Friday, May 31, 2013

Ξεκινώντας μια αυτοβιογραφία 6. Η κακογραφία μου



Ξεκινώντας μια αυτοβιογραφία
6. Η κακογραφία μου

  Στο δημοτικό ήμουν πολύ καλός μαθητής. Με τον συγχωρεμένο τον Ιάκωβο τον Δερμιτζάκη είχαμε σε όλες τις τάξεις τους μεγαλύτερους βαθμούς. Στις μικρές τάξεις μάς ακολουθούσαν και δυο τρεις άλλοι, όμως μετά μείναμε μόνοι μας στην κορυφή. Οι βαθμοί μας ήταν 10, 9, 9, 8, 8/5, 9.
  Όμως δεν ήμουν καλός σε όλα τα μαθήματα. Στη χειροτεχνία και στην καλλιγραφία είχα τους χειρότερους βαθμούς.
  Για τις επιδόσεις μου στη χειροτεχνία γράφω στο αυτοβιογραφικό κεφάλαιο στο βιβλίο μου «Το χωριό μου: από την αυτοκατανάλωση στην αγορά». Σήμερα, με αφορμή κάποια συζήτηση και κάποια ανάρτηση στο διαδίκτυο, μου ήλθε η ιδέα να γράψω για την κακογραφία μου.
  Ο μπελάς κάθε εκπαιδευτικού είναι η κακογραφία του μαθητή, πράγμα που το ξέρω και από προσωπική πείρα ως εκπαιδευτικός. Το είχα μάθει όμως πιο πρώτα και σαν μαθητής. Το τροπάρι που άκουγα πάντα από τους δασκάλους μου και από τους καθηγητές μου ήταν να κάνω καλύτερα γράμματα.   
  Με ρώτησαν: ξέρεις να γράφεις κινέζικα;
  Ανατριχιάζω και μόνο στη σκέψη. Εδώ δεν μπορούσαν να διαβάσουν τα ελληνικά μου, ποιος θα μπορούσε να διαβάσει τα κινέζικά μου; Τα κινέζικά μου θα ήταν δυο φορές κινέζικα.
  Στα κινέζικα ξεκίνησα αυτοδίδακτος· και ως αυτοδίδακτος δεν έμαθα να γράφω. Στον Σύνδεσμο Φιλίας Ελλάδας Κίνας παρακολούθησα αργότερα μαθήματα κινέζικων από κινέζους δασκάλους, στο ενδιάμεσο (intermediate) επίπεδο. Κάθε επίπεδο είχε δύο βιβλία, έξι συνολικά. Ξεκίνησα από το τρίτο, αφού πιο πριν είχα διαβάσει μόνος μου τα άλλα δυο.
  Ούτε στον ελληνοκινεζικό σύνδεσμο δίδασκαν γραφή. Το μάθημα εστιαζόταν κυρίως στην κατανόηση κειμένου. Όμως, καθώς ήμουν λάτρης της τεχνολογίας και μόλις είχα αποκτήσει κομπιούτερ (το 1993, όταν ξεκίνησα το διδακτορικό), μπόρεσα να γράφω στον υπολογιστή με έναν κειμενογράφο που μου έδωσε ένας συμμαθητής, σε περιβάλλον dos. Δεν ήταν καθόλου βολικός. Αργότερα, με τα windows, άρχισα να γράφω με έναν πάρα πολύ καλό κειμενογράφο, τον njstar, τον οποίο χρησιμοποιώ ακόμα. Έμαθα όμως να γράφω με το χέρι κάποιες ελάχιστες λέξεις, λέξεις που ήταν εύκολες. Για παράδειγμα οι πρώτοι αριθμοί, ένα, δύο, τρία, στα κινέζικα γράφονται 一, 二,三, και προφέρονται γι, ερ, σαν. Επίσης η λέξη «άνθρωπος» γράφεται και προφέρεται ρεν, όπου το ρ ακούγεται περισσότερο ως γ παρά ως ρ.
  Έμαθα και μια φράση, το «σ’ αγαπώ». Κατέβαλα μεγάλη προσπάθεια να την απομνημονεύσω και να τη γράφω όσο πιο «καλλιγραφικά» μπορούσα. 我爱你, γουό άι νι. Κάποτε σε ένα τμήμα μαθητών μου στο Βαρβάκειο τους έγραψα στον πίνακα το «σ’ αγαπώ» και στις οκτώ γλώσσες που ξέρω. Κάποιοι το αντέγραψαν, αν και το κινέζικο  φαντάζομαι θα τους δυσκόλεψε αρκετά, εκείνους που προσπάθησαν δηλαδή.
  Είχα άγχος με την κακογραφία μου όταν έδωσα τις πανελλαδικές εξετάσεις, που τότε λεγόταν νομίζω πανελλήνιες. Όμως κατάφερα να περάσω αγγλική φιλολογία. Πήρα μάλιστα και υποτροφία. Όχι γιατί έγραψα και τόσο καλά, αλλά γιατί έπαιρναν υποτροφία τα δέκα  πρώτα κορίτσια και τα δέκα πρώτα αγόρια-και τα αγόρια δεν ήμασταν ούτε καν είκοσι. Εγώ ήμουν έβδομος.
  Έπρεπε πάση θυσία να διατηρήσω την υποτροφία. Δεν τα κατάφερα, και είναι ένα από τα πράγματα για τα οποία ντρέπομαι στη ζωή μου. Οι γονείς μου ήταν φτωχοί, και η υποτροφία θα τους ανακούφιζε. Όμως δεν μου παραπονέθηκαν.
  Σαν φοιτητής διάβαζα πάντα μόλις έπαιρνα το πρόγραμμα των εξετάσεων· θέλω να πω διάβαζα τα μαθήματά μου, γιατί όλο τον υπόλοιπο χρόνο διάβαζα άλλα πράγματα. Έτσι ήταν χλωμό να καταφέρω να βγάλω μέσο όρο το 6,5 που χρειαζόμουν για να συνεχίσω να παίρνω την υποτροφία.
  Έμενε ένα τελευταίο μάθημα, η ιστορία. Χρειαζόμουν ένα οκτάρι για να βγάλω το πολυπόθητο 6,5. Παρακάλεσα τον καθηγητή αν δεν είχα γράψει για 8 να με απορρίψει, για να δοκιμάσω τον Σεπτέμβριο.
  Τον Σεπτέμβριο πήρα 5, πράγμα που δεν το περίμενα. Πήγα να ζητήσω εξηγήσεις. Αφού συμβουλεύτηκε τον κατάλογό του μου είπε: «Εντύπωση μου έκανε η φοβερή κακογραφία».
  Να διόρθωσε το γραπτό μου άραγε, ή απλά του έβαλε το πενταράκι για να αποφύγει τυχόν διαμαρτυρίες αν το γραπτό ήταν πολύ καλό; Δεν θα το μάθω ποτέ. Και επειδή κυκλοφορούν κάποια ανέκδοτα για το πώς διορθώνουν ορισμένοι πανεπιστημιακοί, δεν το αποκλείω καθόλου.
  Έχασα την υποτροφία, αλλά ουδέν κακόν αμιγές καλού. Για να πνίξω τη στενοχώρια μου αποφάσισα να μάθω ρώσικα. Και ξεκίνησα, αγοράζοντας από τη σειρά Assimil το βιβλίο «Τα ρώσικα χωρίς κόπο», που συνοδευόταν και με δίσκους, αυτά τα δισκάκια των 45 στροφών.
  Για την ακρίβεια ο τίτλος ήταν «Russian without toil». Μέσα στη χούντα δεν νομίζω  να κυκλοφορούσαν μέθοδοι εκμάθησης της ρώσικης γραμμένες στα ελληνικά. 
  Εκείνη την εποχή διάβασα ότι και ο Μαρξ ήταν φοβερός κακογράφος. Ε, όσο να 'ναι, αυτό ήταν για μένα μια παρηγοριά.
  Στο στρατό υπηρέτησα ως έφεδρος ανθυπολοχαγός. Αφού έκανα επτά μήνες στην Κοζάνη πήγα στη Λάρισα, από όπου πήρα και το απολυτήριο.
  Η μονάδα μου ήταν ο λόχος στρατηγείου της ΔΣΣ (Διοίκηση Συντηρήσεως Στρατιάς). Προμηθεύαμε τη Διοίκηση με τους γραφείς. Εγώ, έχοντας αναλάβει το ταμείο και τα οχήματα, διεκπεραίωνα μια σχετική αλληλογραφία. Και βέβαια τα έγγραφα δεν τα έγραφα σε υπολογιστή, που δεν υπήρχε τότε, ούτε σε γραφομηχανή, μια και δεν διέθετε το γραφείο μου, αλλά με το χέρι. Μια μέρα λοιπόν έρχεται ένας γραφέας σκασμένος στα γέλια και μου λέει: «Ξέρεις τι μου είπε σήμερα ο συνταγματάρχης; -Καλά, δεν έχετε κανένα που να έχει βγάλει το δημοτικό για να του αναθέσετε την αλληλογραφία; Όταν του είπα ότι ετοιμάζεσαι να πάρεις και δεύτερο πτυχίο (ήμουν στο τέταρτο έτος στο Φιλοσοφικό Τμήμα της Φιλοσοφικής) έτριβε τα μάτια του από την έκπληξη».
  Με τις εκδόσεις Θυμάρι ξεκίνησα τη συνεργασία ως μεταφραστής, κάπου τρία χρόνια αφού απολύθηκα. Ο Θάνος ο Γραμμένος ζητούσε μεταφραστή από τα γερμανικά. Ρώτησε τον Λοράν που του έκανε τη φωτοσύνθεση αν ήξερε κανένα που να μεταφράζει από γερμανικά. Δίπλα ήταν η συντρόφισσα η Εύη η οποία πληκτρολογούσε τα κείμενα, και πετάχτηκε και είπε ότι έχει ένα φίλο που ξέρει γερμανικά. Είχα ήδη μεταφράσει το «Η κοινωνική ψυχολογία της εργατικής τάξης» του Gerhard Vinnai και κυκλοφορούσε από τις εκδόσεις Αναγνωστίδη. Έτσι ξεκίνησε η συνεργασία μου με το Θάνο, που συνεχίστηκε και με αγγλικά βιβλία.
  Όμως θυμήθηκα ότι έχω γράψει κάποια πράγματα σχετικά στο πρώτο αυτοβιογραφικό μου κείμενο με τίτλο «Το χαμόγελο», σε ένα συμπλήρωμα μετά από κάποιο σχόλιο. Κανονικά η θέση τους είναι εδώ, και γι’ αυτό θα κάνω αντιγραφή και επικόλληση, παραλείποντας το τμήμα σχετικά με το στρατό, που το παρέθεσα παραπάνω, μια και εκεί είναι η θέση του χρονολογικά.
  «Κάνω τρεις μεταφράσεις, τις οποίες ο Θάνος βάζει στο συρτάρι χωρίς να τις κοιτάξει. Αν το είχε κάνει, θα είχε αντιληφθεί την κακογραφία μου...
  Ο Θάνος μου εξομολογήθηκε ότι όταν έκανε την επιμέλεια στις μεταφράσεις αυτές, απελπισμένος που δεν έβγαζε τα γράμματά μου, έβγαινε κατά διαστήματα στον κήπο του σπιτιού του στο Χολαργό, άνοιγε διάπλατα τα χέρια του κοιτάζοντας τον ουρανό και αναφωνούσε: -Θεέ μου, τι αμαρτίες έχω κάνει;   
  Για να συνεχίσουμε τη συνεργασία έπρεπε να γράφω στο εξής σε γραφομηχανή. Μέσω του πατέρα μιας φίλης που δούλευε σε μια τράπεζα αγόρασα μια μεταχειρισμένη γραφομηχανή από την τράπεζα αυτή, την οποία πλήρωσα θυμάμαι ένα χιλιάρικο. Ήταν μια τεράστια Olivetti, την οποία είδα πριν λίγους μήνες σε μια παλιά ταινία. Η ίδια φίλη μου προμήθευσε και μια μέθοδο εκμάθησης τυφλού συστήματος. Την πρώτη μέρα έμαθα τις πρώτες δυο σειρές των πλήκτρων και τη επομένη την τρίτη. Και άρχισα να πληκτρολογώ την μετάφραση που μου είχε αναθέσει ο Θάνος, το «Ψυχολογία και ψυχική υγεία» του Τζέημς Χάντφιλντ. Ήταν και η τελευταία που έκανα, γιατί τον επόμενο χρόνο διορίστηκα στη μέση εκπαίδευση σαν φιλόλογος.
  Αρνιόμουνα να κοιτάζω τα πλήκτρα. Προσπαθούσα να θυμηθώ τη θέση που είχε το κάθε γράμμα, και αν δεν τα κατάφερνα κοίταζα τη μέθοδο. Μου πήρε πάρα πολύ χρόνο αυτή η μετάφραση, οικονομικά θα μπορούσε να πει κανείς πως ήταν ασύμφορη, όμως έκανα απόσβεση, γιατί από τότε κτυπώ τα κείμενά μου με τυφλό σύστημα, εξοικονομώντας έτσι πολύτιμο χρόνο. Όμως καθώς ήθελα να εξοικονομήσω κι άλλο χρόνο δεν κτυπούσα τόνους, αφού, σκεφτόμουνα, στη φωτοσύνθεση θα τους κτυπούσαν έτσι κι αλλιώς. Βέβαια το αντιλήφθηκε κάποια στιγμή ο Θάνος και μου το απαγόρεψε. Τι να κάνω, συμμορφώθηκα, γιατί στο εξής δεν επρόκειτο για μεταφράσεις αλλά για τα δικά μου βιβλία. Πέντε από τα έντεκα βιβλία μου έχουν εκδοθεί στις εκδόσεις Θυμάρι».
   Τα δικά μου βιβλία δεν τα πληκτρολογούσα απ’ ευθείας στη γραφομηχανή. Μόνο γράφοντας με το χέρι μού ερχόταν η έμπνευση-ή έτσι νόμιζα τουλάχιστον.
  Αυτό συνεχίσθηκε και όταν απόκτησα υπολογιστή. Το διδακτορικό μου το έγραψα πρώτα με το χέρι και μετά το αντέγραψα στον υπολογιστή. Όμως όλες οι διορθώσεις και οι προσθήκες έγιναν εκεί. Ζήλευα το φίλο μου το Γιώργο το Βοϊκλή που πληκτρολογούσε τα κείμενά του απ’ ευθείας στον υπολογιστή. Εγώ μόνο σε μικρά, μη «φιλόδοξα» κείμενα τολμούσα να το κάνω.
  Με την αντιγραφή από το χειρόγραφο στη γραφομηχανή και αργότερα στον υπολογιστή δημιουργήθηκε ένα πρόβλημα: καθώς ήξερα ότι τα κείμενά μου στη συνέχεια θα τα πληκτρολογούσα, δεν έδινα και μεγάλη σημασία στα γράμματά μου. Το αποτέλεσμα ήταν ότι πολλές φορές δεν τα έβγαζα.
  Δεν γίνεται να συνεχίσω μ’ αυτό τον τρόπο, είπα κάποια στιγμή στον εαυτό μου, κι έτσι κάθισα και έγραψα την επόμενη βιβλιοκριτική μου απ’ ευθείας στον υπολογιστή. Η χαρά μου ήταν απερίγραπτη. Από τότε δεν ξανάγραψα με το χέρι.
  Οι υπολογιστές είναι μεγάλη εφεύρεση. Κάποιοι την αξιοποιούν περισσότερο, κάποιοι λιγότερο. Για μένα, με δεδομένη την κακογραφία μου, ο υπολογιστής με έσωσε.



  

No comments:

Post a Comment