Friday, May 31, 2013

Ξεκινώντας μια αυτοβιογραφία 6. Η κακογραφία μου



Ξεκινώντας μια αυτοβιογραφία
6. Η κακογραφία μου

  Στο δημοτικό ήμουν πολύ καλός μαθητής. Με τον συγχωρεμένο τον Ιάκωβο τον Δερμιτζάκη είχαμε σε όλες τις τάξεις τους μεγαλύτερους βαθμούς. Στις μικρές τάξεις μάς ακολουθούσαν και δυο τρεις άλλοι, όμως μετά μείναμε μόνοι μας στην κορυφή. Οι βαθμοί μας ήταν 10, 9, 9, 8, 8/5, 9.
  Όμως δεν ήμουν καλός σε όλα τα μαθήματα. Στη χειροτεχνία και στην καλλιγραφία είχα τους χειρότερους βαθμούς.
  Για τις επιδόσεις μου στη χειροτεχνία γράφω στο αυτοβιογραφικό κεφάλαιο στο βιβλίο μου «Το χωριό μου: από την αυτοκατανάλωση στην αγορά». Σήμερα, με αφορμή κάποια συζήτηση και κάποια ανάρτηση στο διαδίκτυο, μου ήλθε η ιδέα να γράψω για την κακογραφία μου.
  Ο μπελάς κάθε εκπαιδευτικού είναι η κακογραφία του μαθητή, πράγμα που το ξέρω και από προσωπική πείρα ως εκπαιδευτικός. Το είχα μάθει όμως πιο πρώτα και σαν μαθητής. Το τροπάρι που άκουγα πάντα από τους δασκάλους μου και από τους καθηγητές μου ήταν να κάνω καλύτερα γράμματα.   
  Με ρώτησαν: ξέρεις να γράφεις κινέζικα;
  Ανατριχιάζω και μόνο στη σκέψη. Εδώ δεν μπορούσαν να διαβάσουν τα ελληνικά μου, ποιος θα μπορούσε να διαβάσει τα κινέζικά μου; Τα κινέζικά μου θα ήταν δυο φορές κινέζικα.
  Στα κινέζικα ξεκίνησα αυτοδίδακτος· και ως αυτοδίδακτος δεν έμαθα να γράφω. Στον Σύνδεσμο Φιλίας Ελλάδας Κίνας παρακολούθησα αργότερα μαθήματα κινέζικων από κινέζους δασκάλους, στο ενδιάμεσο (intermediate) επίπεδο. Κάθε επίπεδο είχε δύο βιβλία, έξι συνολικά. Ξεκίνησα από το τρίτο, αφού πιο πριν είχα διαβάσει μόνος μου τα άλλα δυο.
  Ούτε στον ελληνοκινεζικό σύνδεσμο δίδασκαν γραφή. Το μάθημα εστιαζόταν κυρίως στην κατανόηση κειμένου. Όμως, καθώς ήμουν λάτρης της τεχνολογίας και μόλις είχα αποκτήσει κομπιούτερ (το 1993, όταν ξεκίνησα το διδακτορικό), μπόρεσα να γράφω στον υπολογιστή με έναν κειμενογράφο που μου έδωσε ένας συμμαθητής, σε περιβάλλον dos. Δεν ήταν καθόλου βολικός. Αργότερα, με τα windows, άρχισα να γράφω με έναν πάρα πολύ καλό κειμενογράφο, τον njstar, τον οποίο χρησιμοποιώ ακόμα. Έμαθα όμως να γράφω με το χέρι κάποιες ελάχιστες λέξεις, λέξεις που ήταν εύκολες. Για παράδειγμα οι πρώτοι αριθμοί, ένα, δύο, τρία, στα κινέζικα γράφονται 一, 二,三, και προφέρονται γι, ερ, σαν. Επίσης η λέξη «άνθρωπος» γράφεται και προφέρεται ρεν, όπου το ρ ακούγεται περισσότερο ως γ παρά ως ρ.
  Έμαθα και μια φράση, το «σ’ αγαπώ». Κατέβαλα μεγάλη προσπάθεια να την απομνημονεύσω και να τη γράφω όσο πιο «καλλιγραφικά» μπορούσα. 我爱你, γουό άι νι. Κάποτε σε ένα τμήμα μαθητών μου στο Βαρβάκειο τους έγραψα στον πίνακα το «σ’ αγαπώ» και στις οκτώ γλώσσες που ξέρω. Κάποιοι το αντέγραψαν, αν και το κινέζικο  φαντάζομαι θα τους δυσκόλεψε αρκετά, εκείνους που προσπάθησαν δηλαδή.
  Είχα άγχος με την κακογραφία μου όταν έδωσα τις πανελλαδικές εξετάσεις, που τότε λεγόταν νομίζω πανελλήνιες. Όμως κατάφερα να περάσω αγγλική φιλολογία. Πήρα μάλιστα και υποτροφία. Όχι γιατί έγραψα και τόσο καλά, αλλά γιατί έπαιρναν υποτροφία τα δέκα  πρώτα κορίτσια και τα δέκα πρώτα αγόρια-και τα αγόρια δεν ήμασταν ούτε καν είκοσι. Εγώ ήμουν έβδομος.
  Έπρεπε πάση θυσία να διατηρήσω την υποτροφία. Δεν τα κατάφερα, και είναι ένα από τα πράγματα για τα οποία ντρέπομαι στη ζωή μου. Οι γονείς μου ήταν φτωχοί, και η υποτροφία θα τους ανακούφιζε. Όμως δεν μου παραπονέθηκαν.
  Σαν φοιτητής διάβαζα πάντα μόλις έπαιρνα το πρόγραμμα των εξετάσεων· θέλω να πω διάβαζα τα μαθήματά μου, γιατί όλο τον υπόλοιπο χρόνο διάβαζα άλλα πράγματα. Έτσι ήταν χλωμό να καταφέρω να βγάλω μέσο όρο το 6,5 που χρειαζόμουν για να συνεχίσω να παίρνω την υποτροφία.
  Έμενε ένα τελευταίο μάθημα, η ιστορία. Χρειαζόμουν ένα οκτάρι για να βγάλω το πολυπόθητο 6,5. Παρακάλεσα τον καθηγητή αν δεν είχα γράψει για 8 να με απορρίψει, για να δοκιμάσω τον Σεπτέμβριο.
  Τον Σεπτέμβριο πήρα 5, πράγμα που δεν το περίμενα. Πήγα να ζητήσω εξηγήσεις. Αφού συμβουλεύτηκε τον κατάλογό του μου είπε: «Εντύπωση μου έκανε η φοβερή κακογραφία».
  Να διόρθωσε το γραπτό μου άραγε, ή απλά του έβαλε το πενταράκι για να αποφύγει τυχόν διαμαρτυρίες αν το γραπτό ήταν πολύ καλό; Δεν θα το μάθω ποτέ. Και επειδή κυκλοφορούν κάποια ανέκδοτα για το πώς διορθώνουν ορισμένοι πανεπιστημιακοί, δεν το αποκλείω καθόλου.
  Έχασα την υποτροφία, αλλά ουδέν κακόν αμιγές καλού. Για να πνίξω τη στενοχώρια μου αποφάσισα να μάθω ρώσικα. Και ξεκίνησα, αγοράζοντας από τη σειρά Assimil το βιβλίο «Τα ρώσικα χωρίς κόπο», που συνοδευόταν και με δίσκους, αυτά τα δισκάκια των 45 στροφών.
  Για την ακρίβεια ο τίτλος ήταν «Russian without toil». Μέσα στη χούντα δεν νομίζω  να κυκλοφορούσαν μέθοδοι εκμάθησης της ρώσικης γραμμένες στα ελληνικά. 
  Εκείνη την εποχή διάβασα ότι και ο Μαρξ ήταν φοβερός κακογράφος. Ε, όσο να 'ναι, αυτό ήταν για μένα μια παρηγοριά.
  Στο στρατό υπηρέτησα ως έφεδρος ανθυπολοχαγός. Αφού έκανα επτά μήνες στην Κοζάνη πήγα στη Λάρισα, από όπου πήρα και το απολυτήριο.
  Η μονάδα μου ήταν ο λόχος στρατηγείου της ΔΣΣ (Διοίκηση Συντηρήσεως Στρατιάς). Προμηθεύαμε τη Διοίκηση με τους γραφείς. Εγώ, έχοντας αναλάβει το ταμείο και τα οχήματα, διεκπεραίωνα μια σχετική αλληλογραφία. Και βέβαια τα έγγραφα δεν τα έγραφα σε υπολογιστή, που δεν υπήρχε τότε, ούτε σε γραφομηχανή, μια και δεν διέθετε το γραφείο μου, αλλά με το χέρι. Μια μέρα λοιπόν έρχεται ένας γραφέας σκασμένος στα γέλια και μου λέει: «Ξέρεις τι μου είπε σήμερα ο συνταγματάρχης; -Καλά, δεν έχετε κανένα που να έχει βγάλει το δημοτικό για να του αναθέσετε την αλληλογραφία; Όταν του είπα ότι ετοιμάζεσαι να πάρεις και δεύτερο πτυχίο (ήμουν στο τέταρτο έτος στο Φιλοσοφικό Τμήμα της Φιλοσοφικής) έτριβε τα μάτια του από την έκπληξη».
  Με τις εκδόσεις Θυμάρι ξεκίνησα τη συνεργασία ως μεταφραστής, κάπου τρία χρόνια αφού απολύθηκα. Ο Θάνος ο Γραμμένος ζητούσε μεταφραστή από τα γερμανικά. Ρώτησε τον Λοράν που του έκανε τη φωτοσύνθεση αν ήξερε κανένα που να μεταφράζει από γερμανικά. Δίπλα ήταν η συντρόφισσα η Εύη η οποία πληκτρολογούσε τα κείμενα, και πετάχτηκε και είπε ότι έχει ένα φίλο που ξέρει γερμανικά. Είχα ήδη μεταφράσει το «Η κοινωνική ψυχολογία της εργατικής τάξης» του Gerhard Vinnai και κυκλοφορούσε από τις εκδόσεις Αναγνωστίδη. Έτσι ξεκίνησε η συνεργασία μου με το Θάνο, που συνεχίστηκε και με αγγλικά βιβλία.
  Όμως θυμήθηκα ότι έχω γράψει κάποια πράγματα σχετικά στο πρώτο αυτοβιογραφικό μου κείμενο με τίτλο «Το χαμόγελο», σε ένα συμπλήρωμα μετά από κάποιο σχόλιο. Κανονικά η θέση τους είναι εδώ, και γι’ αυτό θα κάνω αντιγραφή και επικόλληση, παραλείποντας το τμήμα σχετικά με το στρατό, που το παρέθεσα παραπάνω, μια και εκεί είναι η θέση του χρονολογικά.
  «Κάνω τρεις μεταφράσεις, τις οποίες ο Θάνος βάζει στο συρτάρι χωρίς να τις κοιτάξει. Αν το είχε κάνει, θα είχε αντιληφθεί την κακογραφία μου...
  Ο Θάνος μου εξομολογήθηκε ότι όταν έκανε την επιμέλεια στις μεταφράσεις αυτές, απελπισμένος που δεν έβγαζε τα γράμματά μου, έβγαινε κατά διαστήματα στον κήπο του σπιτιού του στο Χολαργό, άνοιγε διάπλατα τα χέρια του κοιτάζοντας τον ουρανό και αναφωνούσε: -Θεέ μου, τι αμαρτίες έχω κάνει;   
  Για να συνεχίσουμε τη συνεργασία έπρεπε να γράφω στο εξής σε γραφομηχανή. Μέσω του πατέρα μιας φίλης που δούλευε σε μια τράπεζα αγόρασα μια μεταχειρισμένη γραφομηχανή από την τράπεζα αυτή, την οποία πλήρωσα θυμάμαι ένα χιλιάρικο. Ήταν μια τεράστια Olivetti, την οποία είδα πριν λίγους μήνες σε μια παλιά ταινία. Η ίδια φίλη μου προμήθευσε και μια μέθοδο εκμάθησης τυφλού συστήματος. Την πρώτη μέρα έμαθα τις πρώτες δυο σειρές των πλήκτρων και τη επομένη την τρίτη. Και άρχισα να πληκτρολογώ την μετάφραση που μου είχε αναθέσει ο Θάνος, το «Ψυχολογία και ψυχική υγεία» του Τζέημς Χάντφιλντ. Ήταν και η τελευταία που έκανα, γιατί τον επόμενο χρόνο διορίστηκα στη μέση εκπαίδευση σαν φιλόλογος.
  Αρνιόμουνα να κοιτάζω τα πλήκτρα. Προσπαθούσα να θυμηθώ τη θέση που είχε το κάθε γράμμα, και αν δεν τα κατάφερνα κοίταζα τη μέθοδο. Μου πήρε πάρα πολύ χρόνο αυτή η μετάφραση, οικονομικά θα μπορούσε να πει κανείς πως ήταν ασύμφορη, όμως έκανα απόσβεση, γιατί από τότε κτυπώ τα κείμενά μου με τυφλό σύστημα, εξοικονομώντας έτσι πολύτιμο χρόνο. Όμως καθώς ήθελα να εξοικονομήσω κι άλλο χρόνο δεν κτυπούσα τόνους, αφού, σκεφτόμουνα, στη φωτοσύνθεση θα τους κτυπούσαν έτσι κι αλλιώς. Βέβαια το αντιλήφθηκε κάποια στιγμή ο Θάνος και μου το απαγόρεψε. Τι να κάνω, συμμορφώθηκα, γιατί στο εξής δεν επρόκειτο για μεταφράσεις αλλά για τα δικά μου βιβλία. Πέντε από τα έντεκα βιβλία μου έχουν εκδοθεί στις εκδόσεις Θυμάρι».
   Τα δικά μου βιβλία δεν τα πληκτρολογούσα απ’ ευθείας στη γραφομηχανή. Μόνο γράφοντας με το χέρι μού ερχόταν η έμπνευση-ή έτσι νόμιζα τουλάχιστον.
  Αυτό συνεχίσθηκε και όταν απόκτησα υπολογιστή. Το διδακτορικό μου το έγραψα πρώτα με το χέρι και μετά το αντέγραψα στον υπολογιστή. Όμως όλες οι διορθώσεις και οι προσθήκες έγιναν εκεί. Ζήλευα το φίλο μου το Γιώργο το Βοϊκλή που πληκτρολογούσε τα κείμενά του απ’ ευθείας στον υπολογιστή. Εγώ μόνο σε μικρά, μη «φιλόδοξα» κείμενα τολμούσα να το κάνω.
  Με την αντιγραφή από το χειρόγραφο στη γραφομηχανή και αργότερα στον υπολογιστή δημιουργήθηκε ένα πρόβλημα: καθώς ήξερα ότι τα κείμενά μου στη συνέχεια θα τα πληκτρολογούσα, δεν έδινα και μεγάλη σημασία στα γράμματά μου. Το αποτέλεσμα ήταν ότι πολλές φορές δεν τα έβγαζα.
  Δεν γίνεται να συνεχίσω μ’ αυτό τον τρόπο, είπα κάποια στιγμή στον εαυτό μου, κι έτσι κάθισα και έγραψα την επόμενη βιβλιοκριτική μου απ’ ευθείας στον υπολογιστή. Η χαρά μου ήταν απερίγραπτη. Από τότε δεν ξανάγραψα με το χέρι.
  Οι υπολογιστές είναι μεγάλη εφεύρεση. Κάποιοι την αξιοποιούν περισσότερο, κάποιοι λιγότερο. Για μένα, με δεδομένη την κακογραφία μου, ο υπολογιστής με έσωσε.



  

Εύθυμα



Χθες πήγα στη μάζωξη των Μυρτιανών στο Golden Age. Απ’ αυτά που άκουσα μου άρεσαν δυο ανέκδοτα και μια μεταφορά.
1ο Ανέκδοτο, από τον Παύλο τον Κτιστάκη.
Μετά από πολλά χρόνια γάμου τσακώνεται το ζευγάρι
-Καλλιά να παντρευόμουνα το διάβολο παρά εσένα.
-Δεν ξέρεις πως απαγορεύεται ο γάμος μεταξύ στενών συγγενών;
2ο Ανέκδοτο, από τον Παύλο τον Δασκαλάκη
Πάλι τσακώνεται το ζευγάρι.
-Όταν παντρευτήκαμε κόντεψα να σε πνίξω στα φιλιά. Τώρα μετανιώνω που δεν το έκανα.
Και η μεταφορά, από την Μανόλη τον Πρατικάκη, ποιητή και ψυχίατρο.
Ο νευρωσικός κτίζει κάστρα στην άμμο, ο ψυχωσικός ζει σ’ αυτά, και ο ψυχίατρος μαζεύει τα νοίκια.

Thursday, May 23, 2013

Κατωχωρίτικες ιστορίες, 32η ιστορία, Τρεις φόνοι



Κατωχωρίτικες ιστορίες, 32η ιστορία, Τρεις φόνοι

  Η ιστορία δεν είναι εντελώς κατωχωρίτικη, αλλά την άκουσα στο Κάτω Χωριό, στην πλατεία. Μου την είπε ένας κεντριανός, ο Γιώργης ο Χατζάκης. Για την ακρίβεια πρόκειται για τρεις σύντομες ιστορίες που έχουν να κάνουν με τον παππού του, του οποίου μάλιστα πήρε και το όνομα.
  Υπάρχει ένα κοινό νήμα σ’ αυτές τις ιστορίες. Ο φόνος. Ναι, ο παππούς του σκότωσε τρεις ανθρώπους.
  Σας φαντάζομαι να ανατριχιάζετε. Όμως επίσης φαντάζομαι να σας μειώνεται η ανατριχίλα όταν ακούσετε ποιους σκότωσε.
  Σκότωσε τρεις τούρκους.
  Καλά, και γιατί τους σκότωσε;
  Ο λόγος που γράφω αυτές τις τρεις μικρούλες ιστορίες είναι για να μην ξεχάσουμε τι σημαίνει να είσαι υπόδουλος σε κατακτητή, και πόσο μεγάλο δώρο είναι η λευτεριά που έχουμε σήμερα, και την οποία βέβαια πλήρωσαν οι προπάπποι μας με το αίμα τους.
  Ο πρώτος φόνος:
  Πηγαίνει ο Γιώργης στη βρύση να γεμίσει το σταμνί του. Ένας τούρκος έρχεται να γεμίσει κι αυτός το δικό του. Δεν μπορεί να περιμένει, δίνει μια κλωτσιά στο σταμνί του Γιώργη και το σπάζει, και βάζει στη θέση του το δικό του.
  Το Κεντρί είναι τουρκοχώρι, με διπλάσιους μουσουλμάνους από τους χριστιανούς, και ο τούρκος αυτός έχει επί πλέον τον αέρα του κατακτητή. Όμως λογάριασε χωρίς τον ξενοδόχο. Ο Γιώργης τον αρπάζει από το κεφάλι και του στρουφίζει το λαιμό. Ο τούρκος έπεσε κάτω άψυχος.
  Ο δεύτερος φόνος:
  Ο Γιώργης πηγαίνει να βγάλει νερό από κάποιο πηγάδι για να πιει με το γεράνι. Βυθίζει τον κουβά στον πάτο του πηγαδιού και τον γεμίζει νερό. Τον σέρνει σιγά σιγά προς την επιφάνεια, όμως ένας τούρκος έχει πλησιάσει στο μεταξύ. Όχι, δεν θέλει νερό όπως ο προηγούμενος, απλά θέλει να πειράξει τον χριστιανό. Τραβάει το μαχαίρι του και πριν προλάβει ο Γιώργης να τον εμποδίσει κόβει το σκοινί. Ο κουβάς πέφτει με πάταγο στο βάθος του πηγαδιού. Μετά τον κουβά όμως έρχεται η σειρά του τούρκου να πέσει στο πηγάδι.
  Για τον τρίτο φόνο έχω κάποιες αντιρρήσεις.
  Ο Γιώργης είναι φτωχός, η γυναίκα του λεχώνα, και σκέφτηκε να την ταΐση με καμιά πέρδικα. Δεν είναι εποχή του κυνηγιού, αλλά δεν είναι δα ούτε ο πρώτος ούτε ο τελευταίος που θα παραβιάσει τον απαγόρευση. Τον τσακώνει όμως ο αγροφύλακας. Του εξηγεί το λόγο που βγήκε να κυνηγήσει, και όπως ήταν φυσικό δεν τον έπεισε, όπως δεν πείσθηκα κι εγώ, ούτε φαντάζομαι και ο Γιώργης όταν του είπαν την ιστορία. Του ζήτησε λοιπόν να τον ακολουθήσει για να τον πάει αυτόφωρο.
  Πάει κι αυτός.
  Ο λόγος που τον σκότωσε είναι πιο πειστικός από το λόγο που βγήκε να κυνηγήσει: του χρωστούσε κουκιά. Ο αγροφύλακας αυτός παλιά εκτελούσε χρέη μουλτεζίμη, δηλαδή φοροεισπράκτορα. Οι μουλτεζίμηδες αυτοί συχνά αυθαιρετούσαν, και ο συγκεκριμένος κάποτε είχε εισπράξει πολύ περισσότερο φόρο από ότι έπρεπε, προφανώς για να κατακρατήσει το πλεόνασμα για τον εαυτό του. Το πλήρωσε με τη ζωή του.
  Πριν λίγους μήνες είδα ένα ντοκιμαντέρ για τους οικονομικούς δολοφόνους, βασισμένο σε ένα βιβλίο. Σ’ αυτό μιλούσε ο συγγραφέας του. Οι αμερικανοί έστελναν απεσταλμένους στους αρχηγούς κρατών, κυρίως της Λατινικής Αμερικής, με τις προτάσεις τους για το πώς να χειριστούν κάποια θέματα. Αν αρνιόντουσαν, σειρά είχαν οι δολοφόνοι. Τρεις πρόεδροι λατινοαμερικάνικων χωρών σκοτώθηκαν από πτώση αεροπλάνου, τα αίτια της οποίας και στις τρεις περιπτώσεις έμειναν αδιευκρίνιστα. Θυμάμαι πολύ χαρακτηριστικά την αφήγηση του οικονομικού αυτού δολοφόνου στη χήρα του ενός, πόσο στενοχωρήθηκε που δεν κατάφερε να τον πείσει, γιατί ήξερε ότι μετά από αυτόν θα ακολουθούσαν οι δολοφόνοι.
  Οι τούρκοι, μου είπε ο πατέρας μου, έκαναν κάτι ανάλογο. Αν σε κάποιον τούρκο άρεσε το χωράφι σου, σου έστελνε έναν απεσταλμένο που κρατούσε ένα φάκελο. Στον φάκελο μέσα υπήρχε ένα γράμμα με την προσφορά του και μια σφαίρα. Είχες να επιλέξεις ή να δεχθείς την προσφορά ή να ρισκάρεις τη ζωή σου.
  Δεν ήταν όλοι οι τούρκοι καθάρματα ούτε και όλοι οι χριστιανοί άγγελοι.
  Την ιστορία την άκουσα από την ξαδέλφη μου τη Μαρίκα χθες. Αλλά να μην τα γράφω από την αρχή, να κάνω μια αντιγραφή και επικόλληση από άλλη ανάρτηση, την 20η ιστορία «Του τάφου» που έχει τίτλο «Το φάντασμα του πατέρα μου».
  «Η γιαγιά μου η Ψαρουδάκαινα ήταν αρχοντομαθημένη. Στην Επισκοπή δεν υπήρχε βρύση, οι γυναίκες ανέσυρναν νερό από ένα πηγάδι. Αυτό δεν της άρεσε καθόλου και άρχισε να μουρμουράει τον παππού μου τον Χαραλάμπη να πάνε να καθίσουνε στο Κάτω Χωριό που είχε βρύση. Κάποια στιγμή ο παππούς μου δεν άντεξε τη μουρμούρα της και υποχώρησε. Αγόρασε ένα σπίτι που το είχε ένας τούρκος, ο Μπιλάλης· ο οποίος, όπως έμαθα, κατά την ανταλλαγή των πληθυσμών αρρώστησε από τη στενοχώρια του και πέθανε στο πλοίο που τον μετέφερε στη Μικρά Ασία».
  Και τώρα η ιστορία που μου είπε η ξαδέλφη μου.
  Κάποιοι κατωχωρίτες τρύπησαν το δώμα του σπιτιού του Μπιλάλη (ήταν χωματοταράτσα, στο βιβλίο μου «Το χωριό μου: από την αυτοκατανάλωση στην αγορά» γράφω σχετικά για τον τρόπο κατασκευής της) και του έκλεψαν όλο το λάδι που είχε στα πιθάρια. Ήταν τόση η αγανάκτησή του, που όταν αποφάσισε να πουλήσει το σπίτι, είπε «Δεν το πουλάω σε κανένα κερατά κατωχωρίτη». Το πούλησε στον παππού μου που ήταν από την Επισκοπή.
  Το Κάτω Χωριό δεν ήταν τουρκοχώρι, οι μουσουλμάνοι ήταν ελάχιστοι, και είμαι σχεδόν σίγουρος ότι τη δουλειά την έκαναν οι χριστιανοί. Και δεν το έκαναν, είμαι γι’ αυτό πιο σίγουρος, για να εκδικηθούν στο πρόσωπο του Μπιλάλη την τουρκιά, αλλά για να καρπωθούν το λάδι.

Monday, May 20, 2013

Κατωχωρίτικες ιστορίες, 31η ιστορία, Και πάλι οι ρακές

Κατωχωρίτικες ιστορίες, 31η ιστορία, Και πάλι οι ρακές

  Απόψε έκανα επίσκεψη στον ξάδελφό μου τον Κωστή τον Κοντοπόδη, στο Κεντρί. Η ξαδέλφη μου η Πόπη έφερε τη ρακή και τους μεζέδες, και εμείς λέγαμε ιστορίες πίνοντας. Όσο λέγαμε πίναμε και όσο πίναμε λέγαμε, σε μια διαδικασία που στη φυσική λέγεται θετική ανάδραση.
  Κάποια στιγμή άρχισα να ανησυχώ. Κι αν στην επιστροφή στο Κάτω Χωριό με πιάσουν για αλκοτέστ, τι γίνεται; Ο Κωστής προθυμοποιήθηκε να μου υποδείξει μια διαδρομή από όπου δεν θα με έπιαναν: να πάω από το δρόμο του Καπιστριού και να στρίψω μετά στο δρόμο που διασχίζει τα θερμοκήπια και βγάζει στη σιδερένια καμάρα, δυο χιλιόμετρα από το χωριό. Εγώ όμως προτίμησα να το ρισκάρω. Μπορεί να ήταν Κυριακή, όμως δεν ήταν καμιά γιορτή για να τη στήσει η τροχαία στα περάσματα. Και πράγματι έφτασα χωρίς κανένα απρόοπτο στο χωριό. Μόνο κάτι σκυλιά με γάβγισαν στο μονοπάτι που στρίβω για το σπίτι (το αμάξι το αφήνω στο δρόμο, στο σπίτι πάω με τα πόδια), αλλά αυτά με γαβγίζουν πάντα, είτε έχω πιει είτε όχι, είτε είναι μέρα είτε είναι νύχτα. Πρόκειται για δυο ηλίθια σκυλιά, σε αντίθεση με ένα τρίτο, που βρίσκεται και αυτό στο ίδιο περιβόλι, που όμως έχει καταλάβει πως είμαι γείτονας, ακίνδυνος δηλαδή, και δεν με γαβγίζει ποτέ.
  Είπα τις ιστορίες που ανάρτησα στο blog μου τώρα το Πάσχα στον Κωστή, μου είπε κι αυτός κάμποσες δικές του. Ανάμεσα στις ιστορίες που μου είπε, δυο είχαν να κάνουν με ρακές. Δεν είναι ακριβώς κατωχωρίτικες, είναι κεντριανές, αλλά είπα να τις ενσωματώσω κι αυτές στις κατωχωρίτικες, για δυο λόγους: πρώτον γιατί έχω ήδη γράψει μερικές ιστορίες με ρακές και αξίζει να κάνω μια μεγάλη υποενότητα με θέμα τη ρακή, και δεύτερον επειδή το Κεντρί είναι το χωριό της μητέρας μου. Βέβαια θα μπορούσα να τοποθετήσω αυτές τις ιστορίες στο Κάτω Χωριό, όμως δεν μου αρέσει να λέω ψέματα. Είμαι τόσο φιλαλήθης που ακόμη και το αλκοτέστ για μένα θα ήταν περιττό: Ναι, ήπια, ψέματα θα πω;
  Ο Ηλίας ο Χατζάκης είναι καφετζής. Αγοράζει ρακή από τον αδελφό του. Μια μέρα ο αδελφός του τού κουβαλάει δυο νταμιτζάνες, τις πληρώνεται και φεύγει.
  Όμως κάτι ξέχασαν και οι δυο. Δεν έχει προλάβει να κατέβει την κατηφόρα ο αδελφός του και γυρνάει πίσω, ενώ ο Ηλίας τρέχει να τον προλάβει. Τον προλαβαίνει όμως ο αδελφός του:
  -Κοίτα, μη βάλεις νερό στη ρακή, έχω βάλει εγώ.
  Αυτό ακριβώς ήθελε να τον ρωτήσει ο Ηλίας, αν έβαλε νερό στη ρακή για να μη βάλει κι εκείνος, γιατί θα γίνει πολύ νερουλή και άντε μετά να κάνεις καλά τους πελάτες.
  Και η δεύτερη ιστορία.
  Στα καζανίσματα ο κανανάρης έχει συνήθως επισκέπτες. Δοκιμάζουν τη ρακή, τρώνε τα μεζεδάκια τους, και ανάλογα με το βαθμό της ευθυμίας εν τη οποία διατελούν τραγουδάνε, χορεύουν, ή απλώς λένε αστείες ιστορίες.
  Ο Κωστής είναι καζανάρης, αλλά αυτό συνέβη σε άλλο καζανάρη. Έχει επισκέπτες δυο κινέζους. Δοκιμάζουν τη ρακή, δυνατή η ρακή, φαίνονται ευχαριστημένοι, όμως γιατί στο καλό ρωτάει ο ένας απ’ αυτούς «για τσει τσα»;
  Εγώ που ξέρω κινέζικα κατάλαβα τι είπαν: 呀沏茶, α! βάλε νερό στο τσάι, όμως ο καζανάρης άλλο κατάλαβε, γιάντα τσει ετσά, γιατί τσούζει έτσι. Μα αφού είναι πρωτόρακη, είναι δυνατό να μην τσούζει; Και δίνει αμέσως την απάντηση: Ετσά τσει παέ, έτσι τσούζει εδώ.