Friday, July 20, 2012

Του τάφου, 2η Ιστορία, Τα παπούτσια



Του τάφου, 2η Ιστορία, Τα παπούτσια

  Την παρακάτω ιστορία μου την αφηγήθηκε ο φίλος μου ο Χριστόφορος Χαραλαμπάκης, καθηγητής γλωσσολογίας στο πανεπιστήμιο Αθηνών. Την επέλεξα για συνέχεια γιατί έχει μεγάλη ομοιότητα με την προηγούμενη.
  Η μητέρα είναι πολύ γριά. Τόσο γριά, που αρχίζει να σκέφτεται το τελευταίο της μεγάλο ταξίδι. Και σ’ αυτό το ταξίδι θέλει να είναι όσο πιο καλοντυμένη γίνεται. Έχει ένα ωραίο φόρεμα, πάρα πολύ ωραίο. Όμως από τα παπούτσια της, κανένα ζευγάρι δεν την ικανοποιεί.
  Το πρωί, πηγαίνοντας στην εκκλησία, συνάντησε την ξαδέλφη της την Αναστασία. Φορούσε ένα πανέμορφο ζευγάρι παπούτσια που την εντυπωσίασαν.
  -Από πού τα αγόρασες Αναστασία;
  -Εμένα μου τα πήρε ο γιος μου από το Κολωνάκι. Εκεί έχουν τα καλύτερα παπούτσια.
  -Μαρία, λέει στην κόρη της μόλις γύρισε σπίτι, οι μέρες μου λιγοστεύουν και πρέπει να είμαι έτοιμη. Μέσα στο φέρετρο θέλω να είμαι καλοντυμένη. Φόρεμα έχω, παπούτσια δεν έχω. Θέλω λοιπόν να πας να μου πάρεις ένα ζευγάρι παπούτσια, αλλά να μου τα πάρεις από το Κολωνάκι.
-Ρε μάνα, γιατί από το Κολωνάκι, δεν έχουμε κι εδώ στη Θήβα καλά παπούτσια; Να τρέχω τώρα στην Αθήνα για ένα ζευγάρι παπούτσια, αμαρτία δεν είναι;  
-Κοίτα να δεις κόρη μου, δεν πρόκειται να αγοράσω άλλα, αυτά θα είναι τα τελευταία μου, και θέλω να είναι πολύ καλά. Και η Αναστασία μού είπε πως τα καλύτερα παπούτσια μόνο στο Κολωνάκι θα τα βρεις.
-Κοίτα μάνα, δεν είναι βιάση να τρέξω τώρα να σου τα αγοράσω. Κάποια στιγμή που θα κατεβώ να δω τον προκομμένο τον εγγονό σου θα περάσω και από το Κολωνάκι να σου τα πάρω.
  Αναστέναξε η γριά, το καταλάβαινε και η ίδια πως είναι άδικο να βάλει την κόρη της να τρέχει στην Αθήνα για ένα ζευγάρι παπούτσια. –Τι να πω κόρη μου, ελπίζω μόνο να προλάβεις πριν προλάβει ο χάρος. Οι μανάδες είναι σατανικές στο να επινοούν τρόπους να κάνουν τα παιδιά τους να νοιώθουν ενοχές.
  -Μάνα, εφτάγερη είσαι, αρρώστια καμιά δεν έχεις, μην το γρουσουζεύεις. Μέσα στο μήνα θα κατέβω να δω τον κανακάρη μου, να του ξεμαγαρίσω το σπίτι και να του μαγειρέψω κανένα φαΐ της προκοπής, να μην τη βγάζει μόνο με σουβλάκια. Να περάσω και από τη σχολή να δω πώς πήγε στην εξεταστική, πέρασε κανένα μάθημα, θα το πάρει καμιά φορά αυτό το αναθεματισμένο το πτυχίο;
  Κατεβαίνει η κόρη στην Αθήνα, καθαρίζει το σπίτι του γιου της, του φτιάχνει και ένα μουσακά, και μετά πηγαίνει στο Κολωνάκι. Πέρασε μπροστά από διάφορες βιτρίνες, είδε τις τιμές και ανατρίχιασε, έλα όμως που όλα τα παπούτσια ήταν πανέμορφα. Πολύ θα ήθελε να πάρει ένα ζευγάρι και για τον εαυτό της, όμως ο κανακάρης έχει έξοδα, νοίκια, κοινόχρηστα, χαρτζιλίκι, και καινούριο κινητό κάθε έξι μήνες.  
  Σε μια βιτρίνα σταμάτησε λίγο περισσότερο. Τη ματιά της τράβηξε ένα όμορφο ζευγάρι, που όμως δεν ήταν τόσο ακριβό. «Αυτό θα της πάρω», σκέφτηκε.
  Και της το πήρε.
  Το κοιτάζει η μάνα από εδώ, το κοιτάζει από εκεί, ήταν πράγματι πολύ όμορφο. –Είναι πολύ όμορφα τα παπούτσια που μου πήρες κόρη μου, ο Θεός να σ’ έχει καλά. Μόνο μωρέ που οι σόλες τους δεν είναι από δέρμα, είναι από πλαστικό και θα γλιστράνε.
  Και η κόρη: -Γιατί, πού νομίζεις πως θα πας και φοβάσαι μη γλιστρήσεις;
  Δεν έχει δίκιο η κόρη. Αν σκεφτούμε πως παλιά οι νεκροί πήγαιναν στον τάφο τους με πολύτιμα κτερίσματα, τόσο περισσότερα και πολυτιμότερα όσο ανώτερη ήταν η κοινωνική τους θέση και ο πλούτος τους, δεν μπορούμε παρά να κατανοήσουμε τη γριά μητέρα που θέλει να έχει καλά παπούτσια, που να μη γλιστράνε, για το τελευταίο της ταξίδι. Ακόμη περισσότερο, αν σκεφτούμε ότι οι κινέζοι αυτοκράτορες θάβονταν όχι μόνο με πολύτιμους θησαυρούς αλλά και με το υπηρετικό προσωπικό που τους συνόδευε στην τελευταία τους κατοικία. Τους οποίους δεν σκότωναν, αλλά παγίδευαν τις εξόδους από τους τάφους ώστε να πεθάνουν από ασφυξία. Όχι μόνο γιατί το σώμα τους έπρεπε να μείνει άθικτο, αλλά και για να μη μαρτυρήσουν πού είχαν τοποθετηθεί οι πολύτιμοι θησαυροί. Ο Κίτρινος Αυτοκράτορας μάλιστα, ο Qin Shi Huang Di (259-210 π.Χ.) που ενοποίησε την Κίνα, είχε επινοήσει μια τρομερή κατασκευή, ώστε οι επίδοξοι τυμβωρύχοι που θα αναζητούσαν τους θησαυρούς με τους οποίους θα θαβόταν να μη βγουν ζωντανοί. Απομόνωσαν διαδοχικά τα διαμερίσματα του τάφου του, και τα οποία βρίσκονταν σε διάφορα επίπεδα. Όταν λοιπόν οι τυμβωρύχοι έσκαβαν τα τοιχώματα ενός διαμερίσματος για να περάσουν στον επόμενο, αυτό το διαμέρισμα που βρισκόταν μισό επίπεδο πιο πάνω ήταν γεμάτο με υδράργυρο που τους πλημύριζε, και αν δεν τους έπνιγε, τους δηλητηρίαζε θανάσιμα. Υπήρχαν ακόμη και τόξα, που με το άνοιγμα μιας θύρας τινάζονταν τα βέλη και σκότωναν αυτούς που την άνοιγαν.
  Η εγκατάλειψη των κτερισμάτων στη θρησκεία μας οφείλεται στην πίστη ότι ο νεκρός μεταβαίνει γυμνός στον άλλο κόσμο. Αν και μπαίνει το ερώτημα: έχουν μήπως οι ψυχές τη μορφή του σώματος στο οποίο κατοικούσαν; Και αν είναι εντελώς γυμνές, μήπως ο παράδεισος και η κόλαση είναι ένας απέραντος χώρος γυμνιστών; Ή μήπως φοράνε τελικά τα ρούχα με τα οποία τους θάβουν; Καλού κακού λοιπόν, ας πάμε καλοντυμένοι.

No comments:

Post a Comment