Thursday, October 30, 2014

Alexandr Sokurov, most of his feature films



Alexandr Sokurov, most of his feature films

The Lonely Voice of Man (Одинокий голос человека, 1978–1987)
  Ο τίτλος θα μπορούσε να είναι καλύτερα «Η φωνή ενός μοναχικού ανθρώπου». Αλήθεια, πώς μπορείς να νοιώθεις μοναχικός όταν σ’ αγαπάνε, και μάλιστα τόσο πολύ, ώστε να ζητάς να αυτοκτονήσεις; Ο ήρωας θα το συνειδητοποιήσει στο τέλος.
  Ο Σοκούρωφ είναι ένας κορυφαίος εκπρόσωπος του ποιητικού κινηματογράφου.
  Ο ποιητικός κινηματογράφος, συνειδητοποίησα βλέποντας την ταινία, έχει πολλά κοινά με τον σουρεαλισμό. Έχοντας υπόψη μου μεταγενέστερες ταινίες του Σοκούρωφ, μπορώ να πω, βλέποντας αυτή την πρώτη του ταινία, ότι, όπως και ο σουρεαλισμός, μεταβαίνει από μια σχεδόν ονειρική ασυναρτησία σε τιθασευμένους συνειρμούς, κάνοντας έτσι πιο εύκολη την παρακολούθηση από τον θεατή. Έτσι στην ταινία αυτή έχουμε να παρατηρήσουμε ένα χαλαρό μοντάζ και την αυτονομία των κάδρων που έχουν πολλές φορές την ακινησία ενός πορτραίτου ή μιας φωτογραφίας. Εξάλλου εμφανίζονται αρκετές φωτογραφίες μέσα στο έργο, για αρκετά δευτερόλεπτα.

The Degraded (Разжалованный, 1980)
Watch on line: http://kinomusorka.ru/en/directors-director-alexander-sokurov-films-film-degraded-1980.html  Εδώ υπάρχουν πάρα πολλές ταινίες του Σοκούρωφ.

  «Ο υποβαθμισμένος» είναι μια ταινία μικρού μήκους, μόλις 29 λεπτών. Ένας ελεγκτής κυκλοφορίας υποβαθμίζεται από το σοβιετικό καθεστώς σε οδηγό ταξί. Το έργο, όπως διαβάζουμε στον παραπάνω σύνδεσμο, επικεντρώνεται «στον εσωτερικό κόσμο ενός ανθρώπου για τον οποίο η απώλεια της εξουσίας φαίνεται ως μια καταστροφική αδικία». Αναρωτιέμαι αν ο Κιαροστάμι είχε υπόψη του το έργο όταν έκανε τη «Shirin». Βλέπουμε τις εκφράσεις των θεατών σε ένα κινηματογράφο καθώς παρακολουθούν το προηγούμενο έργο του Σοκούροφ, από το οποίο προβάλλονται κάποιες σκηνές. Στο έργο του Κιαροστάμι όμως το προβαλλόμενο έργο δεν το βλέπουμε καθόλου, ακούμε μόνο τις φωνές των προσώπων.  

Mournful Unconcern (Скорбное бесчувствие, 1983–1987)

  Η ταινία, όπως διαβάζουμε στον παραπάνω σύνδεσμο, είναι εμπνευσμένη από το θεατρικό έργο του  Bernard Shaw, Heartbreak House, έργο που γράφηκε κατά τη διάρκεια  του πρώτου παγκόσμιου πολέμου, τυπώθηκε το 1919 και πρωτοπαίχτηκε το 1920. Όπως διαβάζουμε στο διαδίκτυο, According to A. C. Ward, the work argues that "cultured, leisured Europe" was drifting toward destruction, and that "Those in a position to guide Europe to safety failed to learn their proper business of political navigation". Η ταινία του Σοκούρωφ είναι μια ποιητική σύνθεση σκηνών από το έργο του Σω, εναλλασσόμενη με ντοκιμαντερίστικες σκηνές από τον πόλεμο. Η μουσική υπόκρουση είναι στην πραγματικότητα ηχητική υπόκρουση στο μεγαλύτερο μέρος της ταινίας, με ήχους από μάχες.
  Στο έργο ακούσαμε και την παρακάτω ατάκα: «Όταν δύο άτομα είναι ερωτευμένοι, ο γάμος τους έχει ήδη γίνει στον ουρανό».
  Σε μια βιβλιοκριτική μου για το «Χορό μεταμφιεσμένων» της Μάρως Βαμβουνάκη γράφω:
  «Γράφει η Μάρω κάπου ότι “Ο Τολστόι λέει πως οι γάμοι κανονίζονται από τον ουρανό”. Κάποιος γνωστός μου ποιητής έγραψε ένα δίστιχο, παραφράζοντας ανάλογους στίχους του Τάσου Λειβαδίτη: “Βλέποντας τη μελαγχολία στο πρόσωπό σου/ οι γάμοι μας άστραψαν στον ουρανό”. Ο Λειβαδίτης μάλλον είχε υπόψη του τον Τολστόι γράφοντας τους στίχους του».
  Ακούγοντας την παραπάνω ατάκα, αναρωτιέμαι: Ο Τολστόι ποιον είχε υπόψη του όταν το έγραφε; Μάλλον την Ur-ατάκα δεν θα την ανακαλύψουμε ποτέ.

Empire (Ампир, 1986)
  Δεν την έχουμε την ταινία. Στο σύνδεσμο διαβάζουμε ότι είναι εμπνευσμένη από το Lucille Fletcher's radio drama Sorry, Wrong Number
  Τουλάχιστον ξέρουμε το στόρι. Όχι επειδή το διαβάσαμε στον παραπάνω σύνδεσμο, αλλά επειδή ήταν ένα από τα κείμενα που κάναμε στο φροντιστήριο αγγλικών του κου Σταυρακάκη, στην Ιεράπετρα. 
 
Moscouw elegy (1987) για τον Ταρκόφσκι. Γράψαμε εδώ

Days of Eclipse (Дни затмения, 1988)
  Ένας γιατρός τοποθετείται σε ένα εξαθλιωμένο χωριό στο Τουρκμενιστάν. Μια ακόμη ποιητική ταινία, με κάποια σημεία σασπένς, μισο-ντοκιμαντερίστικη, με επίσης ασπρόμαυρα πλάνα, με ηχητική κυρίως και όχι μουσική επένδυση και εδώ. 

Save and Protect (Спаси и сохрани, 1989)
  Και αυτή η ταινία είναι εμπνευσμένη από τη λογοτεχνία, και συγκεκριμένα από την Μαντάμ Μποβαρύ. Η υπόθεση τοποθετείται στη Ρωσία, και το μυθιστόρημα του Φλωμπέρ ακολουθείται πιστά στα κύρια επεισόδιά του.
  Μια ακόμη ποιητική ταινία, με τα πλάνα να έχουν την αυταξία τους. Η σκηνή με τους γυμνούς εραστές μέσα στον αγρό είναι εντυπωσιακή, παραπέμποντας στην αθωότητα των πρωτόπλαστων, πριν εμφανιστεί το φίδι. Στον σουρεαλιστικό εξπρεσιονισμό τους, με ένα αϊζενσταϊνικό στυλιζάρισμα κάποιες φορές, αποδίδουν πολύ καλύτερα τον ψυχικό κόσμο των ηρώων από ότι οι «ρεαλιστικές» μεταφορές των άλλων ταινιών που είδαμε· γιατί, όταν διαβάσαμε στο διαδίκτυο ότι η ταινία είναι μεταφορά της μαντάμ Μποβαρύ, ξαναδιαβάσαμε το έργο και είδαμε όσες ταινίες είχαμε.
  Στην ταινία αυτή ο Σοκούροφ χρησιμοποιεί όχι ολότελα αντιρρεαλιστικά το ηχητικό υλικό του, με εξαίρεση ένα miserere στην αρχή της. Ο θόρυβος από ένα σμήνος μύγες –που κάποιες φορές τις βλέπουμε κιόλας – χρησιμοποιείται αρκετά συχνά, όπως και το μακρινό σφύριγμα ενός τραίνου.
  Θα αναφέρω τρεις από τις τελευταίες σκηνές, από τις πιο εντυπωσιακές. Η πρώτη, εκεί που η Μποβαρύ –την υποδύεται θαυμάσια η Σεσίλ Ζερβουδάκη – παρακαλεί τον πρώην εραστή της, μέσα στο εργοστάσιό του με τον εκκωφαντικό θόρυβο που την αναγκάζει να ξεφωνίζει σχεδόν, να της δανείσει χρήματα, η δεύτερη, όταν ετοιμοθάνατη κρατάει σφιχτά στην αγκαλιά της το κοριτσάκι της και αγωνίζονται να της το πάρουν, και η τρίτη στο τέλος όπου,  μόνο του το κοριτσάκι, περπατώντας πάνω στο μακρύ φέρετρο που βρίσκεται ήδη μέσα στον τάφο, αποθέτει ένα στεφάνι στην κορυφή του, εκεί περίπου που θα βρισκόταν το κεφάλι της μητέρας του.

The Second Circle (Круг второй, 1990)

  Είναι το πρώτο έργο του Σοκούροφ με θέμα «πατέρα και γιος», με το οποίο θα καταπιαστεί και σε μεταγενέστερο ομότιτλο έργο, με τη διαφορά ότι ο πατέρας εδώ είναι νεκρός, και όλο το έργο περιστρέφεται στα της κηδείας. Τον γιο τον κλέβουν στο τραίνο, δεν έχει να πληρώσει το γραφείο κηδειών, και αυτή που έχει αναλάβει την κηδεία τού φέρεται με σκαιότατο τρόπο. Δεν είναι μόνο η απώλεια, είναι και η ταλαιπωρία των διαδικασιών για την κηδεία, που έχει να κάνει με τη γραφειοκρατία (πιστοποιητικά κ.λπ.) και τους διακανονισμούς με το γραφείο κηδειών. Με χαρακτηριστικά μαύρης κωμωδίας υπογραμμίζεται η τραγικότητα της απώλειας ενός πατέρα.

Stone (Камень, 1992)
  Η «Πέτρα» είναι μια «σπουδή» πάνω στο «Μητέρα και γιος». Απουσία πλοκής, ελάχιστος διάλογος, ασπρόμαυρη φωτογραφία, ποιητική αλλά καθόλου εικαστική, με μια εξπρεσιονιστική σκοτεινότητα, αίσθηση που επιτείνεται από την ελαφρά παραμόρφωση των προσώπων που γίνεται, όπως διαβάζουμε στον παραπάνω σύνδεσμο που είναι πολύ κατατοπιστικός, με «αναμορφικούς» φακούς. Το ντουέτο απαρτίζεται εδώ από έναν άνδρα, θείο ίσως, και ένα νεαρό. Βλέποντας την ταινία είδα ότι ο άντρας μοιάζει με τον Τσέχωφ, του οποίου παρουσιάσαμε πρόσφατα αρκετούς τόμους με διηγήματά του. Ο παραπάνω σύνδεσμος που διάβασα μετά επιβεβαιώνει και με άλλα στοιχεία ότι ο Σοκούρωφ αφήνει να αιωρείται η υπόνοια ότι πρόκειται πραγματικά για τον Τσέχωφ.

Whispering Pages (Тихие страницы, 1993)

  Αν μπορούμε να διακρίνουμε την ποίηση, χοντρικά, σε αφηγηματική (η παλιά, π.χ. Ερωτόκριτος) και μη αφηγηματική (σχεδόν το σύνολο της σύγχρονης) τότε μπορούμε να διακρίνουμε και τον ποιητικό κινηματογράφο σε αφηγηματικό (Ταρκόφσκι) και μη αφηγηματικό (Παρατζάνωφ). Στη δεύτερη αυτή κατηγορία εντάσσονται και οι «Σιωπηλές σελίδες». Επίσης, καθώς ο ποιητικός κινηματογράφος είναι βασικά εικαστικός, θα μπορούσαμε να τον χωρίσουμε σε ιμπρεσιονιστικό (Ταρκόφσκι) και εξπρεσιονιστικό (Σοκούροφ). Σκοτεινές ασπρόμαυρες εικόνες σε στενούς, κλειστοφοβικούς δρόμους και σκοτεινά δωμάτια αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας. Όπως διαβάζουμε στον παραπάνω σύνδεσμο, είναι εμπνευσμένες από πεζογράφους του 19ου αιώνα. Κάπου προς το τέλος μόνο βλέπουμε κάτι σαν θεατρικό μονόπρακτο, παρμένο από το Έγκλημα και Τιμωρία.
  Να το πούμε κι αυτό μια και καλή, για όλα(;) τα έργα του Σοκούροφ, η μουσική υπόκρουση, που πάρα πολλές φορές δεν είναι «μουσική» αλλά ηχητική, επίσης πάρα πολλές φορές δεν είναι «υπόκρουση»· συνοδεύει, δεν ακολουθεί.

Mother and Son (Мать и сын, 1997)

Για το «Μητέρα και γιος» έχουμε ήδη γράψει.

Moloch (Молох, 1999)

 Αυτό το φιλμ ήταν μια μεγάλη έκπληξη για μένα. Μετά τα εξπρεσιονιστικά ζοφερά προηγούμενα έργα του βρίσκομαι μπροστά σε μια από τις πιο ξεκαρδιστικές κωμωδίες που έχω δει ποτέ. Βλέπουμε τον Χίτλερ στο θέρετρό του στις Άλπεις, με την Εύα Μπράουν και τους στενούς του συνεργάτες Γιόζεφ Γκαίμπελς και Μάρτιν Μπόρμαν, σε πραγματικά απολαυστικά επεισόδια. Μπορεί ο Τσάρλι Τσάπλιν με τον «Δικτάτορα» να έδωσε μια ξεκαρδιστική κωμωδία, όμως η καρικατούρα του Χίτλερ είναι πιο πιστή στο έργο του Σοκούροφ.
  Βέβαια, δεν ξεχνάει και το παρελθόν του. Αν τα προηγούμενα ασπρόμαυρα έργα του τα χαρακτηρίσαμε εξπρεσιονιστικά, εδώ βλέπουμε, στην αρχή της ταινίας, ένα καθαρό σουρεαλισμό, με την Εύα Μπράουν να περιφέρεται ολόγυμνη πάνω στο κάστρο με τους τοίχους να γέρνουν όπως ο πύργος της Πίζας (αυτό γίνεται με μια τεχνική στους φακούς, όπως διάβασα σε κάποιο σύνδεσμο), σε αρκετά πλάνα. Ένας από τους φρουρούς κάνει μάτι με τα κιάλια.
  Γέλασα πολύ με τη σκηνή που ο Χίτλερ, σε μια εκδρομή στο βουνό, κρύβεται πίσω από ένα βράχο. Ένας φρουρός τον παρακολουθεί με το τηλεσκόπιο του όπλου του. Έκπληκτος. Όταν τον βλέπει να σηκώνεται όρθιος τραβώντας τα βρακιά του ξεκαρδίζεται στα γέλια. Σε επόμενο πλάνο βλέπουμε το Χίτλερ, σκυμμένο πάνω στα κακά του, να τα σκεπάζει τραβώντας χιόνι, όπως κάνουν τα γατιά.
  Δεν είναι όμως όλο το χιούμορ της ταινίας έτσι «χοντρό», υπάρχει και σοφιστικέ, κυρίως στους διαλόγους. Ξεκαρδιζόμουν στα γέλια βλέποντάς τη, και ευτυχώς που ήταν κλειστή η τζαμόπορτα να μην ακούγομαι απέξω, γιατί σήμερα έριξε κρύο.
  Μου κάνει εντύπωση που ο σύνδεσμος της βικιπαίδειας δεν μιλάει για κωμωδία.
  Πρέπει να το γράψω κι αυτό, με ενοχλεί να γελοιοποιούνται οι νεκροί. Όμως οι ρώσοι τράβηξαν τα πάνδεινα από τους ναζί, και γι’ αυτό τους κατανοώ.

Taurus (Телец, 2001)

  Στο προηγούμενο έργο του ο Σοκούροφ είχε καταπιαστεί με τον Χίτλερ, σ’ αυτό εδώ με τον Λένιν. Συγκεκριμένα παρακολουθεί τον Λένιν στις τελευταίες μέρες της ζωής του, αφού έχει πάθει το εγκεφαλικό και έχει χάσει τόσο τις σωματικές όσο και τις πνευματικές του δυνάμεις. Όμως δεν κατάλαβα τον τίτλο: Ταύρος ήταν το ζώδιο του Λένιν, ή αναφέρεται στον Λένιν κατ’ ευφημισμό αφού, στα τελευταία του, κάθε άλλο παρά σαν ταύρος μπορεί να είναι;
  Και θα αναφερθώ για μια ακόμη φορά στην πρόσληψη. Δεν μπορώ να καταλάβω ποια ήταν η προτιθέμενη σκηνοθετική πρόσληψη, όμως μπορώ σίγουρα να φανταστώ πόσοι απανταχού της γης αντικομουνιστές θα επιχαίρουν βλέποντας τον Λένιν σ’ αυτή την κατάσταση. Εγώ, παλιός κομμουνιστής και αιώνιος μαρξιστής, σ’ αυτόν τον Λένιν βλέπω μια ελεγεία για την πτώση που έρχεται πριν το θάνατο, τη βιολογική πτώση που υφίστανται τόσοι άνθρωποι πριν αφήσουν την τελευταία τους πνοή. Μεγάλος επαναστάτης, πέθανε νωρίς, πριν τον διαβρώσει και αυτόν η εξουσία. Ίσως τα όσα σέρνουμε σήμερα στο Στάλιν να τα σέρναμε σ’ αυτόν αν δεν είχε πεθάνει στα 54 του.
  Και η δική μου πρόσληψη:
  Το έργο το είδα σαν ελεγεία πάνω στο μοιραίο τέλος που μας περιμένει όλους μας, από τον πιο μεγάλο βασιλιά μέχρι τον τελευταίο ζητιάνο, ένα τέλος που μπορεί να μην είναι το τέλος ενός Τσαουσέσκου, ενός Σαντάμ Χουσεΐν, ενός Καντάφι ή ενός Μήδα (μηδένα προ του τέλους μακάριζε του είχε πει ο Σόλων) αλλά παρόλα αυτά ενδέχεται να είναι εξίσου οδυνηρό, καθώς είναι αναμενόμενο. Είναι συγκινητικό να στέλνει ο Λένιν μήνυμα στην Κεντρική Επιτροπή του κόμματος, παρακαλώντας να του στείλουν δηλητήριο. Πόσο αφόρητα πρέπει να νοιώθει κανείς άραγε ώστε να θέλει να δώσει ο ίδιος τέλος στη ζωή του;
  Δεν ξέρω πόσο πιστός είναι στις βιογραφικές λεπτομέρειες ο Σοκούροφ, ή μάλλον ο σεναριογράφος του, θα είχε ενδιαφέρον πάντως να ξέρουμε αν η παρακάτω ατάκα ήταν όντως του Λένιν:
  «Ζώντας με μια γυναίκα είναι ένα πραγματικό μαρτύριο. Ζώντας με δυο είναι καταστροφή».
  Αλλά και για την Ναντέζντα Κρούσπκαγια θα ήταν ένα μαρτύριο.

Russian Ark (Русский ковчег, 2002)

  Εν τάξει, και ο συγχωρεμένος ο Αγγελόπουλος χρησιμοποιεί πολύ μακρά πλάνα στις ταινίες του, ιδιαίτερα εκείνη τη γνωστή στον «Θίασο», αλλά μια ολόκληρη ταινία να είναι ένα shot, ε, είναι για Γκίνες. Ο cameraman παρακολουθεί ένα «φάντασμα» που περιφέρεται στο Ερμιτάζ, παρακολουθώντας «φανταστικές» σκηνές από το παρελθόν. Πότε το φάντασμα συνομιλεί μαζί του και πότε με πρόσωπα από αυτές τις σκηνές. Έχουμε ανάλυση πινάκων τέχνης και σχόλια πάνω στη ρώσικη μουσική. (-Τι είναι ο Γκλίνκα; -Ρώσος. –Αποκλείεται, όλοι οι μουσικοί στη Ρωσία είναι γερμανοί. Κάτι τέτοιο ακούω σε ένα διάλογο). Δεν ξέρω γιατί οι σκηνές χορού είναι πάντα εντυπωσιακές, καθώς θυμίζουν το λαμπρό παρελθόν της αριστοκρατίας. Θυμάμαι τη σκηνή του χορού στον «Γατόπαρδο» του Βισκόντι, για την οποία γράφηκαν διάφορα σχόλια. Η ταινία ξεκινάει με τον 18ο αιώνα, όπου κάποια στιγμή ακούμε ότι ο μέγας Πέτρος έδωσε εντολή να εκτελέσουν το γιο του, και στη συνέχεια πηγαίνει στον 19ο, όπου βλέπουμε σκηνές που θυμίζουν «Πόλεμος και Ειρήνη». Κάποια στιγμή εμφανίζεται η ίδια η Αικατερίνη η μεγάλη και ο Νικόλαος ο 2ος. Όχι, δεν βλέπουμε την εκτέλεσή του από τους μπολσεβίκους.

Father and Son (Отец и сын, 2003)

Για την ταινία γράψαμε έχουμε γράψει

The Sun (Солнце, 2004)

  Θεωρείται τριλογία με τον «Μολόχ» και τον «Ταύρο» όπως διαβάζω στη βικιπαίδεια, όμως ο «Μολόχ» τοποθετείται ξεχωριστά, αφενός γιατί πρόκειται για κωμωδία και αφετέρου γιατί αναφέρεται σε ένα εντελώς απαξιωμένο πρόσωπο, τον Χίτλερ. Τον γιαπωνέζο αυτοκράτορα, που λατρευόταν από τους υπηκόους του ως θεός, τον βλέπουμε στην τραγικότητα της πτώσης του, όπως και τον Λένιν στον «Ταύρο». Ο Λένιν, διαλυμένος από το εγκεφαλικό, περνάει τις τελευταίες του μέρες σε ένα εξοχικό μακριά από τη Μόσχα. Ο Χιροχίτο σε κατ’ οίκον περιορισμό, συντριμμένος από την ήττα και με το φόβο των αμερικάνων που, μετά τη Χιροσίμα, τους θεωρεί άγριους σαν θηρία, αισθάνεται την ταπείνωση να τον φωτογραφίζουν οι ρεπόρτερ σαν αξιοθέατο, αλλά και την ευθύνη για το μέλλον της χώρας του, σε μια στιγμή που αγνοεί τη μοίρα του. Αποφασίζει να αποποιηθεί τη θεϊκή του ιδιότητα, αλλά ο υπεύθυνος για τη μετάδοση του μαγνητοφωνημένου μηνύματός του στο λαό αυτοκτονεί.
  Και άλλοι είχαν αυτοκτονήσει, όπως διάβασα, για τον ίδιο λόγο, όπως επίσης ότι οι αμερικάνοι, στη δίκη των εγκληματιών πολέμου, έπεισαν τους στρατηγούς να μην ενοχοποιήσουν τον αυτοκράτορα. Ήξεραν ότι μια καταδίκη του αυτοκράτορα θα ξεσήκωνε τους γιαπωνέζους σε έναν ανταρτοπόλεμο χωρίς τέλος. Έτσι και έγινε.
  Θέλω να θεωρώ τον «Ήλιο» σαν απότιση φόρου τιμής στον Ακίρα Κουροσάβα. Ο Κουροσάβα γυρνάει στη Ρωσία μια ταινία στην οποία μιλάνε ρώσικα, τον «Ντερσού Ουζάλα». Στην ταινία του Σοκούροφ μιλάνε γιαπωνέζικα.

Alexandra (Александра, 2007)

Για την Αλεξάνδρα έχουμε επίσης γράψει

Faust (Фауст, 2011)

  Περίεργο, στα γράμματα τέλους διαβάζω ότι πρόκειται για το τέταρτο μέρος της τετραλογίας του Σοκούροφ. Δεν κατάλαβα όμως τι κοινό είχε με τα τρία προηγούμενα. Εγώ αυτό που είδα είναι μια επιστροφή του Σοκούροφ στα πρώτα του έργα. Έχουμε το σουρεαλιστικό σενάριο του Φάουστ, το πράσινο της μούχλας να κυριαρχεί στα χρώματα και την εξπρεσιονιστική παραμόρφωση που πετυχαίνεται μέσω ειδικών φακών. Πάνε πολλά χρόνια που έχω διαβάσει τον Φάουστ, αλλά μπορώ να υποθέσω ότι ο Σοκούροφ απομακρύνεται αρκετά από τον κλασικό μύθο. Ο Φάουστ υπογράφει ένα συμβόλαιο με το διάβολο να πάρει την ψυχή του μετά το θάνατό του με τον όρο, όχι να του δώσει πίσω τη νιότη του αλλά να κατακτήσει τη Μαργαρίτα (πολύ όμορφη η Isolda Dychauk, κι εγώ θα υπέγραφα ένα τέτοιο συμβόλαιο). Όμως στο τέλος δεν το τηρεί, γιατί άλλωστε να τηρήσει ένα συμβόλαιο με τον διάβολο; Ρίχνει τεράστιες κοτρώνες πάνω του σκεπάζοντάς τον ολόκληρο και στη συνέχεια απομακρύνεται. –Πού πας; Ακούγεται από τον ουρανό η φωνή της Μαργαρίτας. –Εκεί πέρα. Εκεί πέρα. Μακριά, όλο και πιο μακριά, απαντάει. Πόσο μακριά όμως; 
 
H κιβωτός των ανθρώπων (Francofonia, 2015) έγραψα εδώ 
 
 

Nigel Rodgers, Mel Thompson, Αχ, αυτοί οι φιλόσοφοι



Nigel Rodgers, Mel Thompson, Αχ, αυτοί οι φιλόσοφοι (μετ. Δέσπω Παπαγρηγοράκη), Μεταίχμιο 2014, σελ. 299

Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα

Μια εικονοκλαστική βιογραφία οκτώ φιλοσόφων

Το έχω γράψει πολλές φορές ότι οι βιογραφίες μου αρέσουν, και όχι υποχρεωτικά οι βιογραφίες διασημοτήτων. Διαβάζοντας το βιβλίο των Nigel Rodgers και Mel Thompson «Αχ, αυτοί οι φιλόσοφοι» έκανα την παρακάτω συνειδητοποίηση:
Στις αυτοβιογραφίες μπορείς να βρεις βιογραφικά στοιχεία τα οποία ένας βιογράφος μπορεί να μη γνωρίζει. Πρόσφατα διάβασα την αυτοβιογραφία του Μπέρτραντ Ράσελ. Όμως ο αυτοβιογραφούμενος σίγουρα αποσιωπά γεγονότα και χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς του που δεν τον κολακεύουν, όπως διαπίστωσα σ’ αυτήν.
Ο βιογράφος, αντίθετα, συνήθως είναι εικονολάτρης. Γιατί να καταπιαστεί με τη βιογραφία κάποιου αν δεν τον θαυμάζει; Παρά την εικονολατρία του όμως δεν μπορεί να μην είναι σε μεγάλο βαθμό αντικειμενικός, υποβαθμίζοντας όμως τις σκοτεινές πλευρές της προσωπικότητας που βιογραφεί, περισσότερο ή λιγότερο συνειδητά. Το έχω εντοπίσει σε κάποιες βιογραφίες.
Μπορεί να υπάρξουν και εικονοκλαστικές βιογραφίες;
Σε ξεχωριστό τόμο δεν έχω συναντήσει μέχρι τώρα.
Λάθος, έχω συναντήσει, το θυμήθηκα τώρα. Λιλή Ζωγράφου, «Νίκος Καζαντζάκης, ένας τραγικός». Το βιβλίο το διάβασα πριν πολλά χρόνια, και το βρήκα γεμάτο χολή. Τώρα όμως που το σκέφτομαι θα το ξαναδιάβαζα ευχαρίστως. Όμως ποιος θαυμαστής του Καζαντζάκη θα είχε διάθεση να διαβάσει μια βιογραφία του η οποία επικεντρώνεται στα αρνητικά χαρακτηριστικά του; Το «Για να γίνει μεγάλος» της Έλλης Αλεξίου θα ήταν προτιμότερο.
Το «Αχ, αυτοί οι φιλόσοφοι» είναι το δεύτερο εικονοκλαστικό βιβλίο που διαβάζω. Έχει προηγηθεί το «Κρυφές ζωές μεγάλων συγγραφέων» του Robert Schnakenbert.  
Είναι κοινό μυστικό ότι οι διάσημοι έχουν συχνά δύστροπο χαρακτήρα. Είναι επηρμένοι, για να πούμε το λιγότερο, εριστικοί, νάρκισσοι, και συνήθως κάνουν τους γύρω τους να υποφέρουν.
Δεν είναι όλοι έτσι, τουλάχιστον οι φιλόσοφοι. Στο βιβλίο τους οι δυο συγγραφείς βιογραφούν τους Ρουσώ, Σοπενχάουερ, Νίτσε, Ράσελ, Βίτγκενστάιν, Χαϊντέγκερ, Σάρτρ και Φουκώ. Πάντως δεν ήταν όλοι τους παλιοχαρακτήρες. Ο Νίτσε και ο Φουκώ ήταν απλά ταλαιπωρημένες προσωπικότητες. Επίσης κάποιοι απουσιάζουν. Δεν βρήκαν στη ζωή τους αρκετά πράγματα επιλήψιμα ώστε να θεωρήσουν ότι άξιζε τον κόπο να ασχοληθούν μαζί τους; Ο Καντ, ο άγιος Καντ, είναι πιο παλιός, όχι όμως και ο Χέγκελ, χωρίς τον οποίο δεν ξέρουμε αν θα υπήρχε σήμερα ο μαρξισμός.
«Τα μεγάλα πνεύματα είναι ικανά για τα μεγαλύτερα ελαττώματα και τις μεγαλύτερες αρετές» (σελ. 16), παραθέτουν οι συγγραφείς μια ρήση του Ντεκάρτ στην εισαγωγή, ενώ στο υστερόγραφο, στην πρώτη παράγραφο, γράφουν:
«Υπάρχει ασφαλώς και μια άλλη πλευρά σε αυτή την ιστορία. Αν παρουσιάσαμε τους οκτώ “άτακτους” φιλοσόφους μας με καθόλου κολακευτικό τρόπο, ήταν μόνο για να δείξουμε πως μια ζωή με λογική δεν οδηγεί απαραιτήτως σε μια λογική ζωή. Η φιλοσοφική αδελφότητα δεν υπήρξε ποτέ άτρωτη στις ανθρώπινες αδυναμίες, ούτε και θα έπρεπε να περιμένουμε άνθρωποι με εξαιρετική ικανότητα σκέψης να έχουν εξίσου εξαιρετικά συναισθήματα ή σεξουαλικότητα. Όποια αφροσύνη κι αν αποκαλύπτεις στη ζωή τους, η προσφορά τους στην ανθρώπινη σκέψη είναι ανεκτίμητη» (σελ. 297).
Δεν θα συμφωνήσουμε ότι είναι ζήτημα αφροσύνης, είναι απλά ζήτημα χαρακτήρα.
Τώρα τι να κάνουμε, να παραθέσουμε κάποια από τα κουτσομπολιά; Καλύτερα να κλείσουμε με τους δεκαπεντασύλλαβους που εντοπίσαμε:
Θα ασκούσε η Μεσόγειος στον εικοστό αιώνα (σελ. 87).
Για λόγους διαφορετικούς απ’ ό,τι μέχρι τώρα (σελ. 102)
Και πάτησε στα βήματα του πρώην μέντορά της (σελ. 213). Η Χάνα Άρεντ ήταν αυτή, και ο μέντοράς της, και εραστής της ταυτόχρονα, ο Χάιντεγκερ. Όμως επί τη ευκαιρία ας κάνουμε μια εξαίρεση και να παραθέσουμε ένα μικρό απόσπασμα, που δίνει και το στίγμα του βιβλίου: «Να προσυπογράφεις όμως μιαν αντισημιτική πολιτική ιδεολογία, αφού έχεις απολαύσει τα πλεονεκτήματα της σχέσης με μιαν εβραία ερωμένη και έναν εβραίο μέντορα (τον Καρλ Γιάσπερς), ακούγεται σαν η χειρότερη αγνωμοσύνη (σελ. 233-234).   

  Συμπληρώνω καθυστερημένα, είδα και την ταινία του Derek Jarman, Wittgenstein (1993). Κάποια βιογραφικά στοιχεία δεν τα θυμόμουνα από την βιογραφία του Ray Monk, όπως π.χ. τη σχέση του με τον Κέυνς. Ξαναθυμήθηκα και την φράση του Βιτγκενστάιν «Τα όρια της γλώσσας είναι τα όρια του κόσμου».

Μπάμπης Δερμιτζάκης