Friday, August 24, 2012

Κατωχωρίτικες ιστορίες, 16η Ιστορία, Τα κουκιά



Κατωχωρίτικες ιστορίες, 16η Ιστορία, Τα κουκιά

  Θα ξεκινήσω με ένα απόσπασμα από τον «Χριστό Ξανασταυρώνεται» του Καζαντζάκη. Μιλάει ο παπα-Γρηγόρης, αναθέτοντας τους ρόλους που θα παίξουν στην αναπαράσταση των Παθών του Χριστού τη Μεγαλοβδομάδα κάποιοι χωριανοί.
  «-Εσένα, Κωνσταντή, διαλέξαμε οι προεστοί να κάνεις τον Ιάκωβο, τον αυστηρό αδερφό του Ιησού. Μεγάλο βάρος, θεϊκό, και πρέπει να το σηκώσεις τιμημένα, να μην ντροπιάσεις τον απόστολο. Πρέπει να γίνεις, από σήμερα και πέρα, Κωνσταντή, καινούριος άνθρωπος· καλός είσαι, μα να γίνεις καλύτερος. Πιο τίμιος, πιο γλυκομίλητος, πιο ταχτικός στην εκκλησιά. Να βάνεις πια λιγότερο κριθάρι στον καφέ, να μην ανακατεύεις τ’ αποπιοτίδια με το κρασί που πουλάς, να μην κόβεις το λουκούμι στη μέση, να το πουλάς αλάκερο. Κι έχε το νου σου να μην ξαναδείρεις τη γυναίκα σου, γιατί από σήμερα και πέρα δεν είσαι μονάχα ο Κωνσταντής, παρά κι ο Ιάκωβος, κατάλαβες; Κατάλαβα να λες.
  -Κατάλαβα, αποκρίθηκε ο Κωνσταντής καταντροπιασμένος κι αποτραβήχτηκε στον τοίχο.
  Έκανε να πει; Δε δέρνω εγώ τη γυναίκα μου, αυτή με δέρνει, μα ντράπηκε».
  Με όλο το σεβασμό στον Καζαντζάκη θα διόρθωνα τη φράση με το λουκούμι ως εξής: «Να μη σερβίρεις μισό το λουκούμι, να το σερβίρεις αλάκερο».
  Ο Κωνσταντής είναι καφετζής. Και για να μη βάλω όλους τους καφετζήδες στο ίδιο τσουβάλι, θα πω πως κάποιοι απ’ αυτούς, κάποιες φορές, κλέβουν τον πελάτη. Από όσα λέει ο Καζαντζάκης παραπάνω, το μόνο για το οποίο έχω ακούσει εγώ να κατηγορούνε καφετζή του χωριού μου, τότε που ήμουν μικρός, είναι πως μάζευε τα αποπιοτίδια και τα ξανασέρβιρε.
  Όμως υπάρχουν και άλλοι τρόποι για να κλέψεις τον πελάτη. Θα τους αναφέρουμε.
  Μια παρέα μπεκροπίνει. Καθώς όλοι οι κρητικοί είμαστε φιλότιμοι (οι περισσότεροι θέλω να πω), κάποιος πληρώνει το λογαριασμό. Όμως για να μην τον καταλάβουν οι φίλοι του, γιατί αν φωνάξει τον καφετζή στο τραπέζι να τον πληρώσει θα τσακωθεί με άλλους φίλους του που θα θέλουν να πληρώσουν αυτοί, πηγαίνει και τον πληρώνει κρυφά.
  Όμως το ίδιο κάνει και κάποιος άλλος. Αν ο καφετζής είναι τίμιος, θα πει σ’ αυτό τον δεύτερο ότι ο λογαριασμός είναι πληρωμένος. Αν όχι, θα τα πάρει και από αυτόν και θα διπλοπληρωθεί.
  Καμιά φορά όμως ρεζιλεύεται, γιατί αυτός που πλήρωσε, θα σηκωθεί να φύγει λέγοντας «πληρωμένος ο λογαριασμός», για να πεταχτεί και ο άλλος: «μα κι εγώ τον πλήρωσα». Τότε ξεμασκαρεύεται ο καφετζής.
  Τώρα όλοι είναι πιο προσεκτικοί, και γι’ αυτό τέτοιο πράγμα συμβαίνει σπάνια πια.
  Πιο συνηθισμένοι είναι οι άλλοι δυο τρόποι. Ο πρώτος είναι να σερβιριστεί νοθευμένη ρακή. Όπως μου εξήγησε ο Γιώργης ο Τριχάς (Του τάφου, 5η ιστορία, Το αγκομαχητό) που ο ίδιος καζανίζει και ξέρει τι θα πει καλή ρακή (απ’ αυτόν την προμηθεύομαι κι εγώ), βάζουν μέσα καθαρό οινόπνευμα που είναι πιο φτηνό. Πίνοντας τέτοια ρακή, έστω και ελάχιστη, κάνεις άγριο μεθύσι, και το πρωί που θα ξυπνήσεις έχεις φοβερό πονοκέφαλο. Θυμάμαι μια φορά που ήταν ζήτημα να είχα πιει δυο καραφάκια, και καθώς σηκώθηκα να πάω στην τουαλέτα παραπατούσα. Είχα μεθύσι χωρίς να το καταλάβω.
  Αυτός ο τρόπος όμως έχει και τα μειονεκτήματά του. Κάποια στιγμή καταλαβαίνεις ότι είσαι μεθυσμένος και σταματάς να πίνεις. Και καθώς αληθεύει το «εν τη καταναλώσει το κέρδος», κερδίζει από τη μια μεριά ο καφετζής αλλά χάνει από την άλλη. Τώρα προς τα πού γέρνει το ισοζύγιο είναι δύσκολο να πει κανείς.
  Τον άλλο τρόπο θα τον δώσω με μια πραγματική ιστορία.
  Συνέβη στον Παχύ άμμο, ένα κοντινό χωριό. Ο πελάτης λέει στον καφετζή που κάθεται στο διπλανό τραπέζι με μια άλλη παρέα. «Ωρέ Γιώργη, η ρακή σου βγάζει νερουλιά». Και αυτός φωνάζει στη γυναίκα του, που είναι στο τεζιάκι. «Ωρή Μαρία, μήπως έβαλες κι εσύ νερό;» (τα ονόματα φανταστικά).
  Ο τελευταίος τρόπος που θα αναφέρω, από αυτούς που ξέρω και που έχει σχέση με την ιστορία που θα αφηγηθούμε, είναι να πανωβγάλεις το λογαριασμό. Η παρέα είναι μεθυσμένη, και τα καραφάκια για να μετρηθούν συνήθως δεν φτάνουν όχι μόνο τα δάχτυλα των χεριών αλλά και των ποδιών, και έτσι είναι εύκολο στον καφετζή να προσθέσει μερικά παραπάνω.
  Ο Κωστής ο Παραουλάκης, για τον οποίο μιλήσαμε στη 13η κατωχωρίτικη ιστορία «Το κλειδί», «κάνει καφενείο», είναι δηλαδή καφετζής. Μια παρέα στη γωνιά μπεκροπίνει. Ένας απ’ αυτούς είναι πονηρός. Σκέφτεται  ότι ο καφετζής μπορεί να μας κλέψει, και πώς μπορούμε να είμαστε σίγουροι για τα καραφάκια που ήπιαμε όταν το κεφάλι μας θα έχει γίνει κουδούνι, ας βάζω για κάθε καραφάκι που μας φέρνει και ένα κουκί στην τσέπη μου. Το τηγανισμένο κουκί σερβιριζόταν εκείνα τα χρόνια σαν μεζές στη ρακή, όμως όχι πια. Άλλα χρόνια άλλα δόντια.
  Ο Κωστής τον κόβει που σε κάθε καραφάκι που τους σερβίρει βάζει και ένα κουκί στην τσέπη.
  Και τι κάνει.
  Κρυφά, καθώς τους σερβίρει κάποια στιγμή, ρίχνει στην τσέπη του μερικά κουκιά.
  Τα πόπιε η παρέα, θέλουν να πληρώσουν.
  -Πόσο χρωστάμε;
  -Πόσα καραφάκια ήπιατε;
  -Καλά, δεν τα έγραψες;
  -Τα έγραψα, αλλά ό,τι μου πείτε εσείς, για να μην πείτε ότι σας γέλασα.
  Βγάζει ο άλλος και μετράει τα κουκιά. Σαν πολλά τα βρίσκει σε σχέση με τα καραφάκια που υπολογίζει πως ήπιαν, όμως τι να πει;
  Τόσα.
  Αφού σκάει στα γέλια ο Κωστής τους ζητάει τόσα λεφτά, όσα ήταν τα καραφάκια που ήπιαν πραγματικά.   
Biography and bibliography                       


No comments:

Post a Comment