Φ. Ντοστογιέφσκι, Εγώ, ο Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι (μετ. Πάνος
Σταθόγιαννης) Printa
2011, σελ. 333
Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα
Ο Ντοστογιέφσκι
αυτοβιογραφούμενος μέσα από την αλληλογραφία του και το ημερολόγιό του
Να ξεκινήσουμε με
τον μεταφραστή: Ο Πάνος Σταθόγιαννης όχι μόνο μεταφράζει από τα ρώσικα, και
πολύ καλά μάλιστα, αλλά επί πλέον γράφει την εισαγωγή και, το πιο σημαντικό,
κάνει την επιλογή των κειμένων. Τα κείμενα αυτά προέρχονται στο μεγαλύτερο
μέρος τους από την αλληλογραφία του Ντοστογιέφσκι και από το «Ημερολόγιο του
συγγραφέα». Η αλληλογραφία του περιέχεται κυρίως στο πρώτο μέρος που
επιγράφεται «Βίος και πολιτεία» και έχει αυτοβιογραφικό χαρακτήρα, ενώ στο
δεύτερο μέρος, «Κρίσεις και στοχασμοί», τα κείμενα προέρχονται στη συντριπτική
τους πλειοψηφία από το «Ημερολόγιο του συγγραφέα».
Στο πρώτο μέρος μας
παρέχεται σχεδόν μια πλήρης βιογραφία του μεγάλου ρώσου μυθιστοριογράφου, με
ελάχιστα βιογραφικά κενά. Και το πιο σημαντικό είναι ότι ξεπερνάει την
αυτοβιογραφία, όπου ο αυτοβιογραφούμενος όταν γράφει έχει πάντα στο μυαλό του
τον αποδέκτη-αναγνώστη, ενώ στην αλληλογραφία του, και μάλιστα όταν απευθύνεται
σε εντελώς οικεία πρόσωπα, είναι εντελώς εξομολογητικός. Αναρωτιέμαι αν ο
Ντοστογιέφσκι θα ήταν τόσο εξομολογητικός αν ήξερε ότι τις επιστολές του θα τις
διάβαζαν κάποια μέρα εκατομμύρια αναγνώστες.
Ξέρουμε ότι ο
Ντοστογιέφσκι ήταν τζογαδόρος, και ότι στον «Παίχτη» περιγράφει προσωπικές
εμπειρίες. Όμως την τραγικότητα αυτού του πάθους μόνο μέσα από την αλληλογραφία
του μπορεί να τη νοιώσει κανείς. Σε ένα γράμμα στη γυναίκα του, στις 12/24 Μαῒου
1867 γράφει.
«Άνια, αγαπημένη,
φίλη, σύζυγε, συγχώρησέ με, μη με πεις παλιάνθρωπο! Είμαι εγκληματίας, έπαιξα
κι έχασα όλα όσα μου έστειλες, όλα, ως την τελευταία δεκάρα. Χτες τα έλαβα κι
αμέσως πήγα και τα έπαιξα» (σελ. 104).
Διαβάζοντας το
παρακάτω απόσπασμα, σε επιστολή γραμμένη στις 24 Σεπτεμβρίου/ 6 Οκτωβρίου της
ίδιας χρονιάς, σου έρχεται να γελάσεις και να κλάψεις ταυτόχρονα.
«Άνια, ακριβή μου,
είμαι χειρότερος κι από το χειρότερο ζώο! Χτες, γύρω στις δέκα, κέρδιζα 1300
φράγκα. Σήμερα είμαι χωρίς δεκάρα τσακιστή. Τέλος! Έπαιξα κι έχασα τα πάντα! Κι
όλα αυτά επειδή εκείνος ο παλιάνθρωπος λακές του Hôtel de Bains δεν με ξύπνησε εγκαίρως, όπως είχα
αφήσει παραγγελία, για να φύγω στις έντεκα για τη Γενεύη. Κοιμήθηκα μέχρι τις
έντεκα και μισή. Δεν είχα τι να κάνω, το επόμενο τραίνο ξεκινούσε στις πέντε,
έτσι γύρω στις δύο πήγα στη ρουλέτα και έπαιξα τα πάντα, τα πάντα» (σελ. 112). Οι βιογραφίες συνήθως «λειαίνουν» τις οξείες
γωνίες, και οι αυτοβιογραφίες το ίδιο, όμως στην αλληλογραφία βρίσκεται κανείς
πιο έκθετος.
Ξέρουμε ότι στήθηκε
με τους συντρόφους του μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα, σε μια ύστατη
τιμωρία, για να τους ανακοινώσουν στη συνέχεια ότι ο τσάρος τους έδωσε χάρη. Όμως
άλλο πράγμα είναι να διαβάζεις τον ίδιο τον Ντοστογιέφσκι να αφηγείται αυτές
τις συγκλονιστικές στιγμές σε μια επιστολή του και άλλο να τις διαβάζει σε μια
βιογραφία. Ο Ντοστογιέφσκι στην εξιστόρηση αυτής της «οριακής» εμπειρίας είναι συγκλονιστικός.
Το ίδιο συγκλονιστικός είναι και στην περιγραφή των συνθηκών κάτω από τις
οποίες έζησε στη Σιβηρία όπου στάλθηκε εξόριστος για τέσσερα χρόνια.
Βέβαια τις περιγράφει
και στο «Αναμνήσεις από το σπίτι των πεθαμένων». Όμως δεν μπορούμε ποτέ να
είμαστε σίγουροι για το πόσο ακριβείς μπορεί να είναι αυτές οι περιγραφές, αφού
εξάλλου πρόκειται για μυθιστόρημα. Και στο μυθιστόρημα τα πραγματικά στοιχεία
με τα φανταστικά πλέκονται αξεδιάλυτα, σε τέτοιο βαθμό που να μην ξέρεις ποιο
είναι το πραγματικό και ποιο το φανταστικό. Σε σχέση με αυτό το πρόβλημα το
παρακάτω απόσπασμα είναι πολύ αποκαλυπτικό.
«Πριν δεκαπέντε
χρόνια έγραψα τις «Σημειώσεις από το σπίτι των πεθαμένων» εξ ονόματος ενός
φανταστικού ήρωα, εγκληματία, ο οποίος τάχα είχε σκοτώσει τη γυναίκα του. Θα
προσθέσω μόνο μια λεπτομέρεια-πολύς κόσμος από τότε θεωρεί και ισχυρίζεται ότι
πήγα εξορία επειδή σκότωσα τη γυναίκα μου» (σελ. 170).
Στις δημοκρατίες που
ζούμε σήμερα, όσο διεφθαρμένες και αν είναι, έχουμε δυο πράγματα εξασφαλισμένα:
Δεν κινδυνεύουμε να βρεθούμε από τη μια μέρα στην άλλη φυλακή για τις
πεποιθήσεις μας, και δεν υπάρχει λογοκρισία σ’ αυτά που γράφουμε. Όμως στην
τσαρική Ρωσία τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Ο Ντοστογιέφσκι παραπονιέται συχνά στα
γράμματά του για τη λογοκρισία, ενώ σε ένα από αυτά γράφει χαρακτηριστικά.
«Μιλούσα για τη
λογοκρισία και την απροσμέτρητη αυστηρότητά της στην εποχή μας… Θλίβομαι πολύ
όταν ακούω ότι ένα έργο απαγορεύεται όχι επειδή βρήκαν μέσα του κάτι
φιλελεύθερο ή αντίθετο προς την ηθική, αλλά επειδή, για παράδειγμα, η τάδε
νουβέλα ή το δείνα μυθιστόρημα έχουν λυπητερό τέλος ή επειδή εμφανίζεται κάπου
μια πολύ σκοτεινή εικόνα της κοινωνίας, αν και η εικόνα αυτή δεν προσάπτει
κατηγορίες σε κανέναν και δεν θεωρεί κανέναν ύποπτο, και παρόλο που η
περιγραφόμενη τραγωδία μπορεί να προκλήθηκε εντελώς τυχαία ή οι αιτίες της να
ήταν εξωγενείς» (σελ. 37).
Σκέφτομαι ότι
σήμερα, με τον τεράστιο αριθμό βιβλίων που κυκλοφορούν κάθε χρόνο, αν υπήρχε
λογοκρισία θα έπρεπε να στελεχώνεται η αντίστοιχη υπηρεσία από πάρα πολλούς
υπαλλήλους για να μπορούν να διεκπεραιώνουν τη δουλειά. Θα ήταν μια λύση στο
πρόβλημα της ανεργίας. Εκτός και αν έμεναν συγγραφείς και εκδότες στο περίμενε,
όπως οι συνταξιούχοι με το εφάπαξ.
Σήμερα ένα καλό
μυθιστόρημα το αγκαλιάζουν σχεδόν πάντα με ενθουσιασμό, όμως παλιά τα πράγματα
δεν ήταν έτσι. Διαβάζουμε:
«Κυκλοφόρησαν σε
βιβλίο οι «Φτωχοί». Πω, πω, αδελφέ μου! Με τι κακία τους επιτέθηκαν όλοι! Στην
Ιλιουστράτσια δεν διάβασα κριτική, αλλά σκέτες βρισιές. Στη Σεβέρναγια πτσελά
γράφτηκε ένας διάολος ξέρει τι. Όμως εγώ θυμάμαι πώς υποδέχτηκαν τον Γκόγκολ,
κι όλοι ξέρουμε τι υποδοχής έτυχε ο Πούσκιν» (σελ. 29).
Όμως και αυτός
επηρεάζεται από τις αρνητικές κριτικές, σε βαθμό μάλιστα υπερβολής. «Σχετικά με
τις αδυναμίες του (του «Ηλίθιου»), τώρα, είμαι απολύτως σύμφωνος με όλους τους
επικριτές του. Και το κυριότερο-οργίζομαι τόσο πολύ με τον εαυτό μου γι’ αυτές
του τις αδυναμίες, που έτσι μου ’ρχεται να γράψω κι εγώ μια κριτική εναντίον
μου» (σελ. 129).
Αλλά και αυτός δεν
πάει πίσω. Δεν εκτίθεται βέβαια με βιβλιοκριτικές στον τύπο, όμως γράφει ότι
την Άννα Καρένινα τη βρίσκει ανιαρή, ενώ για τον Πόλεμο και Ειρήνη είναι
αντιφατικός: «Πρέπει να είναι έργο κεφαλαιώδους σημασίας. Κρίμα που έχει τόσες
πολλές ασήμαντες λεπτομέρειες ψυχολογικού χαρακτήρα. Μακάρι να ήταν λιγότερες.
Αν και η ομορφιά του οφείλεται ακριβώς σ’ αυτές τις λεπτομέρειες» (σελ. 118). Αλλού
παραπονιέται ότι οι εκδότες πλήρωσαν τον Τολστόι πεντακόσια ρούβλια το
τυπογραφικό για την Άννα Καρένινα «ενώ εμένα ούτε 250 ρούβλια το τυπογραφικό
δεν ήθελαν να μου δώσουν. Του Λ. Τολστόι, όμως, του έδωσαν με προθυμία 500!
Όχι, με εκτιμούν ελάχιστα, γιατί ζω μόνο από τη δουλειά μου» (σελ. 158-159).
Βέβαια, αυτό το διάβασα παλιά, και ο Τολστόι κάποια φορά δεν εκφράστηκε καθόλου
κολακευτικά για το έργο του Ντοστογιέφσκι, και μάλιστα θυμάμαι ότι ήταν
ιδιαίτερα οξύς στους χαρακτηρισμούς του. Επαγγελματικές αντιζηλίες. Πάντως
αργότερα ο Ντοστογιέφσκι φαίνεται να άλλαξε γνώμη για τον Τολστόι.
Είναι περίεργο που
μόνο μια φορά αναφέρεται στον Μπαλζάκ. Τον Σταντάλ και τον Φλωμπέρ τους αγνοεί
(γεννήθηκε την ίδια χρονιά με τον Φλωμπέρ, το 1821, και πέθανε ένα χρόνο
αργότερα απ’ αυτόν, το 1881), ενώ τον Ζολά τον απορρίπτει κατηγορηματικά.
Αντίθετα μιλάει αδιάκοπα για την Βίκτορα Ουγκώ.
Και πάλι η σύμπτωση:
«Οι χειρότερες ώρες μου είναι όταν νυχτώνει» (σελ. 39) και «Τα βράδια, όταν
σουρουπώνει, τις ώρες που συνήθως κινούσα για να έρθω σπίτι σας, με έπιανε
τέτοια θλίψη που αν ήμουν λίγο πιο συναισθηματικός θα έβαζα τα κλάματα» (σελ.
52). Στο «Νορβηγικό δάσος» του Μουρακάμι που διάβασα πρόσφατα υπάρχει το εξής
απόσπασμα, που το περιέλαβα μάλιστα στη βιβλιοκριτική που ανάρτησα γι’ αυτό
πριν οκτώ μέρες:
«…την ανατριχίλα που
με κυρίευε. Συνήθως ένοιωθα έτσι στη δύση του ήλιου. Στο αμυδρό φως του
δειλινού, με το απαλό άρωμα της μανόλιας στον αέρα, η καρδιά μου σφιγγόταν
απροειδοποίητα και ριγούσε. Προσπαθούσαν να κλείσω τα μάτια, να σφίξω τα δόντια
και περίμενα να περάσει. Και περνούσε-αλλά αργά, χρειαζόταν το χρόνο της,
αφήνοντας ένα βουβό πόνο στο πέρασμά της» (σελ. 397).
Πολλές φορές στην αλληλογραφία του ο Ντοστογιέφσκι αναφέρει πώς ο συγγραφέας πρέπει να επεξεργάζεται συνεχώς τα κείμενά του «Η μεγαλύτερη ικανότητα του συγγραφέα είναι η ικανότητά του να διαγράφει. Όποιος μπορεί και έχει τη δύναμη να διαγράφει τα δικά του, αυτός θα φτάσει μακριά. Όλοι οι μεγάλοι συγγραφείς έγραφαν εξαιρετικά πυκνά. Και το κυριότερο-να μην επαναλαμβάνουμε το ήδη ειπωμένο ή αυτό που είναι ήδη δεδομένο για όλους» (σελ. 216). Επίσης γράφει: «Ο Γκόγκολ έγραφε τις Νεκρές ψυχές οκτώ ολόκληρα χρόνια. Οτιδήποτε έχει γραφεί μια κι έξω είναι ανώριμο» (σελ. 201). Παραδέχεται ωστόσο ότι «…τα εμπνευσμένα μέρη βγαίνουν με τη μία, σαν ομοβροντία, ενώ το υπόλοιπο είναι μια πάρα πολύ δύσκολη δουλειά» (σελ. 190).
Πολλές φορές στην αλληλογραφία του ο Ντοστογιέφσκι αναφέρει πώς ο συγγραφέας πρέπει να επεξεργάζεται συνεχώς τα κείμενά του «Η μεγαλύτερη ικανότητα του συγγραφέα είναι η ικανότητά του να διαγράφει. Όποιος μπορεί και έχει τη δύναμη να διαγράφει τα δικά του, αυτός θα φτάσει μακριά. Όλοι οι μεγάλοι συγγραφείς έγραφαν εξαιρετικά πυκνά. Και το κυριότερο-να μην επαναλαμβάνουμε το ήδη ειπωμένο ή αυτό που είναι ήδη δεδομένο για όλους» (σελ. 216). Επίσης γράφει: «Ο Γκόγκολ έγραφε τις Νεκρές ψυχές οκτώ ολόκληρα χρόνια. Οτιδήποτε έχει γραφεί μια κι έξω είναι ανώριμο» (σελ. 201). Παραδέχεται ωστόσο ότι «…τα εμπνευσμένα μέρη βγαίνουν με τη μία, σαν ομοβροντία, ενώ το υπόλοιπο είναι μια πάρα πολύ δύσκολη δουλειά» (σελ. 190).
Κάπου αλλού γράφει:
«Οι ταλαντούχοι συγγραφείς
μας Τολστόι και Γκοντσάροφ οι οποίοι με υψηλή καλλιτεχνικότητα περιέγραψαν την
(οικογενειακή) ζωή των μεσαίων στρωμάτων, θεωρούσαν ότι περιέγραφαν τη ζωή της
πλειονότητας. Κατά την άποψή μου, ακριβώς αυτοί ήταν που περιέγραψαν τη ζωή των
εξαιρέσεων. Αντίθετα, ενώ η ζωή τους είναι η ζωή των εξαιρέσεων, η δική μου ζωή
είναι ζωή του γενικού κανόνα. Σε αυτό θα πειστούν οι επόμενες γενιές, οι οποίες
θα είναι πιο αμερόληπτες, και θα αποδειχτεί ότι έχω δίκιο. Πιστεύω σ’ αυτό» (σελ. 237-238).
Νομίζω πράγματι ότι
ο Ντοστογιέφσκι, ο «μεγάλος ψυχολόγος», διαβάζεται περισσότερο από τον Τολστόι,
αλλά πιστεύω όχι για αυτό το λόγο. Ενώ οι ήρωες του Τολστόι σφύζουν από ψυχική
υγεία, οι ήρωες του Ντοστογιέφσκι είναι λίγο πολύ ψυχοπαθητικές προσωπικότητες,
μέσα στους οποίους ο σύγχρονος άνθρωπος μπορεί να αναγνωρίσει τον εαυτό του.
Και ένα ακόμη
απόσπασμα:
«Δεν υπάρχει
άνθρωπος που να επαναλαμβάνει συχνότερα από τον Ρώσο: «Δεν με νοιάζει τι θα
πουν για μένα» ή «Δεν μ’ ενδιαφέρει καθόλου η κοινή γνώμη», και δεν υπάρχει
άνθρωπος που να φοβάται και να τρέμει περισσότερο από τον Ρώσο για το τι θα
πουν ή θα σκεφτούν γι’ αυτόν» (σελ. 264). Αυτό, όπως μας είπε πριν λίγες μέρες
σε μια παρέα ο φίλος μου ψυχίατρος και ποιητής Μανώλης Πρατικάκης μιλώντας για
μια παρόμοια περίπτωση, είναι ψυχολογικό σύνδρομο και ονομάζεται, αν θυμάμαι
καλά, «έκφραση δια του αντιθέτου».
Το παραπάνω
απόσπασμα είναι από το δεύτερο μέρος. Από το ίδιο μέρος είναι και το παρακάτω
απόσπασμα.
«Ο Γκόγκολ …σε
εκείνα τα σημεία των Νεκρών ψυχών όπου σταματάει να είναι δημιουργός κι αρχίζει
να στοχάζεται εξ ονόματός του είναι κυριολεκτικά αδύναμος και ούτε καν
χαρακτηριστικός».
Πολλές φορές από τα
στόματα μυθιστορηματικών ηρώων ακούμε σκέψεις και στοχασμούς που δεν
συμμεριζόμαστε, όμως αυτό δεν μας ενοχλεί, είτε διότι είμαστε σίγουροι πως δεν πρόκειται
για ιδέες του συγγραφέα, είτε γιατί δεν μπορούμε να είμαστε ποτέ σίγουροι ότι
τις συμμερίζεται. Τι γίνεται όμως όταν οι ιδέες αυτές εκτίθενται ως απερίφραστα
δικές του;
Αυτή είναι η περίπτωση με το «Ημερολόγιο του συγγραφέα», και
γενικά όλο το δεύτερο μέρος. Εκεί βλέπουμε έναν Ντοστογιέφσκι αντισημίτη, αν
και, θα το ξαναγράψω, ο αντισημιτισμός ήταν διάχυτος μέχρι το Ολοκαύτωμα (Θα παραθέσω
ξανά το στίχο του Καρυωτάκη «Λευτεριά, λευτεριά θα σ' αγοράσουν/
έμποροι και
κονσόρτσια και εβραίοι»). Επίσης βλέπουμε έναν
Ντοστογιέφσκι φονταμενταλιστή ορθόδοξο χριστιανό που μιλάει συνεχώς για τον
Χριστό και την αθανασία της ψυχής, ενώ πιστεύει ότι «Στην πραγματικότητα ο
καθολικισμός δεν είναι πλέον χριστιανισμός, έχει μετεξελιχθεί σε ειδωλολατρία,
ο δε προτεσταντισμός με γιγαντιαία βήματα προχωράει προς την αθεῒα»
(σελ. 321). Ακόμη ο φονταμενταλισμός αυτός αναμιγνύεται με έναν άκρατο
εθνικισμό, που μας αφορά. Ο Σταθόγιαννης κάνει νύξη στην εισαγωγή, και ήμουν
περίεργος να διαβάσω τα σχετικά αποσπάσματα. Παραθέτω λοιπόν.
«Η
Κωνσταντινούπολη πρέπει να γίνει δική μας, εμείς, οι Ρώσοι, πρέπει να την
πάρουμε από τους Τούρκους και να την κάνουμε για πάντα δική μας. Πρέπει να
ανήκει μόνο σ’εμάς… Οι Έλληνες θα παρακολουθούν με φθόνο τις καινούριες
σλάβικες αρχές στην Κωνσταντινούπολη, θα μισήσουν τους Σλάβους και θα τους
φοβούνται ίσως περισσότερο απ’ όσο προηγουμένως τους μουσουλμάνους» (σελ.
313-314).
Υπάρχουν κι άλλα αποσπάσματα πάνω σ’ αυτή την κατάκτηση της
Κωνσταντινούπολης από τους Ρώσους, όμως θα σταματήσω εδώ, για να μην μισήσουμε
τον Ντοστογιέφσκι.
Μπάμπης Δερμιτζάκης
Αλίμονο! Αν μισούσαμε κρίνοντας αναχρονιστικά, εμείς οι σύγχρονες γυναίκες δε θα γινόταν να αγαπήσουμε σχεδόν τίποτε του παρλθόντος..
ReplyDeleteΠολύ ενδιαφέροντες οι θλιβεροί επαγγελματικοί ανταγωνισμοί, μ' έκαναν να γελάσω.
Κι εκείνη η φράση για τις 'αδυναμίες' του αγαπημένου μου Ηλίθιου παραλίγο να με ρίξει από την καρέκλα μου.
Το πρώτο βιβλίο που διάβασα του Ντοστογιέφσκι, όταν πήγαινα στη δευτέρα Γυμνασίου, ήταν ο Ηλίθιος. Αναρωτιέμαι για ποιες αδυναμίες μιλάμε.
ReplyDelete