Friday, January 25, 2013

Οι τρεις θρηνούσες αδελφές (σελ. 23-24)



Οι τρεις θρηνούσες αδελφές

 Την ιστορία αυτή μου τη αφηγήθηκε πριν χρόνια ο φί­λος μου ο Μιχάλης Κωστάκης, από την Παχιά Άμμο. Την αντιγράφω από τις «Ιστορίες του τάφου» που ανάρτησα στο blog μου το καλοκαίρι (2012).
 Ο πατέρας πεθαίνει, και οι περισσότεροι χωριανοί, όπως συμβαίνει στα χωριά, συνοδεύουν το ξόδι στην τελευταία κατοικία. Οι τρεις κόρες τον μοιρολογούν. Το μοιρολόι ως είθισται είναι στη μορφή της μαντινιά­δας. Και η μητέρα μου με μαντινιάδες θρήνησε τη για­γιά μου όταν πέθανε. Μια θεια μου μάλιστα, μετά από πενήντα χρόνια, θυμόταν δυο τρεις και μου τις είπε πέ­ρυσι, και κάπου τις έχω γραμμένες.
 Λέει λοιπόν η πρώτη αδελφή, μέσα από τους λυγμούς της:

Στον κάτω κόσμο που θα πας κράτα και μια ντομάτα
να κάτσετε όλοι μαζί να κάμετε σαλάτα

 Ακολουθεί η δεύτερη αδελφή με τη δική της μαντι­νιάδα

Στον κάτω κόσμο που θα πας κράτα και ένα αγγούρι
και βάλε και λίγη ρακή μέσα σ’ ένα παγούρι

 Η τρίτη όμως αδελφή δεν είχε το στιχουργικό τάλαντο των αδελφάδων της. Ίσως να προσπάθησε για κάποια δευτερόλεπτα, δεν της βγήκε όμως, και έτσι φώναξε σπαραχτικά.
–Κράτα πατέρα και κιοντανέ (πράσο). Οι χωριανοί, όπως ήταν φυσικό, ξέσπασαν σε τρανταχτά γέλια.
 Και επιβεβαιώθηκε για μια ακόμη φορά το ρηθέν πως δεν υπάρχει γάμος άκλαυτος και κηδεία αγέλαστη. Και βέβαια η πιο γνωστή περίπτωση «γελαστής» κηδείας είναι αυτή που αφηγείται ο Ιωάννης Κονδυλάκης στο περίφημο διήγημά του «Ο επικήδειος».
 Ο Μιχάλης σταμάτησε σ’ αυτό το σημείο την αφήγησή του. Όμως εγώ, γράφοντας αυτές τις γραμμές, αναρω­τιέμαι: ένοιωσαν καθόλου ντροπιασμένοι οι χωριανοί που έσκασαν στα γέλια με τον κιοντανέ; Και, το σοβα­ρότερο, πώς να ένοιωσε άραγε η καημένη η τρίτη θυ­γατέρα, που όχι μόνο δεν μπόρεσε να θρηνήσει τον πα­τέρα της με τρόπο ανάλογο, όπως οι αδελφές της, αλλά προκάλεσε και τη θυμηδία των συγχωριανών της; Δεν θα ένοιωσε σαν να ήθελε να ανοίξει η γη να την κατα­πιεί;
 Μου θυμίζει την Κορντέλια στο «Βασιλιά Ληρ». Όπως και εκείνη, φάνηκε να υστερεί σε λόγια σε σχέση με τις αδελφές της, αλλά, δεν ξέρω γιατί, θέλω να πιστεύω ότι, όπως και η Κορντέλια, αγαπούσε περισσότερο τον πατέρα της.

2 comments:

  1. Κι όμως!
    Το πραγματικό περιστατικό συνέβη στο χωριό Νοφαλιάς του βόρειου Μεραμπέλλου.
    Η νεκρική πομπή κατευθύνεται προς το νεκροταφείο του χωριού και καθώς περνά μπροστά από τον κήπο του μακαρίτη, η χήρα μοιρολογιέται

    Από τον κήπο σου περνάς
    κόψε και ένα φρύο
    στον άλλο κόσμο που θα πάς
    να κάμεις κι ένα φίλο.

    Ακούγοντας αυτό το μοιρολόϊ, ο πνευματικά καθυστερημένος γυιός του μακαρίτη, βγάζει φωνή μεγάλη:

    - Και κεντανέ πατέρα!

    ReplyDelete
  2. Σ' ευχαριστώ για το σχόλιο. Δεν αποκλείεται αυτό που έγραψα να είναι μια παραλλαγή του παραπάνω. Σημειώνω βέβαια ότι η ρίμα είναι κακή, δεν ριμάρει το φρύο με το φίλο, αλλά αυτό ίσως να μην έχει και τόση σημασία, αφού και ένας κρητικός σταθμός στην Αθήνα αυτοδιαφημίζεται με μαντινιάδα που δεν ριμάρει. Ίσως όμως να πρόκειται για κάτι παράλληλο, που το θεωρώ πολύ πιθανόν, αφού και η μητέρα μου θρήνησε τη γιαγιά μου με μαντινιάδες. Και βέβαια υπάρχει το πρόβλημα, η ιστορία που αναφέρω εγώ, πού συνέβη. Μου την αφηγήθηκε ο φίλος μου ο Μιχάλης, και νόμιζα ότι συνέβη στο χωριό του, τον Παχύ άμμο. Πριν λίγες μέρες που συζητάγαμε μου είπε ότι συνέβη στο Καβούσι, ενώ ο Μανόλης ο Πρατικάκης επιμένει ότι έγινε στο Μύρτος. Πάντως όπου και να έγινε, όπως και να έγινε, είναι αστεία ιστορία.

    ReplyDelete