί, να δουλεύει, να τακτοποιεί, να γεννάει, να βυζαίνει, να μεγαλώνει παιδιά, να προσμένει» (σελ. 179).
  Στο παρακάτω απόσπασμα εικονογραφείται πολύ χαρακτηριστικά η δουλικότητα της γυναίκας.
  «Έσκυψε μπροστά να τον βοηθήσει να βγάλει τα παπούτσια του. Μια συνήθεια που την είχε από παιδί, να βγάζει τα παπούτσια του πατέρα της και αργότερα του άντρα της. Του έλυσε τα κορδόνια και ξαλάφρωσε τα πόδια του. Του έτριψε λίγο τα δάχτυλα και την πατούσα με τα ακροδάχτυλά της. Ύστερα σηκώθηκε. Μάζεψε τα παπούτσια του και βγήκε έξω στον αυλόγυρο. Κάθισε στο τσιμεντένιο σκαλοπάτι κι άρχισε να τα σκουπίζει και να τα γυαλίζει, τρίβοντάς τα με ένα χοντρό πανί» (σελ. 177).
  Εκείνες οι εποχές ήσαν πράγματι χρυσές για μας τους άντρες.
  Και ένα ακόμη απόσπασμα, όταν ο γιος είναι πια αρχηγός της οικογένειας.
  «Τα κορίτσια κρατούν το φαγητό στις φθαρμένες γαβάθες. Σούπα με ρύζι, που αρμενίζει μέσα του το λιγοστό κρέας. Πρώτα θα φάει ο αρχηγός. Κανείς δεν κουνιέται μέχρι να αποτελέψει εκείνος το πιάτο του, που τρώει κουταλιά κουταλιά ρουφώντας τη σούπα του με θόρυβο. Προστάζει. –Φάτε» (σελ. 287).
  Η Γκουζέλ Ανθή, στην πατρίδα της πριν την καταστροφή, ήταν ερωτευμένη. Ερωτευμένη με έναν ωραίο νεαρό. Όμως ο πατέρας της είχε άλλα σχέδια γι΄αυτήν. Προτίμησε να την παντρέψει με έναν αυτοδημιούργητο έμπορο, είκοσι χρόνια μεγαλύτερό της. Ήταν υποχρεωμένη να υπακούσει στην πατρική προσταγή.
  Στην Ελλάδα, μετά την καταστροφή, ο άντρας της δεν καταφέρνει να ορθοποδήσει. Αντίθετα θα μπλέξει με κακές συναναστροφές, πράγμα που θα του στοιχίσει τη ζωή. Παίζει μπαρμπούτι, κάποιοι από τους παίχτες τσακώνονται, θα τραβηχτεί ένα μαχαίρι, που όμως θα βρει λάθος στόχο. Και η Ανθή θα μείνει χήρα, προσπαθώντας να αναθρέψει τα έξι παιδιά της. Σε μια ακραία συμβολική κίνηση, τη μέρα που μαθαίνουν τον θάνατό του, η Ανθή θα βάλει στην κατσαρόλα να βράσει μια πέτρα, και θα πιουν το νερό. Πρέπει να προετοιμαστούν ψυχολογικά τα παιδιά για τις στερήσεις.
  Τη γυναίκα μπορεί να την καταπιέζουν οι αρσενικοί της οικογένειας, όμως, όπως είπαμε, η καταπίεση αυτή είναι θεσμική, και η συνακόλουθη εκμετάλλευση αποτελεί κατά κάποιο τρόπο μια αναπόφευκτη συνέπεια. Κάποιες φορές, κάποιες γυναίκες, σπάζουν τα δεσμά τους, όπως η Άννα στο μυθιστόρημα της Σπυριδούλας Ραφτοπούλου «Ο ξενώνας», που εκδόθηκε ταυτόχρονα με την «Γκιουζέλ Ανθή» από τις εκδόσεις ΑΛΔΕ. Και θα κάνω κάτι ανορθόδοξο, θα παραθέσω ένα απόσπασμα από αυτό το βιβλίο, που εικονογραφεί πολύ παραστατικά το θέμα που αναπτύσσει η Δραμητινού στο βιβλίο της.
  «… με πολύ ήρεμο τρόπο ανακοίνωσε στους οικείους της, σύζυγο και παιδιά, που όταν συνήλθε θεώρησαν ότι μπορούν να συνεχίσουν να την αρμέγουν, ότι δίνει «σύνταξη» στον εαυτό της μετά από τριάντα επτά χρόνια και τους δίνει την ευχή της να είναι καλά και θα βρουν τρόπο να καλύψουν τις ανάγκες τους. Ξαφνιάστηκαν όλοι, ξεβολεύτηκαν, αλλά ήταν τόσο απόλυτο το ύφος της Άννας, που δεν τόλμησε κανείς να φέρει αντίρρηση. Γράφτηκε στο Ανοιχτό Πανεπιστήμιο και παρακολούθησε το Τμήμα Ισπανικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας» κ.λπ κ.λπ.
  Η καταπιεσμένη γυναίκα της Ραφτοπούλου κάνει την επανάστασή της. Την επανάσταση όμως αυτή δεν μπόρεσε να την κάνει η Ανθή. Τις δυο γυναίκες τις χωρίζει ένας αιώνας.
  Πέρα όμως από αυτή την θεσμική εκμετάλλευση υπάρχει και μια εξωθεσμική, την οποία, τις περισσότερες φορές, δεν μπορεί να αντιμετωπίσει ο νόμος. Και η εκμετάλλευση αυτή ήταν κάτι πολύ συνηθισμένο τα παλιά χρόνια. Θυμάμαι τη χιουμοριστική ατάκα που λέγαμε μαθητές, όταν βλέπαμε κάποιον να συνοδεύει μια κοπέλα: -θα το πάρεις το κορίτσι ή το κοροϊδεύεις; Γιατί εκείνη την εποχή, αλλά φαντάζομαι και σήμερα, πολλά κορίτσια έπεφταν θύματα σεξουαλικής εκμετάλλευσης από τους επιτήδειους, που τους έταζαν γάμο για να πετύχουν την ολοκλήρωση των σχέσεων, τις αρραβωνιάζονταν κιόλας για να ρίξουν στάχτη στα μάτια, και μετά τις εγκατέλειπαν. Και υπάρχει βέβαια και η χειρότερη περίπτωση, που είναι ακριβώς αυτή που αντιμετωπίζει μια κόρη της Ανθής, να πέσει στα νύχια ενός παντρεμένου που θα της κρύψει την οικογενειακή του κατάσταση και θα της τάξει γάμο.
  Ο Marshal Mc Luhan, ένας θεωρητικός των επικοινωνιών, έχει πει την εξής πασίγνωστη φράση: Το μέσο είναι το μήνυμα. Η ομορφιά της βρίσκεται στη χρήση του οξύμωρου. Αυτό που θέλει να πει είναι ότι πολλές φορές το πιο σημαντικό δεν είναι αυτό που λες, αλλά το πώς το λες. Αυτό ισχύει σε όλες τις αφηγηματικές τέχνες, όπως π.χ. στον ποιητικό κινηματογράφο, στις ταινίες του Παρατζάνοφ και του Σοκούρωφ. Τέτοια είναι και η περίπτωση της «Γκουζέλ Ανθής». Η ποιητικότητα της γλώσσας συναρπάζει, περισσότερο ίσως από το στόρι. Για να πετύχει αυτή την ποιητικότητα η Δραμητινού χρησιμοποιεί κυρίως την πρωτοπρόσωπη αφήγηση, που περνάει διαδοχικά από την Γκιουζέλ στον Γιάγκο και από τον Γιάγκο στην Γκιουζέλ, για να περάσει προς το τέλος του έργου και στα παιδιά τους. Σ’ αυτή την αφήγηση υπάρχει μια διαρκής μετεώριση ανάμεσα στην κυρίως αφήγηση και στον εσωτερικό μονόλογο, με την αποσπασματικότητα και την ελλειπτικότητα που διακρίνει τους συνειρμούς, ενώ άλλες φορές η αφηγηματική φωνή είναι η φωνή ενός σπίκερ που αφηγείται στο «τώρα» αυτό που βλέπει, δημιουργώντας έτσι μια κινηματογραφική αίσθηση συγχρονικότητας. Κινηματογραφική και όχι θεατρική, η οποία δημιουργείται κυρίως με τον διάλογο. Ο διάλογος υπάρχει βέβαια, αλλά δεν είναι κυρίαρχος, όπως είναι για παράδειγμα στο «Νορβηγικό δάσος» του Χαρούκι Μουρακάμι που διαβάζω τώρα, ή στο μυθιστόρημα «Φτερά μπεκάτσας» του Θανάση Βαλτινού, που κυριολεκτικά είναι θεατρικό έργο που ο συγγραφέας του έδωσε το lay out ενός μυθιστορήματος. Στο έργο της Δραμητινού ο διάλογος δεν διεκδικεί την πρωτοκαθεδρία αλλά βρισκόμενος σε ισορροπία με την αφήγηση την υπηρετεί.
  Οι πρωτοπρόσωποι αφηγητές συχνά καταφεύγουν στην αποστροφή. Αποστροφή στην αφηγηματολογία σημαίνει το να απευθύνεσαι σε κάποιον, όπως π.χ. στον νεκρό σε μια κηδεία, όπως κάνουν οι γυναίκες που μοιρολογούνται. Εδώ στις αποστροφές τους οι ήρωες απευθύνονται στον θεό, στον εαυτό τους, στην καρδιά τους, στον απόντα σύντροφο, στο φεγγάρι.  
  «Φεγγάρι μου, άλλη μια ευχή. Όλο το βράδυ σου στέλνω χαιρετίσματα. Φιλιά και μια μεγάλη αγκαλιά εκεί πίσω, στην πατρίδα. Χαιρετίσματα στο σπίτι μου. Στα γεράνια της αυλής, στην καρυδιά του κήπου, στο κουνιστό αλογάκι της αποθήκης. Φεγγάρι μου, άλλη μια ευχή…» (σελ. 173), κ.λπ.
  Πέρα από τις ποιητικές εικόνες και τις μεταφορές, η γλώσσα της Δραμητινού χαρακτηρίζεται επίσης από σύντομες φράσεις και προτάσεις στις οποίες συχνά απουσιάζει το ρήμα, ή στην ασύνδετη χρήση δευτερευουσών προτάσεων.
  «Ένα. Δέντρο. Γυναίκα. Αναπνοή.
  Καρδιά. Νους. Ψυχή. Προσμονή.
  Έρωτα, έρωτα αλύπητε, αδυσώπητε.
  Κυνηγέ. Σημαδευτή. Αχόρταγε» (σελ. 314).
  Χαρακτηριστικός είναι ο ποιητικός τρόπος με τον οποίο παρουσιάζεται ο θάνατος του Γιάγκου.
  «Η λάμα κινήθηκε στο σώμα του Γιάγκου.
Ψυχρή, χωρίς ψυχή. Ατάραχη. Μπήκε στο ζεστό κορμί του. Άνοιξε μια δίοδο ανάμεσα στους δράκους που του βασάνιζαν τα σωθικά του χρόνια και χρόνια.
  Όλοι οι τρελοί του διάβολοι βρήκαν τρόπο να βγουν έξω. Να τον απελευθερώσουν. Να χαθούν, με το πνίξιμο της κραυγής που χάνεται στο πυκνό κύμα του τώρα» (σελ. 247).
  Θα μπορούσαμε να μιλάμε ατέλειωτα για αυτό το θαυμάσιο μυθιστόρημα της Ελένης Δραμητινού. Για τη θαυμάσια περιγραφή μιας κρίσης πανικού, για ένα χιουμοριστικό επεισόδιο με ένα κρέας που φαίνεται να το στέλνει ο καλός θεός ενώ στην πραγματικότητα το στέλνει ένας ερωτευμένος με μια από τις κόρες, για τις συναρπαστικές περιγραφές του ξεριζωμού, όμως έχουμε ήδη ξεπεράσει τις δυο σελίδες, και κάπου εδώ πρέπει να σταματήσουμε.

Μπάμπης Δερμιτζάκης
 


 
 

No comments:

Post a Comment