Sunday, August 12, 2012

Μίμης Ανδρουλάκης, Έ, πρόεδρε, Καστανιώτης



Μίμης Ανδρουλάκης, Έ, πρόεδρε, Καστανιώτης 2009, σελ. 232

  Έχουμε παρουσιάσει όλα τα πρώτα βιβλία του Μίμη Ανδρουλάκη, αλλά κάποια στιγμή κολλήσαμε. Τα βιβλία που αναφέρονται στην πολιτική και στην οικονομία δεν είναι πρώτη μας προτεραιότητα. Έπειτα, από το καλοκαίρι του 2007 έπαψα να αγοράζω βιβλία, με εξαίρεση βέβαια κάποιες πολύ φτηνές προσφορές, καθώς περνούσα μια προσωπική οικονομική κρίση, που αργότερα επιδεινώθηκε με τη γενική κρίση. Έτσι, όταν μου είπε ο ξάδελφός μου ο Γιώργης ο Τζανετάκης ότι ανάμεσα στα βιβλία που έφερε μαζί του στο χωριό για το καλοκαίρι ήταν και το «Ε, πρόεδρε» του Ανδρουλάκη, του το ζήτησα να το διαβάσω.
  Ο Ανδρουλάκης, πέρα από το ότι διαθέτει ένα κοφτερό μυαλό και μια φοβερή οξυδέρκεια, διαθέτει και συγγραφικό ταλέντο. Έτσι και αυτού του βιβλίου του η ανάγνωση μού ήταν ιδιαίτερα ευχάριστη.
  Το βιβλίο είναι ένας νέος «Ηγεμόνας», συμβουλές στον Γιώργο Παπανδρέου εν όψει της προσεχούς νίκης του στις εκλογές. Γράφηκε το καλοκαίρι του 2009, λίγο πριν την εκλογική νίκη του ΠΑΣΟΚ, αναμενόμενη από όλους.
  Δεν θα κρίνω τις θέσεις του, τις κρίσεις του, τα συμπεράσματά του, άλλοι είναι περισσότερο αρμόδιοι, εγώ θα σχολιάσω κάποιες πλευρές της συγγραφικής του τεχνικής.
  Ο Ανδρουλάκης διαθέτει μια μεγάλη αίσθηση λαϊκότητας. Πιστεύω ότι η μαθητεία του στην Αριστερά βοήθησε πολύ σ’ αυτό. Δεν είναι μόνο το ότι το περίπλοκο σου το παρουσιάζει με απλό τρόπο, αλλά και το ότι, προς επίρρωση των λεγομένων του, διανθίζει το λόγο του με παροιμίες, πάρα πολλές παροιμίες. Αν το ήξερα ξεκινώντας το βιβλίο θα καθόμουνα να τις μετρήσω, να τις υπογραμμίσω, και ενδεχόμενα να τις παραθέσω. Ας παραθέσουμε όμως ένα δείγμα.
  «Κλαίει τ’ αμπέλι ακλάδευτο, κλαίει και κλαδεμένο» (ό,τι και να κάνεις σ’ αυτή την κατάσταση, άστα να πάνε). «Όλο τον κόσμο να ρωτάς, τη γνώμη σου ακολούθα». Συμβουλή και για τους συγγραφείς που δίνουν τα κείμενά τους σε φίλους να τους πουν τη γνώμη τους.
  Και βέβαια εκτός από τις παροιμίες παραθέτει πάρα πολλές ρήσεις διάσημων ανδρών, όπως: «Αν έχεις να πραγματοποιήσεις κάτι περίπλοκο, ανάθεσέ το σε έναν τεμπέλη. Θα βρει κάποιον απλό και εύκολο τρόπο να το κάνει» (σελ. 57). Αυτό το είπε ο Σωκράτης. «Όποιος ξέρει από πριν πού θα πάει, δεν πάει πολύ μακριά» (σελ. 24). Αυτό το είπε ο Ναπολέων. Βέβαια στην  Έλβα και στην Αγία Ελένη δεν πήγε, τον πήγανε.
  Ξέρουμε ότι είναι λάτρης της μαντινιάδας, αλλά περιέργως σ’ αυτό το βιβλίο του βρήκαμε μόνο μια:  
 «Άλλα ’λεγες, άλλα ’κανες, άλλα ’πες, άλλα κάνεις
 άλλα λογιάζεις κι άλλα λες, κι άλλα στο νου σου βάνεις» (σελ. 61).
  Χάλασε όμως ο Ανδρουλάκης  τη φόρμα παραθέτοντάς τη σε τετράστιχο.
  Η συγκριτολογική σκέψη του Ανδρουλάκη, που φαίνεται και στο συσχετισμό καταστάσεων με παροιμίες, εκδηλώνεται πολύ χαρακτηριστικά σε ένα υποκεφάλαιο της «Σεναριακής σκέψης» με τίτλο: «Με σινεμά: καλύτερα δεν γίνεται», όπου κάνει αναφορές, ούτε λίγο ούτε πολύ, σε 38 ταινίες.
  Εδώ θα κάνω την κριτική μου. Έχω δηλώσει σε άλλα μου κείμενα ότι είμαι λάτρης του ασιατικού κινηματογράφου και ότι είμαι σφοδρός πολέμιος του αμερικάνικου πολιτισμικού ιμπεριαλισμού, που έχει ως προπύργιο το Χόλιγουντ. Δεν αντέχω να βλέπω ταινίες που μιλάνε αγγλικά, παρά μόνο του Γούντι Άλλεν. Αντίθετα οι αγγλικοί υπότιτλοι μου είναι πολύ ευπρόσδεκτοι, μια και τα αγγλικά είναι η γλώσσα που μιλάω καλύτερα. Από τις 38 ταινίες που παραθέτει ο Ανδρουλάκης όλες είναι αγγλόφωνες, και φαντάζομαι στη συντριπτική τους πλειοψηφία αμερικάνικες, με τρεις εξαιρέσεις: μια του Γκοντάρ, μια του Ρενέ Κλαιρ και τον «Ιβάν τον τρομερό» του Αϊζενστάιν. Και βέβαια θα προτιμούσα να παρέπεμπε, αντί στο «Και οι εφτά ήσαν υπέροχοι» στους «Επτά σαμουράι» του Κουροσάβα, ένα αριστούργημα του οποίου όμως οι αμερικάνοι έκαναν ένα αρκετά καλό remake. Να είμαστε ενάντια σε όλες τις εκδοχές του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού, και όχι μόνο στις οικονομικές, πολιτικές και στρατιωτικές εκδοχές του.
  Βρήκαμε και κάποια σύμπλοκα που δεν τα ξέραμε, όπως, «χαρούμενοι έλληνες», «experience trap» και «animal spirits». «Η κυρία (με την πιστωτική κάρτα) δεν θα πει στην τράπεζα “animal  spirits”. Πληρώνει!» (σελ. 219).
  Τα κόμματα όμως δεν κάνουν το ίδιο. Κάθισε η Νέα Δημοκρατία στην εξουσία έξι χρόνια, δανείστηκε, έλα τώρα εσύ Γιωργάκη να πληρώσεις. Και ο λαός που πάντα ξεχνά (κι ας λέει το σύνθημα, αφού κι εγώ ξέχασα, αλλιώς δεν θα είχα αναρτήσει τα σόκιν ανέκδοτα) ξέχασε ποιος δανείστηκε, βλέπει μόνο ποιος του έκοψε το μισθό για να πληρωθούν τα δανεικά.
  Θα κάνουμε και τρεις διορθώσεις.
  Διαβάζουμε: «…βγάζουν τ’ άπλυτά τους στη φόρα» (σελ. 33).
  Δεν είναι στη φόρα, είναι στα φόρα, fora, πληθυντικός τους forum, δηλαδή στις αγορές.
  «Αχ, μόνο το παλιό μουλάρι ζευγαρώνει ίσια!» (σελ. 95).
  Το μουλάρι δεν ζευγαρώνει, είναι άγονο, ζευγαρίζει όμως (οργώνει για τους μη κρητικούς).
  «…το πραγματικό του όνομα ήταν Ξιάνγκ Λιν..» (σελ. 172). Το «Ξ» δεν υπάρχει στα κινέζικα, απλά ο Ανδρουλάκης μεταγράφει την pinyin μεταγραφή Xiang σαν να πρόκειται για αγγλικά. Αυτό το Χ προφέρεται όπως στα κρητικά, Sh. Διαβάστε το Χιανγκ με κρητική προφορά και θα έχετε την ακριβή απόδοση του ονόματος.
  Και μια και μιλάμε για κινέζικα, βρήκα και μια κινέζικη ιστορία (σελ. 167) που την είχα πρωτοδιαβάσει σε ένα κινέζικο αναγνωστικό, μου άρεσε πολύ και την έχω αφηγηθεί πολλές φορές σε φίλους. Είναι πολύ μεγάλη για να την παραθέσω, το νόημά της όμως αποδίδεται με το «κάθε εμπόδιο για καλό» και «μη βιάζεσαι να θριαμβολογήσεις».
   Και, όπως το συνηθίζουμε, θα παραθέσουμε κάποια αποσπάσματα σχολιάζοντάς τα.
  «Είναι και οι τρεις στους δέκα που, αν φωνάξεις: Ε, Πρόεδρε! Στο σύνταγμα ή στην Αριστοτέλους, θα γυρίσουν το κεφάλι» (σελ. 15).
  Δεν μου έχει τύχει, αλλά κι εγώ θα το γύριζα. Υπήρξα πρόεδρος του συλλόγου του χωριού μου για μια διετία.
  «Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, κόντρα στην ανυπομονησία του πλήθους…» (σελ. 31).
  Ποιος ηγέτης τολμάει σήμερα να πάει κόντρα στην ανυπομονησία του πλήθους; Πάντως μπορεί να φταίει λίγο (ή μήπως πολύ;) και το πλήθος.
  «Οι Γερμανοί θα καταλάβουν το “σαν ψωριάσει ο γείτονάς σου, ετοίμαζε κι εσύ αλοιφή”. Η Γερμανία θα υποστεί πιο σύντομα από όσο φαίνεται το “ρίσκο του τσιγκούνη”» (σελ. 38).
  Ελπίζω να μη συμβεί κάτι τέτοιο. Όχι να μην της κολλήσουμε την ψώρα, αλλά να μη ψωριάσουμε εμείς. Όμως αν είναι να κολλήσουμε ψώρα, ας κολλήσει κι αυτή.
  «Ο Νίκος Καζαντζάκης όμως θέλει τους ήρωές του, αντί να βουλώνουν με κερί τα αυτιά τους, να αρπάζουν τις Σειρήνες, να τις φέρνουν στο κατάστρωμα και να συνεχίζουν μαζί τους το ταξίδι» (σελ. 224).
  Τα μεγάλα πνεύματα...
  Αγνοούσα αυτό του Καζαντζάκη (προφανώς είναι από την «Οδύσσεια» που δεν την έχω διαβάσει), όταν κατέληγα στο διήγημα «Να αυτοκτονήσει κανείς ή να μην αυτοκτονήσει»  από τη συλλογή διηγημάτων «Το φραγκιό» (εκδόσεις ΑΛΔΕ, σειρά metroαναγνώσματα,  2010) ως εξής.
  «…Όσο και αν ξεστρατίζουμε ζώντας περιπέτειες με τους Λαιστρυγόνες και τους Κύκλωπες και έρωτες με την Καλυψώ, το καράβι μας κάποτε θα φτάσει στην Ιθάκη. Ας το αφήσουμε να πηγαίνει με χαμηλωμένα τα πανιά, αργά, πολύ αργά. Και, αν είμαστε τυχεροί και συναντήσουμε στο δρόμο μας τις σειρήνες, να μην κάνουμε τη μ@^@κ!@ του Οδυσσέα και κλείσουμε τα αυτιά μας. Να τρίψουμε τις παλάμες μας από χαρά και, όρτσα τα πανιά, να τρέξουμε να τις συναντήσουμε».
  Και τελειώνει ο Ανδρουλάκης το βιβλίο του:
  «Από ’δω και πέρα, η επόμενη μέρα μπορεί να είναι η “Ημέρα της κρίσης” και ταυτόχρονα η απαρχή ενός νέου ημερολογίου, μιας νέας κατάστασης, μιας νέας εποχής. Γρηγορείτε, ποτέ δεν ξέρετε ούτε τη μέρα ούτε την ώρα!
  Και εσύ “ακροβάτη”, δέξου την ευχή μου. Ευχή “υψοφοβικού”, ευχή “θεού”!»
  Και τελειώνω κι εγώ τη βιβλιοκριτική μου:
  Η επόμενη μέρα ήταν όντως η ημέρα της κρίσης. Όσο για την ευχή, φαίνεται ότι η ευχή ενός υψοφοβικού δεν είναι ευχή Θεού. Δεν έπιασε.

No comments:

Post a Comment