Σπύρος Ζαχαράκης, Η ιστορία του παππού μου, Ιεράπετρα 21ος
αιών, 2013, σελ. 179
Η βιβλιοκριτική αυτή δημοσιεύτηκε στο Λέξημα
Μια πραγματική οικογενειακή ιστορία
Να ξεκινήσουμε
λέγοντας δυο λόγια για τον συγγραφέα.
Ο Σπύρος Ζαχαράκης
γεννήθηκε στη Βαϊνιά Ιεράπετρας. Σπούδασε στην Παιδαγωγική Ακαδημία Ρόδου, στο
Παιδαγωγικό Ινστιτούτο και στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Υπηρέτησε δάσκαλος σε
διάφορα Δημοτικά Σχολεία και Προϊστάμενος Εκπαίδευσης. Είναι συνεργάτης
επαρχιακών εφημερίδων και περιοδικών. Έχει εκδώσει το ιστορικό μυθιστόρημα: «Η
οργή και η ταπείνωση».
Εδώ θα πρέπει να
προσθέσουμε, καθώς έχουμε διαβάσει το βιβλίο, ότι ο Ζαχαράκης ήταν ένας ευφυής
νέος που ήθελε να γίνει γιατρός. Όμως δύσκολοι καιροί, ο πατέρας του δεν είχε
την οικονομική δυνατότητα να τον σπουδάσει γιατρό καθώς οι σπουδές στην ιατρική
είναι πολυετείς, και προσπάθησε να τον πείσει να δώσει εξετάσεις για δάσκαλος.
Ο γιος όμως επέμενε, η ιατρική ήταν το όνειρό του. Τελικά ο πεισματάρης νεαρός
αναγκάστηκε να υποκύψει μπροστά στην αδήριτη αναγκαιότητα και να δώσει
εξετάσεις στην Παιδαγωγική Ακαδημία Ρόδου, όπου πέρασε με καλή σειρά, αν και
εντελώς απροετοίμαστος. Έχασαν οι ασθενείς, κέρδισαν όμως οι μαθητές.
Η «Ιστορία του
παππού μου» στην ουσία είναι ένα οικογενειακό μυθιστόρημα. Ή μάλλον, όπως
γράφει και ο υπότιτλος του βιβλίου, μια «μυθιστορηματική βιογραφία» των μελών
της οικογένειάς του. Τα περιστατικά δηλαδή που αφηγείται δεν είναι φανταστικά,
όπως στους «Μπούντενμπρουκς» του Τόμας Μαν και στα «Εκατό χρόνια μοναξιάς» του
Μάρκες, αλλά πραγματικά, όπως στο Jia
(家,Οικογένεια) του κινέζου Ba Jin (巴金).
Τα τέλη του 19ου
αιώνα και το πρώτο μισό του 20ου ήταν ταραγμένοι καιροί, όχι
μόνο για την Ελλάδα αλλά και για τα Βαλκάνια και για ολόκληρη την Ευρώπη.
Πρόσφατα παρουσιάσαμε ένα τόμο διηγημάτων του Ίβο Άντριτς που αναφέρονται στην
ίδια περίοδο και έχει τίτλο «Ταραγμένοι καιροί».
Έτσι, μέσα στους ταραγμένους αυτούς καιρούς, είναι αναπόφευκτο τα επεισόδια που
αφηγείται ο Ζαχαράκης να είναι συναρπαστικά, και γίνονται ακόμη
συναρπαστικότερα με το γλαφυρό του ύφος. Τα ύστερα χρόνια της τουρκοκρατίας, οι
Βαλκανικοί και ο διχασμός, η δικτατορία του Μεταξά και ο θάνατος του Βενιζέλου
(ο παππούς του πήγε στα Χανιά για την κηδεία), και στη συνέχεια η κατοχή και ο
εμφύλιος είναι το ιστορικό φόντο. Ο σκοτωμός ενός τούρκου από τον παππού του
όταν ήταν νέος και ένα σαμποτάζ που έκανε στους Ιταλούς στα γεράματά του, αλλά
και ένα μαλλιοτράβηγμα αριστερών και δεξιών μετά τον εμφύλιο σε κάποιο πανηγύρι
στο χωριό του είναι κάποια από τα επεισόδια που αφηγείται. Και δίπλα σ’ αυτά οι
εντελώς προσωπικές τραγωδίες, ο θάνατος του μεγάλου έρωτα του παππού του, αφού
όμως του χάρισε πρώτα τρία παιδιά, δυο κορίτσια και ένα αγόρι, τον πατέρα του
συγγραφέα, που επίσης έχασε τον μεγάλο του έρωτα μόλις σαράντα μέρες μετά το
γάμο του.
Είμαι κοντοχωριανός,
Κατωχωρίτης, και όμως διαβάζοντας αυτό το βιβλίο μαθαίνω πράγματα που αγνοούσα.
Διαβάζω για παράδειγμα: «Εκείνα τα χρόνια ο γαμπρός είχε το σπίτι, τα έπιπλα
και τα κουζινικά, ενώ η νύφη διέθετε τα ρούχα: Πατανίες, τραπεζομάντιλα, χαλιά…
Αν ο γαμπρός δεν είχε το κλειδί στη ζώνη, νύφη δε ζητούσε. Νάμπαινε σώγαμπρος;
Δεν τόθελε» (σελ. 82).
Άλλαξε τόσο γρήγορα
το έθιμο από τότε; Γιατί τώρα κάθε γονιός φροντίζει να προικίσει την κόρη του
με ένα σπίτι. Ένα σπίτι είναι πάντα ένα δέλεαρ για έναν υποψήφιο γαμπρό, ακόμη
και αν η νύφη δεν είναι και τόσο του γούστου του. Οι καιροί όπως είπαμε ήταν
δύσκολοι, μεγάλη φτώχεια, σχεδόν απίθανο να έχει δικό της σπίτι η νύφη, και ο
γαμπρός για να παντρευτεί την καλή του έπρεπε να έχει το δικό του αν δεν ήθελε
να μπει σώγαμπρος, δηλαδή να ζήσει κάτω από την ίδια στέγη με την πεθερά –Θεός
φυλάξοι. Στη μητριαρχική Κρήτη (να θυμίσουμε ότι στην αρχαιότητα οι κρητικοί
έλεγαν μητρίδα και όχι πατρίδα) η γυναίκα έχει το πάνω χέρι, και ανακατώνεται
σχεδόν πάντα στα του νέου ζευγαριού. Δεν είναι τυχαίο που κυκλοφορούν τόσες
μαντινιάδες για την πεθερά.
Και αυτό το
αγνοούσα:
«Το χρόνια εκείνα,
τα στρατά μας δεν υπέφεραν από καψόνια, και οι νεοσύλλεκτοι χωρίς άγχος
παρακολουθούσαν τα γυμνάσια και τη θεωρητική κατάρτιση. Τους παραχωρούσαν και
αρκετό χρόνο για διασκέδαση και χουζούρα» (σελ. 75).
Επίσης αγνοούσα ότι
ο Μανώλης ο Φλουράκης, δάσκαλος από το χωριό μου που δίδαξε στη Βαϊνιά, είχε
χηρέψει νέος. Εγώ γνώρισα μόνο τη δεύτερη γυναίκα του, θεία ενός φίλου μου. Γι’
αυτόν γράφει ο Ζαχαράκης:
«Καλός, λοιπόν, ο
δάσκαλος ο Μανώλης, προσπαθούσε να διδάσκει το μάθημα πάντοτε εποπτικά, και
στις διηγήσεις του ήταν ασυναγώνιστος» (σελ. 95).
Δεν τον είχα ποτέ
δάσκαλο, αλλά κάποτε που έλλειπε ο δικός μας ήλθε να μας απασχολήσει. Μας είπε
ένα παραμύθι. Το παραμύθι το έχω ξεχάσει, αλλά ακόμη έχω στο μυαλό μου πόσο
συναρπαστικός ήταν στην αφήγησή του.
Διαβάζω αρκετά
πράγματα για τον πατέρα του συμμαθητή μου, του Νικολιού του Σπυριδάκη, για τον
οποίο ο συγχωρεμένος ο καθηγητής μας… (άσε, καλύτερα να μην πω το όνομα), έλεγε
«Παπάς γιος διαόλου εγγόνι». Ξεκίνησε σαν χαρισματικός κοινοτάρχης, για να
γίνει στη συνέχεια ένας χαρισματικός παπάς. Όσο για το Νικολιό ήταν (και είναι)
εξαιρετικό παιδί, και ας έλεγε ο συγχωρεμένος.
Ο Ζαχαράκης
αφηγείται σε τρίτο πρόσωπο, και αυτό φαίνεται χαρακτηριστικά στο τέλος του
βιβλίου όπου αναφέρεται στον εαυτό του. Με μια μόνη εξαίρεση. Μιλώντας για το
κλίμα του ενθουσιασμού που κυριαρχούσε με την κήρυξη του πολέμου γράφει:
«Θυμάμαι τη χαρά των στρατευμένων νέων της Ελλάδας σαν να ήταν χθες. Την είδα
στο πρόσωπο του θείου Νίκου, αδελφού της μάνας μου, και στο πρόσωπο του πατέρα
μου λίγο αργότερα» (σελ. 87).
Να μην ξεχάσω και το
χούι μου, να ανιχνεύω ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους σε πεζά κείμενα:
«που έσφαξε ο
Μανωλιός στη βάφτιση του γιου του», «να κρύβει πάντα από μας τα συναισθήματά
της» (σελ. 87) και «χοντρά σεντόνια τ’ αργαλειού, φτιαγμένα με λινάρι» (σελ.
131).
Διαβάζω:
«Σαν έχεις, παιδί
μου, λάδι και αλεύρι έχεις του κόσμου τα καλά» (σελ. 174).
Και θυμήθηκα τον
πατέρα μου που έλεγε «Ο που ’χει λάδι και ψωμί έχει όλα τα καλά του Θεού».
Επίσης:
«Οι σοδειές στις
αρχές της δεκαετίας του πενήντα ήταν πενιχρές, τα μποστάνια ελάχιστα και τα
θαλασσοδάνεια δύσκολα. Απέμενε η προπώληση λαδιού και γενικά ο δανεισμός από
συγγενείς και φίλους με το σύνηθες επαχθές επιτόκιο εκατό τοις εκατό, και στην
καλύτερη περίπτωση πενήντα τοις εκατό, γιατί υπάρχουν και άνθρωποι που
φοβούνται το Θεό» (σελ. 150).
Και ύστερα λέμε
σήμερα τοκογλύφους τις τράπεζες!
Θα μπορούσα να γράψω
αρκετά ακόμη, για τον Χαραλάμπη τον Παπουτσάκη που μας έφτιαχνε τους μύλους, για
το ξεκίνημα των θερμοκηπίων κ.λπ., όμως έχω ήδη μακρηγορήσει. Έτσι το μόνο που
μπορώ να πω καταλήγοντας είναι ότι το βιβλίο αυτό με συνάρπασε.
Μπάμπης Δερμιτζάκης
No comments:
Post a Comment