Friday, July 18, 2014

Σπύρος Ζαχαράκης, Η δική μας Εδέμ



Σπύρος Ζαχαράκης, Η δική μας Εδέμ, Ιεράπετρα 21ος αιώνας, 2014, σελ. 356

Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Ιεράπετρα 21ος αιώνας, Πέμπτη 17 Ιουλίου 2014.

  Μετά την «Ιστορία του παππού μου»  ο Σπύρος Ζαχαράκης μας παρουσιάζει το καινούριο του βιβλίο, μυθιστόρημα αυτή τη φορά το   πάλι από τις εκδόσεις της εφημερίδας «Ιεράπετρα 21ος αιώνας».
  Περισσότερο από ότι στην «Ιστορία του παππού μου» σε αυτό το μυθιστόρημα ο Ζαχαράκης προβάλει το φόντο, τις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες ενός χωριού της επαρχίας Ιεράπετρας, και κατ’ επέκταση ολόκληρης της επαρχίας, κυρίως στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα. Το ονομάζει «Ανατολικό», αποκαλύπτοντας αμέσως το πραγματικό του όνομα. Για όσους έχουν αμφιβολία, αυτή διαλύεται όταν στο σκηνικό μπάζει τον βιολάτορα τον Παντελή, στον οποίο αναγνωρίζει κανείς αμέσως τον Παντελή τον Μπαριταντωνάκη. Ελάχιστες συνεντεύξεις έχω πάρει στη ζωή μου, αλλά του πήρα μια σύντομη, πριν τριάντα τόσα χρόνια, όταν ξεκίνησα τη συνεργασία μου με τα «Κρητικά Επίκαιρα», που τότε λεγόταν «Κρητικά».
  Γιατί επέλεξε ο Ζαχαράκης την Ανατολή;
  Πιστεύω διότι, καθώς είναι ένα ορεινό χωριό, του δίνει τη δυνατότητα να μιλήσει και για τις συνθήκες ζωής των βοσκών. Ο κεντρικός ήρωας του μυθιστορήματος, ο Γιωργής, είναι βοσκός. Όμως μιλάει κυρίως για τις καλλιέργειες των πρώιμων κηπευτικών, στις οποίες οι κάτοικοι της Ανατολής ήταν από τους πρωτοπόρους.
  Η ιστορία ξεκινάει το μεσοπόλεμο. Εκείνη την εποχή ήταν συνηθισμένο να επιβάλλουν οι γονείς, δηλαδή ο πατέρας, με το έτσι θέλω τον γαμπρό στη νύφη, και να αρνούνται προξενιά όταν ο γαμπρός δεν είχε τα «προσόντα», όπως τα εννοούσε τουλάχιστον. Υπήρχε ο έρωτας, που όμως έπρεπε να μένει όσο το δυνατό κρυφός. Και όταν ο ερωτευμένος νέος είχε μεγάλες αμφιβολίες αν ο πατέρας της κοπέλας θα δεχόταν την πρόταση γάμου, κατέφευγε στην «κλεψά». Η  κλεψά της Τασούλας, και μάλιστα τα μεταπολεμικά χρόνια, το 1950, απασχόλησε το πανελλήνιο. Αρχές της δεκαετίας του ’80 κυκλοφόρησε το πρώτο βιβλίο με θέμα το ειδύλλιο αυτό, για το οποίο είχα γράψει μάλιστα μια βιβλιοκριτική στα «Κρητικά Επίκαιρα», ενώ πριν καμιά δεκαριά χρόνια κυκλοφόρησαν άλλα δυο. Το ένα ήταν μια μυθιστορηματική απόδοση από τη Ρέα Γαλανάκη, με τίτλο «Αμίλητα βαθειά νερά» (Καστανιώτης, 2006) και το άλλο του  Τάσου Κοντογιαννίδη με τίτλο «Η απαγωγή της Τασούλας» (Άγκυρα, 2005). Εκείνου του πρώτου δεν θυμάμαι ούτε συγγραφέα ούτε τίτλο. Θυμάμαι επίσης ότι στη βιβλιοκριτική μου έγραψα για το αντιρομαντικό τέλος της ιστορίας (τρεις μήνες μετά την αποφυλάκιση του Κώστα Κεφαλογιάννη που είχε καταδικαστεί σε δυο χρόνια φυλακή το ζευγάρι χώρισε). Λέγοντας ότι άλλο ζωή και άλλο μυθιστόρημα, κατέληγα ότι αν ο Κορνάρος είχε γράψει τη συνέχεια του Ερωτόκριτου θα μας έλεγε ότι ο Ερωτόκριτος τα έφτιαξε με κάποια κυρία της αυλής και η Αρετούσα με κάποιο της ακόλουθο. Ο συγγραφέας έστειλε μια επιστολή διαμαρτυρίας μιλώντας για το «λίβελό» μου, παρόλο που το είχα επαινέσει. Δεν είχε καταλάβει τι έγραφα.
  Η κλεψά της Μαρίας από τον Γιωργή δεν είχε ούτε την επεισοδιακή αρχή ούτε το θλιβερό τέλος που είχε η κλεψά της Τασούλας. Ο πεθερός ο Χαραλάμπης συγκατένευσε, έδωσε την ευχή του και το ζευγάρι παντρεύτηκε.
  Η ζωή των κτηνοτρόφων είναι σκληρή και τα κέρδη ασήμαντα. Έτσι ο Γιωργής αρχίζει να εγκαταλείπει σιγά σιγά τη κτηνοτροφία και να ασχολείται με τα πρώιμα κηπευτικά. Ο Ζαχαράκης δίνει πολύ λεπτομερειακά τις συνθήκες των καλλιεργειών εκείνη την εποχή, και αναφέρεται διεξοδικά στους τρόπους καλλιέργειας, κυρίως της ντομάτας, με τους φράχτες, τις αχειμάδες, την άμμο, και κάποια
στιγμή τα θερμοκήπια. Μιλάει επίσης για τη σταδιακή μετεγκατάσταση των κατοίκων του ορεινού Ανατολικού στα πεδινά και τη δημιουργία του Νέου Ανατολικού.
  Αναφέρεται επίσης για τις συνθήκες ζωής των παιδιών που από τα χωριά τους πήγαιναν στο Καστέλι (Ιεράπετρα) για τις γυμνασιακές τους σπουδές. Ακόμη, στο πρόσωπο των δυο παιδιών του Γιωργή, του Ανδρέα και του Χαραλάμπη, παρουσιάζει τον καλό μαθητή και τον κακό. Το μαθητή που είναι δοσμένος στα γράμματα και τον τεμπέλη μαθητή που τον ενδιαφέρει μόνο η παρέα και η διασκέδαση, που όμως είναι πολύ δυναμικός. Μέσα από τον Χαραλάμπη, τον κακό μαθητή, ο Ζαχαράκης δίνει επίσης μια εικόνα των νέων που παρασύρθηκαν στα ναρκωτικά, που χωρίς να αποτελούν μάστιγα έχουν παρασύρει κάμποσους γεραπετρίτες νέους. Δίνει τέλος την εικόνα των νεόπλουτων αγροτών μετά την ταχύτατη ανάπτυξη των θερμοκηπίων, την αγορά οικοπέδων και την οικοδόμηση πολυτελών κατοικιών στην Ιεράπετρα.
  Εξαντλητικός στις περιγραφές του, με πλούσιο διαλογικό μέρος και με μια περίπου προσχηματική  πλοκή με ευτυχισμένο χάπι εντ (απεξάρτηση, γάμος και ένας γιος), ο Ζαχαράκης δίνει όπως είπαμε μια γλαφυρή εικόνα της επαρχίας μας από το μεσοπόλεμο μέχρι τις μέρες μας.
  Στη βιβλιοκριτική μου για το τελευταίο βιβλίο του Ανδρέα Μήτσου, μια συλλογή διηγημάτων με τίτλο «Η εξαίσια γυναίκα με τα ψάρια»,  αναφερόμενος στην εμμονή μου να ανιχνεύω ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους τόσο σε πεζά όσο και ποιήματα με ελεύθερο στίχο, γράφω:
  «Γιατί αυτή η εμμονή;
  Αφενός λόγω καταγωγής, γιατί οι κρητικοί

  Με μαντινιάδες τραγουδούν, με μαντινιάδες κλαίνε,
  με μαντινιάδες σκέφτονται, και ό,τι θες σου λένε

  και ο ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος είναι ο στίχος της μαντινιάδας, και αφετέρου για να δείξω ότι ο ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος κυλάει πολλές φορές αβίαστα, μη προγραμματικά, στο λόγο μας, τον οποίο έλκει σαν μαγνήτης».
  Ο Ανδρέας Μήτσου δεν είναι κρητικός, όμως ο Ζαχαράκης είναι. Γι’ αυτό μπόρεσα να ανιχνεύσω στο βιβλίο του πάρα πολλούς ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους, τους οποίους μπορώ να παραθέσω στην ηλεκτρονική έκδοση για το Λέξημα και για το blog μου. Η εφημερίδα «Ιεράπετρα 21ος αιώνας» μπορεί βέβαια να κάνει επιλογή.

Κι οι τρεις, γαμπρός και μπιστικοί, σαν αστακοί ζωσμένοι
Που από τα μικράτα τους είχαν στη δούλεψή τους
Άρχισαν πάλι να κροτούν και τα σπαθιά ν’ αστράφτουν
Περίμενε, περίμενε, μα εκείνη δε μιλούσε
Μόνο επαίνους άκουγε για την επιλογή της
Να βοηθήσει στη σφαγή κάποιου μεγάλου ζώου
Άνοιξε το βιβλίο του και πήγε παρακάτω
Να βοηθήσει στη σφαγή κάποιου μεγάλου ζώου
Άνοιξε το βιβλίο του και πήγε παρακάτω
Τι θα ’κανε ο Ανδρέας της ή η κυρά Ελένη;
Έβλεπε κι αποτύπωνε όσες πληροφορίες
Θα γύριζε στη μάνα της, μαζί με τα παιδιά της
Μαρία μου, αγάπη μου, ίντα ’βαλες στο νου σου
Θα αποφασίσω και εγώ ν’ αλλάξω ασχολία
Εσύ γυρίζεις στα βουνά μα η μοίρα σου δουλεύει
Χωράφι από τ’ αγόρια του να μου το δώσει εμένα;
Τραβώντας τον από τ’ αυτί τον έφερνε στο σπίτι
Εκείνη την περίοδο, άνοιξη πρέπει να ’ταν
Και κείνος να πετάγεται μέχρι την παραλία
Συνέχεια τη σκέπαζε με κάτασπρο σεντόνι
Είπαν πως θα κατέβαιναν οι ίδιο στο σαλόνι
Τις έβλεπε να λιάζονται στην κοίτη του χειμάρρου
Που το παιδί του επέλεξε κι ο ίδιος προτιμούσε
Το φορτηγάκι πρόθυμα τους το παραχωρούσε
Υψώθηκε στο Πάνθεον των γηγενών ηρώων
Αρά και πού ν’ ακούγεται κουδούνι των προβάτων
Πήρε το φορτηγάκι του και πήγε στο Καστέλι
Μη σας προκύψει ξαφνικά καμιά εγκυμοσύνη
Και τέτοιες συμπεριφορές τις είχαν συνηθίσει
Έφυγε κι όλη η σκέψη του ήταν στον Χαραλάμπη
Γιατί η Μαρία φρόντισε να της τηλεφωνήσει
Τους κοίταζε από μακριά με μάτια δακρυσμένα

No comments:

Post a Comment