Tuesday, September 9, 2014

11. Τα διαβάσματά μου και τα βιβλία μου



11. Τα διαβάσματά μου και τα βιβλία μου

  Τα διαβάσματά μου ξεκινάνε με τα παραμύθια, τον Μικρό Ήρωα και τον Γκαούρ-Ταρζάν. Στο Κάτω Χωριό δεν υπήρχε περίπτωση να βρω βιβλίο. Το πρώτο βιβλίο που απόχτησα ήταν ο «Μιχαήλ Στρογκώφ» του Ιουλίου Βερν, που μου τον αγόρασαν οι γονείς μου για παρηγοριά, όταν καλοκαίρι του 1962, έχοντας μόλις τελειώσει την έκτη δημοτικού, με πήγαν στο Ηράκλειο για να βγάλω τις αμυγδαλές.
  Στο μπακάλικο του Γιακουμή του Λασιθιωτάκη που έφερνε και τους μικρούς ήρωες, ανακάλυψα όταν πήγαινα πρώτη γυμνασίου το πρώτο βιβλίο για μεγάλους που διάβασα. Ήταν το «Ουδέν νεώτερον από το δυτικό μέτωπο» του Έριχ Μαρία Ρέμαρκ. Τόσο πολύ με είχε ενθουσιάσει που κάθισα και έγραψα ένα αντιπολεμικό διήγημα.
  Δεν θυμάμαι να το διάβασα στην τάξη, ή να το διάβασε ο καθηγητής μου, ο κος Ασπραδάκης, θεολόγος που λόγω έλλειψης προσωπικού μας έκανε αρχαία και νέα στην πρώτη γυμνασίου. Εξάλλου δεν είχε και μεγάλη ιδέα για τις εκθέσεις μου. Θυμάμαι την κριτική του για μια έκθεσή μου: -Εσύ Δερμιτζάκη προσπαθείς να φιλοσοφήσεις και είσαι σαν τον ποντικό που προσπαθεί να ανέβει ένα χαράρι άχερα, και ανεβαίνει, ανεβαίνει, και όταν φτάνει στην κορφή πέφτουν τα άχερα και τον πλακώνουν.
  Τελικά το είχα διαβάσει στην τάξη. Αντιγράφω το σχετικό απόσπασμα από το βιβλίο μου «Το χωριό μου-από την αυτοκατανάλωση στην αγορά», σελ. 97.
  «Δεκατριών χρονών διάβασα το πρώτο μου μη παιδικό βιβλίο, το «Ουδέν νεώτερο από το δυτικό μέτωπο». Με είχε τόσο εντυπω­σιάσει, που τον επόμενο χρόνο έγραψα ένα αντιπολεμικό διήγη­μα. Το διάβασα στο σχολείο και άρεσε πολύ.
  Το δεύτερό μου διήγημα το έγραψα είκοσι χρονών, φοιτη­τής. Ήταν ένα διήγημα πορνό, βασισμένο στην αληθινή ιστορία ενός φίλου μας, φαντάρου, που τον φιλοξενούσαμε τότε στις εξόδους του. Το διάβασαν τρεις τέσσερις φίλοι. Την καλύτερη κριτική την άκουσα από τον φίλο μου τον Θόδωρα. «Όταν το διάβασα μου σηκώθηκε». Τώρα ισχυρίζεται ότι έχει το χειρόγρα­φο, και το κρατάει λέει για να με εκβιάσει αν κάποτε γίνω μεγάλος συγγραφέας.
  Το τρίτο μου διήγημα δεν το έχω γράψει ακόμη. (Σημείωση: οι γραμμές αυτές γράφονται το ’91)». 
  Ξεκαρδιστική η εικόνα, δεν την ξέχασα ποτέ. Όμως δεν ήταν αυτός ο λόγος που εγκατέλειψα, εντελώς άσπλαχνα, την φιλοσοφία, την πρώτη μου αγάπη. Εξάλλου δεν είχα έλθει ακόμη σε επαφή μαζί της.
  Μαζί της ήλθα σε επαφή στη δευτέρα γυμνασίου, όταν στο βιβλιοπωλείο της κας Αεράκη ανακάλυψα τη «Γέννηση της τραγωδίας από το πνεύμα της μουσικής» του Νίτσε. Δεν θυμάμαι αν ήταν πριν ή μετά που ανακάλυψα και τον «Ηλίθιο» του Ντοστογιέφσκι. Πάντως σε όλα τα γυμνασιακά μου χρόνια οι μεγάλες μου αγάπες ήταν ο Νίτσε και ο Ντοστογιέφσκι.
  Όμως για να μην κάθομαι να ξαναγράφω, θα παραθέσω άλλο ένα απόσπασμα από το βιβλίο μου για το χωριό μου.
  «Είχα γράψει τότε το διήγημα στο οποίο αναφέρθηκα σε προηγούμενο κεφά­λαιο, καθώς και μια πολύ ωραία χιουμοριστική ημερολογιακή σειρά, με πρωταγωνιστή τον «γιγαντάκο», ένα πανέμορφο, μικρό γατάκι που μας ήρθε ένα πρωινό απρόσκλητο στο σπίτι. Ήμουν ξαπλωμένος στο κρεβάτι, όταν ακούω ξαφνικά τη μάνα μου να φωνάζει «Ω ’να κατσουλάκι, είντα όμορφο ’ναι». Βγήκα έξω και είδα πως είχε δίκιο. Και εκτός από όμορφο, ήταν και πολύ παιχνιδιάρικο.
  Πήγαινα τότε τρίτη γυμνασίου. Ο καθηγητής μου, ο κος Δερμιτζάκης, ενθουσιάστηκε με τα ημερολόγια μου. Μια έκθεσή μου διαβάστηκε τότε στον ραδιοφωνικό σταθμό της Ιεράπετρας, και άκουσα καλές κριτικές. Έτσι, με το κλείσιμο της χρονιάς, μου λέει. «Κοίταξε να δεις, το καλοκαίρι να γράψεις, και το επόμενο σχολικό έτος να μου δώσεις τα γραφτά σου να τα δω».
  Περνούσε το καλοκαίρι, κι εγώ γυρνούσα τα βουνά με τους φίλους μου παίζοντας πόλεμο ή μπάλα στην αγιά Τριάδα. Με τρόμο έβλεπα να τελειώνουν οι μέρες των διακοπών κι εγώ να μην έχω σύρει γραμμή. Το παιχνίδι ασκούσε πάνω μου μια ακατανίκητη έλξη.
  Την ημέρα του αγιασμού ήμουν σε άθλια ψυχολογική κατά­σταση, νιώθοντας μια αφόρητη ντροπή. Τι θα έλεγα στον καθη­γητή μου, που τόσο είχε πιστέψει σε μένα;
  Η ανακούφιση μου δεν περιγράφεται, όταν πηγαίνοντας στο σχολείο έμαθα ότι είχε πάρει μετάθεση για το Τζερμιάδο. Όμως ήξερα πια πως δεν θα γινόμουν λογοτέχνης. Ένας ακόμη δρόμος είχε αποκλεισθεί. Από τα πέντε μου βιβλία που κυκλοφορούν, κανένα δεν είναι λογοτεχνικό. Και όμως, σκέφτομαι συχνά, αν είχα στρωθεί εκείνο το καλοκαίρι που είχα ένα σημαντικό κίνητρο, μπορεί να είχε πάρει φωτιά το πράγμα, και κάτι να ’χα καταφέρει. Σήμερα μάλλον είναι αργά» (σελ. 127-129).
  Προηγουμένως ανέφερα τον Νίτσε και τον Ντοστογιέφσκι, όμως ξέχασα να αναφέρω τον Καζαντζάκη. Στις βιβλιοκριτικές για τα βιβλία του έχω γράψει για την γνωριμία μου με το έργο του, που έγινε με τον «Φτωχούλη του θεού». Εδώ απλά θα αναφέρω τη γνωριμία μου με το έργο του Τολστόι.
  Χάρη στον Αντώνη τον Μουστακάκη, τον πλούσιο φίλο μου χάρη στον οποίο διάβασα τα έργα του Καζαντζάκη, ήλθα σε πρώτη επαφή με το «Πόλεμος και Ειρήνη».
  Διάβασα τις πρώτες σελίδες και το παράτησα. Δεν μου άρεσε. Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον γιατί σήμερα το θεωρώ σαν το αξεπέραστο αριστούργημα.
  Το διάβασα τελικά κάπου δέκα χρόνια αργότερα, νομίζω το καλοκαίρι του 1978. Η μητέρα μου ήταν στο νοσοκομείο της Ιεράπετρας με εγκεφαλικό. Ευτυχώς μόλις είχαν τελειώσει τα μαθήματα στο φροντιστήριο που δούλευα. Τη μέρα καθόμουν εγώ δίπλα της, το βράδυ ξενυχτούσε ο πατέρας μου. Για να περάσω την ώρα μου σκέφτηκα να δανειστώ ένα βιβλίο από τη βιβλιοθήκη του Λυκείου που ήταν παραδίπλα. Δανείστηκα το «Πόλεμος και Ειρήνη». Και μαγεύτηκα αυτή τη φορά από αυτό το αριστούργημα. Έκανα μεγάλο λάθος που δεν το είχα διαβάσει τότε. Σήμερα θεωρώ τον Τολστόι έναν από τους κορυφαίους συγγραφείς, και το «Πόλεμος και Ειρήνη» το καλύτερό του έργο.
  Τα φοιτητικά μου χρόνια τα χαρακτηρίζω ανάλογα με τα διαβάσματά μου. Στο πρώτο και δεύτερο έτος κυριαρχούσε ο Σαρτρ. Στο τρίτο και τέταρτο οι μαρξιστές. Στο τρίτο έκανα την γνωριμία μου με το έργο του Μαρκούζε, «Έρως και πολιτισμός» και «Μονοδιάστατος άνθρωπος», και με έργα του Μαρξ και του Έγκελς. Εδώ πρέπει να πω ότι με εντυπωσίασε περισσότερο ο φιλόσοφος Έγκελς («Η καταγωγή της οικογένειας») παρά ο οικονομολόγος Μαρξ. Διάβασα αρκετά έργα του, όχι όμως το κεφάλαιο. Ήταν ογκώδες και ακριβό, ποτέ δεν είχα αρκετά χρήματα για να το αγοράσω.
  17 Νοέμβρη του 1972, ένα χρόνο ακριβώς πριν, έχοντας πάρει το πτυχίο μου, ταξίδευα για την Κρήτη. Το Γενάρη ανέβηκα στην Αθήνα για να πάω φαντάρος. Γράφτηκα στο τρίτο έτος του Φιλοσοφικού Τμήματος. «Για να κάνω κατοχύρωση γνώσεων», έλεγα χαριτολογώντας στους φίλους μου. Όμως μεταφράζοντας λίγο αργότερα ηθολόγους και διαβάζοντας και μεταφράζοντας επίσης ψυχολογία, η αγάπη για τη φιλοσοφία άρχισε να ξεθωριάζει σιγά σιγά. Η ηθολογία και η ψυχολογία έβλεπα ότι προσέφεραν στέρεες γνώσεις, ενώ η φιλοσοφία ήταν απλά θεωρίες. Όμως ήταν ο χώρος για τον οποίο γνώριζα πολλά πράγματα, και έτσι έδωσα εξετάσεις, το 1978 νομίζω, για μια υποτροφία στο ΙΚΥ για εκπόνηση διδακτορικής διατριβής πάνω στη φιλοσοφία. Ήμασταν τέσσερις υποψήφιοι, κόπηκα από το πρώτο μάθημα. Σήμερα λέω ευτυχώς, γιατί η αγάπη μου για τη φιλοσοφία μειωνόταν όλο και περισσότερο.
  Το 1979 άρχισα να μελετώ την παραψυχολογία. Το βιβλίο μου «Παραψυχολογία, μύθος ή πραγματικότητα» το έγραψα το 1980, και ένα χρόνο αργότερα εκδόθηκε από τις εκδόσεις Θυμάρι, με τις οποίες συνεργαζόμουν ως μεταφραστής. Για το πώς γράφηκε αυτό το βιβλίο αναφέρω στον επίλογο, τον οποίο επικολλώ αφαιρώντας κάποια αποσπάσματα.
  «Κάθε πνευματική κατάκτηση οδηγεί σε μια έντονη συναι­σθηματική εμπειρία. Όμως και το αντίστροφο μπορεί να συμβεί καμιά φορά — μια έντονη συναισθηματική εμπειρία να οδηγήσει σε μια πνευματική κατάκτηση.
  Η δεύτερη περίπτωση είναι και η δική μου. Η επαφή μου με την παραψυχολογία είχε ένα δραματικό χαρακτήρα. Πέρασα ένα έντονο συναισθηματικό σοκ, καθώς έβλεπα την κοσμοαντί­ληψη μου να συντρίβεται κάτω από ένα παραψυχικό πείραμα, το οποίο δεν ήμουν έτοιμος να δεχθώ — που έπρεπε ή να το απορρίψω σαν αποτέλεσμα απάτης, ή να το αποδεχθώ, παραιτούμενος όμως από αντιλήψεις και ιδέες που ήσαν βαθιά ριζωμένες μέσα μου.
Η ένταση στην οποία βρέθηκα εκείνες τις μέρες ήταν τρομερή. Έπρεπε οπωσδήποτε να βρω μια ικανοποιητική απάντηση στο φαινόμενο αυτό για να πάψει η αγωνία μου. Στο τέλος όμως κατάφερα να αρπάξω την άκρη του νήματος. Άρχισα να φτάνω στις γενικές εκείνες υποθέσεις που έβαλαν ένα τέλος στην αγωνία μου. Αργότερα, όταν άρχισα να διαβάζω μια σχετική με την παραψυχολογία βιβλιογραφία, διαπίστωσα ότι αυτές ακριβώς οι υποθέσεις είναι που επικρατούν σήμερα. Όμως καλύτερα να πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά.
Το πείραμα με το «ποτηράκι» το είχα ακούσει από παλιά, δεν το είχα πάρει όμως στα σοβαρά. Ο φίλος μου ο Δημήτρης (στον οποίο είναι αφιερωμένο το βιβλίο), φοιτητής τότε στην Ιταλία, κάθε φορά που ερχόταν για διακοπές μου μιλούσε για το ποτηράκι και μου διηγιόταν ανέκδοτα από πειράματα που είχαν κάνει αυτός και οι φίλοι του μ’ αυτό. Εγώ ήμουνα σίγουρος ότι κάποια απάτη κρυβόταν πίσω από την όλη υπόθεση, στην οποία είχε πέσει και ο ίδιος θύμα. Δέχτηκα όμως να κάνουμε κάποια βράδια το πείραμα, έτσι από περιέργεια. Πήγαμε λοιπόν στο σπίτι μιας φίλης μας και αρχίσαμε τις προετοιμασίες. Πριν προχωρήσουμε όμως πρέπει να σας περιγράψω πως γίνεται το πείραμα αυτό, ένα από τα πολλά πνευματιστικά πειράματα του είδους.
Παίρνουμε ένα φύλλο άσπρο χαρτί και γράφουμε πάνω τα γράμματα του αλφάβητου, ένα «ΝΑΙ» και ένα «ΟΧΙ», ένα λατινικό ερωτηματικό (?) και τους αριθμούς με τον παρακάτω τρόπο:
Α       Β         Γ       Δ       Ε
Ζ        Η        Θ        Ι        Κ
Λ       Μ        Ν       Ξ       Ο
Π        Ρ        Σ       Τ       Υ
Φ       Χ       Ψ       Ω
ΝΑΙ                ?                 ΟΧΙ
1       2          3            4          5
    6        7          8            9       0

Μετά, τοποθετούμε το χαρτί πάνω σε ένα τραπέζι (κατά προτίμηση χαμηλό τραπεζάκι) και πάνω απ' το χαρτί ένα τζάμι. Κατόπιν παίρνουμε ένα πλαστικό πώμα και το τοποθετούμε πάνω στο τζάμι. Κανονικά βέβαια πρέπει να βάλουμε ένα γυάλινο ποτηράκι, όμως αυτό είναι πιο βαρύ και πιο δυσκίνητο, και δυσκολεύει το πείραμα. Μετά καθόμαστε δυο άτομα (μπορεί και τρία) στο τραπέζι, και ακουμπάμε ελαφρά με το δείκτη του δεξιού μας χεριού πάνω στο πώμα (το οποίο, πρέπει να σημειώσουμε, έχει την κοίλη επιφάνειά του προς τα κάτω, όπως είναι δηλαδή τοποθετημένο και στο μπουκάλι). Προσέχουμε ακόμη το δεξί μας χέρι να μην ακουμπάει πάνω στο τραπέζι. Αν νιώσουμε ότι κουραζόμαστε, βάζουμε σαν υποστήριγμα την παλάμη του αριστερού μας χεριού κάτω από το δεξί μας χέρι, κοντά στον αγκώνα.
Στη συνέχεια, εμείς που παίζουμε, αυτοσυγκεντρωνόμαστε, και καλούμε νοερά το πνεύμα ενός νεκρού (συγκεκριμένου ή οποιουδήποτε). Οι θεατές πρέπει να είναι σιωπηλοί, ώστε να μην μας αποσπούν από την αυτοσυγκέντρωσή μας.
Αν εμείς που παίζουμε έχουμε ικανότητες, τότε το πώμα αρχίζει σε λίγο να τρεμοπαίζει, σημάδι πως το πνεύμα έχει κάνει την εμφάνισή του. Είναι όμως πολύ αδύνατο, γι αυτό και ένας από τους δυο μας του ζητάει να κάνει «κύκλους» για να δυναμώσει. Το πώμα αρχίζει σιγά-σιγά να διαγράφει κύκλους πάνω στο τζάμι, με τους δείκτες του δεξιού μας χεριού να ακουμπάνε πάντα ελαφρά πάνω του. Η αίσθηση που έχουμε είναι ότι το πώμα έχει μια αυτόνομη κίνηση, και εμείς απλώς το ακολουθούμε με το δάκτυλό μας.
Αφού διαγράψει μερικούς τέτοιους κύκλους, το πώμα σταματάει τελικά. Μπορούμε όμως και να το «διατάξουμε» εμείς να σταματήσει. Του κάνουμε κατόπιν την ερώτηση: «είσαι δυναμωμένος»; Το πώμα συνήθως απαντάει καταφατικά, πηγαί­νοντας στο ΝΑΙ (Το ΝΑΙ και το ΟΧΙ διευκολύνουν τις απαντήσεις, γιατί δεν αναγκάζεται έτσι να κάνει τρεις διαδοχικές κινήσεις για να βρει τα αντίστοιχα γράμματα στον πίνακα, αλλά μόνο μια). Αν τυχόν δεν απαντήσει, το ξαναδιατάζουμε να κάνει κύκλους.
Αφού τελικά το πώμα (ή μάλλον το «πνεύμα» που βρίσκεται μέσα σ' αυτό) δυναμώσει, αρχίζουμε την ανάκριση. Του κάνουμε ερωτήσεις είτε για το ίδιο, είτε για μας. Τις ερωτήσεις τις αρχίζει ένας από εμάς τους δυο που παίζουμε (συνήθως αυτός που έχει τις περισσότερες ικανότητες). Στη συνέχεια όμως μπορούν να ρωτήσουν ακόμη και οι απέξω. Μια συνηθισμένη σειρά ερωτήσεων είναι «Πώς λέγεσαι;», «Από πού είσαι;», «Πότε πέθανες;», «Πώς πέθανες;», «Έχεις να πεις τίποτε για μας;» ή «Έχεις να πεις τίποτε για τον... (ένα μέλος της παρέας)», «Θα περάσω στις εξετάσεις;», «Ποια ή ποιον θα παντρευτώ;», κ.λπ. (Οι ερωτήσεις για τα αισθηματικά είναι οι πιο συνηθισμένες σε τέτοια παιγνίδια, και όλοι κρέμονται από τις απαντήσεις που θα δώσει το πνεύμα). Μπορούμε ακόμη να κάνουμε ερωτήσεις όπως «θα έχουμε πόλεμο;», «Θα βγει ο Ανδρέας στις εκλογές;» κ.λπ.
Το πνεύμα, αν είναι δυνατό, δίνει απαντήσεις για περασμένα, τωρινά ή μελλούμένα γεγονότα.
Κάποτε βαριέται, κουράζεται, ή δεν θέλει να απαντήσει. Τότε το ρωτάμε μήπως έχει κουραστεί. Αν μας απαντήσει «ΝΑΙ», το ρωτάμε μήπως θέλει να φύγει. Αν μας απαντήσει πάλι «ΝΑΙ», του λέμε «Σε ευχαριστούμε που ήρθες, μπορείς να φύγεις», και επιλέγουμε το επόμενο πνεύμα που θα καλέσουμε. Πάντως, όσοι από τους αναγνώστες θέλουν να κάνουν αυτό το πείραμα, θα τους συμβούλευα να μην το επιχειρήσουν πριν τελειώσουν το διάβασμα αυτού του κεφαλαίου.
Όμως καιρός είναι να μιλήσουμε γι' αυτό το πρώτο πείραμα στο οποίο πήρα μέρος. Ήμασταν εγώ, ο Δημήτρης, και τρεις τέσσερις θεατές. Επαναλάβαμε τη διαδικασία που περιέ­γραψα πιο πάνω, και σε λίγο ήλθε ένα «πνεύμα». Ήταν μια ρωσίδα τροτσκίστρια, που, όπως μας είπε, είχε εκκαθαριστεί επί Στάλιν. Μίλησε για μας, έκανε πρόβλεψη για το πότε θα παντρευτεί η φίλη μας, που στο σπίτι της κάναμε το πείραμα, και από πού θα είναι ο γαμπρός. Είπε ακόμη ότι θα της έδιναν οι γονείς της ένα οικόπεδο για προίκα.
Εγώ, σ’ όλη αυτή τη διαδικασία, είχα την υποψία (ή ίσως την ελπίδα) ότι ο Δημήτρης κατηύθυνε σκόπιμα το πώμα με το χέρι του. Σε λίγο όμως βαρέθηκε και το παράτησε, και κάθισε στη θέση του η φίλη μας. Κάναμε πάλι μια προηγούμενη ερώτηση, τι προίκα θα πάρει όταν παντρευτεί, και το «πνεύμα» απάντησε κανονικά: «οικόπεδο». Εγώ τα είχα χάσει. Μπορεί ο Δημήτρης να είχε βαλθεί να μας κοροϊδέψει, η φίλη μας όμως αποκλειόταν, μια και είδαμε και πάθαμε να την πείσουμε να κάνουμε στο σπίτι της το πείραμα, γιατί φοβόταν. Ό,τι ερωτήσεις κι αν κάναμε, το πνεύμα μας απαντούσε κανονικά.
Εγώ δεν ήξερα τι να υποθέσω. Έβλεπα την κοσμοαντίληψή μου να συντρίβεται. Είχα λοιπόν πάρει λάθος δρόμο; Ό,τι πίστευα μέχρι τώρα, ήταν ψέματα;
Το ίδιο βράδυ δυσκολεύτηκα πολύ να κοιμηθώ. Το μυαλό μου δούλευε πυρετωδώς, προσπαθώντας να βρει μια λύση. Μήπως τελικά επιβιώνουν για λίγο οι ψυχές μετά το θάνατο, για να σβήσουν κατόπιν όπως και το θνητό τους σώμα; Μεσοβέζικη λύση, αλλά ούτε κι αυτήν ήθελα να την παραδεχτώ. Εξάλλου, την επόμενη μέρα που επαναλάβαμε το πείραμα και ήλθε το πνεύμα του βυζαντινού πρίγκιπα Δρόσου που είχε πεθάνει γύρω στο 1300, αποκλείστηκε εντελώς και αυτή η εκδοχή.
Εκτός από το Δρόσο, ήρθαν και άλλα πνεύματα που είχαμε καλέσει θεληματικά. Η γιαγιά ενός φίλου μου μάλιστα μας μίλησε σε άπταιστα κρητικά, με λέξεις που οι ίδιοι δεν είχαμε χρησιμοποιήσει ποτέ. Το αποκορύφωμα όμως ήταν την τρίτη βράδια, όταν καλέσαμε το πνεύμα του Μαρξ. Μας είπε πόσο είχε γελαστεί στις αντιλήψεις του, πως τώρα ήξερε ότι υπάρχει άλλη ζωή, αλλά, αρκετά πεισματάρικα, αρνήθηκε να μετανιώσει για ό,τι είχε κάνει ή είχε πει όταν ζούσε.
Αυτό βέβαια πήγαινε πολύ. Τότε ήταν που μου πέρασε για πρώτη φορά σαν αστραπή από το μυαλό η σκέψη ότι όλα αυτά τα πνεύματα μπορεί να μην ερχόντουσαν απ' έξω, αλλά από μέσα μας, από το υποσυνείδητό μας, όπως γίνεται στα όνειρά μας. Ο μηχανισμός όμως με τον οποίο γινόταν αυτό μου ήταν τότε ολότελα άγνωστος (για την ψυχοκίνηση δεν ήξερα ακόμη τίποτα).
Μήπως άλλωστε και οι πρωτόγονοι άνθρωποι δεν είχαν απατηθεί; Μήπως κι αυτοί δεν πίστευαν ότι τα γεγονότα του ονείρου ήταν πραγματικά, ότι οι άνθρωποι που συναντούσαν στον ύπνο τους ήταν τα πνεύματα πραγματικών ανθρώπων; Γιατί να μην είχαμε πέσει και μεις θύματα μιας ανάλογης απάτης, μπροστά σ' αυτό το φαινόμενο;
Η υπόθεση έπρεπε να επαληθευτεί. Αρχίσαμε να πειραματι­ζόμαστε προς αυτή την κατεύθυνση. Τα πειράματα που κάναμε μας έδειξαν ότι είχαμε δίκιο.  Ας τα αναφέρουμε με τη σειρά.
α) Κάναμε μια ερώτηση που την απάντηση την ξέραμε όλοι οι παρόντες (πειραματιζόμενοι και θεατές). Το «πνεύμα» έδινε τη σωστή απάντηση. Αν τη σωστή απάντηση δεν την ξέραμε εμείς οι δυο που ακουμπούσαμε το πώμα, τότε, ή παίρναμε λαθεμένη απάντηση, ή το πνεύμα δεν μας απαντούσε καθόλου.
β) Έκανα μια προσωπική ερώτηση. Το «πνεύμα» έδωσε την απάντηση που νόμιζαν οι άλλοι (και ο Δημήτρης) σωστή. Όταν μετά από λίγο έκανα την ίδια ερώτηση στα ρωσικά και οι άλλοι δεν ήξεραν τι είχα ερωτήσει, πήρα την απάντηση που εγώ νόμιζα σωστή.
γ) Βάζαμε εγώ και ο Δημήτρης από μια λέξη στο νου μας, και αρχίζαμε μετά μια μονομαχία, για το τίνος τη λέξη θα έγραφε το «πνεύμα». Η προσπάθεια του καθενός μας ήταν να αυτοσυγκεντρωθεί όσο πιο πολύ μπορούσε, και να σκεφτεί τη λέξη που είχε βάλει στο νου του με τη μεγαλύτερη δυνατή ένταση. Το «πνεύμα» έγραφε τη λέξη του Δημήτρη, που είχε τις μεγαλύτε­ρες ικανότητες. Αυτό το τεστ το χρησιμοποιήσαμε μετά αρκετά συχνά, για να διαγνώσουμε το βαθμό ικανότητας οποιουδήποτε ήθελε να πάρει μέρος στο πείραμα.
Μετά από αυτή τη διαπίστωση κάναμε πολλές φάρσες στους φίλους μας. Όταν ρωτούσαν κάτι, δεν είχαμε παρά να σκεφτούμε την απάντηση που θέλαμε να τους δώσουμε, η οποία πολλές φορές ήταν αστεία ή πονηρή. Θυμάμαι που θύμωνα όταν, έχοντας βρει μια πολύ έξυπνη απάντηση δεν μπορούσα να τη γράψω γιατί ο άλλος είχε μεγαλύτερες ψυχοκινητικές ικανότητες από μένα. [Και μια και βρισκόμαστε στο ελευθεριακό internet, ας γράψω μια από τις απαντήσεις που δώσαμε τότε. Σε ερώτηση φίλης πότε θα παντρευτεί, σκέφτηκα με μεγάλη ένταση την απάντηση που ήθελα να δώσει το ποτηράκι, και την έδωσε: του αγίου πούτσου. Παντρεύτηκε μετά από δυο τρία χρόνια νομίζω.]
δ) φωνάξαμε το «πνεύμα» ενός φίλου μας (ζωντανού φυσικά) το οποίο δεν άργησε να έρθει. Όταν αργότερα τον ρωτήσαμε αν την τάδε ώρα ένιωσε να του λείπει ο εαυτός του, μας είπε πως δεν πρόσεξε τίποτα τέτοιο.
ε) Έχοντας υποπτευθεί τις τηλεπαθητικές δυνατότητες που κρυβόταν πίσω από το φαινόμενο, ζητήσαμε από ένα φίλο μας να κοιτάζει έντονα τον αριθμό της ταυτότητάς του, κρατώντας ταυτόχρονα τον έναν από μας από το μπράτσο (για να κλείσει κύκλωμα), και εμείς προσπαθήσαμε να τον γράψουμε με το πώμα. Τα καταφέραμε με την πρώτη. Έξι αριθμοί, δεν ξέρω ποιες ήταν οι πιθανότητες να τον βρούμε στην τύχη (Νομίζω συμφωνήσαμε να μη γράψουμε το γράμμα). Δυό τρεις άλλες φορές όμως που το ξαναεπιχειρήσαμε με άλλα πρόσωπα, δεν τα καταφέραμε. Ίσως δεν ήσαν καλοί πομποί.
Σε ένα άλλο πείραμα, στο οποίο δεν συμμετείχα εγώ αλλά μια φίλη μας, πολύ προικισμένο άτομο, (με νικούσε συνεχώς στο παιγνίδι με τις λέξεις) το «πνεύμα» μας πληροφόρησε για το θάνατο σε τροχαίο ατύχημα ενός ζευγαριού, δίνοντας συγκεκριμένη ημερομηνία, ονόματα κ.λπ. Η είδηση του θανάτου τους είχε δημοσιευθεί σε ένα φύλλο του «έθνους», το '65. Σίγουρος για τις ικανότητες της φίλης μας, ήμουνα πεπεισμένος για την αυθεντικότητα της πληροφορίας, και έτσι δεν μπήκα στον κόπο να την επιβεβαιώσω (πράγμα που θα έπρεπε ίσως να κάνω). Αργότερα μας είπε πως μιλώντας σε μια παρέα για το πείραμα αυτό βρέθηκε ένας που ήξερε πολύ καλά τα δυο θύματα.
στ) Αμφισβητώντας τις προγνωστικές ικανότητες των πνευ­μάτων, ζητήσαμε από ένα πνεύμα να μας πει τη νικήτρια στήλη του προπό. Δεν δίστασε να μας τη δώσει. Όταν αργότερα του ζητήσαμε να την επαναλάβει, έγραψε εντελώς διαφορετική στήλη. Φυσικά, καμιά από τις δυο δεν ήταν η νικήτρια.
………………………………………………………………………………………….
Αφού απομυθοποιήσαμε το φαινόμενο, παραμερίσαμε και όλα τα τυπικά σοβαρότητας σ' αυτό το παιχνίδι. Οι ψυχοκινητι­κές μας ικανότητες ήταν αρκετά ισχυρές ώστε να μη χρειάζονται την ενίσχυση τέτοιων τυπικών. Έτσι το παραψυχικό αυτό πείραμα έγινε ένα ωραίο παιχνίδι που παιζόταν με γέλια και φωνές. Συμπληρωματικός βέβαια όρος για την επιτυχία του ήταν κάποιος φοβητσιάρης (συνήθως κοπέλα) για να τον δουλέψου­με. Είχαμε τόσο ενθουσιαστεί, που πηγαίναμε και το παίζαμε κάθε βράδυ, μετά τις οινοποσίες μας στου Αδαμάκη και στο Golden Beach, στην Παχιά Άμμο, σαν να πηγαίναμε για καφέ. Ύστερα από μια βδομάδα όμως με έπιασαν κάτι τρομεροί πονοκέφαλοι, αλλιώτι­κοι απ' τους συνηθισμένους, και αναγκάστηκα να το παρατήσω για μερικές μέρες.
………………………………………………………………………………………..
Πέρα από τις ειδικές γνώσεις όμως τις οποίες μου πρόσφε­ρε η μελέτη της παραψυχολογίας, η πιο μεγάλη κατάκτηση στην οποία με οδήγησε αυτή η συναρπαστική εμπειρία, ήταν κάποιες γνωσιολογικές «στάσεις», τις οποίες θεωρώ πολύ σημαντικές και απαραίτητες για κάθε γνωστική προσπάθεια.
Την πρώτη στάση, μια στάση εμπειρισμού, τη διετύπωσα με τον παρακάτω επιγραμματικό τρόπο την ίδια στιγμή που τη συνέλαβα: Να μη δυσπιστούμε τόσο στα φαινόμενα,   όσο   στις   ερμηνείες.
Η πραγματικότητα είναι τελικά αυτή που είναι. Ο άνθρωπος, στην προσπάθειά του να την ερμηνεύσει, συνθέτει από τις επί μέρους διαπιστώσεις του ερμηνευτικά σχήματα (που κορυ­φώνονται στα φιλοσοφικά συστήματα) με βάση τα οποία επιχειρεί να ερμηνεύσει μια σειρά άλλα φαινόμενα. Όμως τα σχήματα αυτά είναι πάντοτε ελλιπή και περιορισμένα, καθορι­ζόμενα κάθε φορά από το ύψος των γνωστικών του κατακτήσεων και από τις «ιδεολογικές» του ανάγκες, την ιδιαίτερη «μυθολογία» δηλαδή που τον βολεύει και τον εξυπηρετεί. Η μυθολογία αυτή έχει κατά βάση (αλλά όχι μόνο) ταξική προέλευση1.
Παρά τους περιορισμούς τους, τα ερμηνευτικά αυτά σχήματα αρκετές φορές βοηθούν στην ερμηνεία κάποιων φαινομένων (ανάλογα με το πόση μυθολογία εμπεριέχουν). Αρκετές φορές όμως, προκειμένου να μην αμφισβητηθεί η ισχύς τους, προτιμούν οι άνθρωποι να απορρίψουν τα φαινόμενα παρά να παραδεχτούν την ανεπάρκεια αυτών των ερμηνευτικών τους σχημάτων να τα ερμηνεύσουν.
Θύμα μιας τέτοιας κατάστασης υπήρξα και εγώ. Ο δυτικός ορθολογισμός, μη μπορώντας να ερμηνεύσει ικανοποιητικά τα παραψυχικά φαινόμενα, θεώρησε πιο βολικό να τα αγνοήσει. Όσοι τυχόν εκδηλώνουν κάποιο ενδιαφέρον γι’ αυτά, στιγματί­ζονται από τους πεφωτισμένους αστούς μας.
Ο στρουθοκαμηλισμός αυτός βέβαια έχει και τον αντίποδά του. Έτσι, στα λιγότερο καλλιεργημένα, αγροτικά κυρίως στρώματα, οργιάζουν οι προλήψεις και οι δεισιδαιμονίες.
Αν το κλίμα σχετικά με την παραψυχολογία ήταν διαφορε­τικό, ίσως να μην είχα περάσει αυτή την οδυνηρή εμπειρία, ενώ σε κάποιους άλλους θα είχε ανοιχτεί ένας επί πλέον γνωστικός ορίζοντας γεμάτος ενδιαφέρον. Σαν μικρή συμβολή για την αλλαγή αυτού του κλίματος, και νιώθοντάς το σαν ηθική υποχρέωση μετά από αυτή την συνταρακτική εμπειρία που πέρασα, έγραψα αυτό το βιβλίο.
Η άλλη στάση που υιοθέτησα ήταν ένας ορισμένος εκλεκτισμός απέναντι στις διάφορες αντιλήψεις και ερμηνείες.
Κάθε ερμηνεία, παρά το αναπόφευκτο περίβλημα ιδεολο­γίας, (άρα αναλήθειας) που περιέχει, κρύβει (σχεδόν πάντα) και ένα πυρήνα αλήθειας. Και όταν λέω πυρήνα αλήθειας δεν τον εννοώ μόνο διαλεκτικά, σαν απαραίτητη στιγμή του ιστορικού γίγνεσθαι (ότι δηλ. αποκαλύπτει την οικονομική, κοινωνική και ιδεολογική πραγματικότητα μιας εποχής) αλλά και κυριολεκτικά, ότι πρόκειται δηλαδή για ένα αυθεντικό πυρήνα αλήθειας.
Ο αποκρυφισμός και η μαγεία, παρά την ιδεαλιστικότητα των ερμηνειών τους, μελετούσαν τα γνήσια παραψυχικά φαινό­μενα, που η πεφωτισμένη διανόησή μας απορρίπτει εδώ και αιώνες. Ο υπαρξισμός, παρά το ότι αποτελεί την φιλοσοφία της αστικής τάξης που βρίσκεται σε άμυνα απέναντι στο διαλεκτικό υλισμό του προλεταριάτου, έχει μια γνήσια προβληματική (η αγωνία του ανθρώπου μπροστά στο ανυπέρβλητο γεγονός του θανάτου, το άγχος της ύπαρξης κλπ). Ενώ η εργατική τάξη αγωνίζεται να χτίσει τη μελλοντική κοινωνία, ο καλοταϊσμένος αστός συζητάει στα σαλόνια για το νόημα της ύπαρξής του. Το πρόβλημα είναι βέβαια γνήσιο, αλλά όχι πρωταρχικό. Οι υλικοί όμως όροι της ζωής του τον κάνουν να το τοποθετεί στο επίκεντρο του προβληματισμού του. Οι μαρξιστές, με ένα ανάλογο τρόπο, το αγνοούν εντελώς.
Μίλησα για τις παραχωρήσεις μου στον εμπειρισμό. Καιρός είναι να μιλήσω και για τον άλλο πόλο της αντίθεσης — τη δύναμη της θεωρίας. Αν δεν ήμουνα πεπεισμένος υλιστής, ίσως, προσπαθώντας να ερμηνεύσω τα παραψυχικά φαινόμενα, να είχα ολισθήσει σε καμιά πνευματοκρατία. Ψάχνοντας όμως να αποκαλύψω τον υλικό τους χαρακτήρα, βρήκα ένα σωρό ενδιαφέροντα πράγματα.
Τελικά βρισκόμαστε μπροστά σε ένα φαύλο κύκλο, μα και αναπόφευκτο. Οι εμπειρικές διαπιστώσεις μας οδηγούν σε γενικεύσεις, οι οποίες καλούνται με τη σειρά τους να φωτίσουν άλλα εμπειρικά γεγονότα. Πολλές φορές το καταφέρνουν, άλλες φορές όχι. Κάθε θεωρία έχει τους περιορισμούς της και τις ανεπάρκειές της, για τις οποίες μιλήσαμε. Όμως πολλές φορές δεν ευθύνεται η ίδια η θεωρία. Είναι και το πώς θα τη χρησιμοποιήσει κανείς. Εμένα, για παράδειγμα, η υλιστική κοσμοθεωρία με βοήθησε να διεισδύσω στα φαινόμενα. Άλ­λους τους οδήγησε στο να τα απορρίψουν.
Πρώτα-πρώτα, πρέπει να τοποθετούμαστε με μια «κριτική ανοχή» απέναντι στο γεγονός — να το δεχόμαστε με επιφύλαξη μέχρι να το μελετήσουμε απ' όλες τις πλευρές. Μετά, πρέπει να εφαρμόζουμε τη θεωρία μας με μια ελαστικότητα. Να μην παρασυρόμαστε σε άκοπα συμπεράσματα στα οποία μπορεί να μας οδηγεί. Ποτέ δεν θα βρούμε τη σωστή λύση ξεκινώντας μόνο από τη θεωρία, είτε μόνο από το εμπειρικά διαπιστωμένο γεγονός. Τη λύση θα τη βρούμε κάπου ενδιάμεσα, ξεκινώντας και από τα δυο. Αν είχαν σκεφτεί κάπως έτσι και οι σοβιετικοί, το άνοιγμά τους προς την ψυχανάλυση θα το είχαν κάνει νωρίτερα — όπως, αντίστροφα, νωρίτερα θα είχαν κάνει και οι δυτικοί το άνοιγμά τους προς την παραψυχολογία (στη μελέτη της οποίας υστερούν από τους σοβιετικούς, όπως παραδέχονται όλοι). Αν η ελαστικότητα με την οποία χειριζόμαστε τη θεωρία υπερβεί ορισμένες τιμές, είτε προς τα πάνω είτε προς τα κάτω, τότε η θεωρία λειτουργεί ελαττωματικά. Το πρόβλημα του δογματισμού και του οπορτουνισμού είναι ακριβώς πρόβλημα ελαστικότητας.
Οι απαιτήσεις του συστήματος, της θεωρίας, του γενικού ερμηνευτικού σχήματος, επιβάλλονται στον καθένα, είτε το θέλει είτε όχι, είτε το αναγνωρίζει είτε όχι.
Διαβάζοντας την παραψυχολογική φιλολογία, παρατήρησα πόσο επιλεκτικοί είναι οι υλιστές συγγραφείς όταν παραθέτουν διάφορα ιστορικά σαν παραδείγματα για κάθε παραψυχικό φαινόμενο. Κάθε «υπερβολικό» ιστορικό, που θα ήταν πρόκληση για την κοσμοθεωρία τους, έχει αποκρυβεί με επιμέλεια. Απεναντίας τέτοια ιστορικά βρίθουν σε έργα συγγραφέων που βρίσκονται στην πνευματιστική παράδοση, που πιστεύουν δηλαδή στην ύπαρξη πνευμάτων.
Εμείς φυσικά, δεν αποτελέσαμε εξαίρεση. Υπήρξαν γεγονό­τα τα οποία δεν μπόρεσα να καλουπώσω με καμιά υλιστική ερμηνεία. Προτίμησα λοιπόν να τα απαλείψω από τον κύριο κορμό του βιβλίου, και να τα παραθέσω σ' αυτό το συμπλήρω­μα.
Τα γεγονότα αυτά σχετίζονται με την πρόγνωση. Σε κάποια ιστορικά πρόγνωσης μπορέσαμε και δώσαμε υλιστικές ερμη­νείες. Υπήρξαν όμως ιστορικά, μπροστά στα οποία σηκώσαμε τα χέρια ψηλά. Ένα γενικό σχήμα τέτοιων γεγονότων είναι το εξής. Βλέπει κάποιος στα όνειρό του μια σκηνή, με ορισμένα πρόσωπα, σε ένα ορισμένο χώρο. Η ίδια σκηνή επαναλαμβάνεται αυθεντική, στην πραγματικότητα, μετά από κάμποσο χρόνο. Η Βουλγάρα Βάνγκα Ντημίτροβνα για παράδειγμα, προικισμένο άτομο, πρόβλεψε, εκτός από ένα σωρό θανάτους, και το πότε θα έρθει κάποιο πρόσωπο, τι θα φοράει και τι θα κρατάει.
Και να ήσαν μόνο οι αυθόρμητες μορφές πρόγνωσης! Ο Gerard Croiset (Ζεράρ Κρουαζέ) μπόρεσε και πρόβλεψε τι πρόσωπο θα καθίσει σε μια συγκεκριμένη καρέκλα μιας αίθουσας θεάτρου μια συγκεκριμένη ημερομηνία, και να δώσει περιστατικά από τη ζωή του. Η καρέκλα, τη συγκεκριμένη ημερομηνία, καταλήφθηκε με κλήρωση, για να αποκλεισθεί κάθε ενδεχόμενο απάτης.
Να υποστηρίξω ότι τα γεγονότα αυτά είχαν καθοριστεί ψυχοκινητικά από τα πρόσωπα που είχαν κάνει την πρόγνωση; Δεν θα γινόμουνα πιστευτός. Γιατί, παρ' όλο που η υπόθεση αυτή δεν είναι απίθανη, με τις γνώσεις που διαθέτουμε προς το παρόν φαίνεται πολύ παρατραβηγμένη.
Μια ερμηνεία που έχει προταθεί, είναι ότι υπάρχει μια διάσταση της πραγματικότητας όπου εξαλείφεται η διάκριση χώρου και χρόνου και όλα τα συμβάντα εμφανίζονται κατά κάποιο τρόπο σύγχρονα. Πολύ απίθανο, ε; Το καταλαβαίνω, ξεφεύγει από τα όρια της εμπειρίας μας. Όμως το ίδιο έξω από τα όρια της εμπειρίας μας δεν είναι και το γεγονός της σχετικότητας της ροής του χρόνου, ανάλογα με την πυκνότητα της μάζας που υπάρχει στον δοσμένο χώρο όπως προβλέπει η θεωρία της σχετικότητας;
Ας μη θεωρηθεί όμως ότι υποστηρίζω αυτή την ερμηνεία. Απλώς θέλω να τονίσω το γεγονός, ότι υπάρχουν και θα υπάρχουν πάντοτε πράγματα που δεν μπορούμε να εξηγήσουμε με σιγουριά και για τα οποία θα προτείνονται πάντα οι πιο αντιφατικές και οι πιο εξωφρενικές ερμηνείες.
Τι να υποθέσουμε λοιπόν σχετικά με την πρόγνωση; Ότι ο υλισμός μας προς το παρόν βρίσκεται σε αδυναμία να ερμηνεύ­σει αυτό το φαινόμενο; Ότι ο υλισμός μας είναι ουσιαστικά ανεπαρκής να ερμηνεύσει όλα τα φαινόμενα, και πρέπει να αντικατασταθεί; Και αν ναι, με τι;
Σίγουρη απάντηση δεν μπορούμε να δώσουμε. Πάντως, είτε οι υλιστικές ερμηνείες είναι σωστές είτε όχι, γεγονός είναι ότι στη σημερινή φάση ανάπτυξης μας είναι αναγκαίες. Ο πρωτόγονος άνθρωπος χρειαζόταν τα πνεύματα, για να τους ζητήσει βοήθεια κάθε φορά που αντιμετώπιζε δυσκολίες στη ζωή του. Η σκέψη ότι βρισκόταν αβοήθητος στο έλεος μιας ξηρασίας, μιας πλημ­μύρας, μιας επιδημίας, μιας οποιαδήποτε «θεομηνίας» (προσέξτε την ετυμολογία: μένος θεού. Το μένος αυτό μπορεί να κατευνασθεί με θυσίες και προσευχές) θα τον είχε συντρί­ψει.
Σήμερα η αυτοπεποίθηση του ανθρώπου δεν στηρίζεται τόσο στην πίστη του στην ύπαρξη πνευμάτων, στη βοήθεια των οποίων μπορεί να στηρίζεται, όσο στις γνώσεις που έχει κατακτήσει και στην τεχνολογία που έχει αναπτύξει. Στηρίζεται στην ικανότητά του να τιθασεύει τη φύση και να καθορίζει το πεπρωμένο του. Η αντίληψη ότι το μέλλον είναι ήδη προκαθορισμένο, όχι με τη γενική έννοια, της κοινωνικής εξέλιξης κ.λπ., αλλά με την έννοια ότι είναι ήδη αποφασισμένο σε ποιο κάθισμα θα καθίσει κανείς αύριο στο σινεμά και τι θα φοράει στη μεθαυριανή επίσκεψη που θα κάνει σε ένα φίλο του, ή πότε θα πεθάνει, θα τον είχε εξουθενώσει. Θα σταύρωνε τα χέρια του περιμένοντας ένα μέλλον που έτσι κι αλλιώς θα ήταν αναπό­φευκτο. Καταλαβαίνουμε τι ολέθριες συνέπειες θα είχε κάτι τέτοιο.
Η ζωή, σ' αυτή τη φάση εξέλιξης που βρίσκεται, έχει καθορίσει, σαν αναγκαίο μύθο του ανθρώπου για τη σημερινή εποχή, την πίστη στις δημιουργικές του δυνάμεις. Ο άνθρωπος δημιουργεί το μέλλον μόνος του. Με τη δική του προσπάθεια καθορίζει τη ροή των γεγονότων παρεμβαίνοντας σ' αυτήν, είτε επιταχύνοντάς την, είτε επιβραδύνοντάς την.
Τι κάνω λοιπόν εγώ; Προσπαθώ να συντρίψω αυτόν τον κυρίαρχο μύθο, το μύθο ότι ο άνθρωπος μπορεί να καθορίσει τη μοίρα του; Δεν προσπαθώ να κάνω κάτι τέτοιο. Την αναγκαιότητα αυτού του μύθου και την αποτελεσματικότητά του την έχω συνειδητοποιήσει αρκετά καλά. Απλώς θέλω να τονίσω το γεγονός ότι πρέπει να βάλουμε νερό στο δογματισμό μας, πρέπει να είμαστε πάντοτε έτοιμοι να εγκαταλείπουμε προσφιλείς μας αλήθειες (η αξία επιβίωσης μιας τέτοιας προσαρ­μοστικής στάσης είναι ολοφάνερη για κάθε βιολόγο), για να εμβαθύνουμε (διάβαζε: προσαρμοστούμε) περισσότερο στην πραγματικότητα που μας περιβάλλει. Δεν υποστηρίζω ότι de omnibus dubitandum est (για όλα πρέπει να αμφιβάλουμε). Απλώς θέλω να πω πως λίγος σκεπτικισμός στη δογματική εποχή μας δεν βλάπτει».

  Όταν εκδόθηκε το βιβλίο μου ένοιωθα υπερήφανος. Τελικά ήμουν συγγραφέας. Ενθουσιασμένος στρώθηκα να γράψω δυο ακόμη βιβλία, την «Αναγκαιότητα του μύθου», ένα βιβλίο με μικρά δοκίμια που κατά κάποιο τρόπο αποτελούν το Weltanschauung μου, την αντίληψή μου για τον κόσμο, και τη «Λαϊκότητα της κρητικής λογοτεχνίας».  Η «Αναγκαιότητα του μύθου» εκδόθηκε το 1987. Τώρα μπορούσα να δηλώνω πια άνετα πως είμαι συγγραφέας. Για την «Παραψυχολογία» ήξερα ότι θα με στραβοκοίταζαν, και έτσι εκμυστηρευόμουν την ύπαρξή της μόνο σε στενούς φίλους· στους συναδέλφους στην Κάσο μετά από μήνες, όπως και σε μια φίλη-συναδέλφισσα στο 3ο Λύκειο Νίκαιας. Την «Αναγκαιότητα του μύθου» τη μοίρασα γεμάτος υπερηφάνεια στους συναδέλφους μου του 40ου λυκείου Αθηνών, στην Γκράβα.
  Η «Αναγκαιότητα» είναι το βιβλίο που αγαπώ, και σκεφτόμουν να γράψω μια συνέχεια με άλλα μικρά δοκίμια. Όμως το σχέδιο δεν ευοδώθηκε, τα ενδιαφέροντά μου είχαν στο μεταξύ μετατοπισθεί, και έτσι έμεινα μόνο με ένα δοκίμιο το οποίο έδωσα αργότερα στη «Γεραπετρίτικη Απόπειρα» για δημοσίευση, το «Ύλη και μορφή». Καθώς διορίστηκα σαν φιλόλογος, άρχισα να διαβάζω λογοτεχνία για τη δουλειά μου. Είχα μάλιστα σαν στόχο να γράψω μικρές εισαγωγές στο έργο κορυφαίων ελλήνων λογοτεχνών. Ξεκίνησα με τους ποιητές, και έγραψα για τους Κάλβο, Σολωμό, Παλαμά και Καβάφη. Τρία άλλα δοκίμια που είχα γράψει πιο πριν δημοσιεύτηκαν στο «Περισκόπιο της επιστήμης». Το ένα από αυτά για την «Κυβερνητική» ενσωματώθηκε σαν παράρτημα στην «Αναγκαιότητα του μύθου» (Όλες μου τις δημοσιεύσεις -άρθρα, εισηγήσεις σε συνέδρια κ.ά.- τις ανάρτησα και στο blog μου, και σε κατάλογο στην ιστοσελίδα μου με συνδέσμους παραπομπής).
  Στο μεταξύ άρχισε να αναζωπυρώνεται το ενδιαφέρον μου για την οικολογία. Είχα φύγει από την ΕΠΟΙΖΩ και συμμετείχα στη συντακτική ενός μικρού εντύπου με τίτλο «Δελτίο οικολογικής και εναλλακτικής πληροφόρησης».
  Το Δεκέμβρη του 1985 έσπασα το χέρι μου. Με έκπληξη είδα πως οι πόνοι ήταν σχεδόν αφόρητοι. Τα παυσίπονα δεν ήταν ιδιαίτερα αποτελεσματικά, και σκέφτηκα ότι κάτι έπρεπε να κάνω να τους ξεχάσω. Τότε μου πέρασε από το μυαλό να γράψω ένα εισαγωγικό κείμενο για την οικολογία. Μόλις έκανα αυτή τη σκέψη μου πέρασε ο μισός πόνος. Στρώθηκα αμέσως στη δουλειά, φτιάχνοντας ένα διάγραμμα. Άρχισα μετά να συγκεντρώνω τη βιβλιογραφία. Καρπός αυτής της προσπάθειας που κράτησε τρία χρόνια (εκτός από τη δουλειά είχα να φροντίζω και το γιο μου που γεννήθηκε πέντε μήνες αργότερα, τα πρωινά που ήμουν απογευματινός στο σχολείο, εναλλάξ με την πεθερά μου). Δημοσιεύτηκε αμέσως (1988). Ευτύχησε να κάνει σχεδόν αμέσως και δεύτερη έκδοση. Το θέμα ενδιέφερε.
  Ήταν η εποχή της ανόδου των «Οικολόγων εναλλακτικών», που κατέληξε στην κατάκτηση μιας έδρας στη βουλή, αλλά και στη σταδιακή αποδυνάμωσή τους στη συνέχεια. Το καλοκαίρι του 1989, στην Κρήτη, έγραψα το «Οικολογία και Δημοκρατία». Το εννοούσε περίπου σαν μπροσούρα των οικολόγων για τις εκλογές, αλλά δεν κατάφερε να εκδοθεί πριν τις εκλογές, εκδόθηκε τα Χριστούγεννα. Ο εκδότης μου με πληροφόρησε ότι μια θεσσαλονικιά εφημερίδα έβαλε ένα εκτεταμένο απόσπασμα στην τελευταία της σελίδα, και ένας μαθητής μου στο Βαρβάκειο, μερικά χρόνια αργότερα, μου έδειξε ένα φωτοτυπημένο εκθεσιολόγιο του φροντιστηρίου του, όπου ανάμεσα σε άλλα αποσπάσματα ήταν και ένα απόσπασμα από αυτό το βιβλίο.
  Η ιδέα μου πέρασε ενώ βρισκόμουν στο σχολείο, επιτηρητής στις εξετάσεις του Ιουνίου του 1990: να γράψω οικολογικά παραμύθια που κάθε ένα τους να εστιάζεται σε κάποιο οικολογικό πρόβλημα. Στρώθηκα αμέσως στο γράψιμο, και τελειώνοντας την επιτήρησή μου, σε μια άδεια αίθουσα, έγραψα το πρώτο παραμύθι. Θυμάμαι επίσης που για κάποιο λόγο είχα κατέβει στην Κρήτη για τρεις μέρες. Ήμουν άρρωστος με δέκατα, και έγραψα νομίζω άλλα πέντε. Συνολικά έγραψα δώδεκα. Ορισμένα από αυτά δημοσιεύτηκαν σε κάποια οικολογικά έντυπα. Επτά χρόνια αργότερα ο φίλος μου ο Γιώργος ο Βοϊκλής είχε την ιδέα να τα εκδώσουμε σε βιβλίο, για το οποίο θα ζητούσε τη χρηματοδότηση του δήμου Ηλιούπολης όπου εργαζόταν στο γραφείο τύπου. Μου ζήτησε να γράψω και άλλα, για να βγει ένας ικανοποιητικός αριθμός σελίδων. Έγραψα άλλα έξι. Στην έκδοση ενσωματώθηκε και ένα διήγημα με σχετικό περιεχόμενο. Εκδόθηκε το 1998 και μοιράστηκε σε όλους τους μαθητές δημοτικού των σχολείων της Ηλιούπολης. Αργότερα μοιράστηκε επίσης και στους μαθητές των δημοτικών σχολείων δύο δήμων της Θεσσαλονίκης, όπως μου είπε ο Γιώργος, και τυχαία ανακάλυψα στο διαδίκτυο ότι ο δήμαρχος Κοζάνης χρηματοδότησε μια έκδοση που μοιράστηκε στους μαθητές έκτης δημοτικού όλων των σχολείων της Κοζάνης. Παρεμπιπτόντως, εκεί υπηρέτησα επτά μήνες από τη στρατιωτική μου θητεία. Στο διαδίκτυο πάλι ανακάλυψα ότι «Ο Φρίξος και η Μαρίνα», ένα από τα παραμύθια, που βραβεύτηκε μάλιστα με πρώτο βραβείο σε ένα παγκρήτιο διαγωνισμό το 1993 με το ποσό των 70 χιλιάδων δραχμών, δραματοποιήθηκε από μια δασκάλα. Αλλά για το «Χορό της βροχής-Οικολογικά παραμύθια και διηγήματα» (μ’ αυτό τον τίτλο εκδόθηκαν) έχω γράψει και ένα μικρό κείμενο όπου παραθέτω κάποια συμπεράσματα από την πρόσληψή του.   
  Το 1990, μετά από μια εισήγηση του Σωτήρη Δημητρίου στην ομάδα κοινωνικής ανθρωπολογίας στην οποία συμμετέχω από το 1987 για το πώς δουλεύει ο κοινωνικός ανθρωπολόγος, άρχισα να γράφω το βιβλίο μου «Το χωριό μου-από την αυτοκατανάλωση στην αγορά».
  –Καλό βιβλίο, αλλά ποιος θα το πάρει; μου λέει ο εκδότης μου. Ευτυχώς, σε μια τυχαία συζήτηση, προσφέρθηκε να χρηματοδοτήσει την έκδοσή του ο Γιώργης ο Τωμαδάκης – τον ευχαριστώ και απ’ αυτές τις γραμμές.  
  Εκδόθηκε το 1995. Πήρα μπόλικα αντίτυπα που έδωσα σε φίλους μου, ενώ ο Γιώργης έστειλε ένα σωρό στην κοινότητα, η οποία τα πούλησε. Δεν φανταζόμουν ποτέ ότι θα έβρισκε τέτοια θερμή ανταπόκριση από τους χωριανούς. Παρεμπιπτόντως, τρία χρόνια αργότερα έστειλα 45 αντίτυπα του χορού της βροχής για όλους τους μαθητές του δημοτικού σχολείου του χωριού μου. Τόσο είχε συρρικνωθεί η δύναμή του. 40 χρόνια πιο πριν είχε πάνω από διακόσιους μαθητές. 
  Μετά την υποστήριξη του διδακτορικού μου το 1996 πήρα απόσπαση για το γραφείο του εποπτεύοντος καθηγητή Θόδωρου Γραμματά. Του εξέφρασα τότε την ιδέα να γράψω ένα εισαγωγικό βιβλίο για την Όπερα του Πεκίνου. Μου πρότεινε να γράψω για όλο το ασιατικό παραδοσιακό θέατρο. Γρήγορα αντιλήφθηκα ότι αυτό ήταν αδύνατο, θα χρειαζόμουν πάρα πολύ χρόνο να το τελειώσω, έτσι περιορίστηκα στο Γιαπωνέζικο και το Κινέζικο θέατρο. Αγόρασα βιντεοκάμερα και βιντεοσκόπησε ένα θίασο όπερας του Πεκίνου που είχε δώσει μια παράσταση στο Μαρούσι. Καθώς ήμουν αρχάριος δεν είχα κάνει σωστές ρυθμίσεις και η εικόνα ήταν απαίσια. Αμέσως εγκατέστησα δορυφορική τηλεόραση, αφού βεβαιώθηκα ότι υπήρχε ελεύθερο κινέζικο κανάλι, το CCTV-4. Κάθε Σάββατο βράδυ (Κυριακή πρωί με τη δική τους ώρα) είχε όπερα του Πεκίνου, και έγραψα στο βίντεο πάρα πολλές κασέτες. Πέρυσι τις μετέτρεψα ψηφιακά, σε mpeg-4. Δυστυχώς οι παραστάσεις αυτές γρήγορα σταμάτησαν.
  Το βιβλίο πρέπει να το τέλειωσα σε δυο τρία χρόνια, αλλά δεν βρήκα εκδότη. Βέβαια το πήγα μόνο σε τρεις τέσσερις, αντιμετώπιζα άλλα προβλήματα τότε. Όταν αποφάσισα να μην το κρατάω πια στο συρτάρι μου και να ψάξω για εκδότη μέχρι που να βρω κάποιον, ήμουν τυχερός που συνάντησα τον Αλέξανδρο Δεσύλλα (εκδόσεις ΑΛΔΕ). Έτσι το 2010 εκδόθηκε με τίτλο «Εισαγωγή στο θέατρο της Ιαπωνίας και της Κίνας». Επειδή έχει αρκετές ομοιότητες με την αρχαία τραγωδία, έκανα κάποια μαθήματα στους δασκάλους στο πρόγραμμα της εξομοίωσης πάνω σ’ αυτό το θέμα. Καθώς μάλιστα είμαι tech-freak αγόρασα ένα λάπτοπ 1890 ευρώ τότε, γύρω στο 2000, και ένα προτζέκτορα, κάπου 1200 ευρώ. Τα περισσότερα λεφτά που έβγαλα πήγαν εκεί, αλλά έκανα το μάθημά μου με power-point, παρουσιάζοντας αποσπάσματα. Καρπός επίσης της μαθητείας μου στο θέατρο της Ιαπωνίας και της Κίνας υπήρξε και ένα κείμενό μου που δημοσιεύτηκε, αν και αρκετά κουτσουρεμένο, στα «Ελληνοκινεζικά Χρονικά» με τίτλο «Η αρχαιοελληνική τραγωδία, το κινέζικο θέατρο και ο Μπρεχτ».
  Ο Αλέξανδρος έβγαλε εκείνη τη χρονιά και μια σειρά βιβλία μικρού σχήματος, κάπου 60 σελίδες το καθένα, την οποία ονόμασε «metroαναγνώσματα», κατάλληλα να τα διαβάζει κανείς στο μετρό, καθώς ήταν μικρά. Σκέφτηκα ότι θα μπορούσαν να εκδοθούν σ’ αυτή τη σειρά τα τρία διηγήματα που είχα γράψει. Ήταν όμως λίγα, και έτσι έγραψα άλλα δύο. Εκδόθηκαν το 2011.
  Την επόμενη χρονιά ο Αλέξανδρος μου πρότεινε να γράψω ένα βιβλίο με μαντινάδες, με μικρά σχόλια για κάθε μια. Έγραψα τότε χιουμοριστικά σχόλια για δικές μου και ξένες μαντινάδες, ενώ στο τέλος, κάπου δέκα σελίδες, έβαλα δικές μου μαντινάδες χωρίς σχόλια, που είχα γράψει κάπου το 1980. Και αυτό το βιβλίο ήταν μικρού σχήματος με λίγες σελίδες. Τίτλος του «Πες της το με μια μαντινάδα», και εκδόθηκε το 2012. Η «συνέχεια» αυτού του βιβλίου βρίσκεται στο blog μου με την ετικέτα «Κι άλλες μαντινάδες».
  Ένας ξάδελφός μου μού είπε μια πάρα πολύ αστεία ιστορία «Του τάφου». Όταν και ο φίλος μου ο Χριστόφορος Χαραλαμπάκης μου είπε μια παρόμοια, αποφάσισα να τις αναρτήσω στο διαδίκτυο, ψάχνοντας ταυτόχρονα και για άλλες. Όταν ανακοίνωσα την πρόθεσή μου σε φίλους, σχεδόν όλοι τους είχαν να μου πουν τουλάχιστον από μία.
  Ρωτούσα τους χωριανούς μου αν είχαν να μου πουν κάποια αστεία ιστορία με νεκροταφεία, πεθαμένους κ.λπ. και μου έλεγαν. Κάποιες ιστορίες όμως δεν ήταν τέτοιες, ήταν όμως αστείες, και πρωταγωνιστούσαν χωριανοί μου, μακαρίτες οι περισσότεροι, που τους είχα γνωρίσει. Έτσι αποφάσισα να κάνω μια ακόμη σειρά στο blog μου με τίτλο «Κατωχωρίτικες ιστορίες» (Κάτω Χωριό λέγεται το χωριό μου, και ανήκει στην επαρχία Ιεράπετρας). Τις διάβασε ο Νίκος ο Κουφάκης της εφημερίδας «Ιεράπετρα 21ος αιώνας» και μου πρότεινε να τις εκδώσουμε σε βιβλίο. Η εφημερίδα είχε ήδη εκδώσει πάνω από 15 άλλα βιβλία. Φυσικά δέχτηκα. Έτσι, εκεί που είχα δέκα χρόνια να εκδώσω βιβλίο, βρέθηκα να εκδίδω ένα βιβλίο κάθε χρόνο, επί τέσσερα χρόνια. Έτσι τα οκτώ βιβλία που είχα εκδώσει μέχρι το 2000 έγιναν 12 το 2013.  
  Όλα μου τα βιβλία βρίσκονται αναρτημένα εδώ, και τα παλιά είναι downloadable.
  Το 1990 ξεκίνησα να γράφω βιβλιοκριτικές. Το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς έγραψα ένα μυθιστόρημα με τίτλο «Το μυστικό των εξωγήινων» και εναλλακτικό τίτλο «Ίσως να ’ναι κι έτσι». Είχα μια ιδέα, και επί πλέον ήθελα να έχω την εμπειρία του να γράψω ένα μυθιστόρημα, μια και μυθιστορήματα ήταν εκείνα τα οποία παρουσίαζα στις βιβλιοκριτικές μου. Την πεζογραφία την προτιμώ από την ποίηση, και το θέμα του διδακτορικού μου ήταν «Αφηγηματικές τεχνικές». Δεν κατάφερα να βρω εκδότη. Ίσως να μη βρω ποτέ. Δεν έψαξα βέβαια και πολύ, σε πέντε έξι εκδότες απευθύνθηκα. Αρχικό σχέδιο ήταν να ενταχθεί σε μια «τετραλογία», με άλλα τρία ανέκδοτα αυτοβιογραφικά μου κείμενα, τα οποία δεν είναι δυνατόν να δουν το φως της δημοσιότητας ενόσω βρίσκομαι εν ζωή. Όμως αυτό το μυθιστόρημα λέω να προσπαθήσω να το εκδώσω. Αν θα εκδώσω άλλο βιβλίο δεν ξέρω, ίσως όχι. Προς το παρόν νοιώθω αρκετά ικανοποιημένος να διαβάζω βιβλία και να γράφω γι’ αυτά (εδώ βρίσκεται ο κατάλογος με τις βιβλιοκριτικές μου), καθώς και να βλέπω ταινίες και να γράφω γι’ αυτές, ιδιαίτερα για τις ιρανικές, καθώς είμαι φαν του ιρανικού κινηματογράφου (ο κατάλογος με τις κριτικές για ταινίες βρίσκεται εδώ). Θα ήθελα επίσης να έχω περισσότερο κέφι να ασχολούμαι με τη λύρα. Αλλά η λύρα βρίσκεται τρίτη στη λίστα των προτεραιοτήτων μου.
  Μάλλον τέταρτη. Τρίτη βρίσκεται η επιθυμία να βελτιώσω τα κινέζικά μου.   
  Μπα, δεν είμαι ολότελα σίγουρος για τη σειρά, μου φαίνεται ότι λύρα και κινέζικα αλλάζουν συνεχώς θέση στη λίστα.

No comments:

Post a Comment