Ernesto Sabato,
Μια πολύπλοκη ύπαρξη (μετ. Κωνσταντίνος Παλαιολόγος) Εκδόσεις του 21ου
2001, σελ. 188
Ο Ερνέστο Σάμπατο είναι ένας από τους κορυφαίους συγγραφείς
της παγκόσμιας λογοτεχνίας, και τα έργα του τα διάβασα πολύ πριν φτιάξω blog, έτσι δεν έχω γράψει γι’
αυτά, παρά μόνο για ένα τόμο με δοκίμια, το «Ο συγγραφέας και η
καταστροφή». Σήμερα έχει σειρά ένας άλλος τόμος με δοκίμια επίσης, το «Μια
πολύπλοκη ύπαρξη».
Ποτέ δεν είναι δυνατόν να συμφωνήσεις στα πάντα, ίσως και
στα περισσότερα, με ένα δοκιμιογράφο, όμως διαβάζοντας τις θέσεις του
δημιουργείται μέσα σου ο αντίλογος, και φωτίζεται στη συνείδησή σου καλύτερα η
δική σου άποψη. Δεν το λέω για τον Σάμπατο, απλώς μου ήλθε σαν σκέψη ξεκινώντας
να γράψω γι’ αυτά τα δοκίμια. Και επειδή πιστεύω περισσότερο από ό,τι παλιά
στην απόλαυση του κειμένου, δεν με ενδιαφέρει τόσο η αλήθεια που μπορεί να
κρύβεται ή όχι μέσα στο κείμενο αλλά το ευχάριστο της ανάγνωσης. Η αλήθεια
είναι σαν ένα χέλι που γλιστράει συνεχώς μέσα από τα χέρια μας, και μπορεί σε
ένα διάλογο συγγραφέα-αναγνώστη να μη συμβαίνει αυτό που συνέβη στον Πρωταγόρα
και στον Σωκράτη, η αντιστροφή θέσεων (η συζήτησή τους ήταν για το διδακτό της
αρετής) όμως κάποιες θέσεις σου μπορεί να τροποποιηθούνε με την ανάγνωση. Αλλά
ας προχωρήσουμε παραθέτοντας κάποια αποσπάσματα.
Τα δυο πρώτα δοκίμια αναφέρονται στην εκπαίδευση.
Διαβάζουμε:
«…η λογοτεχνία θα έπρεπε να διαβάζεται ανάποδα, αρχίζοντας
από τους δημιουργούς της εποχής μας ώστε αργότερα να μπορέσει ο μαθητής να
παθιαστεί με όλα όσα έγραψαν ο Όμηρος και ο Θερβάντες…» (σελ. 13).
Έτσι ήταν τα κείμενα νεοελληνικής λογοτεχνίας πριν πάρα
πολλά χρόνια, κάθε τάξη με κείμενα από όλες τις περιόδους, ώστε να μπορεί ο
εκπαιδευτικός να επιλέγει. Εγώ ξεκίναγα όπως λέει ο Σάμπατο, από τους νεότερους
και πέρναγα στους παλαιότερους. Κάποια στιγμή ένας φωστήρας στο υπουργείο
παιδείας είχε την ιδέα να διδάσκεται η νεοελληνική γραμματεία ιστορικά, πρώτα
τα παλαιότερα έργα και στην τρίτη λυκείου τα νεότερα. Πιστεύω ότι ήταν ολέθριο.
Στα δοκίμιά του ο Σάμπατο αναφέρεται σε αρκετούς αργεντινούς
και γενικότερα λατινοαμερικάνους συγγραφείς οι οποίοι μου είναι άγνωστοι. Για
τον Σαρμιέντο γράφει… «… ειρωνεύονται την αφέλειά του, αυτή την αφέλεια που
συναντάμε συχνά στις δημιουργικές ευφυίες αλλά σχεδόν ποτέ στα άτομα που είναι
απλώς και μόνο έξυπνα» (σελ. 35).
Ευφυές!!!
Διαβάζουμε:
«η δημοκρατία πολύ συχνά είναι άξια περιφρόνησης, αλλά μέχρι
σήμερα δεν έχει βρεθεί τίποτα καλύτερο για να πετύχουμε τις κοινωνίες που
ονειρευόμαστε» (σελ. 62).
Και πιο κάτω:
«Συνοψίζοντας: η δημοκρατία είναι ανεπαρκής και πολύ συχνά
αξιοκαταφρόνητη, αλλά μέχρι σήμερα δεν έχει βρεθεί τίποτα καλύτερο προκειμένου
να πετύχουμε τις μελλοντικές κοινότητες που ονειρευόμαστε» (σελ. 109).
Είναι αναπόφευκτο να επαναλαμβάνεται κανείς, ακόμη και με
σχεδόν τα ίδια λόγια.
Στην κριτική μου σε μια ιρανική ταινία, την «Μια αξιοπρεπής
οικογένεια» του Massoud Bakhshi,
κατέληγα:
«Θα τελειώσω παραφράζοντας
τον Bradley που παραφράζει τον Λάιμπνιτζ: Η Δημοκρατία
είναι το καλύτερο των δυνατών πολιτευμάτων, και κάθε κακό σ’ αυτήν είναι
αναγκαίο κακό». Ο Λάιμπνιτζ είχε γράψει ότι αυτός είναι ο καλύτερος των δυνατών
κόσμων, και ο Bradley πρόσθεσε το σαρδόνιο σχόλιο ότι και κάθε τι σ’
αυτόν είναι αναγκαίο κακό.
Το ήξερα, αλλά είχα ξεχάσει
ποιος το είχε πει. Εδώ το ξαναβρήκα:
«Κατά τα άλλα, αν λάβουμε
υπόψη μας τον Γουάιτχεντ, όλη η δυτική φιλοσοφία…. δεν είναι τίποτα άλλο από
υποσημειώσεις των πλατωνικών διαλόγων» (σελ. 96).
Εφέ υπερβολής, που σίγουρα
όμως κρύβει μιαν αλήθεια. Ο Γουάιτχεντ, να θυμήσουμε, έγραψε μαζί με τον
Μπέρτραντ Ράσελ τα Principia mathematica.
Ενδιαφέρον είναι το δοκίμιο
για το ταγκό. Κατά τη γνώμη του Σάμπατο, ο πιο αξιαγάπητος και ακριβής ορισμός
του είναι «Μια θλιμμένη σκέψη που χορεύεται» (σελ. 117).
Το δοκίμιο «Σχετικά με την
ύπαρξη της κόλασης» είχε για μένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον, μια και τα παραψυχικά
φαινόμενα στα οποία αναφέρεται υπήρξαν κάποτε στην κορυφή των ενδιαφερόντων
μου, πράγμα που είχε ως αποτέλεσμα να γράψω το πρώτο μου βιβλίο,
«Παραψυχολογία, μύθος ή πραγματικότητα;». Πιο ειδικά μιλάει για τα «προφητικά»
φαινόμενα, για τα οποία καταλήγει:
«Αν αποδεχτούμε, λοιπόν, την
ύπαρξη προαισθημάτων και προφητειών, το ζήτημα είναι πώς τα εξηγούμε όλα αυτά.
Αυτό είναι ένα γιγάντιο πρόβλημα που μέχρι σήμερα έχει αντισταθεί σε όλες τις
προσπάθειες εκλογίκευσής του: από τον πνευματισμό μέχρι την τέταρτη διάσταση
και την Αιώνια Επιστροφή» (σελ. 135-136).
Στο βιβλίο μου έδινα
υλιστικές ερμηνείες στα παραψυχικά φαινόμενα. Σε πολλά προαισθήματα και
προφητικά όνειρα προσπάθησα να δώσω μια λογική ερμηνεία. Σε κάποια όμως σήκωσα
κυριολεκτικά τα χέρια ψηλά.
Για τον Βαλερύ γράφει:
«Πέρασε όλη του τη ζωή
μιλώντας για μαθηματικά και χρησιμοποιώντας εκφράσεις που όσο πιο
ακαταλαβίστικες ήταν τόσο πιο πολύ άρεσαν στους ανίδεους» (σελ. 155).
Αυτό το τελευταίο έχει μια
γενικότερη ισχύ: όσο πιο ακαταλαβίστικες ήταν τόσο πιο πολύ άρεσαν στους
ανίδεους. Τώρα, ας μη σχολιάσω γιατί κάποιοι γράφουν ακαταλαβίστικα.
Δεν θυμάμαι με πια λόγια το
έχω γράψει, αλλά το έχω γράψει, πάνω από μια φορά: όσο πιο πολύ στρέφω το
βλέμμα μου στην ιστορία, τόσο πιο απαισιόδοξος γίνομαι. Την ίδια γνώμη βλέπω
έχει και ο Σάμπατο: «η γνώση της ιστορίας συνοδεύεται πάντα από μια αυξανόμενη
απαισιοδοξία» (σελ. 166).
Δεν θέλω να τελειώσει αυτή η
βιβλιοκριτική μου με αυτό το λόγο περί απαισιοδοξίας, και γι’ αυτό θα τελειώσω
θυμίζοντας ότι υπάρχει ένα αντίβαρο σ’ αυτήν: Το γέλιο.
No comments:
Post a Comment