Νίκος
Καζαντζάκης, Βραχόκηπος (μετ. Παντελή Πρεβελάκη), Βιβλιοπωλείον της Εστίας,
1960, σελ. 278
Είχα υποσχεθεί στον εαυτό μου να ξαναδιαβάσω
τον Καζαντζάκη, δηλαδή τα μυθιστορήματά του που τόσο μου άρεσαν και που τα είχα
διαβάσει όλα στα μαθητικά μου χρόνια. Ξεκίνησα με τον «Αλέξη Ζορμπά», το 1992, αλλά μετά, το διδακτορικό και διάφορες
άλλες υποχρεώσεις με έκαναν να σταματήσω. Πριν δυο χρόνια είπα ότι δεν είναι
πια δυνατό να περιμένω άλλο και ξεκίνησα να διαβάσω και τα υπόλοιπα, δηλαδή τον
«Χριστό ξανασταυρώνεται», τον «Τελευταίο πειρασμό», την «Αναφορά στον Γκρέκο», τους «Αδελφοφάδες»,
τον «Φτωχούλη του Θεού» και τον «Καπετάν Μιχάλη». Πιο πριν όμως είχα διαβάσει και είχα γράψει για
το πρώτο του μυθιστόρημα, το «Όφις και κρίνος», για το ποιητικό δράμα «Πρωτομάστορας», για το «Συμπόσιο», για δυο «αστικά» θεατρικά του, το «Φασγά» και το «Ξημερώνει», ενώ για το «Έως πότε» έχω γράψει ένα συγκριτολογικό μελέτημα, καθώς αποτελεί δραματική διασκευή
των «Κρητικών Γάμων» του Σπύρου Ζαμπέλιου. Σειρά έχει σήμερα ο «Βραχόκηπος».
Ο «Βραχόκηπος» ήταν μια παραγγελιά, όπως
διαβάζουμε στον πρόλογο του Παντελή Πρεβελάκη. Ένας εκδότης από την Λειψία του
ζήτησε ένα μυθιστόρημα. Ο Καζαντζάκης ανταποκρίθηκε, γράφοντας το Le jardin de roches, στα γαλλικά, γλώσσα από την οποία θα μπορούσε να βρει πιο εύκολα μεταφραστή
ο γερμανός εκδότης απ’ ό,τι αν ήταν γραμμένο στα ελληνικά.
Το «μυθιστόρημα» είναι τύποις μυθιστόρημα.
Στην πραγματικότητα είναι ένα ταξιδιωτικό, στο οποίο ο Καζαντζάκης καταγράφει κάποιες
εντυπώσεις του από την Ιαπωνία και την Κίνα, βάζοντάς τις στο στόμα των ηρώων
του ή της περσόνας του, του πρωτοπρόσωπου αφηγητή. Με ελάχιστη δράση, ένα
μεγάλο μέρος του αναλώνεται σε συζητήσεις θεωρητικού περιεχομένου ανάμεσα στους
ήρωες, ενώ μόλις προς το τέλος το έργο παίρνει τα χαρακτηριστικά πραγματικού
μυθιστορήματος με τη δράση να επιταχύνεται. Ενδιάμεσα, εν είδει ιντερμέτζου, ο
Καζαντζάκης παρεμβάλει αποσπάσματα από την «Ασκητική», σχεδόν το σύνολο του
έργου.
Ο Καζαντζάκης προσπαθεί να συμβιβάσει τη
στόφα του λογοτέχνη και του φιλόσοφου. Έχει μια αντίληψη για τον κόσμο και για
τον άνθρωπο και προσπαθεί να την εκφράσει, όπως ο Νίτσε στον «Ζαρατούστρα»,
λογοτεχνικά. Δεν είναι επιτυχημένη η προσπάθεια, αν την συγκρίνει κανείς με την
επιτυχία των μεταγενέστερων μυθιστορημάτων του. Αυτός είναι άλλωστε και ο λόγος
που δεν το μετέγραψε στη μητρική του γλώσσα, σε αντίθεση με τον Βλαντιμίρ
Ναμπόκοφ που μετέγραψε τη «Λολίτα» στα ρώσικα, μετά την επιτυχία που γνώρισε αυτό του το έργο. Όμως ένας
Καζαντζάκης είναι Καζαντζάκης, και ένας μεγάλος συγγραφέας, ό,τι και αν έχει
γράψει, αντιμετωπίζεται με ενδιαφέρον όχι μόνο από τους φιλόλογους αλλά και από
τους αναγνώστες του.
Η πλοκή, που όπως είπαμε προχωρεί αργά, είναι
η εξής: ο συγγραφέας-αφηγητής επισκέπτεται στην Ιαπωνία έναν φίλο του, για να
πάει στη συνέχεια στην Κίνα να συναντήσει έναν άλλο φίλο του, τον Λι Τε. Έχει
εκτενείς συζητήσεις μαζί του καθώς και με την αδελφή του την οποία ερωτεύεται.
Το αίσθημα είναι αμοιβαίο, όμως δεν μπορούν να κάνουν τίποτα κάτω από το
άγρυπνο μάτι του πατέρα, ενός συντηρητικού μανδαρίνου. Αργότερα μπαίνει στη
μέση το καθήκον. Ο αδελφός της της δίνει την εντολή της εκτέλεσης της πρώην
φιλενάδας του, της γιαπωνέζας την οποία
είχε εγκαταλείψει. Αυτή για να τον εκδικηθεί, αλλά και για να υπηρετήσει την
πατρίδα της, πηγαίνει στην Κίνα και δωροδοκεί τους κινέζους στρατηγούς προσφέροντάς
τους ταυτόχρονα τα κάλλη της, με αποτέλεσμα να γίνει πιο εύκολη η κατάκτηση της
Μαντζουρίας. Ας μην ξεχνάμε, το μυθιστόρημα αυτό γράφεται το 1936.
Στο έργο αυτό βλέπουμε έναν πολύ αριστερό
Καζαντζάκη. Για μιαν εργάτρια που συναντάει σε ένα γιαπωνέζικο εργοστάσιο
γράφει το παρακάτω χάι κάι, όπως το λέει, και όχι χάι κου όπως είναι γνωστό
(και σωστό), σχολιάζοντας αμέσως μετά αυτή του την ενέργεια:
«Ναι, τα νούμερα λεν, αχ! Πως είμαι ευτυχισμένη.-Μα
εγώ χλομιάζω κάθε μέρα – και σήμερα αρχίνισα να βήχω».
Ο άθλιος θυμός του διανοούμενου είχε
καταλαγιάσει μ’ αυτό το χάι-κάι. Η αδικία που γινόταν σ’ ένα ανθρώπινο πλάσμα
μου είχε εμπνεύσει τρεις ασήμαντους στίχους, και ξέχασα σχεδόν την αδικία»
(σελ. 64)
Και ένα άλλο απόσπασμα:
«…Ο άντρας, που θέλει να σηκώσει το κεφάλι
του κατά τον ουρανό· κι η γυναίκα, που τον αδράχνει σουρίζοντας,
νιαουρίζοντας, και τον κατεβάζει στη γη» (σελ. 120).
Η γυναίκα αυτή στον «Καπετάν Μιχάλη» είναι η
Εμινέ Χανούμ.
Και καπάκι αμέσως μετά:
«Οι γιαπωνέζες γκέισες σκύβουν απάνω στον
άντρα, στην ερωτική στιγμή, σαν να ’ταν ο γιος τους και του ανοίγουν τον κόρφο
τους να βυζάξει. Η κινέζα σκύβει απάνω στον άντρα σα να ’ταν θανάσιμος εχτρός
που τον έπιασε στον πόλεμο, και ξέρει πως έλεος δεν υπάρχει».
Διαβάζουμε:
«Και ξέρετε πόσο
ο Κομφούκιος αγαπούσε το κρασί, τη μουσική και τις γυναίκες. Απαράλλαχτα όπως ο
δικός σας ο Σωκράτης» (σελ. 174).
Για τον Κομφούκιο δεν ξέρω, αλλά για το
Σωκράτη διάβασα άλλα πράγματα στο Συμπόσιο, σε σχέση με τις γυναίκες.
Από το γράμμα ενός γιαπωνέζου φίλου:
«Θεός, πατρίδα, αυτοκράτορας, αυτή ’ναι η
δική μας Αγία Τριάδα, πιο πραγματική και πιο βαθιά από τη δική σας. Σήμερα,
μονάχα στη Γερμανία, στη Σοβιετική Ρωσία και στην Ιταλία μπορείς να βρεις αυτή
την ηρωική πειθαρχία, αυτή τη χαρούμενη υποταγή του ατόμου σ’ ένα ανώτερο και
επικίνδυνο σκοπό» (σελ. 217).
Και οι τρεις μας τέλειωσαν. Μας ήλθαν όμως
καινούριοι, οι Ταλιμπάν και η Αλ Κάιντα, που με «αυτή τη χαρούμενη υποταγή του
ατόμου σ’ ένα ανώτερο και επικίνδυνο σκοπό» σκορπούν το θάνατο· όπως
τον σκορπούσε εξάλλου ο Χίτλερ, ο Μουσολίνι και ο Στάλιν.
Ο μεταφυσικός
συμβολισμός του Καζαντζάκη και ιδιαίτερα το να συναντώ κάθε τρεις και μια τη
λέξη Θεός πάντα με ξένιζε. Όσο για την κοσμοαντίληψη της Ασκητικής δεν με έβρισκε
σύμφωνο, έχω τη δική μου. Η
όποια αξία της βρίσκεται νομίζω στον ποιητικό μυστικισμό της. Όμως στο «πεζό»
μέρος του μυθιστορήματος βρήκα δυο αποσπάσματα που με εκφράζουν απόλυτα.
«-Γιατί καπνίζεις;
Με κοίταξε με το θολό, ατσίνουρο,
κοκκινοκυκλιασμένο μάτι του.
-Η ζωή είναι σκληρή, αφεντικό…
Ναι, η ζωή είναι σκληρή, πρέπει να
καπνίζουμε. Το χασίς –Θρησκεία, τέχνη, έρωτας, δόξα, ιδέες – είναι η μόνη θύρα
σωτηρίας» (σελ. 230).
Κάπου έχω γράψει, παραφράζοντας τη ρήση του
Μαρξ, ότι η Θρησκεία είναι το όπιο του λαού, και μάλιστα χωρίς
παρενέργειες. Και δεν το έγραψα καθόλου ειρωνικά.
Και το άλλο απόσπασμα:
«Η αξία της ψυχής δεν κρίνεται παρά από την
ποιότητα του χασίς που ρουφά. Αλίμονο στην ψυχή που δεν καπνίζει!
Αυτός ο κουλής είναι αδελφός μου στο
κάπνισμα. Του χαμογελώ.
-Ναι, του λέω, χτυπώντας του τον ώμο χωρίς
αηδία, ναι, η ζωή είναι σκληρή· ας καπνίζουμε! (σελ. 231).
Αφοπλιστικά εξομολογητικό αυτό το απόσπασμα.
Ο Σολωμός δεν είχε καταλάβει ότι όταν έγραφε
«Κλείσε μέσα στην ψυχή σου στην Ελλάδα (ή ό,τι άλλο) και θα αισθανθείς κάθε
είδους μεγαλείο» μιλούσε ακριβώς για το χασίσι. Μήπως δεν είναι χασισωμένοι με
το ίδιο χασίσι αυτοί που ξυλοκοπούν τους λαθρομετανάστες;
Και οι «Ασασίνοι»,
φανατισμένοι ισλαμιστές, ρίχνονταν πάνω στα ανυποψίαστα συνήθως θύματά τους
χασισωμένοι, προς δόξα του Αλλάχ. Η αγγλική λέξη assassin
που σημαίνει δολοφόνος από αυτούς
προέρχεται.
Διαβάζω:
«Αχ! Αν ο χρόνος μπορούσε ν’ ακινητήσει! Να
βλέπω σ’ όλη μου τη ζωή αυτό το ποθητό κορμί να ζυγώνει, να ζυγώνει και να μη
φτάνει ποτέ!» (σελ. 239).
Και θυμήθηκα τη μαντινάδα:
Όταν περνάς στη γειτονιά μη πας με τόση φόρα
Σιγά σιγά να πορπατείς να σε θωρώ πολιώρα.
Διαβάζω:
«Δε βουλώνουμε τ’ αυτιά μας να μην ακούσουμε
τις Σειρήνες. Δε δενόμαστε από φόβο στο κατάρτι μιας μεγάλης ιδέας· μήτε
παρατούμε το καράβι και χανόμαστε γρικώντας, φιλώντας τις Σειρήνες. Παρά
εξακολουθούμε την πορεία μας, αρπάζουμε και ρίχνουμε τις Σειρήνες στο καράβι
μας και ταξιδεύουν κι αυτές μαζί μας» (σελ. 249).
«Στο δρόμο μας για
την Ιθάκη, που η Ιθάκη είναι ο θάνατος, πρέπει να προσπαθήσουμε να φτάσουμε όσο
πιο αργά γίνεται. Γιατί δεν γίνεται να μη φτάσουμε, αυτός είναι ο προορισμός.
Όσο και αν ξεστρατίζουμε ζώντας περιπέτειες με τους Λαιστρυγόνες και τους
Κύκλωπες και έρωτες με την Καλυψώ, το καράβι μας κάποτε θα φτάσει στην Ιθάκη.
Ας το αφήσουμε να πηγαίνει με χαμηλωμένα τα πανιά, αργά, πολύ αργά. Και, αν
είμαστε τυχεροί και συναντήσουμε στο δρόμο μας τις σειρήνες, να μην κάνουμε τη
μ…α του Οδυσσέα και κλείσουμε τα αυτιά μας. Να τρίψουμε τις παλάμες μας από
χαρά και, όρτσα τα πανιά, να τρέξουμε να τις συναντήσουμε».
Τα μεγάλα πνεύματα;
Όχι, τα πνεύματα των κρητικών.
Αυτό κατά τη γνώμη μου είναι το πιο
αυθεντικό regard cretois.
Να παραθέσουμε και τους ιαμβικούς
δεκαπεντασύλλαβους που συναντήσαμε, κατά τη συνήθειά μας.
Μια αιματόχρωμη
γραμμή μέσα από τις ηπείρους (σελ. 150)
Καθώς είναι
ανάσκελα στον πάτο της βιτρίνας (σελ. 156)
Γυρίσαμε στην
κάμαρα με τον προκοίλη Βούδα (σελ. 167)
Αθόρυβα σαν
φάντασμα στην άκρη της ταράτσας (σελ. 174)
Είδα τα φρύδια
του Λι Τε να σμίγουν θυμωμένα (σελ. 181)
Γυρεύουμε φυρί φυρί
χαμένες υποθέσεις (σελ. 182)
Χάρη στον
ανελέητο και τρυφερό αδελφό της (σελ. 185)
Ολοένα πιο
ανθρώπινο, χλωμό, πεισματωμένο (σελ. 223)
Κάθε κορμί, κάθε
ψυχή, είναι Άγιος Τάφος (229)
Ο Πρεβελάκης, ως μεταφραστής, αναπαράγει σχεδόν
στην εντέλεια την Καζαντζακική γλώσσα. Ένας ανυποψίαστος αναγνώστης δεν θα
μπορούσε ποτέ να φανταστεί ότι πρόκειται για μετάφραση. Όμως εδώ θα τον
διορθώσω. Γράφει: «Είναι κανείς πάντα έτοιμος για τις καλές ειδήσεις» (σελ.
232). Εγώ θα μετέφραζα: «Πάντα ’ναι κανείς έτοιμος για τις καλές ειδήσεις». Για
τον δεκαπεντασύλλαβο.