Monday, September 8, 2014

7. Η σχέση μου με τη μουσική



7. Η σχέση μου με τη μουσική

  Έχω δηλώσει επανειλημμένα ότι δυο είναι οι μουσικές που ακούω: κλασική και κρητικά. Το ραδιόφωνο του κινητού μου είναι συντονισμένο στο Τρίτο Πρόγραμμα και στον 91,4, μόνο κρητικά. Στην sd-card του κινητού μου υπάρχουν επίσης μόνο κρητικά και κλασική μουσική.
  Τα κρητικά πάντα μου άρεσαν. Όμως με ενοχλούσαν αφάνταστα οι «παραγγελιές», που συνεχίζονταν ακόμα και όταν ήμουν φοιτητής, και δεν μπορούσε να χορέψει κανείς άλλος παρά μόνο η παρέα που «παράγγελνε». Τώρα αυτά έχουν αλλάξει.
  Επειδή το συρτός είναι εύκολος και τον ξέρει όλος ο κόσμος, στο πανηγύρι του χωριού μου, του προφήτη Ηλία, οι παραγγελιές ήταν πάντα συρτοί. Ο μαλεβιζιώτης και η σούστα άγνωστοι, σπάνιος ο στειακός πηδηχτός. Όσο για τον πεντοζάλη, ο συγχωρεμένος ο αδελφός του φίλου μου του Θόδωρα, τέσσερα χρόνια μεγαλύτερός μας, παράγγελνε σε κάθε χοροεσπερίδα ένα πεντοζάλη για όλους εμάς.
  Θυμάμαι ότι μου τον έμαθε ο ξάδελφός μου ο Κωστής ο Τζανετάκης, έξω στην αυλή του σπιτιού τους. Τον συρτό, ή χανιώτικο, τον μάθαμε στο γυμνάσιο. Τη σούστα δεν θυμάμαι πως την έμαθα, αλλά είναι εύκολη. Τον μαλεβιζιώτη όμως θυμάμαι πολύ καλά.
  Θυμάμαι…
  Στο «Κέντρο Ζωής και Πολιτισμού» (έχω γράψει γι’ αυτό στο κεφάλαιο για την πολιτική) θα δινόταν μια χορευτική βραδιά. Ένας από τους χορούς που θα χορευόταν από το χορευτικό συγκρότημα του Κέντρου ήταν και ο μαλεβιζιώτης. Έχω ξεχάσει ποια ήταν η δασκάλα που θα μας τον δίδασκε. Δυστυχώς τότε αρρώστησε η μητέρα μου και κατέβηκα στην Κρήτη. Πρέπει να ήταν κάπου Γενάρης του 1978. Όταν έγινε η εκδήλωση εγώ είχα επιστρέψει, και έβλεπα με ζήλια σε φωτογραφία τον μελλοντικό συγκάτοικό μου το Νίκο το Τζανάκη, με κρητική στολή, να χορεύει τον μαλεβιζιώτη. Αμέσως μετά τον έμαθα κι εγώ, ο τελευταίος κρητικός χορός που μου έμενε να μάθω· και είναι ο αγαπημένος μου.
  Στο ίδιο Κέντρο ήλθε κάποια φορά και ο Κώστας ο Σουλαδάκης, μαθητής, με τη λύρα του. Έπαιξε νομίζω σε μια εκδήλωση. Ενθουσιάστηκα. Του λέω, «βρε Κώστα, θα μείνω με το παράπονο που δεν ξέρω λύρα». «Να σου δείξω», μου λέει. Και μου δείχνει. Και πηγαίνω και αγοράζω μια λύρα από του Νάκα, 12 χιλιάρικα θυμάμαι. Αργότερα την έδωσα στον Σήφη τον Μπουζάκη με άλλα 8 χιλιάρικα και μου έδωσε μια καλύτερη λύρα.
  Ο Κώστας μου έδειξε τα βασικά και ξεκίνησα. Είχα μεγάλο ενθουσιασμό. Ξέροντας νότες έβγαλα και κάποια κομμάτια από τη «Μέθοδο Κρητικής Λύρας» του συγχωρεμένου του φίλου μου Μιχάλη Βαβουράκη. Κάποια άλλα απλά ακούγοντας τη μουσική, κομμάτια που μου άρεσαν. Αρκετά απλοποιημένα, χωρίς τις φιοριτούρες.
  Έκανα και λίγα μαθήματα στον Γιάννη Σκαλίδη, και αργότερα στο Σήφη τον Μπουζάκη. Μετά πήγαινα με αργούς ρυθμούς. Βασικά η μέριμνά μου ήταν να μην ξεχάσω αυτά που έμαθα. Ο Γιάννης Κακουδάκης λίγα χρόνια αργότερα μου έδειξε κάποια πράγματα και μου φωτοτύπησε τα μαθήματα λύρας που έκανε στους μαθητές του. Η πιο σημαντική όμως προσπάθεια έγινε το 2002, με τον Αλέξανδρο τον Παπαδάκη στην Ένωση Κρητών Γαλατσίου. Το ίδιο διάστημα κάναμε πρόβες με τον φίλο μου τον Παναγιώτη τον Γρυλλάκη, γιατρό και ερασιτέχνη λαουτιέρη. Ο αδελφός του ο Μανούσος, συνάδελφος φιλόλογος, παίζει λύρα. Από τον Αλέξανδρο έμαθα τον πιο αγαπημένο μου σκοπό, τον Πρώτο του Ροδινού.
  Τα περισσότερα χρόνια αγωνιζόμουν να διατηρήσω αυτά που έμαθα. Καμιά φορά έκανα και τρεις μήνες να αγγίξω τη λύρα. Ευτυχώς στην Κρήτη είχα μια σπασμένη λύρα κολλημένη, δώρο του Μιχάλη, και δεν ήταν ανάγκη να κουβαλάω την καλή.
  Πριν λίγους μήνες δημιουργήθηκε ένα καινούριο κίνητρο. Πηγαίνοντας στον δερματολόγο μου τον Αλέξη Κούνα, πιάνοντας κουβέντα μαζί του τού είπα ότι παίζω λύρα. «Περίμενε», μου λέει, και μου φέρνει μια λύρα. Του την είχε κάνει δώρο ένας φίλος του και ξεκίνησε να μαθαίνει. Του έκανα κάποια λίγα μαθήματα και αυτό ήταν και για μένα ένα κίνητρο. Έβγαλα τη λύρα από το ντουλάπι και την απόθεσα σε μια καρέκλα, για να την έχω πιο πρόχειρη και να θυμάμαι την υπόσχεση που έδωσα στον εαυτό μου: κάθε μέρα, ένα τέταρτο. Το τέταρτο βέβαια καμιά φορά πλησιάζει την ώρα όταν είμαι ξεκούραστος και έχω κέφι, αλλά και το κάθε μέρα το πετύχαινα μόνο στην αρχή. Πριν λίγες μέρες έμαθα τον «Πευκιανό», από το cd του συγχωρεμένου του Πεδουλαύτη (κατά κόσμο Γιώργη Λαποκωνσταντάκη). Το ανέβασα μάλιστα στο youtube και από εκεί στο blog μου και στο facebook. Χθες μόλις (13-8-2014) κατάφερα να ολοκληρώσω το «Λίμνες τα μάτια σου βαθιές». Φυσικά το εξαιρετικό αυτό κομμάτι του Αλεφαντινού είναι πασίγνωστο, δεν υπάρχει λόγος να το ανεβάσω, υπάρχουν κάμποσες εκτελέσεις στο Youtube.
  Αυτά με τη λύρα.
  Όχι ακόμη. Έχω κάτι να συμπληρώσω (6-9-2014).
  Στις 30 του Αυγούστου, την παραμονή που θα επέστρεφα από την Κρήτη στην Αθήνα, με καλεί ο Γιώργης ο Λαμπράκης στην εκπομπή του στην ΗΧΩ FM. Σχεδόν κάθε καλοκαίρι μας καλεί, τον Χρήστο τον Χαραλαμπάκη, τον Μανώλη τον Πρατικάκη και εμένα. Φέτος έλλειπε ο Μανώλης.
  -Έχεις φέρει τη λύρα από την Αθήνα;
  -Ναι, του λέω αυθόρμητα.
  -Να την κρατάς, μου λέει, να παίξεις κανένα κομμάτι.
  -Χωρίς λαούτο;
  -Έχω τον ξάδελφο τον Γιώργη τον Λαμπράκη, θα του πω να φέρει το λαούτο του.
  Ο Γιώργης είναι βασικά λυράρης, αλλά όπως όλοι οι επαγγελματίες, παίζει και λαούτο –τουλάχιστον.
  Στην εκπομπή ήταν και ο Μανώλης ο Κουφάκης, της «Ιεράπετρας 21ος αιώνας», ένας από τους χορηγούς της εκπομπής.
  Μιλήσαμε για διάφορα πολιτιστικά. Ο Χρήστος μίλησε εκτενώς για τον μόλις αποβιώσαντα Εμμανουήλ Κριαρά και για το «Χρηστικό λεξικό νεοελληνικής» της Ακαδημίας Αθηνών, έργο ζωής του, στο οποίο είχα δουλέψει κι εγώ ένα τετράμηνο.
  Κάποια στιγμή έπαιξα τον «Πευκιανό». Στο τέλος, αντί να παίξω τις μαντινάδες που παίζω κάθε φορά που πιάνω τη λύρα προτίμησα να παίξω ένα επίσης άγνωστο κομμάτι το οποίο όμως μου αρέσει πάρα πολύ, ένα κομμάτι του Γιάννη Μαρκόπουλου που το ήξερα ως «Χορό της Γρα-λυγιάς», που ανακάλυψα όμως λίγο μετά ότι ήταν το τελευταίο κομμάτι στο «Αφιέρωμα» του Γιάννη Μαρκόπουλου μαζί με κάποια άλλα γυρίσματα, με τίτλο «Γεραπετρίτικο». Είχα κάμποσους μήνες να το παίξω, και αφού έπαιξα κανένα δίλεπτο έχασα μια νότα και σταμάτησα.
  Τώρα με την κλασική, πώς;
  Ζώντας σε ένα χωριό, γεννημένος το 1950, και μη έχοντας ραδιόφωνο στο σπίτι, δεν είχα κανένα άκουσμα κλασικής μουσικής. Όπως και στο μαρξισμό δεν με οδήγησε καμιά ταξική συνείδηση ή η αγανάκτηση για την καταπίεση των κολασμένων της γης αλλά το φιλοσοφικό του υπόβαθρο, έτσι και στη μουσική δεν με οδήγησε η μαγεία από κάποιο άκουσμα αλλά πάλι η φιλοσοφία. Με την κλασική μουσική δεν είχα καμιά επαφή, την αναζήτησα.
  Στη δευτέρα γυμνασίου ανακάλυψα τους συγγραφείς που σφράγισαν τα μαθητικά μου χρόνια, τον Ντοστογιέφσκι («Ο ηλίθιος») και το Νίτσε («Η γέννηση της τραγωδίας»). Διαβάζοντας Νίτσε, και μάλιστα τη βιογραφία του από τον Σαρλ Άντλερ, είδα τη σχέση του με τον Βάγκνερ.
  Ποιος είναι αυτός ο Βάγκνερ, και τι είναι αυτή η κλασική μουσική;
  Έπρεπε να ακούσω Βάγκνερ. Όμως πού; Μόνο στο ραδιόφωνο. Και ραδιόφωνο στο σπίτι δεν είχαμε. Ευτυχώς είχε ένα τρανζίστορ ο συγχωρεμένος ο φίλος μας ο Νικολής ο Ζυγάκης, ογκώδες όπως ήταν τα πρώτα  τρανζίστορ εκείνη την εποχή από το οποίο ακούγαμε όλη η παρέα μουσική περπατώντας βράδυ στο νυφοπάζαρο, το δρόμο Κάτω Χωριό-Πισκοπή, που τώρα πια δεν έχει νύφες, και γι’ αυτό δεν περπατάνε και οι γαμπροί. Από το τρανζίστορ λοιπόν του Νικολή άκουσα για πρώτη φορά κλασική μουσική, μεγαλοβδομάδα, την «Μαγεία της μεγάλης Παρασκευής» από τον Πάρσιφαλ του Βάγκνερ.
  Με μάγεψε. Πήγαινα τότε πρώτη Λυκείου. Είμαστε η άτυχη γενιά που έδωσε εξετάσεις και για το γυμνάσιο και για το Λύκειο, σωτήριο έτος 1965.
  Έπρεπε να αγοράσουμε τρανζίστορ. Όμως πώς να πείσω τους γονείς μου που ήταν φτωχοί, και τα λεφτά για το τρανζίστορ ήταν κατά τη γνώμη τους περιττό έξοδο;
  Ουδέν κακόν αμιγές καλού. Ο κος Σταυρακάκης με είχε κάνει δια παντός αποβολή από το φροντιστήριό του (για τις γλώσσες θα γράψω άλλο κείμενο), και έπρεπε με κάποιο τρόπο να συνεχίσω τα αγγλικά. Μόλις που είχα κάνει τρεις μήνες στην τρίτη τάξη. Άρχισα λοιπόν το ψηστήρι στους γονείς μου, να μου πάρουν τρανζίστορ για να παρακολουθώ τα μαθήματα αγγλικής από το ραδιόφωνο.
  Οι γονείς μου δεν λογάριαζαν λεφτά για ό,τι είχε σχέση με τη μόρφωσή μου. Έτσι συμφώνησαν.
  Όμως από πού να το πάρουμε;
  Τότε ήλθε στο χωριό ένας γυρολόγος και πουλούσε διάφορα, ανάμεσα στα οποία και ένα τρανζίστορ. «Πόσο κάνει;». «Τόσο». Ακριβό μου φάνηκε. Δίσταζα. Στο τέλος συμφώνησα. «Εν τάξει, το αγοράζω». Τότε πετάγεται ο Γιώργης ο Περβολάρης και λέει: «Ε, είντα, τα παιδιά θα αφήσεις να σε κοροϊδεύουν; Το παίρνω εγώ». Είχε το χρήμα στο χέρι και το αγόρασε. Μετά από λίγο όμως μετάνιωσε, και μου λέει «Αν το θέλεις, πάρτο». Έτρεξα στο σπίτι και το είπα στη μάνα μου και μου έδωσε τα λεφτά.
  Η χαρά μου ήταν απερίγραπτη. Τόσο μεγάλη, που ένοιωσα κάτι σαν κατάθλιψη. Το είπα μάλιστα στους φίλους μου, και ο Γιώργης ο Μαυρόματος μου είπε ότι είχε νοιώσει και αυτός κάποτε ανάλογο συναίσθημα. Αργότερα κάπου διάβασα ότι μια πολύ μεγάλη χαρά μπορεί πράγματι να σου φέρει κατάθλιψη.
  Θυμάμαι και το πρώτο κομμάτι που άκουσα στο τρανζίστορ αυτό. Ήταν η «Ισπανική υποχώρηση». Μαθήματα αγγλικής δεν άκουσα ποτέ, όμως άκουσα πολύ κλασική μουσική, αλλά και ροκ.
  Να κάνω μια παρένθεση για τη ροκ· ήταν η εξάσκησή μου στα αγγλικά. Με το φίλο μου το Θόδωρα ξέραμε ένα σωρό τραγούδια και τα τραγουδούσαμε, Μπιτλς, Ρόλινγκ Στόουνς, Άνιμαλς κ.ά. Πριν μια βδομάδα που βρεθήκαμε στο σπίτι του και τα τραγουδήσαμε με την κιθάρα του, διαπιστώσαμε με λύπη ότι αρχίσαμε να ξεχνάμε λόγια. Και τότε μου πέρασε ξαφνικά από το μυαλό η εξής σκέψη: Οι σημερινοί νεολαίοι, μαθητές λυκείου όπως εμείς τότε, πόσα τραγούδια ροκ ξέρουν, και πόσα θα μπορούσαν να τραγουδήσουν; Σίγουρα όχι περισσότερα από ό,τι εμείς εκείνη την εποχή.
  Εκείνη την εποχή, δεκαετία ’60, μόλις και μετά βίας μπορούσες να πιάσεις ένα ελληνικό σταθμό της προκοπής. Οι περισσότεροι στο χωριό μου ακούγαμε το σταθμό του Καΐρου, που είχε εκπομπές στην ελληνική. Το τρανζίστορ μου ήταν συντονισμένο σ’ αυτό το σταθμό. Μάλιστα το έβαζα, σε καλοκαιρινές μέρες, κάτω από το ρολόι της ΔΕΗ όπου είχε δυνατότερο σήμα, καθώς η γείωση λειτουργούσε ως ενισχυτής σήματος.
  Στο σταθμό του Καΐρου άκουσα άφθονη ροκ, αλλά και κλασική.
  Στον πόλεμο των επτά ημερών του ’67, όταν νικήθηκαν οι άραβες, ο σταθμός είχε συνέχεια κλασική μουσική εις ένδειξη πένθους. Αν και, καθώς ήμουν φιλοάραβας, λυπήθηκα για την ήττα, χάρηκα όμως που μπορούσα επί τέλους να ακούσω μπόλικη κλασική μουσική.
  Ήταν Ιούνιος, ο μήνας των εξετάσεων. Πήγαινα τότε δευτέρα λυκείου. Δεν διάβασα σχεδόν καθόλου για τις εξετάσεις, άκουγα κλασική μουσική όλη μέρα, γιατί ήξερα ότι η κάνουλα θα έκλεινε μετά. Δεν θα ξεχάσω ποτέ αυτό το μήνα της μουσικής πανδαισίας.
  Άλλες αναμνήσεις.
  Ήμουν ξαπλωμένος στο κρεβάτι και διάβαζα με μουσική υπόκρουση κλασική μουσική, δεν θυμάμαι από ποιον σταθμό. Μη φανταστείτε, τίποτε Νίτσε ή Ντοστογιέφσκι διάβαζα, σίγουρα όχι τα μαθήματά μου. Ξαφνικά έμεινα. Η εισαγωγή στο κομμάτι και το θέμα του ήταν φοβερά εντυπωσιακά. Ήταν το τέταρτο μέρος, allegro con fuoco από τη συμφωνία του Νέου Κόσμου του Ντβόρζακ.
  Έγινε η αγαπημένη μου συμφωνία.
  Έχω και άλλες αναμνήσεις από αυτή.
  Τότε ήταν που για πρώτη φορά χιόνισε στο χωριό. Με τα ποδήλατα, ήταν αδύνατο να πάμε σχολείο στην Ιεράπετρα. Έτσι έμεινα στο χωριό. Άνοιξα το τρανζίστορ και έπεσα πάλι πάνω στη συμφωνία του Νέου Κόσμου. Τι καλά που χιόνισε, και το σχολείο το γλίτωσα και το αγαπημένο μου κομμάτι άκουσα.
  Άλλη μια φορά ετοιμαζόμουν να πάω σχολείο. Το τρανζίστορ ανοικτό. Ξαφνικά έβαλε τη συμφωνία του Νέου Κόσμου. Ε, δεν υπήρχε περίπτωση να πάω σχολείο. Ήταν η μοναδική κοπάνα που έκανα.
  Έχω ακόμη μια άλλη ανάμνηση.
  Είμαι πρωτοετής. Ξαπλωμένος στο κρεβάτι ακούω, από το ίδιο τρανζίστορ, τη συμφωνία του Νέου Κόσμου. Απόλυτο σκοτάδι. Όταν άρχισε το λάργκο μαγεύτηκα. Βυθίστηκα σε οράματα, σαν να ταξίδευα στο διάστημα, μέσα σε ένα χώρο με πυκνό φύλλωμα ενώ δίπλα μου ήταν η σελήνη με το ασημί φως της και τα αστέρια. Εγώ αιωρούμουν στο κενό ανάμεσα στα φυλλώματα. Έγραψα γι’ αυτή την εμπειρία στο ημερολόγιό μου, νομίζω την αντέγραψα χρόνια μετά σε κάποιο κείμενό μου, αν το βρω θα την ενσωματώσω.
  Ξαναγυρνάμε στα μαθητικά μου χρόνια.
  Το να ακούω δεν μου ήταν αρκετό. Έπρεπε να αποκτήσω και μια μουσική παιδία. Ό,τι ήξερα από μουσική ήταν από τα βιβλία του Νίτσε.
  Σε ένα περιοδικό, ρομάντζο ίσως, είδα ένα απόκομμα που διαφήμιζε ένα βιβλίο: «Θαύμα καλλιτεχνικής δημιουργίας». Έκανε τριάντα δραχμές. Ζήτησα από τον πατέρα μου να μου το αγοράσει. Δεν είχε χρήματα, αλλά περίμενε να τον πληρώσουν για ένα μεροκάματο που είχε κάνει στο κλάδεμα. Σύντομα τον πλήρωσαν, μου έδωσε τα λεφτά και το παράγγειλα.
  Ήταν ένα ογκώδες βιβλίο, εισαγωγικό για όλες τις μορφές τέχνης. Θυμάμαι ότι διάβασα, εκτός από τη μουσική, για τον κινηματογράφο και τη ζωγραφική.
  Επίσης διάβαζα τις κριτικές του Γιώργου Λεωτσάκου στο Βήμα, στο καφενείο του Μουδατσογιάννη, για μουσικές παραστάσεις. Περιείχαν όμως όρους που εγώ δεν τους ήξερα, και έπρεπε να τους μάθω.
  Εγκυκλοπαίδεια δεν είχαμε. Υπήρχε όμως εγκυκλοπαίδεια στη βιβλιοθήκη της κοινότητας του χωριού, που στεγαζόταν σε ένα κτήριο πάνω στην πλατεία, όπου τώρα στεγάζεται ο πολιτιστικός σύλλογος. Εκεί πήγαινα με το τετράδιό μου και αντέγραφα. Αλέγκρο είναι… Στακάτο είναι… Γέμισα ολόκληρες σελίδες. Πριν λίγα χρόνια ανακάλυψα αυτό το τετράδιο. Κάπου πρέπει να υπάρχει ακόμη.
  Θυμάμαι επίσης:
  Στο «Βήμα» υπήρχε σε συνέχειες μια εισαγωγή στη σύγχρονη μουσική. Αγόραζα την εφημερίδα και έκοβα το κομμάτι με τη μουσική. Έπειτα το κολλούσα πάνω σε ένα τεύχος από τις «Εποχές», περιοδικό που έπαιρνα μαζί με την «Επιθεώρηση τέχνης». Έτσι έμαθα για την αλεατορική μουσική, για τη δωδεκαφθογγική κλίμακα, για τον Στραβίνσκι, τον Σαίνμπεργκ, τον Ξενάκη, και για αρκετούς άλλους.
  Στις «Εποχές» διάβασα και ένα καταπληκτικό κείμενο του Γιάννη Χρήστου για τη μουσική. Είχε τίτλο νομίζω «Ένα πιστεύω για τη μουσική», με θέσεις αριθμημένες. Με ενθουσίασε τόσο πολύ που το αντέγραψα αργότερα στο ημερολόγιό μου, που το ξεκίνησα όταν ήμουν πρωτοετής φοιτητής.
  Ήμουν δευτεροετής όταν διάβασα σε μια εφημερίδα ότι σκοτώθηκαν σε τροχαίο τέσσερις μουσικοί. Περίπου στα ψιλά. Την επομένη, στην πρώτη σελίδα στην ίδια εφημερίδα, σε μεγάλο άρθρο, «Σκοτώθηκε ο Γιάννης Χρήστου». Ήταν για μένα ένα σοκ, γιατί πίστευα ότι ο καλός θεούλης τους ταλαντούχους τους προστατεύει, κι ας ήξερα ότι ο Μότσαρτ πέθανε στα 36 και ο Σούμπερτ κάπου στα 30.
  Χρόνια αργότερα άκουσα στο Ηρώδειο μια καταπληκτική εκτέλεση της «Εναντιοδρομίας». Την εντύπωση αυτή την κατέγραψα στο (ανέκδοτο, ελπίζω προς το παρόν) μυθιστόρημά μου (γράφτηκε το 1990) «Το μυστικό των εξωγήινων».
  «Έξω οι βάσεις του θανάτου», ήταν ένα σύνθημα που βροντοφωνάζαμε συχνά στις διαδηλώσεις, μετά τη πτώση της χούντας. Όμως τη στιγμή που έλεγα το σύνθημα ήξερα ότι η μουσική μου παιδεία χρωστούσε πολλά στον Karl Harris, σε μια καθημερινή ωριαία εκπομπή στο ραδιοφωνικό σταθμό της αμερικανικής βάσης του Ελληνικού. Ήμουν μόλις πρωτοετής του Τμήματος Αγγλικών Σπουδών της Φιλοσοφικής, όμως η καθαρή του άρθρωση με έκανε και τον καταλάβαινα τέλεια. Ακόμη θυμάμαι σε μια εκπομπή του για τον Μανουέλ ντε Φάγια που έλεγε πως με τη μουσική του αποδίδει τις μυρουδιές, έχω ξεχάσει ποιων φρούτων και ποιο ήταν το κομμάτι.  
  Πρωτοετής θυμάμαι που ήλθε στον κινηματογράφο «Απόλλων» στη Σταδίου μια κινηματογραφημένη παράσταση της «Λίμνη των κύκνων» του Τσαϊκόφσκι. Τζων Μαρκόφσκι και Γιελένα Γιεφτέγιεβα στους κύριους ρόλους. Οι προβολές άρχιζαν στις 10 η ώρα το πρωί. Κάθισα μέχρι το τέλος της τελευταίας προβολής, 12 η ώρα το βράδυ. Μετά από τρεις μέρες ξαναπήγα. Αυτή τη φορά στις 12 το μεσημέρι, και έφυγα πάλι 12 η ώρα το βράδυ. Κύριος είδε πότε θα ξαναέβλεπα μπαλέτο.
  Είδα τρία χρόνια αργότερα, στο Άιφελ, θερινό κινηματογράφο στου Ζωγράφου, την «Ωραία κοιμωμένη». Δεν μπόρεσα να την απολαύσω όσο ήθελα, εξαιτίας του θορύβου που έκαναν τα αυτοκίνητα απέξω.
  Βρισκόμουν κάθε Δευτέρα στη συναυλία της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών, στο Ρεξ. Αγόραζα το πρόγραμμα, διάβαζα με προσοχή την ανάλυση κάθε κομματιού και προσπαθούσα να συνδυάσω αυτά που είχα διαβάσει με αυτό που άκουγα στη συνέχεια. Θυμάμαι πολύ καθαρά την προσπάθειά μου να παρακολουθήσω την πορεία του «Μολδάβα» μέσα από λαγκάδια και βουνά, στο ομώνυμο έργο του Σμέτανα, όπως και τα διάφορα μέρη της «Ποιμενικής» του Μπετόβεν. Στο Ρεξ θυμάμαι που άκουσα ένα κομμάτι που είχα ξεχωρίσει σαν μαθητής, το πρώτο κονσέρτο για πιάνο του Μπράμς. Μου άρεσε ιδιαίτερα το τρίτο μέρος. Και επίσης μια άλλη αγαπημένη μου συμφωνία, την Πέμπτη το Σοστακόβιτς.
  Ο Μπετόβεν ήταν και είναι ο αγαπημένος μου, και δεν νομίζω ότι θα μου αρέσει ποτέ άλλο κομμάτι περισσότερο από την 9η. Πριν λίγους μήνες είχα το θράσος να ανεβάσω στο youtube τον «Ύμνο της χαράς» παίζοντάς τον με τη λύρα-το βασικό θέμα εννοείται. Ακούγοντάς τον ένοιωθα να γεμίζω δύναμη, και συχνά τον χρησιμοποιούσα σαν αντικαταθλιπτικό.
  Πριν λίγα χρόνια, σε ένα συνέδριο για την μανιοκατάθλιψη που με πήρε μαζί του ο Μανόλης ο Πρατικάκης, στο Χίλτον, έμαθα ότι ο Μπετόβεν ήταν μανιοκαταθλιπτικός. Έτσι εξηγείται, σκέφτηκα, όλα τα αριστουργήματά του τα έγραψε στη φάση της μανίας, όταν ένοιωθε γεμάτος δύναμη και αισιοδοξία.
  Κάθε Δευτέρα την περνούσα στο Ρεξ, και τρεις-τέσσερις ακόμη μέρες από τις υπόλοιπες της εβδομάδος στην όπερα, στο θέατρο Ολύμπια. Εγώ ο υπναράς που δεν ξυπνούσα ποτέ πριν τις έντεκα σηκωνόμουν κάθε Δευτέρα άγρια χαράματα για να πιάσω καλή θέση στην ουρά μπροστά στο ταμείο. Τα φοιτητικά εισιτήρια ήταν για το θεωρείο Β, 5 δραχμές, και μόνο στις ακρινές θέσεις μπορούσες να βλέπεις όλη τη σκηνή, έτσι έπρεπε να είμαι από τους πρώτους στην ουρά για να προλάβω γωνιακές θέσεις. Όμως δεν είδα ποτέ τις δυο αγαπημένες μου όπερες, την Κάρμεν και τον Μπαρίς Γκαντουνόφ. Χρόνια αργότερα κτυπούσα το κεφάλι μου στον τοίχο που πήγα ένα μήνα πριν από την παράσταση για να βγάλω εισιτήριο στο Μέγαρο για τον Μπαρίς Γκοντουνώφ, με τον αγαπημένο μου σκηνοθέτη, τον Αλεξάντρ Σοκούροφ, και τα εισιτήρια είχαν ήδη κάνει φτερά.
  Ξαναδιαβάζοντας το κείμενο αυτό για να το αναρτήσω θυμήθηκα κάτι ακόμη. Για να μην το ξαναγράφω κάνω επικόλληση ενός αποσπάσματος από τη βιβλιοκριτική για το βιβλίο του φίλου, ξαδέλφου και συγκάτοικού μου στα φοιτητικά μας χρόνια Γιώργη Ψαρουδάκη που έχει τίτλο «Μαθήματα φωνητικής για ιεροψάλτες…». Παρεμπιπτόντως, εγώ ώθησα το Γιώργη στην κλασική μουσική, που μέχρι τότε περιοριζόταν να παίζει με την κιθάρα του και να τραγουδάει Νέο Κύμα. Το Νέο Κύμα πάλιωσε, όμως η κλασική μουσική είναι αγέραστη.
  «Είμαι λάτρης της κλασικής μουσικής και μόλις πήγα στο πανεπιστήμιο ξεκίνησα σπουδές για πιάνο. Πιάνο δεν είχα, και όχι βέβαια γιατί δεν χωρούσε στο φοιτητικό μου δωμάτιο, με αποτέλεσμα να μην μπορώ να ασκηθώ όσο έπρεπε. Σε ένα μήνα κατάλαβα ότι ποτέ δεν θα γινόμουν Αρθούρος Ρουμπινστάιν και τα παράτησα. Συνέχισα όμως φωνητική με την Δόμνα Αλεξάκη, καλή της ώρα όπου κι αν βρίσκεται, για περίπου ένα τρίμηνο. Ήταν αρκετό για να μπορώ να διαβάζω παρτιτούρες, και κάποια κομμάτια που παίζω στη λύρα τα έβγαλα με νότες. Και θυμάμαι την παρατήρηση του φίλου μου του Θόδωρα, κάποτε που τραγουδούσαμε μαζί: -Έχεις πάψει να τραγουδάς φάλτσα. Αυτό το οφείλω στη Δόμνα.»
  Τα δυο πρώτα χρόνια της φοιτητικής μου ζωής ήταν για μένα χρόνια μουσικής πανδαισίας και τα χρόνια της ουσιαστικής μου μαθητείας στη μουσική. Μετά έχασα όλα μου τα βράδια για τον επιούσιο. Δούλευα σε φροντιστήρια αγγλικών (είχα βγάλει επάρκεια με το proficiency του Michigan), και μόνο η Κυριακή έμενε ελεύθερη. Φυσικά την αφιέρωνα στην όπερα. Τα επόμενα χρόνια περιορίστηκα στους δίσκους που δανειζόμουν από την Ελληνοαμερικανική Ένωση και το Ινστιτούτο Γκαίτε. Από αυτούς τους δίσκους γνώρισα τον «Καρλ Όρφ», τον οποίο μου συνέστησε ο Νίκος ο Μπαχλιτζανάκης. Τα Catuli carmina μου άρεσαν περισσότερο από τα Carmina burana και το Triomphi di Aphrodite. Χρόνια αργότερα ανακάλυψαν και στο ΠΑΣΟΚ το O fortuna από τα Carmina Burana.
  Επίσης μου άρεσαν και τα παιδικά του. Το BetKinder, Bet’, το έβαλα σαν μουσική υπόκρουση στη βιντεοταινία από τη βάφτιση του γιου μου.
  Στην Ελληνοαμερικανική Ένωση και στο Ινστιτούτο Γκαίτε παρακολούθησα επίσης πολλές μουσικές εκδηλώσεις. Θυμάμαι το «Ο Πέτρος και ο Λύκος» του Στραβίσνσκι, με τη Γωγώ Ατζολετάκη, πρόσφατη σταρ Ελλάς και πανέμορφη, στην αφήγηση.
  Τη μουσική μου παιδεία συμπλήρωσαν δύο βιβλία. Το ένα μου το δάνεισε η δασκάλα μου η Δόμνα Αλεξάκη: «Εισαγωγή στο νόημα της μουσικής» του Σίντνεϋ Φιλκενστάιν. Ήταν παλιά έκδοση, το βιβλίο σχεδόν διαλυμένο.  Δεν θυμάμαι πότε επανεκδόθηκε και το αγόρασα. Το άλλο βιβλίο ήταν «Ο κόσμος της μουσικής» του Τζωρτζ Πίλκα, εκδόσεις Κάλβος. Καμιά δεκαριά χρόνια αργότερα αγόρασα ένα ακόμη βιβλίο για τη μουσική που με εντυπωσίασε πάρα πολύ. Ήταν το «Μουσική, κοινωνία, παιδεία» του Κρίστοφερ Σμωλ. Το παραθέτω στη βιβλιογραφία στο βιβλίο μου «Η αναγκαιότητα του μύθου».
  Άλλα ενδιαφέροντα με απέσπασαν από τη μουσική. Εξακολουθούσα να ακούω, αλλά χωρίς το πάθος πια να τη μελετώ. Πριν δέκα χρόνια αναζωπυρώθηκε το πάθος αυτό ακούγοντας στο Τρίτο, στο οποίο ήταν συντονισμένο πάντα το ραδιόφωνο του αυτοκινήτου μου, ένα κομμάτι της Σοφίας Γκουμπαϊντούλινας που με ενθουσίασε. Άκουσα όσα κομμάτια της μπόρεσα να βρω, και αγόρασα ένα βιβλίο για τη σύγχρονη μουσική.   

  [Προσθέτω ένα απόσπασμα από την ανάρτησή μου για την «Ψυχολογία συριανού συζύγου» του Ροΐδη, 13-1-2020. «Το πάθος αυτό που είχε καταλαγιάσει αναζωπυρώθηκε πάλι πρόσφατα. Άκουγα από το Τρίτο πρόγραμμα ένα κομμάτι σύγχρονης μουσικής και έκανα τι σκέψη «Μα τι υπέροχο που είναι!», και όταν τέλειωσε ήταν ευχάριστη έκπληξη για μένα να ακούσω τον παρουσιαστή να λέγει ότι ακούσαμε το τάδε έργο της Σοφίας Γκουμπαϊντούλινα. Έψαξα και για άλλα έργα της, και ξανάκουσα πάλι ό,τι είχα συγκεντρώσει.
  Ελάχιστες λοιπόν είναι οι γυναίκες συνθέτριες, όμως για μένα μια γυναίκα συνθέτρια υπήρξε καθοριστική στο να μου αναθερμάνει την αγάπη μου για τη σύγχρονη μουσική. Εκτός από την Γκουμπαϊντούλινα άρχισα να ξανακούω και τους μινιμαλιστές. Η «Τρίτη συμφωνία» και το «Miserere» του Henryk Górecki είναι από τα αγαπημένα μου κομμάτια].
  Θυμήθηκα τώρα ότι έβαζα το φίλο μου τον Μιχάλη τον Κωστάκη και μου ηχογραφούσε σε κασέτες ένα πρόγραμμα για τη σύγχρονη μουσική του Θόδωρου Αντωνίου. Ήταν τέλος της δεκαετίας του ’70. Έμαθα αρκετά πράγματα και από αυτές. Από τον καλό συνάδελφο στο Βαρβάκειο Παναγιώτη Δέμη έμαθα και για τους μινιμαλιστές, τον Φίλιπ Γκλας και τον Μάικλ Νάιμαν.
  Θα μπορούσα να γράψω αρκετά ακόμη, όπως π.χ. τα αγαπημένα μου κομμάτια, αλλά δεν έχει νόημα, κατέγραψα όσα ήσαν πρόχειρα στη μνήμη μου, και πιστεύω ότι αυτά είναι τα πιο σημαντικά.
 


No comments:

Post a Comment