Monday, February 3, 2014

Άντων Τσέχωφ, Διηγήματα (2 τόμοι)



Άντων Τσέχωφ, Διηγήματα (μετ. Κυριάκος Σινόπουλος και Ε. Ανδρουλιδάκης), Βιβλιοθήκη για όλους, 1968

  Αφού ενθουσιάστηκα με τον Τσέχωφ (έκανα ήδη πέντε σχετικές αναρτήσεις) αγόρασα από παλαιοπωλείο ένα ακόμη τόμο με διηγήματά του, δεμένο, 10 ευρώ. Στην πραγματικότητα πρόκειται για δυο βιβλία που δέθηκαν σε ένα τόμο, 300 τόσες σελίδες το κάθε ένα. Το δεύτερο, με ένα πρόλογο που υπογράφει ο μεταφραστής το 1962, προφανώς προηγείται χρονικά από το πρώτο, το οποίο φέρει ως χρονολογία έκδοσης το 1968.
  Χιουμοριστικός, σατιρικός, σαρκαστικός, αλλά και μελαγχολικός έως δραματικά τραγικός, ο Τσέχωφ είναι από τους κορυφαίους της διηγηματογραφίας. Το διαπίστωσα αργά, αλλά, όπως λέει και η παροιμία, κάλιο αργά παρά ποτέ.
  Δεν θέλω να επαναλαμβάνομαι γράφοντας τα ίδια που έγραψα και στις προηγούμενες αναρτήσεις, γι’ αυτό θα περιοριστώ σχολιάζοντας αποσπάσματα.
  Ο πρώτος τόμος ξεκινάει με ένα εκτενές διήγημα, στην πραγματικότητα μια νουβέλα, τον «Θάλαμο 6».
  Ο «Θάλαμος 6» είναι ο θάλαμος των τρελών. Ο γιατρός Αντρέι Εφίμιτς τους περιθάλπει. Από αυτούς ξεχωρίζει τον Ιβάν Ντμίτριτς, έναν μορφωμένο νέο που σκληρά κτυπήματα της μοίρας τον οδήγησαν στην ψυχολογική του κατάρρευση. Ο γιατρός που κάνει μια μονήρη ζωή τον επισκέπτεται συχνά, καθώς στην μικρή επαρχιακή πόλη που ζει δεν μπορεί να συναντήσει άλλον εξίσου πνευματώδη συνομιλητή. Μέσα από τις συνομιλίες τους ο Τσέχωφ εκθέτει αντιλήψεις για τα θεμελιώδη μεταφυσικά και υπαρξιακά προβλήματα που απασχολούν κατά καιρούς τους ανθρώπους, τις οποίες δεν θα μπορούσε να εκθέσει, τουλάχιστον τόσο εκτενώς, στα μικρότερα διηγήματά του, που η έκτασή τους σπάνια ξεπερνάει τις πέντε σελίδες. Έτσι διαβάζουμε για την αθανασία αλλά και για την στωική αυτάρκεια, για τα ανθρώπινα πεπρωμένα αλλά και για τη μοναξιά.
  Η μοναξιά δεν είναι μια αναπόδραστη υπαρξιακή συνθήκη όπως θέλουν οι υπαρξιστές φιλόσοφοι αλλά μια κατάσταση μακαριότητας. Δεν ξέρω κατά πόσο ο Τσέχωφ συνηγορούσε με τον ήρωά του, πάντως γράφει τις παρακάτω ιερόσυλες γραμμές:
  «Ο γιατρός σκέφτηκε πως ο Εωσφόρος είχε προδώσει το Θεό από τη λαχτάρα του για τη μοναξιά. Οι άγγελοι πετούσαν όλοι τσούρμο και δεν μπορούσαν να χαρούν αυτή την ψυχική μακαριότητα» (σελ. 67).
   Όμως αυτή η μοναξιά έχει πλήξει την ψυχική ισορροπία του γιατρού. Οι άλλοι αρχίζουν να βλέπουν με καχυποψία αυτά τα πολύωρα ξεμοναχιάσματα με τον τρελό. Το αποτέλεσμα είναι να καταλήξει και ο ίδιος τρόφιμος στον θάλαμο 6.
  Δεν αποκλείεται να επηρεάστηκε, συνειδητά ή ασυνείδητα, από αυτό το διήγημα ο Ken Kesey, που πάνω στο μυθιστόρημά του και τη θεατρική του διασκευή στηρίχτηκαν οι σεναριογράφοι για να γράψουν το σενάριο της «Φωλιάς του κούκου» που γύρισε ο Μίλος Φόρμαν.
  Ένα άλλο απόσπασμα το έχουμε σχολιάσει σε ξεχωριστή ανάρτηση με τίτλο «Περί σκέψεων, αποφθεγμάτων, ευφυολογημάτων και ρητών»· στην οποία ξέχασα να παραθέσω ένα άλλο απόσπασμα, από άλλο διήγημα όμως, που το ανάρτησα μάλιστα στον τοίχο μου στο facebook: «Η ανδρική λογική ποτέ δεν μπορεί να πει την τελευταία λέξη με τις γυναίκες» (σελ. 231).
  Ένα από τα εκτενή διηγήματα είναι και η «Βέροτσκα». Κινείται μέσα στο κλίμα των μετέπειτα μεγάλων θεατρικών έργων του, αυτό της frustration, της απογοήτευσης. Εσωτερικές αναστολές εμποδίζουν τον ήρωά μας να ανταποκριθεί άμεσα στην αγάπη της Βιέρας. Θα επιχειρήσει να το κάνει, λίγη ώρα μετά, πηγαίνοντας σπίτι της.
  «Μονάχα αυτό το σκυλί τον είδε να γυροφέρνει δυο φορές στο σπίτι, να στέκεται κάτω από το σκοτεινό παραθύρι της Βιέρας, και ύστερα με μια μελαγχολική χειρονομία που έδειχνε απελπισία και εγκατάλειψη μαζί, να βγαίνει από τον κήπο με ένα βαθύ αναστεναγμό» (σελ. 210). Αμλετικά (ή μήπως μικροαστικά;) διστακτικός, δεν βρήκε το θάρρος να της κτυπήσει την πόρτα, να πάρει τη μεγάλη απόφαση.
  Διαβάζοντάς το σε κάποιο σημείο σταμάτησα. Θυμήθηκα. Ήταν ένα από τα κείμενα που είχε το «Russian without toil» που διάβαζα φοιτητής, μαθαίνοντας ρώσικα. Το πήρα από τη βιβλιοθήκη μου και ξαναδιάβασα το απόσπασμα στο πρωτότυπο. Είναι το κορυφαίο σημείο του διηγήματος όπου η Βιέρα εξομολογείται τον έρωτά της. Θυμάμαι πόσο με είχε συγκινήσει.
  Πριν χρόνια έγραψα ένα συγκριτολογικό μελέτημα με τίτλο «Ο Επικήδειος του Ιωάννη Κονδυλάκη και Οι δυο θάνατοι του Ιωακείμ-κραυγή του νερού του Ζόρζε Αμάντο». Κρίμα που δεν είχα υπόψη μου τον «Επικήδειο» του Τσέχωφ, ένα μικρό, αλλά εξίσου σπαρταριστό διήγημα με αυτό του Κονδυλάκη.
  Καλούν τον Γρηγόριο Πέτροβιτς να ψάλει τον επικήδειο ενός γραμματέα. Είναι ξεφτέρι στους δεκάρικους και με μεγάλη προθυμία ανταποκρίνεται στις προσκλήσεις. «Ο αμείλικτος και ανοικτίρμων θάνατος έθεσεν επ’ αυτού την κατεσκληκυίαν χείρα του και τον αφήρπασεν ασπλάχνως εν πλήρει ακμή και εργατικότητι… Ω! ανεπανόρθωτος απώλεια! Τις θα τον αντικαταστήσει; Καλούς υπαλλήλους βεβαίως έχομεν πολλούς, αλλ’ ο Προκόπης Όσηπιτς ήταν μοναδικός…» (σελ. 266).
  Κάποιο σούσουρο στο ακροατήριο δεν τον ανησύχησε ιδιαίτερα, όταν όμως διέκρινε ανάμεσα στον κόσμο και τον Προκόπη Όσηπιτς, αναφώνησε με «έκφραση φρίκης»: «Μωρέ αυτός είναι ζωντανός!».
  Είχε γίνει λάθος. Για άλλον γραμματέα επρόκειτο. Αυτός τον οποίο γνώριζε ο Πέτροβιτς και για τον οποίο εκφωνούσε τον επικήδειο είχε μετατεθεί σε άλλη υπηρεσία, και ήταν τώρα παρών στην κηδεία του γραμματέα που τον αντικατέστησε.
  Και, όπως και ο ήρωας του Κονδυλάκη, για να γλιτώσει το ξύλο «τόβαλε στα πόδια» (σελ. 226).
  «-Σκυλί!... Κοπρίτη!... Εγώ νόμιζα πως σ’ είχα παραχώσει στον τάφο, και συ ζεις ακόμα!... βλαστημούσε στο δρόμο.
  Κι έτρεχε… έτρεχε σαν δαιμονισμένος» (σελ. 227).
  Διαβάζω:
  «Τι να σας πω, η γυναίκα δεν είναι άνθρωπος» (σελ. 253).
  Σε μια ανάρτηση που έκανα για μια ιρανική ταινία αναφέρομαι στις τρεις προσευχές του Θαλή, τις οποίες έλεγα κάθε φορά που ήθελα να πειράξω κάποιες φίλες (δεν θα τολμούσα να το κάνω σε μη φίλες, θα ήταν επικίνδυνο).  –Θεέ μου, σε ευχαριστώ που με έκανες άνθρωπο και όχι ζώο. –Θεέ μου, σε ευχαριστώ που με έκανες έλληνα και όχι βάρβαρο. –Θεέ μου, σε ευχαριστώ που με έκανες άνδρα και όχι γυναίκα.
  Δεν έλεγα μόνο αυτές. Έλεγα και μια παροιμία που είχα διαβάζει στη ρωσική μέθοδο που ανέφερα παραπάνω. «Κούριτσα νιε πτίτσα, α μπάμπα νιε τσελοβιέκ».
  Έσπαγα πλάκα με το αμήχανο βλέμμα τους. –Άντε, μετάφραζε, τι μας το λες στα ρώσικα. Εγώ, αφού έκανα για λίγο το δύσκολο, μετέφραζα: «Η κότα δεν είναι πουλί, και η γυναίκα δεν είναι άνθρωπος», έτοιμος να το βάλω κι εγώ στα πόδια, αν η αγανάκτησή τους πήγαινε να ξεπεράσει τη γλωσσική έκφραση.
  Και πάμε στον δεύτερο τόμο.
  Διαβάζουμε:
  «Πού έμαθε να διαλέγει τα ωραία καπέλα και ποιος τον έμαθε πώς να ντύνεται σύμφωνα με τη μόδα και να λέει Ναταλία αντί για Νατάσα;» (σελ. 138).
  Στην Ελλάδα το Νατάσα είναι υποκοριστικό του Αναστασία. Έτσι νόμιζα ότι η Νατάσα, η αδελφή της Σβετλάνας, της δασκάλας μου στα ρώσικα, ήταν Αναστασία. Πέρασαν χρόνια πριν μάθω ότι το όνομά της ήταν Ναταλία. Παρεμπιπτόντως, πιο πριν διάβασα σε υποσημείωση ότι το Μάνια είναι υποκοριστικό του Μαρία.
  Διαβάζουμε:
  «Η βότκα είναι φτιαγμένη για να πίνεται και ο αστακός για να τρώγεται, οι γυναίκες είναι φτιαγμένες για τον έρωτα και το χιόνι για να περπατάμε πάνω του» (σελ. 209).
  Και θυμήθηκα:
  «Γιατί δεν είναι η μοίρα χήρα κανενός
Kι οι μάνες είναι για να κλαιν, οι άντρες για να παλεύουν
Tα περιβόλια για ν’ ανθούν των κοριτσιών οι κόρφοι
Tο αίμα για να ξοδεύεται, ο αφρός για να χτυπά
Kι η λευτεριά για ν’ αστραφτογεννιέται αδιάκοπα!».
  Δεν έχω καθόλου καλό θυμητικό, το υφολογικό σχήμα είναι που θυμήθηκα καθώς και δυο τρεις στίχους, ανάμεσα στους οποίους και ο τελευταίος με το εφέ του απροσδόκητου, με την έλλειψη ημιστίχιου. Το παραπάνω απόσπασμα το έκανα αντιγραφή και επικόλληση από το διαδίκτυο.
  Γι’ αυτούς που δεν το ξέρουν, είναι από το «Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας» του Ελύτη. (Νομίζω δεν χρειάζεται να γράψω και του Οδυσσέα, ή μήπως;).
  Μπορεί να μην έχω καλό θυμητικό, θυμάμαι όμως ανέκδοτα.
  Ένας κρητικός που ήλθε να δει το γιο του στην Αθήνα πηγαίνει στο περίπτερο να πάρει τσιγάρα. –Δώσε μου ένα πακέτο Καρέλια και γράψε το, λέει στον περιπτερά. – Εμείς εδώ κουμπάρε δε γράφουμε, του λέει αυτός. –Μπράβο, θυμητικό που το ’χετε!!!!, σχολιάζει με θαυμασμό ο κρητικός.
  Σίγουρα δεν είναι ο καλύτερος τρόπος να τελειώσει κανείς μιλώντας για τον Τσέχωφ με ένα κρητικό ανέκδοτο, όμως εγώ έτσι θα τελειώσω.
 


 
   

No comments:

Post a Comment