Δημήτρης Βίγλης, Τρία τέταρτα, Υπερόριος 2014, σελ. 48
Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα
Πεζόμορφα ποιήματα, γεμάτα ευαισθησία
Τα «Τρία τέταρτα»
είναι η πρώτη ποιητική συλλογή του Δημήτρη Βίγλη. Δεν πρόκειται όμως για
ποιητικά πρωτόλεια, αφού ο τριαντάχρονος σήμερα ποιητής δεν βιάστηκε να
δημοσιεύσει, και τα λιγοστά ποιήματα της συλλογής είναι προϊόν, φανταζόμαστε, όχι
μόνο μιας αστραπής της έμπνευσης αλλά και προσεκτικής επεξεργασίας, όπως πρέπει
να είναι άλλωστε τα ποιήματα, και σίγουρα είναι τα καλά ποιήματα.
Ο Βίγλης οδηγείται στην ακραία συνέπεια του «πεζόμορφου»
ελεύθερου στίχου με το να δίνει τα ποιήματά του τη μορφή του πεζού λόγου. Δεν
υπάρχουν «στίχοι», υπάρχουν ποιητικές φράσεις, προτάσεις και περίοδοι σε
συνεχές κείμενο. Επίσης ο ποιητής κάνει μια ακόμη υπέρβαση: δεν τα τιτλοφορεί.
Ξέρουμε ότι σε πολλά ποιήματα των σύγχρονων ποιητών ο τίτλος είναι ιδιαίτερα
συμβατικός, όπως «συμβατικά» είναι και τα ονόματά μας, όπως συμβατική είναι τελικά
και η γλώσσα, καθώς ένα σημαίνον δεν παραπέμπει ποτέ στο σημαινόμενο από μόνο
του αλλά είναι αποτέλεσμα μάθησης. Ένας μαθητής της ισπανικής δεν μπορεί να
ξέρει ότι perro
σημαίνει «σκύλος» αν δεν το διδαχθεί. Δεν είναι τυχαίο που αρκετοί ποιητές
πολλά ποιήματά τους τα τιτλοφορούν με αριθμούς, αραβικούς, ελληνικούς ή
ρωμαϊκούς.
Στον αναγνώστη δεν δημιουργείται κανένα πρόβλημα από την
έλλειψη τίτλων, δημιουργείται όμως στον βιβλιοκριτικό, και γι’ αυτό θα έλεγα
ότι η τιτλοφόρηση είναι μια χρήσιμη σύμβαση. Για μένα δεν θα υπάρξει πρόβλημα
καθώς πάντα παραπέμπω στη σελίδα όπου υπάρχει το απόσπασμα το οποίο παραθέτω.
Και οι τίτλοι των συλλογών είναι συμβατικοί, καθώς οι
περισσότερες περιέχουν τα τελευταία προϊόντα της ποιητικής έμπνευσης του
ποιητή. Συνήθως η συλλογή τιτλοφορείται από τον τίτλο ενός ποιήματος. Ποιήματα
«προγραμματικά», όπως το «Άξιον εστί» του Ελύτη, είναι η εξαίρεση. Το πιο
χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι τα ποιήματα του κορυφαίου νεοέλληνα ποιητή, του
Καβάφη, που απλά είναι «Ποιήματα», κανένα από τα οποία δεν εντάχθηκε σε κάποια
ποιητική συλλογή. Ο ποιητής βέβαια εκ των υστέρων μπορεί να τα κατηγοριοποίησε
σε ιστορικά, φιλοσοφικά και ηδονικά, και οι μελετητές σε υποκατηγορίες, όπως
π.χ. τα ιστορικά σε ψευδοϊστορικά, ιστορικοφανή και ιστοριογενή, όμως η
έμπνευση της στιγμής καθόρισε την κατηγορία, και όχι η κατηγορία την έμπνευση.
Κι εμείς θα μπορούσαμε να κατηγοριοποιήσουμε τα ποιήματα του
Δημήτρη Βίγλη σε ποιήματα που αναφέρονται στο παρελθόν, στο παρόν και στο
μέλλον, με κριτήριο το χρόνο, καθώς και σε ποιήματα που ο αποδέκτης της
αφήγησης είναι ο αναγνώστης και σε ποιήματα που ο αποδέκτης είναι κάποιο
πρόσωπο. Στη δεύτερη αυτή περίπτωση, στη συντριπτική πλειοψηφία των ποιητών, ο
αποδέκτης είναι κάποια γυναίκα, όπως στην ποιητική συλλογή του Στάθη Κουτσούνη «Στιγμιότυπα του σώματος» που
παρουσιάσαμε πρόσφατα, με μεγαλύτερη ή μικρότερη την αίσθηση του ερωτισμού.
Τα ποιήματα που αναφέρονται στο παρελθόν διακρίνονται από το
ρήμα, που είτε είναι ο θαμιστικός παρατατικός, για επαναλαμβανόμενα επεισόδια,
είτε ο αόριστος, για γεγονότα που συνέβησαν άπαξ. Το ρήμα «θυμάμαι» το
συναντήσαμε τρεις φορές, ενώ σ’ αυτά μπορούμε να ανιχνεύσουμε χρονικούς
προσδιορισμούς όπως «τότε», «κάποτε» κ.λπ.
«Κάποτε, σε ήξερα και με ήξερες· κάποτε γνωριζόμασταν. Ήταν
τόσο νωρίς για να ονειρευόμαστε σαν να τρέχαμε πάνω στο χλωρό γρασίδι, μακριά
από τις ανθρώπινες σκιές, μαζί με τα παιδιά. Τολμούσαμε ανοιχτές δρασκελιές
προς ένα χαρούμενο γκρεμό. Με κοινά χαμόγελα να μας ενώνουν, δίχως ελπίδες από
ματαιωμένες επιθυμίες. Κάποτε, ήμασταν μαζί με όσα χάνονται στο λεπτό και
κανένα δεν γυρίζει πίσω…» (σελ. 18).
Με το «εσύ» επίσης σαν αποδέκτη, το επόμενο ποίημα
αναφέρεται στο παρόν.
«Οι ασημένιες ουρές των άστρων σου λένε για φως. Τα άστρα
μόνα, με την αιώνια συνήθεια, λένε ιστορίες φωτεινές. Οι κορδέλες τους κι απόψε
τυλίχτηκαν γύρω απ’ το λευκό λαιμό. Απόψε, τα ίδια άστρα πάνω στο λεπτό σου
δέρμα πιο φωτεινά από ποτέ. Έτσι δείχνουν οι ατέλειες με χάρη, λάμπουν τα
αδύναμα σημεία πάνω σ’ έναν ουρανό ανίκητο λίγο πριν γίνεις δικιά του με ένα
ακόμη σου αστέρι» (σελ. 19).
Και ένα ποίημα που
αναφέρεται στο μέλλον.
«Αύριο, δεν θα ’χει
παιδιά, πέρασε η βροχή τους, απλά, πολύ απλά, με τη σιωπή των μεγάλων
πραγμάτων. Ομοιώματα κέρινα με τη μορφή τους, όπως των διάσημων μουσείων,
παιδιά ήταν, απλά, τόση σοφία περίσσια και μεγάλα ποτάμια χωρίς τα μεγάλα μάτια
δεν θα ’χει ορμή.
Θα περπατούμε ακόμη σε πόδια και θα τρώμε από την ψυχή τους,
θα επιζητούμε όνομα της θύμησής τους με λόγια σπουδαία και τρανά…
Απλά θα ρωτούμε, πού είναι οι ζωές μας, με τις αυλές ρημάδια
δίχως ενόχους;» (σελ. 38).
Το υπερρεαλιστικό στοιχείο ανιχνεύεται συχνά, σαν
τιθασευμένος Εμπειρίκος. Είναι δεδομένο στη σύγχρονη ποίηση, αλλά το
συνειδητοποίησα διαβάζοντας τις παρακάτω γραμμές:
«Ποιος έφτασε τελικά ως εδώ, ως εδώ όπου μέχρι πρότινος
κάλπαζε ξέφρενα ένα μαύρο ανδαλουσιανό άλογο; Με ποιο δικαίωμα λοιπόν το ίδιο
άλογο τρέχει πάνω σ’ ένα λευκό τοίχο με ανόητους περίεργους ολόγυρα να
εξετάζουν τα δόντια του; (σελ. 17).
Το διακείμενο είναι ο «Ανδαλουσιανός σκύλος», η πρώτη και
πιο σουρεαλιστική ταινία του Λουίς Μπουνιουέλ.
Παραθέτουμε και τους δυο ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους που
εντοπίσαμε, όπως το συνηθίζουμε:
Ό,τι πλέον απόκτησες με κόπο και θυσίες (σελ. 11)
Η βέβηλη συνήθεια για πάσα ερμηνεία (σελ. 44)
Αλλά και ένα «στίχο» σε κανονικό τροχαϊκό μέτρο
Χωρίς ίχνος της ημέρας με τις τόσες υποσχέσεις (σελ. 12)
Εξαιρετικά τα ποιήματα αυτά, γεμάτα ευαισθησία αλλά και
οξυδέρκεια στις παρατηρήσεις, μας δίνουν την πεποίθηση ότι ο Βίγλης θα ανέβη σε
ακόμα πιο ψηλά σκαλιά της ποίησης-για να θυμηθούμε και πάλι τον Καβάφη.
Μπάμπης Δερμιτζάκης
No comments:
Post a Comment