Tuesday, August 14, 2012

Κατωχωρίτικες ιστορίες, 2η ιστορία, Η ψακή



Κατωχωρίτικες ιστορίες, 2η ιστορία, Η ψακή

  Στην Κρήτη το δηλητήριο το λέμε ψακή. Ψακώνω σημαίνει δηλητηριάζω. Ψακώνομαι σημαίνει αυτοκτονώ με δηλητήριο. Όταν ήμουν μικρός και άταχτος και η μητέρα μου δεν με άντεχε άλλο, μου έλεγε, ή ότι θα πέσει στο πηγάδι να πνιγεί ή ότι θα ψακωθεί. Αν ψακωθεί θα τη δω, σκεφτόμουνα, αν όμως πέσει στο πηγάδι; Θυμάμαι που πολλές φορές, γυρνώντας από την αγιά Τριάδα όπου παίζαμε και δεν την έβρισκα σπίτι, κοίταζα ανήσυχος μέσα στο πηγάδι μήπως είχε πέσει να πνιγεί. Μέχρι να γυρίσει σπίτι ήμουν ανήσυχος, γιατί μπορεί να είχε πέσει σε άλλο πηγάδι.
  Το «ψακωμένος» όμως δεν σημαίνει υποχρεωτικά δηλητηριασμένος, ή μάλλον σπάνια. Πιο συχνά χρησιμοποιείται με μεταφορική σημασία: αυτός (αυτή για το θηλυκό) είναι πολύ κακός, κυρίως μοχθηρός άνθρωπος.  
  Τέτοια ήταν και η νονά του: ψακωμένη. Τουλάχιστον αυτή τη γνώμη είχε ο βαφτισιμιός της. Δεν ξέρω πώς τα κατάφεραν και χάλασαν σε τέτοιο βαθμό οι σχέσεις τους, ο αδελφός του που μου διηγήθηκε την ιστορία δεν μου είπε. Πάντως δεν μιλιόντουσαν. Έλα όμως που η νονά τον είχε ανάγκη, λόγω επαγγέλματος.
  Κάθεται ο βαφτισιμιός στο καφενείο και βλέπει τη νονά του απέναντι να δίνει σε ένα χωριανό ένα μπουκάλι «ψακή», σίγουρα φυτοφάρμακο, κάτι να του λέει και τον στέλνει προς το μέρος του. Αμέσως καταλαβαίνει για τι πρόκειται: θέλει να μάθει σε τι αναλογία πρέπει να το ανακατέψει με νερό για να ψεκάσει κανένα μποστάνι. Έρχεται ο χωριανός, αλλά πριν προλάβει να τον ρωτήσει του λέει αυτός. «Πήγαινε να της πεις, και όλο να το πιει δεν πρόκειται να πεθάνει».
  Οι ψακωμένοι έχουν ανοσία στην ψακή.

No comments:

Post a Comment