Γιώργος Μετήλλιας, Η μετοχική κληρονομιά μας, εκδόσεις
Αγγελάκη 2014, σελ.
Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα
Ένα μυθιστόρημα με συναρπαστική πλοκή, με φόντο το
χρηματιστήριο
Μετά το «Ένας θεός, δυο θεές» ο
Γιώργος Μετήλλιας μας δίνει ένα ακόμη μυθιστόρημα με αστυνομική πλοκή. Με
αστυνομική πλοκή αλλά χωρίς τον «μαγικό ρεαλισμό» του προηγούμενου, όπου βάζει
τους ήρωες να συνομιλούν με αρχαιοελληνικούς θεούς.
Ένας πανεπιστημιακός
συνήθως γράφει campus novel,
πανεπιστημιακό μυθιστόρημα. Είναι ιδιαίτερα κατάλληλος γι’ αυτό. Ο David Lodge είναι ο πιο γνωστός, και
αρκετά μυθιστορήματά του κυκλοφορούν στα ελληνικά. Ο Γιώργος Μετήλλιας, έχοντας
δουλέψει στο χρηματιστήριο, είναι ο καταλληλότερος για να μας δώσει ένα stock novel, ένα «χρηματιστηριακό»
μυθιστόρημα. Γιατί τέτοιο μυθιστόρημα είναι η «Μετοχική κληρονομιά μας».
Ήλθε με καθυστέρηση
15 χρόνων. Αν είχε κυκλοφορήσει την εποχή που ανθούσε το χρηματιστήριο, όχι
μόνο θα είχε γίνει best seller-ελπίζουμε
να γίνει και τώρα-αλλά πολλοί τζογαδόροι νεοέλληνες θα είχαν γλιτώσει τα
χρήματά τους, είτε αποσύροντάς τα εγκαίρως, όπως ο ιδιοκτήτης της BP από όπου έβαζα βενζίνη,
είτε μη παίζοντας καθόλου, όπως ο φίλος μου ο Φώτης ο Τερζάκης.
Πώς θα είχε γίνει
αυτό;
Θα μάθαιναν για τις ίντριγκες,
τις λοβιτούρες, οι διαπλοκές, και γενικά όλα τα βρώμικα παιχνίδια που παίχτηκαν
πίσω από τις πλάτες του κόσμου, με στόχο να τον οδηγήσουν να επενδύσει τις
οικονομίες του σε μετοχές που σε λίγο διάστημα εξανεμίστηκε η αξία τους,
χάνοντας έτσι τα χρήματά του.
Σε μια εταιρεία
σοκολατοποιίας συμβαίνουν διάφορα. Τα παπαγαλάκια σκορπάνε την είδηση ότι θα
ανέβουν οι μετοχές της. Ένας ταξιτζής που τσιμπάει θα χάσει τα χρήματά του. Και
θα εκδικηθεί. Πώς; Δεν θα το μαρτυρήσουμε.
Στο διοικητικό
συμβούλιο της εταιρείας αυτής, ανώνυμης εταιρείας, συμβαίνουν σημεία και
τέρατα. Μια κοπέλα και ο φίλος της θα καταφέρουν στο τέλος να βάλουν μια τάξη
στα πράγματα. Πώς; Ούτε αυτό θα το μαρτυρήσουμε.
Η αφηγηματική
τεχνική είναι εντελώς πρωτότυπη. Μιλάνε σε πρώτο πρόσωπο σχεδόν όλα πρόσωπα του
μυθιστορήματος. Στην αρχή μια δημοσιογράφος και ο αρχισυντάκτης μιας
εφημερίδας, και στη συνέχεια τα έξι άτομα που συμμετείχαν στην υπόθεση, τρία
ζευγάρια, δίνοντας συνέντευξη στη δημοσιογράφο, συνεντεύξεις που έχουν ένα
χαρακτήρα κατάθεσης, μια και απουσιάζει το ερωτηματολόγιο. Συνδέοντας τις
αφηγήσεις τους η δημοσιογράφος φτιάχνει ένα ρεπορτάζ-μυθιστόρημα, το παρόν
μυθιστόρημα.
Το χρηματιστήριο
είναι άρρηκτα δεμένο με κυβερνητικές πολιτικές. Έτσι τα βέλη του Μετήλλια δεν
έχουν σαν στόχο μόνο τα χρηματιστηριακά παιχνίδια αλλά και την πολιτική ζωή. Το
παρακάτω απόσπασμα είναι πολύ χαρακτηριστικό.
«Την πρόταση ενός
ομιλητή την άκουσα εγώ και όποιος άλλος τηλεθεατής έκανε τον ίδιο κόπο με μένα.
Εμείς, από τον καναπέ μας την ακούσαμε αλλά, πώς να το κάνουμε, δεν μπορούμε να
πούμε τη γνώμη μας. Την ακούσανε και οι ελάχιστοι κομματικοί ομοσταβλίτες του,
που έτυχε να βρίσκονται στην αίθουσα των συνεδριάσεων. Είναι αυτοί που θα
χειροκροτήσουν! Βλέπεις, κάποιοι πρέπει να κάνουν και αυτή τη δουλειά! Οι
υπόλοιποι βουλευτές δεν ακούσανε! Από τους τριακόσιους, οι διακόσιοι ενενήντα
δεν ακούσανε… Δεν ακούσανε γιατί πήγανε για σωματική τους ανάγκη, για κους κους
στο καφενείο της Βουλής, για συνέντευξη σε κάποιο κανάλι, για…» (σελ. 99-100).
Το χιούμορ, συχνά
λεπτό και αδιόρατο, είναι μια από τις αρετές του μυθιστορήματος. Να δώσουμε ένα
σύντομο απόσπασμα.
«Το ίδιο βράδυ, στο
γυρισμό προς το σπίτι μου, η Όπη άρχισε την γκρίνια της. Δεν είμαι όπως ήμουνα.
Φυσικά και δεν είμαι. (δεν της το είπα). Νομίζει πως την δεν την αγαπώ πια.
Φυσικά και δεν την αγαπώ. (δεν της το είπα). Μπροστά στην είσοδο της
πολυκατοικίας που μένω, μέσα στο αυτοκίνητο, με ρώτησε αν σκέφτομαι να
χωρίσουμε. Ναι, αυτό σκέφτομαι. Είναι το καλύτερο και για τους δυο μας. Της το
είπα. Έκλαψε. Δεν σκούπισα τα δάκρυά της. Με είπε άκαρδο και υποκριτή. Δεν την
αντέκρουσα» (σελ. 73).
Η συναρπαστική
πλοκή, ο λιτός, κοφτός λόγος, το χιούμορ, ο ζωηρός διάλογος, αποτελούν τις
κύριες αρετές του μυθιστορήματος αυτού του Γιώργου Μετήλλια. Θα επαναλάβω άλλη
μια φορά ότι ήλθε με 15 χρόνια καθυστέρηση, καθώς θυμάμαι τη μαντινιάδα του
συγχωρεμένου του Κωστή Φραγκούλη.
Αγάπη που ’ρθει
πάρωρα σα μήλο δίφορό ’ναι
Απού πομένει στα
κλαδιά και τα πουλιά το τρώνε.
Τους στίχους αυτούς
τους έβαλε σαν μότο στην ποιητική του συλλογή «Τα δίφορα», γραμμένη στον
παραδοσιακό κρητικό ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο. Μια ποίηση κορναρικού ύψους,
καταδικασμένη όμως να περάσει αγνοημένη από τους μη κρητικούς. Αν είχε γραφεί
τον καιρό του Σολωμού και του Βαλαωρίτη, ο Φραγκούλης θα είχε κατακτήσει μια
περίοπτη θέση στο νεοελληνικό Παρνασσό.
Όμως το μυθιστόρημα
αυτό του Μετήλλια δεν ήλθε εντελώς πάρωρα. Το χρηματιστήριο βρίσκεται εκεί, στη
Σοφοκλέους, καραδοκώντας, και κάποια στιγμή που θα ανακάμψει η οικονομία μας
δεν αποκλείεται να αρχίσει πάλι μια τρελή κούρσα. Όσοι όμως θα έχουν διαβάσει
αυτό το βιβλίο θα είναι πολύ προσεκτικοί.
Μπάμπης Δερμιτζάκης
No comments:
Post a Comment